Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2007

In the Army Now!

Πρίν 9 χρόνια ακριβώς, κυρίες και κύριοι, η μάνα μου καθόταν με την γιαγιά μου στη βεράντα και κλαίγανε. Οι θείες μου, οι θείοι μου και ο λοιπός συγγενικός πληθυσμός (με όσους τέλος πάντων μιλούσαμε τότε, γιατί σήμερα δεν μιλάμε με κανέναν) είχαν ήδη υποβάλει τα θερμά τους συλληπητήρια. Ο γιός τους, το υψιλόν μικρόν, εγώ δηλαδή, θα έμπαινα νεοσύλλεκτος στο ΚΕΝ Λάρνακας!
Την ίδια ώρα που λάμβανε χώρα ο θρήνος, εγώ ήμουν στο σαλόνι με το στερεοφωνικό στη διαπασόν και χόρευα ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια μόνος μου. «Να’σαι καλά που με θυμήθηκες», «Με νοιάζει, με νοιάζει, με νοιάζει» και λοιπά τσιφτετελοειδή του Καρβέλα που ήταν τότε – και πάντα- στη μόδα! Ήλπιζα ότι, πριν ο αλέκτωρ λαλήσει δώδεκα, θα είχε γίνει ένα μεγάλο θαύμα, μια έκρηξη και θα πέθαιναν όλοι πάνω στη Γη, οπότε θα γλίτωνα το στρατεύμα.

Δεν έγινε έκρηξη, ούτε πόλεμος, ούτε ήρθε το τέλος του κόσμου. Αλλά σας ορκίζομαι ότι ακόμη και ένα λεπτό πριν περάσω την πύλη του κέντρου νεοσυλλέκτων ήλπιζα ότι θα γινόταν κάποιο λάθος και θα έφευγα. Όταν πια πέρασα την πύλη... Ε, το πήρα απόφαση. Έχω ξαναγράψει στο παρελθόν για την αφέλεια με την οποία αντιμετώπισα το στράτευμα στις αρχές της κατάταξης μου. Σήμερα όμως, θα σας πω για την πρώτη και για την τελευταία μέρα!

Την πρώτη μέρα στο ΚΕΝ σε καλοπιάνουν άπαντες. Φροντίζουν ώστε η προσαρμογή σου να είναι όσο πιο πολιτισμένη γίνεται. Ομολογώ πως είχα προετοιμαστεί για τα χειρότερα, γι’ αυτό και η πρώτη νύχτα κρίθηκε αναπάντεχα ήρεμη. Κοιμήθηκα κατ’ ευθείαν παρόλο που με ξυπνούσαν κάθε δυο ώρες οι αλλαγές των σκοπών που προκειμένου να χρεωθούν όπλο από τον οπλοβαστό (= ένα κλουβί μέσα στο οποίο τοποθετούνται τα όπλα όταν οι οπλίτες κοιμούνται) έκαναν τρομερή φασαρία. Όποτε έκλεινε η ρημάδα η πόρτα του οπλοβαστού εγώ ξυπνούσα έντρομος.

Την επόμενη μέρα, ο λοχαγός μας κάλεσε όλους έναν-έναν μεσ’ το γραφείο του για να μας ρωτήσει πώς ήταν η πρώτη μας εμπειρία στο στρατό. Η ατμόσφαιρα στο γραφείο του ήταν πολύ χαλαρή. Δεν είχαν απαίτηση από εμάς να ‘στηθούμε’ απέναντι τους ή να ακολουθήσουμε οποιοδήποτε πρωτόκολλο. Τέλος πάντων, μπαίνω εγώ μεσ’ το γραφείο του λοχαγού, κάθομαι, και εξελίσσεται σκηνή παρόμοια με την συνάντηση της Ντάλιας και του Πρωθυπουργού στο ‘Παρά πέντε.’

- Κάθισε νεοσύλλεκτε!
- Ευχαριστώ κύριε λοχαγέ.
- Πώς ήταν το πρώτο σου βράδυ στο θάλαμο; Τακτοποιήθηκες;
- Ναι, όλα εντάξει!
- Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να αναφέρεις; Κάποιο πρόβλημα;
- Όχι, όλα ήταν πολύ καλά οργανωμένα (να σας απονείμω πλακέτα!), και μάλιστα πιο καλά από ότι τα περίμενα. Αλλά, θα σας έλεγα αν γίνεται να πείτε στους σκοπούς, όταν επιστρέφουν από τη σκοπιά τους, να μην βαράνε την πόρτα του οπλοβαστού γιατί μας ξύπνησαν εκατό φορές εψές! (Και τα σαπουνάκια στο μπάνιο δεν τα άλλαξαν οι καμαριέρες!)
- !!!! (Κόκκαλο ο λοχαγός!)

Η απόλυση ήρθε πιο εύκολα απ’ ότι περίμενα. Την επόμενη μέρα της απόλυσης κιόλας, είχα ξεχάσει πως υπηρέτησα δυο χρόνια και δυο μήνες στην ΕΦ. Το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, ήμουν στο Ζοο, στο τραπέζι του αξιαγάπητου δόκιμου της 2ας ίλης και το γιορτάζαμε! Γίναμε και οι δυο στουπί, σε σημείο που το μόνο που θυμάμαι είναι πως είχαν ανάψει τα φώτα του κλαμπ γιατί είχε κλείσει, εγώ καθόμουν στο πάτωμα πάνω σε θρύψαλλα ποτηριών που είχαμε σπάσει, ενώ λίγα λεπτά νωρίτερα χόρευα και πάλι ζεϊμπέκικο, το «Όλα τα λεφτά μωρό μου.»

Άχ Άννα! Μαζί και στις λύπες και στις χαρές!

Δεν υπάρχουν σχόλια: