Πέμπτη, Αυγούστου 15, 2024

Ματωμένος Γάμος

Η Σάββια Σαββίδου βίωνε την ευτυχέστερη μέρα της ζωής της.

Ήταν απαστράπτουσα μέσα στο πανάκριβο νυφικό της αξίας δέκα χιλιάδων ευρώ από γνωστό οίκο μόδας του Μιλάνου. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά, σε κότσο, ο οποίος παρέπεμπε σε βασιλική οικογένεια της σκανδιναβίας, ενώ τα πριγκιπικά της παπούτσια ήταν διακοσμημένα με ένα νεφρό το καθένα, όσο και η αξία τους. Το μακιγιάζ της το επιμελήθηκε μία βιρτουόζα του είδους, εισαγόμενη κι αυτή απ’ τα ανάκτορα του Μπάκινγκχαμ, ή τέλος πάντων από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το ίδιο είναι. Η Σάββια την είχε ξεχωρίσει μέσα από τον λογαριασμό της στο τικ-τοκ και την παρακολουθούσε πολύ καιρό πριν της κάνει πρόταση να έλθει στην Κύπρο για να επιμεληθεί τη διαδικασία μεταμόρφωσής της σε πριγκίπισσα.

Ναι. Η Σάββια Σαββίδου έμοιαζε με πριγκίπισσα της Ντίσνεϊ, μη σας πω σαν όλες τις πριγκίπισσες της Ντίσνεϊ μαζί.

Ο γαμπρός από την άλλη δεν έμοιαζε ούτε με βασιλιά, ούτε με πρίγκιπα της Ντίσνεϊ. Αλλά αυτό δεν είχε την παραμικρή σημασία. Άλλωστε, ο γάμος είναι η μέρα της νύφης. Κανείς δεν ασχολείται με τον γαμπρό, ο οποίος πολλές φορές δεν έχει καν ονοματεπώνυμο. Είναι «ο γαμπρός», γνωστός και ως το «κορόιδο», ή τέλος πάντων ως «ο τρελός που βρέθηκε και την πήρε», σκέτο. Κανένας δεν θυμάται το όνομά του. Εν πάση περιπτώσει, κι όπως και να ‘χει, δίπλα στη Σάββια Σαββίδου στεκόταν και ο γαμπρός.

Εξέρχονταν της εκκλησίας α λα μπραντσέτα, κοινώς αγκαζέ, και ετοιμάζονταν να δεχτούν στη μούρη ένα καταιγισμό κόκκων ρυζιού οι οποίοι θα έγραφαν τέλεια στη φωτογράφηση και θα καθιστούσαν την ατμόσφαιρα τα μάλα κινηματογραφική. Τα σόγια παραταγμένα ένθεν κακείθεν του διαδρόμου που οδηγούσε στην εκκλησία ετοιμάζονταν να παίξουν κι αυτοί τον ρόλο τους υπό τις δρακόντειες οδηγίες των κουμπάρων οι οποίοι ανέλαβαν χρέη σκηνοθέτη.

Το μόνο που έλειπε ήταν το drone να απαθανατίσει το έπος του Ομήρου, ή τέλος πάντων, του κακομοίρου.

Ένα στενό πιο πέρα στεκόταν ο Ομάρ. Όχι ο Ομάρ Σαρίφ. Ένας άλλος Ομάρ.

Ο Ομάρ Αλ Χαβίλ είχε συμπληρώσει τρία χρόνια αυστηρής εκπαίδευσης στον χειρισμό των drone. Μπορούσε να πετάξει ένα μη επανδρωμένο αερόχημα και με τα μάτια κλειστά, και με τους καρπούς των χεριών του δεμένους πισθάγκωνα. Μπορούσε να προσανατολιστεί από τη σκιά που έριχνε στο έδαφος το ιπτάμενο μηχάνημα. Μπορούσε να υπολογίσει το ύψος στο οποίο ίπτατο από την ένταση του μουγκρητού της μηχανής του. Εξειδίκευση επιπέδου κομάντο, όπως άλλωστε απαιτούνταν για μια τόσο σημαντική εργασία. Ο Ομάρ περίμενε οδηγίες από τον προϊστάμενο του για το πότε θα κατεύθυνε το drone στο ενδεδειγμένο σημείο. Έφερε τον ασύρματο στο αφτί. «Τώρα» του είπε απ’ την άλλη άκρη της γραμμής ο εντολέας του. Ο Ομάρ με περισσή δεξιοτεχνία κατηύθυνε το drone στο σημείο που του όριζαν οι συντεταγμένες του.

«Μα, τον Αλλάχ!»

«Τι συμβαίνει πράκτορα; Γιατί επικαλείσαι τα Θεία άνευ λόγου και αιτίας;» τον ρώτησε ο εντολέας εμφανώς ανήσυχος.

«Το γαμημένο το GPS! Έχει βραχυκυκλωθεί!» φώναζε ο Ομάρ πατώντας ταυτόχρονα 150 κομβία ταυτοχρόνως μπας και επιβληθεί της καταστάσεως.

«Τι είναι αυτά που τσαμπουνάς αετοπούλι μου; Πώς είναι δυνατόν! Το λογισμικό μας δεν κάνει ποτέ λάθος. Είναι όλα ρυθμισμένα με ακρίβεια».

«Για κάποιο λόγο ο Λίβανος μετατοπίστηκε. Η Κύπρος έγινε Λίβανος και ο Λίβανος, Κύπρος!»

«Σιγά μην έγινε και Μόντε Κάρλο!»

Ο εντολέας δεν πίστευε στ’ αφτιά του τις μαλακίες που άκουγε. Δεν είχαν ώρα για τσαλίμια και αστεϊσμούς. Ο Ομάρ είχε μια γαμημένη δουλειά να κάνει. Όφειλε να την φέρει εις πέρας. Τι στο διάολο τον είχαν στρατολογήσει από τα πέντε έτη του να κάνει; Να ρίχνει πασιέντζες;

Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Το περίφημο drone αντί να προσγειωθεί στο κέντρο της Βηρυτού ρίχνοντας μία τελευταίας τεχνολογίας βιολογική βόμβα, προσγειώθηκε στο προαύλιο του ιερού ναού των Αγίων Πάντων. Η Σάββια και ο γαμπρός είχαν μόλις εξέλθει και καθώς είδαν το φτερωτό μηχάνημα να πλησιάζει χαμογέλασαν καθώς ορίζει το πρωτόκολλο. «Ελάτε, μαζευτείτε», φώναξε η μάμμα της νύφης, «Φωτογραφία!» Σύσσωμες οι κουμπάρες οι οποίες φορούσαν όλες το ίδιο φόρεμα χρώματος ίντιγκο (λιλά το λέγαμε την εποχή μου), διακοσμημένο με τεράστια άνθη, και περικύκλωσαν χαρούμενες το νιόπαντρο ζευγάρι αλλά και τον κ. Ευάνθη, τον πατέρα του γαμπρού, τον μόνο εν ζωή συγγενή του.

Το drone πλησίασε σαν απειλητικός εφιάλτης. «Σαν να παραπλησίασε» σκέφτηκε ο γαμπρός. Μα πριν προλάβει να πει το παραμικρό, ο έλικας προσέγγισε με δολοφονικές διαθέσεις τη Σάββια Σαββίδου. Ώσπου να πει «μανά» ο έλικας θέριζε πάνω από το πρόσωπο της Σάββιας Σαββίδου τις στρώσεις από το μακιγιάζ. Ευτυχώς είχε βάλει πολύ μέικ απ και άργησε κάποια δευτερόλεπτα μέχρι να βρει σάρκα και οστά. Η Σάββια κόπηκε πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Από μακριά έλεγες ότι της είχε επιτεθεί ένα τεράστιο, μεταλλικό, διαστημικό, ιπτάμενο μαμούνι. Ο έλικας έκοψε συμβολικά πρώτα τη μύτη της Σάββιας. Ρουθούνια πετάγονταν δεξιά και αριστερά. Οι καλεσμένοι αλάλαζαν υστερικά. Κάποιοι, μάλιστα, νόμισαν ότι ήταν μέρος της σκηνοθεσίας. Τα ζευγάρια τα συνηθίζουν κάτι τέτοια χαριτωμένα στις μέρες μας προκειμένου να εντυπωσιάσουν.

Ύστερα προχώρησε στη στοματική κοιλότητα. Η μασέλα αντιστάθηκε στιγμιαία. Μα τα άσπρα ξέξασπρα δόντια της Σάββιας, τα οποία είχαν υποστεί λεύκανση μόλις την προηγούμενη βδομάδα, αίφνης πετούσαν κι αυτά κατά πάσα κατεύθυνση όπως τα κουφέτα! «Να ζήσετε, να ζήσετε» φώναζε ο κόσμος. Ένα παρανυφάκι προσπάθησε να φάει ένα τραπεζίτη. Έφτυσε το σφράγισμα και το έκανε μια χαψιά. Η μαμά του του είπε «μην τρως απ’ το πάτωμα, θα έχει φαΐ εκεί που θα πάμε».

Μα δεν θα πήγαιναν μακριά. Το drone είχε κονιορτοποιήσει το κεφάλι της νύφης. Αίματα, σάρκα, μαλλιά, extensions, όλα μία κολλώδης μάζα εκσφενδονιζόταν στο πλήθος το οποίο σφάδαζε όπως τους Κορεάτες στην ταινία «Τα Παράσιτα». Δεν μπορούσες να πεις με σιγουριά αν ο κόσμος το απολάμβανε ή αν φώναζαν τρομαγμένοι.

Το σώμα της νύφης τώρα κειτόταν νεκρό παρόλο που πρόλαβε να κάνει μερικά βήματα εμπρός προτού τεζάρει, όπως κάνει η όρνιθα η οποία συνεχίζει την πορεία της και αφού της κόψουν το κεφάλι. Ο γαμπρός είχε μπει στο ναό να γλιτώσει και κρύφτηκε πίσω από μια σειρά σκάμνων. Πολλοί καλεσμένοι είχαν στραφεί τρέχοντας στα αυτοκίνητά τους να γλιτώσουν. Ένας κύριος επάνω στον πανικό του έριξε κάτω το τραπέζι με τα λουκούμια και μια μακρινή θεία μάζεψε καμιά δεκαριά πριν καταφύγει κι αυτή στο αυτοκίνητό της.

Ο Ομάρ εν τέλει και με χίλια ζόρια κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο του drone και κατόπιν αυστηρών οδηγιών το οδήγησε στον σωστό προορισμό.

Ο παπάς της εκκλησίας εξερχόμενος του ιερού άρχισε να φωνάζει ότι δεν πρόκειται να αναλάβει ο ίδιος να καθαρίσει τις πιτσιλιές από τα αίματα και την ευρύτερη ακαταστασία. Ρώτησε να μάθει ποιος είναι ο κουμπάρος και του ζήτησε να πληρώσει εκείνος τα έξοδα καθαρισμού χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο κουμπάρος δυσανασχέτησε.

Κάπου σε ένα υπόγειο κρησφύγετο της Χαμάς οι φωτογραφίες από τον γάμο της Σάββιας Σαββίδου εμφανίζονταν η μία μετά την άλλη στον σέρβερ της οργάνωσης. Οι μαχητές μαζεύτηκαν όλοι μαζί να της δουν. Είχαν ενθουσιαστεί από τα φουστάνια και τις διακοσμήσεις.

Ένας είπε «αλ χασίμ, ασιαλά, χανούμ» και όλοι συμφώνησαν.

Ο Ομάρ έπρεπε να πληρώσει τα σπασμένα.

Δόθησαν οδηγίες όπως επικοινωνήσει μέλος της οργάνωσης με τον ιερέα του ιερού ναού Αγίων Πάντων από Δευτέρα και να διευθετηθεί το ζήτημα.


Δευτέρα, Αυγούστου 12, 2024

Μια Τελετή Λήξης Που Ήθελε Να Ήταν Τελετή Έναρξης

Οι Γάλλοι τα έφτιαξαν ολίγον τι ανάποδα.

Τα πανανθρώπινα μηνύματα που έστειλαν μέσω της τελετής λήξης είναι μηνύματα που θα έπρεπε να είχαμε δει στην τελετή έναρξης. Και το πάρτι που είδαμε στην έναρξη έπρεπε να είναι το κλείσιμο στη λήξη. Τι να πει κανείς, όμως; Εγώ χθες όλη νύχτα μνημόνευα και πάλι το 2004. Σαν το 2004 τίποτα!

Πλην της συγκινητικής στιγμής που ακούστηκε ο εθνικός μας ύμνος και η ελληνική σημαία φώτισε το στάδιο μέσω του χρυσού, αγκαθωτού όντος που συμβόλιζε τον ήλιο, δεν βρήκα κάτι άλλο να μου βγει το μάτι. Μου άρεσε πολύ η συμφωνική ορχήστρα που στήθηκε στο στάδιο, ήταν άρτια. Αλλά ως εκεί. 



Οι ολυμπιακοί κύκλοι οι οποίοι σχηματίστηκαν από τους ακροβάτες ήταν πρόχειροι. Σας ορκίζομαι ότι στα παιχνίδια χωρίς σύνορα του 1996 στο Τορίνο είχαν παρόμοιο παιχνίδι και για τα δεδομένα του 1996 ήταν και πιο προχωρημένο από το χθεσινό. Οι ακροβάτες κι αυτοί «λίγοι» και άτολμοι σου έδιναν την εντύπωση ότι κώλωσαν να κάνουν το πραγματικό τους πρόγραμμα λόγω κακών μέτρων ασφαλείας.



Το αιωρούμενο πιάνο με τον πιανίστα σου έδινε την εντύπωση ότι θα γκρεμοτσακιστεί από στιγμή σε στιγμή. Ακόμη και στην Αθήνα το 2004 οι τόνοι γύψου που κρεμμάστηκαν για να συμβολίσουν τις Κυκλάδες είχαν καλύτερο συντονισμό και ταλάντωση.

Τα βάθρα που σχημάτιζαν τις πέντε ηπείρους θα μπορούσαν να ήταν σκηνικά του ΘΟΚ για κάποιο αρχαίο δράμα στο Αμφιθέατρο Σχολής Τυφλών. Όχι, ευτυχώς που δεν κέρδισε ο Σλιμάν τη Γιουροβίζιον φέτος, θα έστηναν άθλιο Διαγωνισμό οι Γάλλοι του χρόνου αν κρίνω από όλα όσα είδα.

Τις δε αμερικανιές με τον Τομ Κρουζ και την είσοδο α λα Mission Impossible ας μην τα σχολιάσω και ας τα χρεώσω μόνο στους Αμερικάνους. Ο πατέρας μου έλεγε ότι Ολυμπιακοί και Αμερική δεν έχουν τίποτε κοινό. Τον θυμάμαι να βλέπει την τελετή έναρξης των Αγώνων στην Ατλάντα και να τους βρίζει: «Αν δεν είχαν την Κόκα Κόλα σιγά μην τους έδιναν την Ολυμπιάδα». Μάλιστα, εκείνη την εποχή για να «τιμωρήσει» τους Αμερικάνους που μας έκλεψαν την ανάθεση μέσα απ’ τα χέρια σταμάτησε να πίνει Κόκα Κόλα για να επηρεάσει τις πωλήσεις τους. Αχ, ωραία χρόνια!

Η τελετή λήξης έκλεισε με το My Way του Φρανκ Σινάτρα. Ώρες ώρες ένιωθες ότι βλέπεις κάτι από interval act της Γιουροβίζιον και πρωτοχρονιάτικο σόου της ΕΡΤ τη δεκαετία του ’80.

Δεν πειράζει. Τουλάχιστον ήταν μια τελετή λήξης χωρίς woke αναφορές. Κάτι είναι και αυτό. Να του πήγε του διαταραγμένου σκηνοθέτη μετά τις αντιδράσεις. Δεν τόλμησε να αφήσει το παραμικρό υπονοούμενο.

Το φχαριστήθηκα.

Δεν προσδοκώ ούτε τους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες, ούτε τους Ολυμπιακούς του Μπρισμπέιν. Ξέρω από τώρα τι θα δω. Ας ελπίσουμε οι επόμενοι, του 2036 να πάνε σε μια πιο ενδιαφέρουσα χώρα. 

[ΥΓ: Άθλιοι οι δημοσιογράφοι του ΡΙΚ που κάλυψαν την εκδήλωση. "Μνημειώδης έργο" είπε ο ένας. Ούτε Ελληνικά να μιλήσουν δεν είναι άξιοι, μου θέλουν να καλύψουν και παγκόσμιες εκδηλώσεις. Αμόρφωτοι και χωριάτες. Ο πατέρας μου έβλεπε τα πάντα από την ΕΡΤ και τον έβρισκα υπερβολικό. Δυστυχώς, από Ολυμπιακούς μέχρι Γιουροβίζιον, το καλύτερο που έχει να κάνει ένας τηλεθεατής απόφοιτος Δημοτικού είναι να τα δει online χωρίς κυπριακό σχόλιο]. 


 

Παρασκευή, Αυγούστου 09, 2024

Ένας Ευνουχισμένος Κόσμος

Είδαμε και πάθαμε να μάθουμε στον γιο μου να μην δέρνει. 

 

Ποτέ δεν έδερνε κανέναν στα καλά καθούμενα. Όμως στα πλαίσια της αυτό-άμυνας ή στα πλαίσια άσκησης ψυχολογικής βίας εκ μέρους συμμαθητών του, ο γιος μου γυρίζει το χέρι του, κι όποιον πάρει ο Χάρος. Μη φανταστείτε τίποτα μπουνιές και κλωτσιές. Αναφέρομαι σε μπάτσες που στα ‘80ς, στα ένδοξα χρόνια που εγώ μεγάλωσα, θα θεωρούνταν σκέτα χάδια. Στον σύγχρονο κόσμο, ακόμη κι αυτά, θεωρούνται σχεδόν απόπειρα φόνου. 

 

Είχαμε διάφορα περιστατικά στο σχολείο. Λάβαμε πολλές φορές κλήση από τη δασκάλα τού επειδή «γύρισε το χέρι του». Όλες τις φορές ήταν κατόπιν πρόκλησης, ευτυχώς. Τη μια φορά δυο συμμαθητές του οι οποίοι κάθονταν αριστέρα και δεξιά του τον έσπρωχναν την ώρα του μαθήματος για να ανταλλάξουν μεταξύ τους ραβασάκια, σβηστηράκια κτλ, και αυτός θύμωσε και τους τις έφεξε, μια άλλη φορά άστραψε μία στον από πίσω του επειδή τελείωσε πρώτος το διαγώνισμα (ναι, κάνουν διαγωνίσματα από την α’ τάξη πια), και τον κορόιδευε συνέχεια «εγώ τελείωσα και εσύ ακόμα γράφεις». Του είπε να ησυχάσει για να τον αφήσει να συγκεντρωθεί κι αυτός όχι μόνο τον αγνόησε αλλά έβαλε και ένα φίλο του να τραγουδούν μαζί «εμείς τελειώσαμε και εσύ ακόμα γράφεις».

 

Του έκανα άπειρα μαθήματα για το πώς χειριζόμαστε τέτοιες καταστάσεις. Πρώτα, ζητάμε ευγενικά από αυτόν που μας ενοχλεί να σταματήσει. Το επαναλαμβάνουμε αν συνεχίσει. Αν δεν μας λάβει υπόψιν απευθυνόμαστε στη δασκάλα μας, και αν η δασκάλα δεν καταφέρει να επιβληθεί, τότε και μόνο τότε βάζουμε τον άλλον στη θέση του κατ’ ιδίαν. Το τελευταίο δεν είναι 100% ορθό, αλλά είναι κι αυτός ένας τρόπος αξιοπρεπούς επιβίωσης στη ζούγκλα που ζούμε και μεγαλώνουμε παιδιά. 

 

Κάθε, μα κάθε, φορά του φταίει η εκάστοτε δασκάλα. «Της λέω ότι με ενοχλούν και δεν κάνει τίποτα». Τον καταλαβάινω γιατί είχα κι εγώ παρόμοιο πρόβλημα στην Β’ Γυμνασίου. Δεχόμουν τεράστιο ψυχολογικό πόλεμο και παρόλες τις καταγγελίες σε ανώτατες βαθμίδες του Γυμνασίου, (η φάση έφτασε μέχρι τον Σύνδεσμο Γονέων και παραλίγο στο Υπουργείο Παιδείας), δεν γινόταν τίποτα. Κανείς δεν επιβαλλόταν στα παλιόπαιδα, κανείς δεν τους τραβούσε το αφτί. Αρκούνταν σε κάτι γενικόλογα περί «σωστής συμπεριφοράς» και έξω από την πόρτα. Μόνο όταν επιτέθηκα σε μια καθηγήτρια στην αυλή του σχολείου και της είπα ότι «είναι μία άχρηστη που δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά της», και έγινα θέαμα σε όλους τους μαθητές του σχολείου, μόνον τότε άλλαξε η κατάσταση. Κέρδισα τον σεβασμό του όχλου επειδή επιτέθηκα ευθέως «στην εξουσία». 

 

Το μπούλινγκ που δεχόμουν (και επρόκειτο για καραμπινάτο μπούλινγκ α λα ‘90ς, και όχι αυτές τις φλωριές που βιώνουν οι σημερινοί) σταμάτησε εν μία νυκτί. Την επόμενη μέρα «ήμουν ένας από εκείνους».

 

Δεν ξέρω αν αυτές είναι σωστές συμβουλές για να περάσουν και στην επόμενη γενιά. Αλλά δεν ξέρω τι άλλο να συμβουλεύσω τον γιο μου προκειμένου να αντιμετωπίσει «τα παλιόπαιδα». Τις προάλλες μου έλεγε ότι δύο δίδυμοι δεν του επιτρέπουν να παίξει με ένα φίλο του και όποτε τον δουν στην αυλή πάνε και τον σπρώχνουν, επειδή «εμείς τον ξέρουμε από καιρό, και εσύ δεν είσαι φίλος του». «Με σπρώχνουν ακόμη και αν δεν πλησιάσω στον κοινό μας φίλο», μου είπε. 

 

-Τους κατήγγειλες;

- Εκατό φορές!

- Η δασκάλα σου τι σου είπε;

- Ότι βαρέθηκε να ακούει καταγγελίες.

 

Φυσικά και βαρέθηκε η κάργια! Τι να σου έλεγε; Ότι περιμένει να πάει 2:30 να σχολάσει; 

 

Εχθές ο γιος μου ήρθε και μου είπε ότι πήγε και βρήκε τη δασκάλα και της κατήγγειλε δυο άλλους, και όταν εκείνη του επανέλαβε ότι «βαρέθηκε να ακούει καταγγελίες», ο γιος μου της απάντησε «αυτή είναι η δουλειά σου, να ακούς καταγγελίες, κι αν βαρέθηκες να βρεις άλλη δουλειά να κάνεις».

 

Δεν παίρνω όρκο ότι τα είπε έτσι αυτολεξεί, αλλά έτσι μου τα μετέφερε και παρόλο που υποψιάζομαι ότι υπερβάλλει, του βγάζω το καπέλο που στα οχτώ του χρόνια βρήκε το σθένος και της είπε αυτό που κατά βάθος πιστεύουμε όλοι. Γιατί σε κάθε κοινωνία το πρόβλημα δεν είναι η πλέμπα που παρανομεί. Το πρόβλημα είναι οι θεσμοί της πολιτείας που δεν μπορούν να επιβληθούν και να απονέμουν δικαιοσύνη. Θα μου πεις, είναι και ο γιος σου σπαστικός και καταγγέλλει συνέχεια. Θα συμφωνήσω. Αλλά ποια είναι η εναλλακτική; Να κλείνει τα μάτια στα αίσχη που συμβαίνουν γύρω του; Να παίρνει τον νόμο στα χέρια του; Ή να κάθεται και να τις τρώει σαν μαλάκας; 

 

Έρχομαι σε αμηχανία συχνά με την αθυροστομία του γιου μου. 

 

Αλλά πού θα πέσει το μήλο; 

 

Σήμερα ήταν η τελευταία του μέρα στο summer school. Μου είπε «χάρηκα που τέλειωσε και δεν θα ξαναπάω και δεν είμαι αναγκασμένος να ξαναδώ τα μούτρα τους!» 

 

Πόσο γιος μου! 

Τετάρτη, Αυγούστου 07, 2024

Παύλος Κοντίδης


Δεν ξέρουμε πολλά για τον Παύλο Κοντίδη.

 

Ο Παύλος Κοντίδης είναι ο μοναδικός, σύγχρονος Κύπριος ολυμπιονίκης, στο άθλημα της ιστιοπλοΐας. Κατέκτησε σήμερα το αργυρό μετάλλιο στην Ολυμπιάδα των Παρισίων, και έχει άλλο ένα αργυρό από την Ολυμπιάδα του Λονδίνου. Τα μοναδικά μετάλλια της Κύπρου σε Ολυμπιακούς αγώνες προέρχονται και τα δύο από αυτόν, τον ίδιο.

 

Όσες πληροφορίες κατάφερα να μαζέψω γι αυτόν τον σπουδαίο Κύπριο, προέρχονται από την Wikipedia και πάνω κάτω λένε τα βασικά. Ότι γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1990, ότι πήγε να σπουδάσει στο Σαουθάμπτον αλλά ανέβαλε τις σπουδές του χάριν του Ολυμπισμού, ότι είναι νυμφευμένος και έχει ένα παιδί. Αναφέρονται επίσης οι διακρίσεις του σε άλλους αγώνες εκτός των Ολυμπιακών. 

 

Δεν ξέρουμε τίποτα κουτσομπολίστικο για εκείνον. Ούτε αν έχει κάποιο οικογενειακό δράμα, ούτε αν έχει σκοτεινό παρελθόν, ούτε αν το αγαπημένο του φαγητό είναι τα σουβλάκια, ούτε αν ακούει Αντώνη Ρέμο, ούτε τίποτα. Ξέρουμε αυτό που έχει καταφέρει και αυτό είναι αρκετό. Και αυτό το χαμηλό, ταπεινό προφίλ είναι κομμάτι της νίκης που πρέπει να φέρει μαζί του κάθε ολυμπιονίκης. Δουλειά, ταπεινότητα, επιτυχία. 

 

Τον θαυμάζω. Ας είναι φάρος για όλους μας. 

Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2024

Το Γαμώτο Της Ελλάδας

 Ποιος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στον Πετρούνια και μπροστά στον οποιονδήποτε Έλληνα ολυμπιονίκη;

Όσες φορές και να παρακολουθήσω τα βίντεα από τις προσπάθειές του συγκινούμαι το ίδιο.

Αυτό το χούι, της συγκίνησης με κάθε τι ελληνικό, το έχουμε οικογενειακώς.

Θυμάμαι ότι το 1992 όταν έτρεξε η Βούλα Πατουλίδου ήμασταν στον Πρωταρά και ο πατέρας μου παρακολουθούσε Ολυμπιακούς από μια τηλεόραση που μετά βίας έπιανε το σήμα του ΡΙΚ, στο πίσω μπαλκονάκι. Το κλάμα που έριξε για την επιτυχία της Πατουλίδου ήταν πρωτόγνωρο για μένα. «Μα, γιατί κλαίει;» αναρωτιόμουν. Δεν μπορούσε να μου το εξηγήσει. «Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις γιατί θα κλαις κι εσύ» μου έλεγε. Δεν είμαι σίγουρος αν ποτέ κατάλαβα απόλυτα, αλλά όντως μεγαλώνοντας κληρονόμησα κι εγώ αυτό το «δεν ξέρω γιατί κλαίω, αλλά κλαίω». Νομίζω ότι πλέον πέρασε και στον γιο μου, αλλά μόνο σε μία περίσταση τον τσάκωσα να βουρκώνει προς το παρόν οπότε δεν είμαι 100% σίγουρος.

Το να κλαις με την επιτυχία οποιουδήποτε άλλου Έλληνα, το να μοιράζεσαι την αγωνία του και να ταυτίζεσαι με αυτήν είναι υγιές συναίσθημα. Κλάματα ρίξαμε και για τον Πύρρο Δήμα, και για τον Κεντέρη, και για τη Θάνου, και για τον Κακλαμανάκη, και για τον Μελισσανίδη, και για την Εθνική Ελλάδος το 2004 και για για την εθνική του μπάσκετ το 2005. Εδώ κλάψαμε ακόμη και για την Παπαρίζου στο Κίεβο! Μην το πάω πιο ακραία και σας πω ότι συγκινούμαι ακόμη και με τις ομάδες που πήγαν στα Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα (τα ξαναβλέπω κάνοντας διάδρομο και θυμούμαι τα νιάτα μου).

Γνωρίζω κόσμο που δεν του καίγεται καρφί γι’ αυτές τις επιτυχίες. Δεν μπορεί να τις νιώσει δικές του. «Είναι προσωπική επιτυχία του Πετρούνια» μου λένε. Ναι, προφανώς είναι προσωπική του επιτυχία, και προφανώς εγώ δεν συνέβαλα προσωπικά σ’ αυτήν ώστε να την οικειοποιούμαι. Μπορώ όμως να τη συμμεριστώ. Γιατί όταν η Πατουλίδου κέρδισε, δεν είπε «για την πάρτι μου ρε γαμώ το», είπε «Για την Ελλάδα ρε γαμώ το». Και Ελλάδα είμαστε όλοι μας. Όπως βλέπετε και στο αναρτημένο βίντεο, όταν ο Μελλισανίδης ερωτήθηκε σχετικά, είπε «όταν διαγωνίζομαι, δεν διαγωνίζομαι εγώ, διαγωνίζεται η Ελλάδα, είμαι η Ελλάδα!» 


Ορίστε, λοιπόν, που έγκειται η συμπερίληψη και η ταύτιση. Θέλατε Ολυμπιακούς συμπερίληψης; Ιδού!

Δεν μπορώ να ταυτιστώ με τη νίκη του τάδε και του δείνα, όμως. Θα ταυτιστώ με τον Πετρούνια που πήγε ελληνικό σχολείο και έμαθε να γράφει με τα ίδια βιβλία που έμαθα κι εγώ. Θα ταυτιστώ με την Πατουλίδου που ζει και βασανίζεται τον ίδιο γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο ο οποίος βασανίζει και μένα. Δεν ήρθαν από την Ελβετία οι Ολυμπιονίκες μας να ξυπνούν τρώγοντας κρουασάν και κάνοντας τζόγγινγκ γύρω από τη λίμνη της Γενεύης. Ξυπνούν κι αυτοί με γαμωσταυρίδια όπως εμάς σε έναν ελληνικό, τριτοκοσμικό χώρο, και τρέχουν σε κάτι στάδια / γυμναστήρια ετοιμόρροπα όπως πάνω κάτω κάνουμε κι εμείς. Μοιραζόμαστε τον πόνο του να ζεις στον ελληνικό χώρο. Εξ ου και η ταύτιση.

Αυτούς που την ώρα που ο Πετρούνιας εκτελεί το πρόγραμμά του δεν μπορούν να συμμεριστούν την αγωνία του, αυτούς που δεν μπορούν να κλάψουν με τον θρίαμβο του, τους λυπάμαι. Νιώθω ότι κάτι έχασαν, ότι κάτι πήγε λάθος, και δυστυχώς μετά από κάποια ηλικία αυτό δεν καλλιεργείται ούτε μπορεί να ανθίσει.

Δεν πειράζει.

Και εις ανώτερα σε όλους τους αθλητές μας.


Πέμπτη, Αυγούστου 01, 2024

Διάβασα

Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και άνοιξα σήμερα τα παλιά μου ημερολόγια.

 

Παλιότερα διασκέδαζα διαβάζοντάς τα. Πλέον αποφεύγω να τα διαβάζω γιατί καμιά φορά με λυπάμαι ή δεν με αναγνωρίζω καν. Δεν θέλω να ταυτίζομαι με εκείνο το παιδί, με το οποίο ούτως ή άλλως δεν ξέρω πόσο μοιάζω. 

 

Σήμερα όμως τα άνοιξα γιατί έψαχνα μια πληροφορία για μια ημερομηνία και έπρεπε να τη βρω. Είχα δεν είχα μπήκα στον πειρασμό και διάβασα μερικές σελίδες από αυτά που σκεφτόμουν το 2010. 

 

Θέλω να σας πω ότι παρόλο που είναι πικρό το ποτήρι της ανάγνωσης, είναι παράλληλα τρομερά ωφέλιμο. Δεν μετανιώνω που τα έγραφα όλα με κάθε λεπτομέρεια ανελλιπώς από το 1995 μέχρι το 2010. 

 

Διάβασα κάποιους προβληματισμούς που έγραψα τότε, πριν 15 χρόνια και οι οποίοι με ταλανίζουν ακόμη και σήμερα. Και αμέσως σκέφτηκα ότι αν τα ίδια πράγματα με ξαγρυπνούσαν και πριν 15 χρόνια πάει να πει ότι είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την ύπαρξη και ορθότητά τους. Γιατί αν δεν ίσχυαν, αν ήταν αποκυήματα της φαντασίας μου, αν ήταν απλά η ιδέα μου, δεν θα τα είχα γράψει και τότε. Απλώς τότε ήλπιζα ότι θα διαψευστώ. Και να που δεκαπέντε χρόνια μετά δεν έχει αλλάξει τίποτα. Άρα ορθώς τα είχα γράψει τότε, για να τα διαβάσω δεκαπέντε χρόνια μετά και να πω «ορίστε, οι ίδιες καταστάσεις ισχύουν και σήμερα. Πήγαινε και πέτα τες». Σιγά που θα πάω. 

 

Διάβασα και κάποιες πιο δυσάρεστες και σκοτεινές σκέψεις μου. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έσκισα μια σελίδα από το ημερολόγιο μου και την έκανα κομματάκια. Όχι επειδή τις αποποιούμαι. Αλλά επειδή δεν θέλω να τις διαβάσουν τα παιδιά μου όταν μεγαλώσουν. Στ’ αλήθεια δεν γράφω κάτι εγκληματικό ή κάτι αναπάντεχο. Μη βάζετε με το νου σας τα χειρότερα. Καμιά φορά είναι καλύτερα να μην διαβάζουμε την αλήθεια ωμή. Ας τη φανταζόμαστε μόνο. 

 

Διάβασα και κάποια χαριτωμένα κουτσομπολιά που ούτε καν τα θυμόμουν. Ονόματα και καταστάσεις με άτομα που σήμερα δεν μιλάμε καν, και που αν με ρωτήσεις μετά δυσκολίας θα σου πω ότι τους γνωρίζω. Τότε ήταν η επικαιρότητα μου. 

 

Τι σου είναι η ζωή.