Η Ιρλανδία επιλέγηκε για διακοπές για δύο βασικούς
λόγους.
Πρώτον, επειδή είμαι ψυχαναγκαστικός και έπρεπε να κλείσω
την τρύπα στον χάρτη. Όπως βλέπετε στον πιο κάτω προσωπικό «χάρτη των
κατακτήσεων», έχω επισκεφτεί όλη τη δυτική Ευρώπη πλην της Ιρλανδίας. Ε, δεν
μπορούσα να τη βλέπω λευκή. Τεντώνονταν τα νεύρα μου! Μόλις είδα ότι έβαλε η Κόμπαλντ
απευθείας πτήσεις από Λάρνακα, δεν το σκέφτηκα δυο φορές. Έκλεισα αμέσως. Τώρα
βέβαια έγιναν χειρότερα τα πράγματα, καθότι παραμένουν λευκά το Λουξεμβούργο
και η Ανδόρρα, αλλά δεν θα κάτσω να πεθάνω κιόλας. Ας υποκριθούμε ότι δεν
υπάρχουν!
Όπως βλέπετε, απομένει μόνο η ανατολική Ευρώπη και κλείσαμε. Φήμες λένε ότι όταν επισκεφτώ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η ήπειρος θα ανατιναχθεί. Με πορτοκαλί βλέπετε την τελευταία προσθήκη. Με ανοιχτό πράσινο όσες χώρες έχω επισκεφθεί μία φορά, με κλειστό πράσινο όσες χώρες έχω επισκεφθεί πάνω από μία φορά.
Δεύτερον, επειδή πλέον ταξιδεύουμε με το μωρό μαζί.
Ασχέτως του ότι δεν είναι σε ηλικία που μπορεί να εκτιμήσει το τι βλέπει γύρω
του, θεωρούμε ότι η διαδικασία του ταξιδιού είναι κομμάτι της διαπαιδαγώγησής
του. Μαθαίνει διά της προσαρμογής του στα διάφορα απαιτούμενα ενός μεγάλου ταξιδιού. Έπρεπε όμως να επιλέξουμε ένα προορισμό φιλικό προς την ηλικία του, ή τέλος πάντων, έναν προορισμό που να μην καιγόμαστε να τα δούμε όλα. Και
η Ιρλανδία προσφέρεται γι’ αυτό, αφού μπορεί να βρίθει κουλτούρας, αλλά δεν
έχει και τα άπειρα μνημεία να δεις.
Ιρλανδία, λοιπόν! Δουβλίνο, Γκάλγουεϊ, Γκρεμοί του Μόερ
και ένας ενδιάμεσος σταθμός ως βάση, το λεγόμενο Άθλοουν, ή όπως εγώ το βάφτισα
εξ αιτίας της ασχήμιας του: «Τρισάθλοουν».
Το πράσινο χρώμα στη σημαία τους συμβολίζει τους Καθολικούς, ενώ το πορτοκαλί τους Προτεστάντες. Το άσπρο στη μέση συμβολίζει την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ τους. Κάτι παρόμοιο μυρίζομαι και στη δική μας νέα σημαία που ψήνεται. Μπλε, άσπρο, κόκκινο. Τουλάχιστον θα φέρνει κάτι από Γαλλία και θα είναι "σικ". Όχι σαν αυτόν τον πορτοκαλο-κίτρινο λεκέ με τα φυλλαράκια που χρησιμοποιούμε τώρα.
Δεν ξέρω πόσο σε ενδιαφέρει να σου μιλήσω για τις πιο
πάνω πόλεις. Να σου πω μόνο ότι το Δουβλίνο αγγλοφέρνει, αλλά μην τολμήσεις να
το πεις στους ντόπιους μιας και είναι πολύ περήφανοι που αποτίναξαν από πάνω τους
τον αγγλικό ζυγό και ανεξαρτητοποιήθηκαν. Το Δουβλίνο, λοιπόν, θα μπορούσε να
ήταν μία οποιαδήποτε τρίτο-δεύτερη βρετανική πόλη, με τα καλά της πρωτεύουσας.
Οι Ιρλανδοί την κάνουν ακόμα ομορφότερη αφού είναι ιδιαίτερα φιλικοί και
ευπροσήγοροι, θυμίζουν εμάς σε πολλά, ειδικά στην εξυπηρέτηση του πελάτη που
είναι εντελώς ζαμανφού και στ’ αρχίδια τους.
Τι ωραία χρώματα! Μία κλασική ιρλανδέζικη μπυραρία στο κέντρο του Δουβλίνου.
Ένα θρυλικό μπαρ στο κέντρο του Δουβλίνου, ονόματι Lilly's Brothel. Εκεί τραγουδούσε ο Τζόνι Λόγκαν στα Γιουροβίζιον πάρτυ του 1988. Υπάρχει και ένα inside joke αλλά μόνο οι συγγενείς της γυναίκας μου θα το καταλάβουν.
Μία "προδημοτική" που μου άρεσε και φωτογράφησα. Πολύ "παιδική" για τα δικά μας στάνταρντ, αφού εδώ στα νηπιαγωγεία δίνουμε ονόματα εμπνευσμένα από κλαμπ των late nineties, βεβαίως, βεβαίως.
Μία χαλαρή και πιο συμπαθητική Αγγλία εν ολίγοις.
Δεν κάναμε κάτι το αξιοσημείωτο. Με τη γυναίκα μου
προσπαθήσαμε να καλύψουμε το κενό και τη φθορά που μας προκάλεσε η πρόσφατη
ανακαίνιση και συγκατοίκηση με τα πεθερικά. Ξαναήλθαμε κοντά και δεν συζητήσαμε
για πλακάκια, μπιντέδες και λοιπά μερεμέτια για πέντε μέρες. Χαρήκαμε τον γιο μας
που, επιτέλους, τον εξαπολύσαμε ελεύθερο σε καταπράσινα πάρκα με δροσερά
γρασίδια, σιντριβάνια, και πολύχρωμα λουλούδια. Ολόκληρα απογεύματα περάσαμε εκεί, όπως και στον ζωολογικό κήπο της πόλης, που βρίσκεται σε ένα πάρκο
εφάμιλλο του Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης. Ζήσαμε μία ζωή φυσιολογική, δηλαδή,
που δεν εξαντλείται στο εκάστοτε Μωλ του Σιακόλα στο οποίο μεγαλώνουμε τον γιο μας
στη Λευκωσία επειδή «έχει κλιματισμό» και είναι «επαρκώς μαντρωμένος». Ναι,
εντάξει θεωρητικά έχουμε και εδώ πάρκα, αλλά συγκριτικά, έκλασαν τα ιρλανδικά και
βγήκαν τα δικά μας!
Εντάξει, δεν φταίμε 100% εμείς για τα χάλια των πάρκων μας,
αφού εδώ λόγω καιρού δεν μπορεί να βλαστήσει, ούτε να ανθίσει φυτό της προκοπής.
Αποπειραθήκαμε να επισκεφτούμε και τις φυλακές του
Δουβλίνου. Το μέρος όπου οι Άγγλοι αποικιοκράτες δίκαζαν, βασάνιζαν και
φυλάκιζαν όσους Ιρλανδούς πάλευαν για την ανεξαρτησία. Κάτι σαν τα δικά μας φυλακισμένα
μνήματα, δηλαδή. Δεν τα καταφέραμε. Ο γιος μας έκρινε ότι όφειλε να σχολιάζει
ό,τι έλεγε ο ξεναγός με διάφορα άναρθρα επιφωνήματα. Οι υπόλοιποι τουρίστες άρχισαν
να δυσανασχετούν, οπότε φύγαμε κακήν κακώς. Προλάβαμε να δούμε και να ακούσουμε
ελάχιστα πράγματα. Ομοίως, όταν επισκεφτήκαμε την υπέροχη βιβλιοθήκη του
Πανεπιστημίου Τρίνιτι, στο κέντρο της πόλης, ο γιος μας έκρινε ότι έπρεπε να τρέχει
πάνω κάτω στο παρκέ ωσάν να βρίσκεται σε γήπεδο και να ουρλιάζει σαν να μπήκε γκολ. Τον άρπαξα
κάνοντάς του κεφαλοκλείδωμα και βγήκαμε έξω, στα χορτάρια, όπου συνέχισε το «τρέχω
πάνω-κάτω» απτόητος. Μετά βίας πρόλαβα να βγάλω φωτογραφίες. Έχω αγάπη για τις βιβλιοθήκες
και δη εκείνης της εποχής και αισθητικής. Ένθεν και ένθεν του διαδρόμου
υπάρχουν οι προτομές διαφόρων φιλοσόφων. Στη δεξιά στήλη, οι μισοί εξ αυτών
είναι Έλληνες.
Είχα πει κάποτε στη Μπρέντα ότι θα ήθελα έναν τοίχο του σπιτιού μας να τον μετατρέψουμε σε βιβλιοθήκη, με κινητή σκάλα κτλ. Με το που την είδα αυτήν στο Δουβλίνο ξαναφούντωσε μέσα μου η ιδέα. Το κακό βέβαια, ότι δεν έχουμε διαβάσει τόσα πολλά βιβλία στη ζωή μας, κι ότι μέχρι να τα διαβάσουμε δεν θα υφίσταται λόγος για δημιουργία της βιβλιοθήκης.
Το Δουβλίνο διασχίζει ο ποταμός Λάιφι ή Λίφι (δεν ξέρω
πως ακριβώς προφέρεται) και οι Ιρλανδοί τον διακόσμησαν με πολλές γέφυρες ανά τις
διάφορες χρονικές περιόδους. Η αγαπημένη μου είναι αυτή πιο κάτω, η πιο
μοντέρνα απ’ όλες, η οποία φέρει και το όνομα του Σάμιουελ Μπέκετ. Στο φόντο
φαίνεται και το νεόκτιστο συνεδριακό κέντρο, το οποίο οι φανς της Γιουροβίζιον
αναγνωρίζετε από τη στιγμή της βαθμολογίας (το έχουν μεγάλο καμάρι προφανώς και
το χρησιμοποιούν τα τελευταία χρόνια ως φόντο του εκάστοτε παρουσιαστή που
δίνει την ιρλανδική βαθμολογία). Μιας και ανέφερα τη Γιουροβίζιον, να σας πω
ότι έψαξα να βρω το Θέατρο Πόιντ στο οποίο έλαβε χώρα ο διαγωνισμός τα έτη
1994, 1995 και 1997, αλλά διάβασα ότι κατεδαφίστηκε το 2007, και στη θέση του
χτίστηκε μία o2 Arena, συναυλιακός χώρος διπλάσιας
χωρητικότητας. Κρίμα, γιατί είχε πολύ χαρακτηριστική, νεοκλασική πρόσοψη.
Η γέφυρα του Μπέκετ "καλατραβίζει" ελαφρώς, και δεν θέλετε και παπά να σας το πει, αφού πλέον έχουμε εμπεδώσει εμείς οι Έλληνες το στιλ του. Δεν είναι η μόνη γέφυρα που έχτισε στο Δουβλίνο, υπάρχει άλλη μία, όχι τόσο εντυπωσιακή, που λέγεται the millennium bridge, λίγα μέτρα πιο κάτω.
Το ταξίδι στην Ιρλανδία, φυσικά, δεν σημαδεύτηκε από τη
διαμονή μας στο Δουβλίνο. Το ταξίδι αυτό στιγματίστηκε από την επίσκεψή μας στους
Γκρεμούς Μόερ. Οι συγκεκριμένοι γκρεμοί βρίσκονται στην άλλη μεριά της χώρας,
τέρμα δυτικά. Πιο δυτικά δεν έχει. Μετά βουτάς, κολυμπάς όλο ευθεία, και
βγαίνεις στην Αμερική. Έχουν ύψος από 120 μέχρι 240 μέτρα και εκεί αισθάνεσαι
το μεγαλείο της φύσης. Το όνομά τους το πήραν από το ομώνυμο φρούριο που
βρίσκεται στην κορυφή τους. Η πρόσβαση εκεί δεν είναι απλή υπόθεση. Μπορείς να
πας με λεωφορείο και τρένο, τα οποία όμως διαρκούν πολλές ώρες, και με τον
Αλέξη μες τα πόδια μας θα ήτο σκέτη αυτοκτονία. Εδώ με το ζόρι άντεξε, ο
δόλιος, την πεντάωρη πτήση. Ποιος τολμούσε να τον περιορίσει για εφτά ώρες με
το τρένο ή άλλες πέντε με το λεωφορείο για να πάει να δει τα εν λόγω
γκρεμοτσακίσματα; Κανένας!
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πήγαν να βγάλουν μια φωτογραφία εκεί κοντά, γλύστρισαν και σκοτώθηκαν. Υπάρχει και μνημείο αφιερωμένο στη μνήμη τους.
Οπότε η λύση ήταν να νοικιάσουμε αυτοκίνητο και να πάμε
μόνοι μας. Εδώ έρχεται και το κλου του ταξιδιού. Εγώ έχω ένα θέμα με την
οδήγηση. Δεν θεωρώ εαυτόν κακό οδηγό, αλλά δεν διακατέχομαι από αρκετή
αυτοπεποίθηση ώστε να οδηγήσω στο εξωτερικό. Και στην Κύπρο ακόμα, μέχρις ώτου
εξοικειωθώ με την οδική κουλτούρα του Κυπραίου είδα κι έπαθα. Ρωτήστε τους φίλους
μου, τους οποίους σε ηλικία 18-19, μην πω και είκοσι χρόνων, ανάγκαζα να μου
κάνουν τον σωφέρ όταν επρόκειτο να πάμε όλοι μαζί σε κάποια δύσβατη περιοχή.
Τούτων δεδομένων, δεν διανοούμουν ότι θα οδηγούσα ποτέ στο εξωτερικό. Όμως!
Κάθισα και σκέφτηκα. Και είδα ότι δεν προβλέπεται να ξαναπάω στην Ιρλανδία
σύντομα. Σκέφτηκα, επίσης, ότι έχοντας πλέον ανδρωθεί και χαλυβδωθεί στην
κυπριακή οδική κουλτούρα που είναι μία από τις χειρότερες του κόσμου, με
αμέτρητους νεκρούς κάθε χρόνο και χάλια επίστρωση δρόμων, πόσο δυσκολότερο θα
ήτο να οδηγήσω σε μία χώρα τόσο πολιτισμένη όσο η Ιρλανδία; Δεν χασομέρησα.
Έκλεισα αυτοκίνητο, τους έβαλα μέσα, τους πήγα στους γκρεμούς, γυρίσαμε πίσω
σώοι και αβλαβείς και το όλον ήταν και τεράστια κάβλα, οφείλω να ομολογήσω.
Από κάποιο μπέρδεμα που έγινε με το πρακτορείο, μου
νοίκιασαν μια Μπεμβέ. Πρώτη φορά θα οδηγούσα Μπεμβέ, και τώρα έχω κακομάθει,
από χθες κοιτάζω τη Τζουλιέτα μου και παρόλη τη φινέτσα της, την αισθάνομαι σαν
κουβά που τρέχει στον κατήφορο. Να οδηγώ τη Μπεμβέ στον ιρλανδικό
αυτοκινητόδρομο, να βλέπω τα μοσχομυρισμένα βοσκοτόπια αριστερά και δεξιά, να
χαίρομαι τη συννεφιά και το ψιλόβροχο, να τραγουδώ Τζόνι Λόγκαν συνοδεία της συζύγου
και να περιβάλλομαι και από τους πιο φιλήσυχους και νομοταγείς οδηγούς της Ευρώπης.
Τι άλλο ήθελα στον κόσμο;! Γι’ αυτά είμαι!
Έκανε η μύγα κώλο…, ξέρω. Χθες βράδυ που γυρίσαμε, απορούσα
πως καταδεχόμουν τόσο καιρό να οδηγώ σ’ αυτή τη φτηνή, κυπριακή άσφαλτο. Και με
τον κάθε μπουρτζόβλαχο τριγύρω, που ανοίγει τα φώτα πορείας αδιαφορώντας για το
αν μας τυφλώνει ή όχι! Μαύρη η ώρα που ξανανταμώνουμε!
Τέλος πάντων.
Ένα tick στο προσωπικό μου bucket list μόλις μπήκε. Μην τους βλέπετε έτσι, τους αδικεί η οπτική γωνία από όπου τραβήχθηκε η φωτογραφία. Από κοντά είναι θεόρατοι και εκατό φορές πιο εντυπωσιακοί.
Πήγαμε στους γκρεμούς. Δέος! Φυσομανούσε. Πολλά τα μποφόρια,
ούτε οι γλάροι δεν κατόρθωναν να πετάξουν. Βραχήκαμε. Σαν βελόνες έπεφταν οι
σταγόνες, ο μικρός τρόμαξε και καταφύγαμε στην σμιλευμένη στον βράχο καφετέρια.
Αλλά το σκηνικό, επικό! Δέκα χρόνια νεότερος να ήμουν θα είχα έτοιμη την κιλτ,
την καμπανέλλα κρεμμασμένη και θα γύριζα βίντεο τύπου Μπρέηβχαρτ! Εκείνη η
εκδρομή ήταν όλη η Ιρλανδία κατ’ εμέ.
Μείναμε εκεί δυόμιση ώρες. Φύγαμε όταν πλάκωσαν πολλοί
τουρίστες. Εξ όσων έμαθα, επισκέπτονται το μέρος κατά μέσο όρο 5.000 τουρίστες
κάθε μέρα. Ε, δεν χωράγαμε άλλοι. Έβγαλα άλλες τόσες φωτογραφίες και φύγαμε.
Στην επιστροφή κάναμε και μια στάση στο Γκάλγουεϊ.
Είναι η τέταρτη ή η Πέμπτη μεγαλύτερη πόλη στη σειρά. Σαν τη Λάρνακα μου φάνηκε
εμένα. Δυο δρόμοι όλοι κι όλοι, χαρούμενα σημαιοστολισμένοι, με διάφορα
καταστήματα επαρχιακής αισθητικής. Συμπαθέστατο, αλλά όχι και για χόρταση.
Γευματίσαμε, περπατήσαμε, ήπιαμε καφέ και γυρίσαμε στη βάση μας. Επιλέξαμε να
έχουμε ως βάση το Άθλοουν, ένα μίζερο χωριό στη μέση της χώρας για να
μοιράζουμε τις διαδρομές. Είμαι ασυνήθιστος στην πολύωρη οδήγηση και πάνω από
ένα δίωρο αρχίζω και πονώ τη μέση μου. Γι’ αυτό και φάγαμε το Άθλοουν στη μάπα,
πραγματικός άθλος το ότι το υπομέναμε. Συμπαθητικός ο κόσμος του, δεν λέω
(μετρήσαμε δέκα άτομα στους δρόμους, το μάξιμουμ!) και όλοι τους με ένα καλό
λόγο στο στόμα για το μωρό και τα λοιπά, αλλά όχι, δεν ζεις εκεί.
Η θέα από το λόμπι του ξενοδοχείου μας στο Άθλοουν. Φαίνεται συμπαθητικό. Δεν είναι. Δυστυχώς, ξέχασα να φωτογραφήσω κάποιες βιτρίνες από τα λιγοστά μαγαζιά της αγοράς του, με ρούχα που προορίζονται για μεσαιωνικές, πορσελάνινες κούκλες, ή κάτι ταγιεράκια τύπου Καμίλας του Καρόλου από το 1930.
Για να τελειώνουμε.
Πέρασα πολύ ωραία στην Ιρλανδία κάνοντας τίποτε το
σπουδαίο. Κι αυτό στην εποχή μας, δηλαδή το να μπορείς να ζεις φυσιολογικά με
το μυαλό καθαρό από τις έγνοιες της ρουτίνας, είναι πλέον πολυτέλεια. Πέρασα
ποιοτικό χρόνο με τον γιο μου, με τη γυναίκα μου και μας εξέλιξα. Αυτός είναι
εν τέλει και ο σκοπός του ταξιδιού.
Δεν ξέρω αν πρέπει να σας συστήσω να πάτε στην Ιρλανδία.
Εγώ δεν θα πλήρωνα για να ξαναπάω. Μόνο αν με στείλουν με τη δουλειά, θα το
δεχόμουν με ευχαρίστηση. Όμως δεν μπορώ να πω ότι δεν πέρασα υπέροχα. Γύρισα άλλος άνθρωπος
και ψυχικά πλουσιότερος.
Μα, τελείωσε το ποστ και δεν σας έγραψα πόσο λατρεύω αυτό το πλάσμα του Θεού; Είμαι τόσο πλήρης μαζί του. Μακράν ο καλύτερος μου φίλος.