Η διαδικτυακή μου φίλη, Ανθή Ψωμιάδου, μού έκανε την τιμή να μου στείλει
ταχυδρομικώς το βιβλίο που έγραψε και τιτλοφορείται «Τέλος Καλό, Όλα Καλά» για
να το διαβάσω και να της πω τη γνώμη μου.
Το πρόβλημα με κάτι τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι δεν ξέρεις πώς να
προσεγγίσεις την κριτική σου γιατί αφενός μία γνωστή – άγνωστη σου εμπιστεύεται
το πνευματικό της παιδί και ξέρω από πρώτο χέρι την αγωνία του ερασιτέχνη (ή
τέλος πάντων του αρχάριου, καθότι δεν πιστεύω απόλυτα στον όρο του ερασιτέχνη) όταν αυτός εκθέτει τη δουλειά του σε κάποιον άλλον. Είναι σαν
να ξεγυμνώνεσαι μπροστά σε γκόμενα στο πρώτο ραντεβού και το πρώτο πράγμα που
ακούς είναι ένα «Θεέ μου, τι είναι όλη αυτή η πατσόλα;!»
Πόσο αντέχεις την κριτική; Πόσο αυστηρά πρέπει να σε κρίνουν; Πόσο καλό θα
σου κάνει το να σου πουν κατάμουτρα τι πιστεύουν για το έργο σου; Πόσο
περισσότερο καλό θα σου κάνει αν σου πουν μισές ή βολικές αλήθειες που όμως θα σε
εξωθήσουν σε κάτι καλύτερο την επόμενη φορά; Τα ξέρω από πρώτο χέρι. Γιατί μετά
από τόσα χρόνια ενασχόλησής μου με το θέατρο, ξέρω τι θέλω να ακούσω μετά το
τέλος της παράστασης. Μια καλή κουβέντα για τον κόπο μου, κι αν δεν σ’ άρεσε
στην τελική, δεν πειράζει, μου το λες αύριο πιο ωμά που θα είμαι πιο
ξεκούραστος και θα το καταπιώ ευκολότερα.
Με αυτά στο μυαλό, άργησα πολύ να στρωθώ στο διάβασμα των διηγημάτων της Ανθής.
Το απέφευγα λίγο, γιατί στο ενδεχόμενο το βιβλίο να ήταν μάπα δεν θα ήξερα πώς
να τετραγωνίσω τον κύκλο. Ευτυχώς όμως δεν χρειάστηκε, και ανακουφίστηκα τα
μάλα, αφού το βιβλίο της όχι μόνο με εξέπληξε ευχάριστα, αλλά με προβλημάτισε
κιόλας, και θα σου εξηγήσω παρακάτω γιατί.
Κατ’ αρχάς να σου πω ότι πρόκειται για ένα βιβλίο με τέσσερεις αυτοτελείς
ιστορίες. Δεν είναι μεγάλες, διαβάζονται όλες μέσα σε ένα απόγευμα. Αφορούν σε
διάφορες αναποδιές που έτυχαν στους ήρωες και στον τρόπο με τον οποίον τις διαχειρίστηκαν..
Μην πάει ο νους σου σε βιβλίο τύπου «πώς να…» Δεν έχει διδαχτικό χαρακτήρα το
βιβλίο. Απλώς μέσα από τις τέσσερεις ιστορίες βλέπεις πώς μπορείς να εξαργυρώσεις
το πρόβλημα προς όφελός σου, πώς να κάνεις το μαύρο – άσπρο, πώς να αντιμετωπίσεις
πιο ψαγμένα, πιο μεγαλειωδώς τη μοίρα σου τη σακατεμένη. Από την κλοπή νεφρού ενός
εκ των ηρώων σε ένα μπουρδελοξενοδοχείο, μέχρι τις περιπέτειες ενός οδηγού
λεωφορείου που φαίνεται να σκότωσε κάποιον πεζό, η μία ιστορία καλύτερη απ’ την άλλη.
Είναι έξυπνες ιστορίες. Και την ανατροπή τους έχουν, και το τέλος της κάθε μίας
είναι απρόβλεπτο, και το λεξιλόγιο προσεγμένο κι από όλα. Τρία πράγματα θα άλλαζα.
Πιστεύω ότι σ’ αυτό το βιβλίο αξίζει ένας πιο πιασάρικος τίτλος, ένα λιγότερο φανταχτερό εξώφυλλο και επίσης, θα
ήταν ακόμα καλύτερο αν είχε περισσότερους διαλόγους μέσα, που θα το καθιστούσαν
πιο θεατρικό σε σημεία.
Τώρα, γιατί με προβλημάτισε; Επειδή δεν ξέρω αν όντως η Ανθή ήθελε τελικά την κριτική
μου, ή αν ήθελε να μου ανοίξει τα μάτια λόγω μιας, κάποιας, συμπάθειας που μου τρέφει.
Γιατί ομολογώ ότι ταυτίστηκα σχεδόν με όλους τους ήρωες και δεν είμαι σίγουρος ότι
θα είχα το ψυχικό τους σθένος, ούτε το εύρος των ψυχικών τους αποθεμάτων στο
ελάχιστο ώστε να αντιμετωπίσω τα δικά μου με αντίστοιχο μέτρο και αξιοπρέπεια. Με αυτή
την έννοια, το βιβλίο της Ανθής δεν ήταν απλώς ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, αλλά
είχε και ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες. Χμ…
Σε ευχαριστώ Ανθή.
Αν μη τι άλλο, ένα εξηντάευρο στον ψυχολόγο μου το γλίτωσες! J