Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2017

Το Βιβλίο Της Ανθής

Η διαδικτυακή μου φίλη, Ανθή Ψωμιάδου, μού έκανε την τιμή να μου στείλει ταχυδρομικώς το βιβλίο που έγραψε και τιτλοφορείται «Τέλος Καλό, Όλα Καλά» για να το διαβάσω και να της πω τη γνώμη μου.



Το πρόβλημα με κάτι τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι δεν ξέρεις πώς να προσεγγίσεις την κριτική σου γιατί αφενός μία γνωστή – άγνωστη σου εμπιστεύεται το πνευματικό της παιδί και ξέρω από πρώτο χέρι την αγωνία του ερασιτέχνη (ή τέλος πάντων του αρχάριου, καθότι δεν πιστεύω απόλυτα στον όρο του ερασιτέχνη) όταν αυτός εκθέτει τη δουλειά του σε κάποιον άλλον. Είναι σαν να ξεγυμνώνεσαι μπροστά σε γκόμενα στο πρώτο ραντεβού και το πρώτο πράγμα που ακούς είναι ένα «Θεέ μου, τι είναι όλη αυτή η πατσόλα;!»

Πόσο αντέχεις την κριτική; Πόσο αυστηρά πρέπει να σε κρίνουν; Πόσο καλό θα σου κάνει το να σου πουν κατάμουτρα τι πιστεύουν για το έργο σου; Πόσο περισσότερο καλό θα σου κάνει αν σου πουν μισές ή βολικές αλήθειες που όμως θα σε εξωθήσουν σε κάτι καλύτερο την επόμενη φορά; Τα ξέρω από πρώτο χέρι. Γιατί μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησής μου με το θέατρο, ξέρω τι θέλω να ακούσω μετά το τέλος της παράστασης. Μια καλή κουβέντα για τον κόπο μου, κι αν δεν σ’ άρεσε στην τελική, δεν πειράζει, μου το λες αύριο πιο ωμά που θα είμαι πιο ξεκούραστος και θα το καταπιώ ευκολότερα.

Με αυτά στο μυαλό, άργησα πολύ να στρωθώ στο διάβασμα των διηγημάτων της Ανθής. Το απέφευγα λίγο, γιατί στο ενδεχόμενο το βιβλίο να ήταν μάπα δεν θα ήξερα πώς να τετραγωνίσω τον κύκλο. Ευτυχώς όμως δεν χρειάστηκε, και ανακουφίστηκα τα μάλα, αφού το βιβλίο της όχι μόνο με εξέπληξε ευχάριστα, αλλά με προβλημάτισε κιόλας, και θα σου εξηγήσω παρακάτω γιατί.

Κατ’ αρχάς να σου πω ότι πρόκειται για ένα βιβλίο με τέσσερεις αυτοτελείς ιστορίες. Δεν είναι μεγάλες, διαβάζονται όλες μέσα σε ένα απόγευμα. Αφορούν σε διάφορες αναποδιές που έτυχαν στους ήρωες και στον τρόπο με τον οποίον τις διαχειρίστηκαν.. Μην πάει ο νους σου σε βιβλίο τύπου «πώς να…» Δεν έχει διδαχτικό χαρακτήρα το βιβλίο. Απλώς μέσα από τις τέσσερεις ιστορίες βλέπεις πώς μπορείς να εξαργυρώσεις το πρόβλημα προς όφελός σου, πώς να κάνεις το μαύρο – άσπρο, πώς να αντιμετωπίσεις πιο ψαγμένα, πιο μεγαλειωδώς τη μοίρα σου τη σακατεμένη. Από την κλοπή νεφρού ενός εκ των ηρώων σε ένα μπουρδελοξενοδοχείο, μέχρι τις περιπέτειες ενός οδηγού λεωφορείου που φαίνεται να σκότωσε κάποιον πεζό, η μία ιστορία καλύτερη απ’ την άλλη.

Είναι έξυπνες ιστορίες. Και την ανατροπή τους έχουν, και το τέλος της κάθε μίας είναι απρόβλεπτο, και το λεξιλόγιο προσεγμένο κι από όλα. Τρία πράγματα θα άλλαζα. Πιστεύω ότι σ’ αυτό το βιβλίο αξίζει ένας πιο πιασάρικος τίτλος, ένα λιγότερο φανταχτερό εξώφυλλο και επίσης, θα ήταν ακόμα καλύτερο αν είχε περισσότερους διαλόγους μέσα, που θα το καθιστούσαν πιο θεατρικό σε σημεία.

Τώρα, γιατί με προβλημάτισε; Επειδή δεν ξέρω αν όντως η Ανθή ήθελε τελικά την κριτική μου, ή αν ήθελε να μου ανοίξει τα μάτια λόγω μιας, κάποιας, συμπάθειας που μου τρέφει. Γιατί ομολογώ ότι ταυτίστηκα σχεδόν με όλους τους ήρωες και δεν είμαι σίγουρος ότι θα είχα το ψυχικό τους σθένος, ούτε το εύρος των ψυχικών τους αποθεμάτων στο ελάχιστο ώστε να αντιμετωπίσω τα δικά μου με αντίστοιχο μέτρο και αξιοπρέπεια. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο της Ανθής δεν ήταν απλώς ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, αλλά είχε και ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες. Χμ…

Σε ευχαριστώ Ανθή.


Αν μη τι άλλο, ένα εξηντάευρο στον ψυχολόγο μου το γλίτωσες! J

Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2017

Survivor Από Τα Lidl

Να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση, εγώ πωρώνομαι με παιχνίδια τύπου Survivor και ακόμα και αυτή η παρακμιακή βερσιόν του Skai κατάφερε να με καθηλώσει. Κάθε νύχτα δεν κάνω άλλη δουλειά, φροντίζω να έχουμε τελειώσει με τις υποχρεώσεις του μωρού πριν τις 21:00 για να στρωθώ και να το παρακολουθήσω ξέγνοιαστος. Παρόλη την αγάπη που τρέφω για το εν λόγω φορμάτ, δεν μπορώ να παραγνωρίσω την ξενέρα που μου προκαλείται από πλειάδα παραγόντων οι οποίοι μετατρέπουν το παιχνίδι αυτό από ναυαρχίδα των ριάλιτι, σε κακοφορμισμένο σόου των 90ς.

Κατ’ αρχάς δεν είναι δυνατόν να διαρκεί 3.5 ώρες! Η έναρξη των ολυμπιακών αγώνων διαρκεί εξίσου και κατά τη διάρκεια αυτής παρελαύνουν 300+ χώρες, βλέπεις σόου, ακούς ομιλίες από τους επισήμους και ανάβει και η φλόγα. Τρεισήμισι ώρες δεν διαρκεί καν η Γιουροβίζιον. Ακόμη κι εκεί ακούς 26 τραγούδια, ψηφίζουν 40 χώρες και τελειώνει το κυρελέησον. Εγώ γιατί να πρέπει να βλέπω 3.5 ώρες τον Σπαλιάρα, τον Χρανιώτη και την Παπαδοπούλου να παίζουν ξανά μανά το ίδιο αγώνισμα; Καλοί είναι κι αυτοί, δεν λέω, αλλά σε μιάμιση ώρα το πολύ έπρεπε να τελειώνει.

Αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να γεμίσει το prime time του καναλιού, να διευκολυνθεί η διαφήμιση, να βγάλει η παραγωγή τα λεφτά της, αλλά ό, τι και να λέμε, 3.5 ώρες καταντούν βάσανο ειδικά όταν το πρόγραμμα προβάλλεται καθημερινές και την επομένη δουλεύεις.

Δεύτερη παρατήρηση: Είναι δυνατόν σε κάθε επεισόδιο να βλέπουμε ένα παιχνίδι και μόνον; Το επαναλαμβάνουν, λέει, ώσπου μία ομάδα από τις δύο να φτάσει τις δέκα νίκες. Το βλέπεις μια φορά και σκέφτεσαι «κοίτα τι ωραία που τα στήσανε όλα», το βλέπεις δεύτερη και σκέφτεσαι «συμπαθητική σύλληψη», το βλέπεις τρίτη και λες «μακάρι να πέσει ο τροχός να τους πλακώσει» να ευφρανθεί λίγο η ψυχούλα μας. Να θυμίσω μόνο ότι ακόμα και στα Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα, που διαρκούσαν μόνο μιάμιση ώρα (ασχέτως αν η ΕΡΤ μετέδιδε δελτίο ειδήσεων ενδιάμεσα και γινόταν πάλι μεσάνυχτα να τελειώσουν), έβλεπες 10 διαφορετικά παιχνίδια και άνοιγε το μάτι σου. Στην επανάληψη του γύρου του παιχνιδιού, όταν μάλιστα δεν έπαιζε η Ελλάδα και συ βαριόσουν, έκοβες τη φλέβα μέχρι να ολοκληρώσουν οι Τσέχοι και οι Σλοβένοι. Σκέψου να έπρεπε να το ζήσεις όλο αυτό ώσπου ένας απ' τους δυο να συμπλήρωνε πρώτος δέκα νίκες! Θα ξημερωνόμασταν!

Τρίτη παρατήρηση: Οι δήθεν σελέμπριτις. Που εκτός από ένα δυο, όλους τους υπόλοιπους δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους. Και τους πληρώνετε κι από πάνω -καθώς φημολογείται-από €2000 έκαστο για να συμμετέχουν. Αν θα βάλεις μέσα σελέμπριτι, βάλε σελέμπριτι και όχι τους τελευταίους των τελευταίων. Το Survivor με τους Τούρκους αντίπαλους είχε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον. Πώς σας ήρθε τώρα η "ομάδα διασήμων;" Θα μου πεις, κάπως πρέπει να πωρωθεί και το πτωχό τηλεθεατόπουλο. Σε εποχές που οι Τούρκοι θεωρούνται (έστω και με το ζόρι) φίλοι μας, εχθροί μας θεωρούνται όσοι έχουν δουλειά. Όσοι ανήκουν στη σόουμπιζ του Κωστόπουλου «που κατέστρεψε την Ελλάδα με τα περιοδικά του». Οπότε, πιο πολύ χαίρεσαι να βλέπεις τον Σπαλιάρα να σκάει στην πισίνα σαν μπουγελόφατσα, ο οποίος τολμά και κερδίζει ακόμα χρήμα απλά και μόνο περπατώντας στην πασαρέλα, παρά τον Μεχμέτ Σκορδοπουτσόγλου που μπορεί να σου φάει την Κύπρο, τα Ίμια, τη Θράκη, το Αιγαίο, αλλά τουλάχιστον δεν εξυπηρετεί τα γκλάμορους βοθροπεριοδικά που κατέστρεψαν την Ελλάδα.

Τέταρτη και κυριότερη παρατήρηση: Ο Τανιμανίδης. Τον Τανιμανίδη τον ζηλεύω, δεν θα το αποποιηθώ. Τον ζηλεύω, τον απεχθάνομαι, αλλά και τον παραδέχομαι ταυτόχρονα. Όλα αυτά μαζί, γιατί κάνει εκπομπές που θα ήθελα να κάνω εγώ. Τόσο το World Party όσο και το Survivor είναι εκπομπές που θα σκότωνα για να βιώσω ξυπνώντας μέσα μου έναν άλλον, πιο περιπετειώδη εαυτό. Ζηλεύω όμως γιατί κατά τη γνώμη μου ο Τανιμανίδης πέρα από λαϊκός ομορφονιός δεν είναι τίποτα περισσότερο. Η παρουσίαση του είναι χάλια, τα Ελληνικά του μετριότατα, η δε κάλυψη των αγώνων ως speaker, απλά τραγική. Η Δάφνη Μπόκοτα στα "σύνορα" και περισσότερο πάθος έβαζε στην περιγραφή και πιο σωστά μιλούσε, αυτός ο κάγκουρας δεν καταλαβαίνω τι εξυπηρετεί. Χθες βράδυ σημείωνα μαργαριτάρια:

«Ποιος θέλετε να μπει υποψήφιος;»

Κανένας. Η σωστή έκφραση είναι «ποιος θέλετε να είναι υποψήφιος» ή «ποιον θέτετε υποψήφιο;» Δεν μπαίνω υποψηφιότητα. Τη θέτω, την υποβάλλω, τη βάζω, αλλά δεν μπαίνω στην υποψηφιότητα. Έλεος.

«Ο παίχτης έριξε τα κυβάκια του» (μα δεν επρόκειτο για κύβους, αλλά για ορθογώνια πρίσματα). Ψιλά γράμματα θα μου πεις. Ε, πάμε στα χαμηλά γράμματα τότε, παρακάτω.

«Τα κορίτσια είναι και τα δυο πολύ καλές» - Οι κοπέλες είναι καλές / τα κορίτσια είναι καλά. Ελληνικά πρώτης Δημοτικού.

«Μείωσαν στο 1-1». Δεν μειώνεις στο 1-1. Ισοφαρίζεις. Μειώνεις από το 3 στο 4, από το 4 στο 5, όχι στο 1-1-. Ελληνικά δευτέρας Δημοτικού.

«Συγχαρητήρια και σένα». Του ξέφυγε το «σε», αλλά μάλλον του το ‘φαγε ο Τσαλίκης.

Για να μην μιλήσω για τα Ισπανικά του. Ο Τανιμανίδης είχε δηλώσει πρόσφατα σε μια συνέντευξη στον Θέμο Αναστασιάδη ότι σπούδασε στην Ισπανία. Και ως εκ τούτου μιλά τα Ισπανικά καλά. Και ότι ξέρει πώς να πει μιας Ισπανίδας «πάρε μου μια πίπα». Παρόλα αυτά, σε ένα βιντεάκι που ανάρτησε ο ίδιος στα Instagram Stories, μας παρουσιάζει μία Δομινικανή συνάδελφό του και τη ρωτά εντελώς λανθασμένα «¿Somos listos?» (είμαστε έτοιμοι;) αντί του σωστού ¿estamos listos? Το πότε χρησιμοποιούμε το ρήμα ser και πότε το estar είναι ολόκληρο κεφάλαιο στην ισπανική γλώσσα αλλά είναι επιπέδου Α1, δηλαδή αρχάριων. Ούτε αυτό δεν έμαθες ρε μπαγάσα; Αλλά η πίπα, πίπα, ε;! Πώς γίνεται να μην τον ζηλεύεις τελικά; Όταν κατάφερε να σπουδάσει στην Ισπανία και τη γλώσσα δεν την έμαθε, όταν κατάφερε να γυρίσει τον κόσμο σαν τρελός νεοέλληνας που πουλά πνεύμα στον εκάστοτε ιθαγενή, (αλλά μη αξιώνοντας να δει μισό μουσείο στις χώρες που επισκέφτηκε) και όταν τελικά, ομιλώντας Ελληνικά σαν τελευταίος μπαστουνόβλαχος, καταφέρνεις να παρουσιάσεις το πιο χοτ τηλεπαιχνίδι της τηλεόρασης; Chapeaux! Και πληρώνεσαι και €5000 ανά επεισόδιο, καθώς γράφουν τα κουτσομπολίστικα σάιτς. Αυτό που το πας;!

Ζηλεύεις; Ξυδάκι θα μου πεις. Ε, κάνω και τίποτα άλλο; Έχω καταπιεί μια νταμιτζάνα ξύδι απ’ το κακό μου. Τι τα θέλεις τα βιβλία όταν μπορείς με μισό κοιλιακό και λίγη δηθενιά να κερδίζεις εύκολο χρήμα; Ρητορικόν το ερώτημα. 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 19, 2017

Τα 16 Εκατομμύρια

Τα 16 εκατομμύρια που κέρδισε προχθές ο Κύπριος συμπολίτης μας από τη Λεμεσό κρίθηκαν ως το μεγαλύτερο ποσό που μοιράστηκε ποτέ από τον ΟΠΑΠ σε υπερτυχερό του Τζόκερ. Ο τυχερός ζήτησε, ως είθισται, να παραμείνει ανώνυμος και αναρωτιέμαι έκτοτε κατά πόσον μπορεί αυτό να επιτευχθεί σε μία χώρα του μεγέθους μας.

Πόσο να κρυφτείς πια; 16 εκατομμύρια κέρδισες, δεν κέρδισες πενταροδεκάρες. Πώς θα τα κρύψεις; Και πλούσιος να είσαι ήδη, με 16 εκατομμύρια σίγουρα θα κινήσεις υποψίες. Θα αλλάξεις σπίτι, αυτοκίνητο, μην σου πω και χώρα. Λες να μην σε μυριστεί ο κοινωνικός σου περίγυρος; Αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθείς. Άσε που για να ξοδέψεις 16 εκατομμύρια ευρώ, πρέπει να ξοδεύεις από τώρα μέχρι και τις επόμενες 16 γενιές. Aν κάτσεις και τα κλωσσάς για να μην σε πάρουνε χαμπάρι οι φίλοι και οι γνωστοί, βράσε ρύζι. Και στο κάτω-κάτω, χέστηκες! Εκατομμυριούχος θα είσαι βρε παιδάκι μου. Βγες και πες στα πλήθη «κέρδισα 16 εκατομμύρια στον Τζόκερ και αν θέλω σας δανείζω! Είναι δικά μου, ό, τι θέλω θα τα κάνω!» Σιγά το πράμα πια!

Αχ, 16 εκατομμύρια!

Τι να τα πρώτο-κάνεις; Πού να τα πρωτοφάς! Είναι τόσα πολλά, που επί της ουσίας δεν μπορούν να αλλάξουν και τίποτα. Πόσο μεγαλύτερο σπίτι να πάρεις; Πόσα αυτοκίνητα, πόσα πλοία, να αγοράσεις; Θέλω να πω, τα πολλά λεφτά συνήθως είναι βάσανο. Δεν φέρνουν την ευτυχία. Καλά, δεν φέρνουν και την απόλυτη δυστυχία, αλλά κατ' εμέ καλά λεφτά είναι αυτά που εξασφαλίζουν εσένα και τα παιδιά σου για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα. Περισσότερα απ’ αυτά, είναι σκέτος μπελάς.

Θα σου πω μια ιστορία, την οποία χρόνια ήθελα να μοιραστώ εδώ στο μπλογκ, αλλά δίσταζα γιατί δεν ήξερα πώς θα την εκλάβει ο μέσος αναγνώστης. Πλέον πέρασαν χρόνια και δεν έχει τόση σημασία το τι θα σκεφτείτε.

Λίγο πριν παντρευτούμε με τη Μπρέντα είχαμε αποφασίσει, ως γνωστόν, να συγκατοικήσουμε. Αφού νοικιάσαμε εκείνο το άθλιο διαμέρισμα στην Αγλαντζιά, αποφασίσαμε να αγοράσουμε μια βιβλιοθήκη για το σαλόνι. Ξεκινήσαμε να πάμε να δούμε μία που μας ενδιέφερε σε μία βιτρίνα, και στη διαδρομή συζητούσαμε την οικονομική μας κατάντια. Απορούσαμε πώς φτάσαμε στο σημείο να μην μας περισσεύουν ούτε για μία γαμώ-βιβλιοθήκη της κακιάς ώρας και πώς θα τα βγάζαμε πέρα στο μέλλον αν και εφόσον αποκτούσαμε παιδί.

Με την καρδιά μας περιβόλι παρκάραμε σε ένα χωράφι κοντά στο κατάστημα γιατί ήταν περίοδος Χριστουγέννων και γινόταν ο κακός χαμός από την κίνηση. Ήταν βροχερή εκείνη η μέρα και το χωράφι ήταν γεμάτο λιμνούλες βροχής. Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο βλαστήμησα που οι τροχοί του αυτοκινήτου μου έγιναν σκατά απ’ τα λασπόνερα αλλά έκπληκτος παρατήρησα ότι μέσα σε μία από εκείνες τις λιμνούλες επέπλεαν χρήματα. Πολλά χρήματα!

Ας μην πω ακριβώς το ποσό. Αλλά για να καταλάβεις ένα περίπου, επρόκειτο για χρήματα τα οποία κάλυπταν άνετα το νοίκι και τα κοινόχρηστα ενός μηνός, κάλυπταν άνετα τους λογαριασμούς ρεύματος και νερού, και αγοράζαμε και τη βιβλιοθήκη.

Όπως ήδη κατάλαβες, τα μάζεψα, τα έχωσα στην τσέπη μου, κοίταξα γύρω γύρω μην τυχόν μας έβλεπε κανένας και έκτοτε ξεκίνησε μία κόλαση που διήρκησε μία βδομάδα.

Η Μπρέντα που ως προ πέντε λεπτών μοιρολογούσε την οικονομική μας κατάσταση, ξαφνικά ξύπνησε μέσα της ο καλός Σαμαρείτης και έκρινε ότι τα λεφτά ήταν πολλά για να τα κρατήσουμε και θα έπρεπε να τα επιστρέψουμε στον νόμιμο κάτοχό τους.

-      Και πού θα τον βρούμε;
-      Θα ρωτήσουμε εδώ γύρω μην τυχόν και έχασε κάποιος το ποσό.
-      Καλά υπάρχει περίπτωση να ρωτήσεις κάποιον αν έχασε τόσα λεφτά και να στο αρνηθεί; Ποια η απόδειξη ότι ήταν όντως δικά του;
-      Πάντως δικά μας δεν είναι.
-      Και ποιου είναι;
-      Κάποιου άλλου!
-      Όνομα να μου πεις! Δεν βρήκαμε πορτοφόλι που πιθανόν να περιέχει κάποια μορφής ταυτότητα και να εντοπίσουμε τον ιδιοκτήτη. Χρήματα βρήκαμε. Χαρτονομίσματα πεταμένα σαν πετσετάκια. Πώς να επιβεβαιώσουμε σε ποιον ανήκουν; Να πας να μου τον βρεις αφού λύσσαξες, να μου τον δείξεις και να μου αποδείξεις ότι τα λεφτά που κρατώ έπεσαν από την τσέπη του συγκεκριμένου. Μόνο τότε θα του τα επιστρέψω! Όσο δεν βρίσκεται κάποιος να το αποδεικνύει, ο νόμιμος κάτοχός τους είναι ένας: Εγώ!
-      Να πάμε στο κατάστημα να ρωτήσουμε.
-      Πας καλά παιδί μου; Τώρα μόλις δεν συζητούσαμε ότι είμαστε κρίμα και ότι δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι μετά από τόσα πτυχία και μεταπτυχιακά θα φτάναμε κάποτε στο σημείο να αναρωτιόμαστε αν μπορούμε να αγοράσουμε μία βιβλιοθήκη από συνθετικό ξύλο; Δεν βλέπεις ότι αυτό είναι σημάδι του καλού Θεούλη που μας λυπήθηκε και μας τα έστειλε για δώρο Χριστουγέννων; Κι απάνω στην ώρα!
-      Από κάποιον άλλον τα πήρε όμως.
-      Μπορεί να ήταν κάθαρμα και να του άξιζε!
-      Μπορεί όμως και να είναι κάποιος μεροκαματιάρης που τα μάζευε για μήνες και να τα έχασε εν ριπή οφθαλμού.
-      Καλώς! Βρες μου τον εσύ αυτόν τον μεροκαματιάρη και εγώ θα του τα παραδώσω.
-      Να ρωτήσουμε την αστυνομία.
-      Θεέ μου τι ακούν τα αφτιά μου! Δεν είσαι καλά που θα πάω στο Τμήμα και θα τους τα παραδώσω ελαφρά τη καρδία. Λες και δεν θα τα τσεπώσει ο εν υπηρεσία μπάτσος! Καλύτερα να τα χαρίσω στον πρώτο τυχόντα παρά να πάμε στην αστυνομία.

Μην στα πολυλογώ, μπήκαμε στο μαγαζί παγωμένοι και αμήχανοι. Κοιτάζαμε τα προϊόντα αμίλητοι, τσακωμένοι. Οι σκέψεις έρρεαν μέσα στο μυαλό μου, γίνονταν ποτάμι προκειμένου να δικαιολογήσουν το σκεπτικό μου. Ενώ μας πήρε μόνο 15 λεπτά να βρούμε την βιβλιοθήκη που θα αγοράζαμε, αισθανόμουν πως ήμουν μέσα στο κατάστημα για μήνες. Τελικά την αγοράσαμε και την πλήρωσα με δικά μου χρήματα.

Στην διαδρομή προς το σπίτι, και πάλι μούγκα. Δεν βγάλαμε άχνα. Φτάσαμε, παρκάραμε, ανεβήκαμε στο διαμέρισμα και μόλις έβγαλα τον μπόγο με τα βρεγμένα χρήματα από τη τσέπη, η Μπρέντα μου τα βούτηξε αστραπιαία μέσα από τα χέρια.

-      Τι κάνεις παιδί μου;
-      Αυτά δεν μας ανήκουν και θα πάνε στην αστυνομία!
-      Ούτε της αστυνομίας της ανήκουν, και το πιο πιθανό είναι ότι θα τα φάει η αστυνομία!
-      Αυτό είναι το σωστό και το πρέπον.
-      Το σωστό και το πρέπον είναι να βρεθεί αυτός που τα έχασε. Όσο, όμως, δεν υπάρχει κανένας να τα διεκδικεί και να αποδεικνύει ότι ήταν δικά του, είναι δικά μας. Πόσες φορές να στο εξηγήσω;
-      Δεν το πιστεύω ότι σκέφτεσαι τόσο φιλοχρήματα!
-      Σαν μπατίρης σκέφτομαι. Αυτό είμαστε. Και σιγά τα εκατομμύρια που βρήκαμε. Πάρτο χαμπάρι, τα χρήματα ήταν απλά ένα μικρό θεϊκό δώρο! 
-      Άρχισες να επικαλείσαι και τα Θεία, σα δεν ντρέπεσαι;
-      Ναι, άρχισα να τα επικαλούμαι αφού η καρδούλα μου το ξέρει πώς καταφέρνω και βάζω χρήματα στην άκρη κάθε μήνα. Το timing ήταν συγκλονιστικό για να ήταν τυχαίο. Ο Θεός θέλει να τα κρατήσουμε και θα τα κρατήσουμε!
-      Θα πάρω τηλέφωνο αύριο!
- Τον Θεό;
- Στο εν λόγω κατάστημα! Να ρωτήσω μην τυχόν τα έχασε κάποιος εργαζόμενος.
-      Και υπάρχει περίπτωση να σου το αρνηθούν βρε καλή μου; Και εμένα αν αύριο με έπαιρνε τηλέφωνο κάποια στη δουλειά και με ρωτούσε «μήπως χάσατε τόσα πολλά χρήματα; Τα βρήκαμε και θέλουμε να σας τα επιστρέψουμε,» θα απαντούσα θετικά χωρίς συζήτηση.

     Αυτό έκανε η Μπρέντα τη Δευτέρα το πρωί. Πήρε στο κατάστημα, ρώτησε αν κάποιος από εκεί μέσα έχασε χρήματα, η υπάλληλος απορημένη την ρώτησε «για πόσα χρήματα μιλούμε;» η Μπρέντα απέφυγε να ονομάσει το ποσό και η τηλεφωνήτρια απογοητευμένη της απάντησε ότι θα ρωτήσει, αλλά δεν είχε ακούσει κάτι σχετικό. Αντάλλαξαν τηλέφωνα πάντως και η υπάλληλος υποσχέθηκε ότι αν κάποιος από το μαγαζί πάθαινε έκλαμψη και θυμόταν ότι είχε χάσει ένα τόσο μεγάλο ποσό θα μας τηλεφωνούσε για να του τα επιστρέψουμε. Άκου πράματα!
    
Γ  Για πολλές μέρες τσακωνόμασταν με το τι θα κάνουμε τα χρήματα. Το θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις, ανακατεύτηκαν και τα σόγια μας, γίναμε όλοι μια χαρούμενη ατμόσφαιρα, μα δεν καταλήγαμε πουθενά. Αφού κάναμε υπομονή κάποιες μέρες και ουδείς τα έψαξε, η Μπρέντα έφερε νέα πρόταση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων: να τα δίναμε σε φιλανθρωπικό ίδρυμα. Εγώ της υπενθύμισα ότι η οικονομική μας κατάσταση ήταν τέτοια που το πιο πιθανό ήταν να συμπεριληφθούμε και εμείς μέσα στη φιλανθρωπία. Ήταν κάθετη. Της αντιπρότεινα να κρατήσουμε τα μισά, στο κάτω-κάτω δικαιούμαστε ένα ποσοστό ως επιβράβευση που τα βρήκαμε, και να δίναμε τα άλλα μισά στην φιλανθρωπία. Δεν δέχτηκε. Μαντέψτε τι έγινε.
    
    Καθότι δεν άντεχα να κοιμάμαι τα βράδια με μία που μου κρατούσε μούτρα, τα δώσαμε όλα σε φιλανθρωπία.
   
    Ε, άμα έγινε το έλα να δεις για ένα "μηνιάτικο", σκέψου πώς να διαχειριστείς τα 16 εκατομμύρια που θα σου άρουν τις ισορροπίες μιας ζωής σε δευτερόλεπτα. Όχι, μάνα μου! Καλά κάνουν και μένουν ανώνυμοι οι νικητές. Κάτι παραπάνω ξέρουν. Ει δυνατόν, να μένουν ανώνυμοι κι απ’ τη γυναίκα τους! Τα χρήματα είναι του διαβόλου, η ιστορία μου το επιβεβαιώνει και μη σώσουμε και πλουτίσουμε ποτέ. 
     
      Βάλε τώρα μια σχετική Βίσση!

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 16, 2017

Μοάνα Η Παρθένα

Αν είσαι φαν της Ντίσνεϊ, άνω των 30, θα έχεις ήδη προσέξει ότι η πρόσφατη ταινία κινουμένων σχεδίων της εταιρείας, με τίτλο «Μοάνα» έχει μετονομαστεί σε «Βαϊάνα».

Για ποιο λόγο μπήκε στον κόπο, κοντζάμ εταιρεία, να μετονομάσει την νέα της πριγκίπισσα κατόπιν εορτής; Για πολλούς λόγους. Κυρίως γιατί το όνομα «Μοάνα» ήταν ήδη νομικά κατοχυρωμένο σε κάποιες περιοχές της Ισπανίας κι αργά το πήραν πρέφα, αλλά και επειδή οι Πολυνήσιοι, ισχυρίζονται ότι το όνομα Μοάνα δεν είναι αντιπροσωπευτικό της κουλτούρας τους και το βρήκαν ολίγον τι προσβλητικό. Όχι σαν εμάς που κατάπιαμε το Χέρκιουλης αμάσητο και δεν το διαπραγματευτήκαμε.

Ο κύριος λόγος της αλλαγής, βεβαίως, βεβαίως, έγκειται στην πασίγνωστη συνονόματη Ιταλίδα πορνοστάρ «Μοάνα», η οποία μεγάλωσε και άνδρωσε γενιές και γενιές στη γείτονα, μεσογειακή χώρα. Μπαίνανε τα παιδάκια να γκουγκλάρουν τη Μοάνα και την έβρισκαν με το παλαμάρι στο στόμα. «Μαμά, μαμά, γιατί η Μοάνα προσκυνά το τοτέμ;» Άντε τώρα να εξηγείς. Αλλάζεις το όνομα σε Βαϊάνα και καθάρισες.



Μα είναι δυνατόν να μην πάει στο πονηρό ο νους σου με τέτοιο όνομα; Το ρήμα moan δεν το έχουν ακουστά εκεί στη Ντίσνεϊ; Κύριε ελέησον! Η Μοάνα είναι τεράστια πορνομορφή στην ιταλική σόου μπιζ, κάτι σαν Τσιτσιολίνα, να πούμε. Όσο λίγο το έψαξα, πρόκειται και για ακτιβίστρια ενάντια στην κυβερνητική διαφθορά, ενώ έχει ήδη γίνει εγχώριο καρτούν με τίτλο εμπνευσμένο από το όνομά της, ήτοι Moanaland.

Μεγάλη γκάφα για την Ντίσνεϊ πάντως, που δεν έψαξε επαρκώς το θέμα πριν τα «βαφτίσια» και πήγε η ονοματοδοσία στράφι. Εγώ πάλι, γελάω που μόλις έμαθα ότι, πέραν του σουρεάλ του πράγματος, το πραγματικό επίθετο της πορνοστάρ Μοάνας είναι… Pozzi.

Το τρολάρισμα πήρε φωτιά μετά τα μαντάτα, με διάφορους επιτήδειους να σκαρφίζονται αντίστοιχα ονόματα για πριγκίπισσες της Ντίσνεϊ όπως Ψολαχόντας, Ραπουτσέλ, Σταχτομούνα, κι άλλα τέτοια που με παραπέμπουν σε διάλειμμα λυκείου.  

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 13, 2017

Προσοχή Στον Γορίλλα

Είμαι από χθες κολλημένος με αυτό το συμπαθέστατο τραγουδάκι που κέρδισε τον Διαγωνισμό του Σαν Ρέμο στην Ιταλία το περασμένο Σάββατο και θα εκπροσωπήσει τη χώρα στη Γιουροβίζιον τον Μάιο.




Occidentalis Karma” λέγεται και το έχω ακούσει ήδη καμιά δεκαριά φορές. Σατιρίζει την επίδραση του διαδικτύου στην καθημερινή μας ζωή, αναφέρεται στα τρολς, στα likes, στις σέλφις και γενικότερα στο κατάντημα του δυτικού πολιτισμού.

Μεροληπτώ που μεροληπτώ με οτιδήποτε ιταλικό, φέτος δεν αντέχω καν να φτάσει ο διαγωνισμός για να σου συστήσω τις επιλογές μου. Μέσα σ’ αυτά τα τρία λεπτά μπορείς να καταλάβεις γιατί η Ιταλία είναι το παν.

Μία λέξη: Στιλ.

Μόνο για την εμφάνιση του γορίλλα φέρω ένσταση. Μην τυχόν και τον δω στη σκηνή του Κιέβου, μου χαλά όλη τη φινέτσα. Κατά τα άλλα, μετά και τη φετινή δυσχέρεια συνεννόησης της EBU με τους Ουκρανούς, δεν βλέπω κανένα λόγο γιατί να μην προτιμήσουν του χρόνου να το στήσουν με τη RΑΙ. Χειρότερα από φέτος δεν γίνεται έτσι κι αλλιώς.

Πατώ replay. 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 11, 2017

Δημοψηφίσματα

Είναι καλό να διδάσκονται, ή αν θέλετε, να εορτάζονται τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων στα σχολεία. Είναι καλό και ωφέλιμο γιατί διδάσκει στους μαθητές πως στην τελική ό, τι και να ψηφίσουμε «η οκκά εν 400!» Τους ανοίγονται τα μάτια ως μελλοντικών ψηφοφόρων.

Δημοψήφισμα για Ένωση με την Ελλάδα εν έτει 1950 στην Κύπρο. Περίπου το 90% ψήφισε ΝΑΙ. Ποιος το έλαβε υπόψη;

Δημοψήφισμα για αποδοχή του Σχεδίου Αννάν εν έτει 2004. Το 70%  είπε ΟΧΙ. Ποιος το έλαβε υπόψη; Σήμερα μαγειρεύεται λύση στα πρότυπα της ΔΔΟ που απορρίψαμε. Τσάμπα τσακωνόμασταν.

Δημοψήφισμα στην Ελλάδα εν έτει 2015 για αποδοχή των μέτρων του Μνημονίου. Δεν θυμάμαι το ποσοστό. Ήταν πάντως αρνητικό. Ποιος το έλαβε υπόψη;

Βλέπετε αγαπητά βλήματα που σπεύσατε να καταδικάσετε την εισήγηση του ΕΛΑΜ, τα δημοψηφίσματα έχουν σημασία. Στις πολιτισμένες χώρες όμως. Όπως στην Αγγλία για παράδειγμα, που παρόλες τις αντικειμενικά αρνητικές επιπτώσεις που θα ακολουθήσουν από το Brexit, η Βουλή σεβάστηκε την ετυμηγορία του λαού και προχωρεί με επίκληση του Άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Δεν το έκρυψε κάτω από το χαλί.

Γι’ αυτό και πρέπει να εορτάζονται. Γιατί αποτελούν την πιο φυσική έκφραση της βούλησης του λαού. Γιατί αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της Δημοκρατίας. Και για να μας θυμίζουν πόσο μαλάκες είμαστε εμείς εδώ, που είτε ψηφίσουμε ΝΑΙ είτε ΟΧΙ, στα παπάρια τους όλα!

Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον που η πρόταση προήλθε από το κατά τα άλλα φασίζον κόμμα της βουλής, ενώ τα δήθεν δημοκρατικά την καταψήφισαν. «Πόσες αργίες αντέχει μία σχολική χρονιά;» Αυτό είχαν μόνο να πουν! Αυτό ήταν γι αυτούς το νόημα. Καταργήστε την εργατική πρωτομαγιά, πηλέ μου, αν σας πέφτουν πολλές και περιττές οι αργίες.

Χο, χο, χο, γελάνε και τα πόμολα.

Και να σας πω και κάτι. Τα είπαμε εκατό φορές. Με την Ελλάδα έχουμε ενωθεί το 2004 μέσω της συνύπαρξής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχουμε ως Κύπριοι όλα τα πλεονεκτήματα που θα είχαμε αν αποτελούσαμε πολιτικό κομμάτι της Ελλάδος. Δεν ενδιαφέρει κανέναν πια να έχουμε κοινή σημαία (είναι ούτως ή άλλως όλες οι σημαίες ίσες μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Άμα θέλω δηλαδή υψώνω και την σουηδέζικη μέσα στην αυλή μου, γούστο μου καπέλο μου - ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΙ) ούτε καν κοινό πρωθυπουργό δεν θέλουμε (εδώ κι αν υπερθεματίζουμε). Ψυχολογικό είναι το ζήτημα. Απαιτούμε όμως να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη, σκάφη. Γι αυτό θα γιορτάζουμε όλα τα δημοψηφίσματα, και αυτό του ’50 και αυτό του 2004 και αυτό που θα ακολουθήσει αργότερα φέτος για την επικείμενη λύση του Κυπριακού γιατί... like it or not που θα ‘λεγε και η Δρακούνα, έτσι δουλεύει η Δημοκρατία.


Κι αν δεν σας αρέσει, δόξα τω Θεώ, η Αφρική είναι κοντά. Μεταναστεύσετε σε ανάλογα καθεστώτα γιατί, δυστυχώς, τη δημοκρατία δεν την αντέχετε. Όχι πως αμφιβάλλαμε και ποτέ βεβαίως, βεβαίως...

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 09, 2017

The Lonely Goatherd

Χθες βράδυ μας είπαν οι ειδήσεις.



Απονεμήθηκαν τα βραβεία του ερασιτεχνικού φεστιβάλ θεάτρου για το 2016 και η ομάδα μας έδωσε το παρόν της στην εκδήλωση. Το ΡΙΚ κάλυψε την εκδήλωση και σήμερα βρήκα το απόσπασμα.

Μεγάλωσα για κάτι τέτοια. Αυτό διαπίστωσα. Με είδα στο ρεπορτάζ, δηλαδή, και σκέφτηκα: τι δουλειά έχω εγώ τώρα, 36 χρονών άνθρωπος σε βραβεύσεις συνόλων που ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα 25-30. Παίζω 10 χρόνια θέατρο, ανέβασα 13 παραστάσεις, ομολογώ ότι χόρτασα, αλλά κάθε φορά που τελειώνει μια παράσταση αρχίζω να επεξεργάζομαι την επόμενη και ο νους μου οργιάζει, επιθυμώ υπερπαραγωγές, θέλω εφέ, θέλω θεάματα, βεγγαλικά, καπνούς, εκρήξεις. Δεν ησυχάζει ο νους μου και ας φαίνεται άβολο το τελικό θέαμα μετά την προσγείωση στην πραγματικότητα. Το θέαμα του ψηλού, λεπτού κυριούλη με τα γυαλιά στα 30 φεύγα που τραγουδά με τους φίλους του την «παπάρα».

Πριν κανένα τρίμηνο είχα πάει και παρακολούθησα την παράσταση μίας άλλης ερασιτεχνικής ομάδας, της οποίας τα μέλη ήταν άνω των 40 ετών. Μου φάνηκαν κάπως. Δηλαδή για την ηλικία τους, λίγο εκτός. Από την άλλη, με τι άλλο να ασχοληθείς σε αυτή τη χώρα για να μην αποτρελαθείς; Να παίζεις χαρτιά σε καφενέδες; Καλύτερα να αυτοκτονήσεις. Κάπου πρέπει να προσηλώνεσαι για να χάνεις επαφή με την πραγματικότητα. Διότι εγώ έχω καταλήξει πως μόνο δημιουργώντας τη δική σου πραγματικότητα επιβιώνεις σ’ αυτήν στην οποία καλείσαι να συνυπάρξεις με τον εγχώριο πληθυσμό.

Και το θέατρο είναι ένα φάρμακο σ’ αυτήν την αρρώστια.

Όταν και άμα κερδίσω τον Τζόκερ θέλω, μεταξύ άλλων, να χτίσω ένα θέατρο. Στα βενετσιάνικα πρότυπα. Με τοιχογραφίες και γύψινες, αναγεννησιακές αναπαστάσεις για τις διακοσμήσεις των θεωρείων. Να είναι ένα θέατρο υπερσύγχρονο όμως, να μπορείς, δηλαδή, να αναδυθείς από τα έγκατα του κτηρίου με ασανσέρ, να προσγειωθείς απ’ τα ταβάνια με τροχαλίες, να μπορεί να φιλοξενήσει συμφωνικές ορχήστρες, να μπορείς να περιστρέψεις τη σκηνή. Ό, τι προβλέπεται για τα σύγχρονα θέατρα δηλαδή, που για την Κύπρο φαντάζουν έργα επιστημονικής φαντασίας. Περιεργαζόμουν προχθές κατά τη διάρκεια της τελετής το κτήριο του ΘΟΚ, την κεντρική σκηνή. Τι ρημάδα, Θεέ μου! Μισή δουλειά σωστή δεν είμαστε άξιοι να κάνουμε σ’ αυτή τη χώρα. Άκουσες, φαντάζομαι, ότι ο εξώστης έκλεισε γιατί χτίστηκε λάθος και κινδυνεύουν οι θεατές να πέσουν φαρδιοί πλατιοί στην πλατεία. Και καλά ο ΘΟΚ, έχει και κάποιο σχέδιο σαν κτήριο. Αυτόν τον θόλο που είναι ολίγον τι φουτουριστικός, ας πούμε. Τι να πουν και τα υπόλοιπα θέατρα που είναι γκαράζ και αποθήκες της κακιάς ώρας καμουφλαρισμένα ως θέατρα. 

Τώρα θα μου πεις, άντε και το έκτισες το θέατρο. Ποιος θα το χαρεί; Ποιος θα το εκτιμήσει; Ο ττοππουζοκυπραίος; Το 2% του πληθυσμού που πάει θέατρο; Γιατί τόσοι πάνε και βλέπουν θέατρο στη χώρα μας σύμφωνα με έρευνες. Δεν με νοιάζει μωρέ. Μη σώσουν και πατήσουν. Προσβολή θα είναι αν πατήσουν το πόδι τους οι Κυπραίοι στο θέατρό μου. Θα νιώσω ότι κάτι δεν πάει καλά έτσι και πατήσουν. Εγώ θα το κτίσω και θα το χαίρομαι μόνος μου. Θα κάθομαι σε μια καρέκλα στην πλατεία, θα ανάβω κι ένα φως και θα το κοιτάζω και θα λέω, "τι τέλειο αυτό το κτήριο που έφτιαξα!"

Δεν μπορώ τις μέσες καταστάσεις. Ή όλα ή τίποτα. Έτσι ήμουν πάντα. Θυμάμαι ότι όταν ανακάλυψα το θέατρο πρέπει να ήμουν 3-4 χρονών. Η γιαγιά μού έβαζε να δω στο βίντεο το Sound of Music και πάντα έκανα την κασέττα rewind για να δω ξανά και ξανά τη σκηνή με το κουκλοθέατρο.



Την έβλεπα τόσες πολλές φορές που είχα πάθει ψύχωση. Για να καταλάβεις, η κασέττα χάλασε σε εκείνο το σημείο. Δεν έπαιζε. Έδειχνε χιονάκι. Οι γονείς μου αποφάσισαν να μου αγοράσουν ένα πραγματικό κουκλοθέατρο ως δώρο Χριστουγέννων για να απαλλαγούν από τον βραχνά της κασέττας. Πήγαν στον ‘Παναγιωτόπουλο’, στη Μακαρίου, και αγόρασαν ένα ηλεκτρονικό κουκλοθέατρο. Βασικά, επρόκειτο για μια κάσα από την οποία κρέμονταν δύο μαριονέτες της κακιάς ώρας. Όταν τις έβαζες στην πρίζα αυτές ανεβοκατέβαιναν ελαφρώς και με συνοδεία μουσικής υποτίθεται ότι χόρευαν. Αντιλαμβάνεσαι ότι ακόμη και στην ηλικία των 3 χρονών μπορούσα να αντιληφθώ την παρακμή του πράγματος. Όταν κατάλαβα ότι ουδεμία σχέση είχε εκείνο το δώρο με το κουκλοθέατρο της ταινίας, το έσπασα από τα νεύρα μου. Το αχρήστευσα. Δεν μπορώ να με περιπαίζουν. Δεν μπορώ να μου πουλούν φύκια για μεταξωτές κορδέλες!

Από τότε νομίζω ότι δεν μπορώ να συμβιβαστώ με τίποτε που δεν αγγίζει το μέτρο του αρίστου. Δεν λέω ότι αγγίζω την τελειότητα, ή ότι είμαι τελειομανής και κομπάζω και παρουσιάζομαι στα job interviews ως ο υστέρας που δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει την τελειομανία του. Απλά έκτοτε μου έμεινε το κουσούρι. Θέλω τα πάντα στην κλίμακα του καλού έως αρίστου. Αυτή είναι και μια μορφή δυστυχίας από την οποία μάχομαι να απαλλαγώ, γιατί μεταφέρεται δυστυχώς και σε άλλες πτυχές της ζωής μου. Δεν τα καταφέρνω πάντα. Αλλά όσο και να προσπαθώ, δεν μπορώ να δεχτώ ότι πρέπει να συνηθίσω την κλίμακα του μείον, που ως γνωστόν, κυριαρχεί στην Κύπρο.

Αυτά όσον αφορά τη σημερινή μου ψυχοθεραπεία. 

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2017

Το Μπέργκερ Του Θανάτου

Ένα εφιαλτικό διήμερο έζησα το περασμένο σαββατοκύριακο, νοσηλευόμενος στην εντατική μονάδα ιδιωτικού νοσοκομείου, αφού μια τροφική δηλητηρίαση με έστειλε αδιάβαστο, παρολίγον στον αγύριστο.

Βασικά, έκανα τη μαλακία και πήγα να φάω ένα μπέργκερ. Εγώ που σπάνια τρώω κρέας, είπα να πάω να φάω κάτι στα γρήγορα, να τελειώνουμε. Όλο το απόγευμα ήμουν πολύ ανήσυχος και ανακατωμένος, ώσπου στις 9:00 το βράδυ, βγαίνοντας από το μπάνιο με χτύπησε κατακούτελα ένας τρομερός ίλιγγος, έπεσα στο κρεβάτι και έκανα εμετό το μπέργκερ και τις πατάτες αυτούσιες, αμάσητες, μόνο το σακουλάκι που ήταν μέσα που δεν έβγαλα.

Η Μπρέντα δεν ήταν παρούσα, ήταν κάτω και θήλαζε. Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι, γύριζαν όλα γύρω μου από τη ζάλη, καλά-καλά δεν είχα δύναμη να της τηλεφωνήσω και να της πω να καλέσει το ασθενοφόρο. Στο μεταξύ έριξα άλλους δύο εμετούς να βρίσκονται. Σκατά έκανα τον χώρο.

Ήρθε πάνω η Μπρέντα με το μωρό, κάλεσε το ασθενοφόρο, ήρθαν και με μάζεψαν με το φορείο δύο νοσοκόμοι, άσε! Τραγικές στιγμές. Στο μεταξύ τηλεφωνήσαμε στον κουμπάρο και γιατρό μου, στη μάνα μου, στη γειτόνισσα και φίλη μας να έρθει να προσέχει το μωρό, στην πεθερά μου επίσης, μην στα πολυλογώ ήρθε ανάποδα και πάλι το σύμπαν γιατί πραγματικά αισθανόμουν ότι το πράγμα ήταν πιο σοβαρό από μια απλή δηλητηρίαση και ότι προφανώς επεκτάθηκε στην καρδιά μου.

Καθοδόν προς την κλινική, μέσα στο ασθενοφόρο, παίχτηκαν τα χειρότερα. Μου ήρθαν αναμνήσεις από τη μεταφορά μου στην κλινική το 2009, όταν είχα πάθει το καρδιακό και φοβήθηκα ότι θα επαναληφθεί το σκηνικό. Ε, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, πόσες φορές να γλιτώσεις του Χάρου; Τότε βέβαια ήμουν 29 χρονών και ελεύθερος, δεν θα άφηνα τίποτα πίσω μου για να χεστώ ιδιαίτερα, σήμερα όμως είμαι 36 και πατέρας. Στη σκέψη και μόνο ότι μπορεί το μωράκι μου να μείνει μόνο του με έπιασε μία κρίση πανικού και άρχισε όλο μου το κορμί να τρέμει, σαν να πάθαινα ηλεκτροπληξία.

Κατεβάζοντάς με από το ασθενοφόρο, με το που αντίκρυσα μπροστά μου τον κολλητό και γιατρό μου, άρχισα να του φωνάζω «το μωρό μου!», «το μωρό μου!». Έχασε δέκα χρόνια απ’ τη ζωή του. Στο μεταξύ, κάπου πήρε το αφτί μου τους νοσοκόμους να συζητούν μεταξύ τους «ξυρίστε τον, ετοιμάστε τον για καρδιογράφημα» και επειδή κάτι ανάλογο είχα ακούσει και το 2009, σιγουρεύτηκα πως είχα πάθει κάτι σοβαρό και μου το κρύβανε. Ο πανικός επεκτάθηκε σε όλο μου το κορμί, έτρεμα πάνω στο φορείο σαν το ψάρι μόλις βγαίνει από το νερό και δεν μπορούσα να το ελέγξω, να το σταματήσω, ούτε καν να μιλήσω να συνεννοηθώ με τους γιατρούς που εφημερεύανε. Αν δεν κάνω λάθος έφαγα και ένα χαστούκι σε κάποια φάση για να μην λιποθυμήσω και να μπορέσω να διατηρήσω τις αισθήσεις μου.

Πρέπει να έκανα πάνω από 10 εμετούς το πρώτο βράδυ της νοσηλείας μου. Τόσους πολλούς, που μετά από κάποια φάση ξερνούσα απλά χολή. Σουρεάλ, το ξέρω. Οι ίλιγγοι συνεχίστηκαν, το κεφάλι μου ζύγιζε 100 κιλά και δεν μπορούσα να το στηρίξω πουθενά πλην του μαξιλαριού. Άσε, εφιάλτης!

Με χίλια ζόρια, πολλά αντιεμετικά, στεμετίλ και τα τοιαύτα ήρθα στα σύγκαλά μου. Έμεινα δύο βράδια σε ένα δωμάτιο με άλλους 5 ηλικιωμένους, των οποίων ο μέσος όρος ηλικίας συμψηφισμένος με τον δικό μου έπεφτε στα 80. Όσκαρ υπομονής αξίζει στους νοσηλευτές, οι οποίοι κάθε βράδυ έδιναν ρεσιτάλ ευγένειας μπροστά στα καπρίτσια τους. Κατ’ αρχάς, το άλλο σουρεαλιστικό της υπόθεσης ήταν ότι ήμουν σε ένα θάλαμο με πέντε Κωστήδες. «Άμα θέτε, πείτε με και μένα Κώστα, να μην συγχύζεστε» τους είπα. «Κύριε Κώστα μου, δεν είσαι στην εκκλησία, στο νοσοκομείο είσαι!» να του εξηγεί η νοσηλεύτρια. Τίποτα αυτός, βιαζόταν να περάσει στο επόμενο στάδιο. «Φύγε κι άσε με να πάω στην εκκλησία, αλλιώς θα σε κλωτσήσω!» της έλεγε στις 5:00 το πρωί.

Καλά, εγώ αλλού ήθελα να πεθάνω. Όπως ήμουν ξαπλωτός, άκουγα πίσω απ’ την κουρτίνα έναν κ. Κώστα που έλεγε στη γυναίκα του «επεθύμησα καττιμέρι, πάεις να μου φέρεις;» Κάπου εκεί νομίζω λιποθύμησα. Ύστερα από ώρα, όταν συνήλθα, άκουσα ξανά τον κ. Κώστα να λέει σε κάποιον άλλον συγγενή του «Ευτυχώς που μου εφέραν τζιαι έφαα καττιμέρι!» εκεί ξαναλιποθύμησα.

Τρία πράματα κρατώ από αυτή την εφιαλτική εμπειρία:

1)     Ποτέ ξανά μπέργκερ.
2)    Την ύπαρξη του μωρού μου πρέπει να μάθω να τη διαχειρίζομαι καλύτερα.
3)    Να βρω έναν καλό συμβολαιογράφο. Όχι τίποτε άλλο, να κατοχυρώσω ποιος θα κληρονομήσει τα στρουμφάκια μου.