Ήμασταν παιδιά, σαν μια συντροφιά τόοοοτε, το
μακρινό πια έτος 2003, όταν πήγαμε εκείνο το ρημαδιασμένο ταξίδι με τους φίλους
μου στην Ιταλία. Φοιτητές ακόμα, στο δεύτερο με τρίτο έτος οι περισσότεροι,
χωρίς γκόμενα οι περισσότεροι, χωρίς ουσιαστικά προβλήματα οι περισσότεροι. Σε
μια ηλικία που το να πίνεις και να γίνεσαι ρεντίκολο ήταν ακόμη κουλ και λοτς
οφ φαν, ετοιμαζόμασταν να ζήσουμε μία αιωνιότητα στην αιώνια πόλη, σχεδόν στην
κυριολεξία, μα διάβασε πιο κάτω για να καταλάβεις τι εννοώ.
Επειδή το μπάτζετ μας ήταν περιορισμένο, νοικιάσαμε
ένα δωμάτιο για πέντε άτομα στο σπίτι μιας γριάς. Η σενιόρα Άννα, ή καλύτερα η
γέρο-Άννα όπως την αποκαλούσαμε μιας και είχε πατημένα τα 75, ήταν μία
διασταύρωση της Μπέτυς Βαλάσση στη Λωξάντρα και της Ελένης Καστάνη στο ρόλο της
γεροντοκόρης στη ‘Νήσο’. Κοντή, χοντρή με γκρίζες πλεξούδες, και ένα πρόσωπο
γεμάτο μπιμπίκια, μια σκατόγρια με τα όλα της δηλαδή, καθόταν συνέχεια στο χωλ
του σπιτιού μπροστά στην τηλεόραση, αλλά με το ένα μάτι να παρατηρεί εμάς, μην
τυχόν και διαπράξουμε οτιδήποτε που να έχρηζε παρατήρησης.
Εν τω μεταξύ, να μην ξέρει γρι εγγλέζικα. Όποτε θεωρούσε
ότι έπρεπε να μας ξεκαθαρίσει κάτι μας μιλούσε στα ιταλικά, αδιαφορώντας που
εμείς απ’ το ιδίωμα μόνο το ciao antenna κατείχαμε. Παρόλα αυτά, μιλούσε αργά διακεκομμένα και σε αυστηρό τόνο γιατί
έτσι πίστευε πως θα συνεννοούμασταν. Της απαντούσαμε κι εμείς αργά και
διακεκομμένα εις άπταιστα ελληνικά, μα ουδεμία επιτυχία δεν είδαμε, εν τέλει έπρεπε
να επιστρατεύσουμε την παντομίμα για να επικοινωνήσουμε.
Έτσι κι έγινε. Όταν πήγαμε να ξεραθούμε το πρώτο
βράδυ στο δωμάτιο συνειδητοποιήσαμε ότι δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι από τη
ζέστη. Χρειαζόμασταν επειγόντως μία λύση έτσι ξυπνήσαμε τη γέρο Άννα και με
διάφορα ακροβατικά καταφέραμε να της εξηγήσουμε ότι χρειαζόμασταν τον ανεμιστήρα
που είχε στο σαλόνι γιατί αλλιώς θα σκάγαμε. Η γέρο Άννα συμφώνησε να πάρουμε
τον ανεμιστήρα, (ο οποίος, εδώ που τα λέμε, σιγά τη δουλειά που θα ‘κανε… Ήμασταν
πέντε μαντράχαλοι, αποκλείεται να μας κάλυπτε όλους), μα ζήτησε να πληρωθεί
«τσίνκουε εούρος» (€5) έξτρα για κάθε βράδυ που θα τον χρησιμοποιούσαμε. Αν και
με το ένα πόδι στον τάφο, το μυαλό της ήταν ακόμη σε θέση να κλείνει deals. Ήμασταν πολύ κουρασμένοι για να το διαπραγματευτούμε
και έτσι συμφωνήσαμε.
Το επόμενο πρωί, κατά τις 8:00, και ενόσω εμείς
ακόμη κοιμόμασταν, η γέρο Άννα άνοιξε την πόρτα του δωματίου μας χωρίς να
χτυπήσει καν, και μας έκλεισε τον ανεμιστήρα γιατί βάσει της λογικής της «τα
τσίνκουε εούρος τα πληρώσατε για να τον χρησιμοποιήσετε το βράδυ. Το βράδυ
πέρασε, χέστηκα αν εσείς ακόμα κοιμάστε, δεν δικαιούστε πλέον να μου τρώτε
ρεύμα. Άμα θέλετε κι άλλο, κατεβάστε άλλα «τσίνκουε εούρος».
Έτσι ξηγιόταν η λα νόννα, και εμείς επειδή ξέραμε
ότι δεν θα βγάζαμε άκρη αν ανοίγαμε συζήτηση, της τα σκάγαμε με συνοπτικές να
πάει στο διάολο, να πάει.
Περιττό να σου πω ότι τα «τσίνκουε εούρος»
κατέληξαν να γίνουν τσινκουετσέντο εούρος (€500), αφού η ανάγκη για ανεμιστήρα
ήταν αδήριτη και ξέρεις τώρα πώς είναι η Ευρώπη μες τον καύσωνα. Χειρότερη κι
από τη Λευκωσία. Καλόμαθε και η γέρο Άννα μαζί μας που την πληρώναμε, δεν έκανε
άλλη δουλειά όλη μέρα, καθόταν και μετρούσε πόσες ώρες είχαμε τον ανεμιστήρα
ανοιχτό. Μόλις κλείναμε το 8ωρο ερχόταν σαν μωρό που θέλει δεκάρικο για να
παίξει μηχανάκι, με την παλάμη ανοιχτή, λέγοντας βραχνά και ξηγημένα: «τσίνκουε
εούρος περ φαβόρε».
Το «τσίνκουε εούρος» έγινε το σλόγκαν του ταξιδιού,
καταλήξαμε να κάνουμε μεταξύ μας διάφορες πλάκες με το θέμα, ότι δήθεν θα μας
ζητά τσίνκουε εούρος ακόμα και για το καζανάκι. Πέραν της πλάκας, η στάση της
κατάντησε εκνευριστικότατη, ειδικά όταν έγινε θεσμός να μπαίνει κάθε πρωί στο
δωμάτιό μας και να μας κλείνει τον ανεμιστήρα απότομα, σχεδόν τιμωρητικά, και να
αρνείται να τον ανοίξει αν δεν πληρωνόταν εκ νέου. Ούτε ένα πρωί από τα τέσσερα
που μείναμε στο σπίτι της δεν μας έκανε τη χάρη να μην μας διακόψει τον ύπνο
και να πληρωθεί αργότερα, η σκρόφα.
Μας έσκασε η κλώσσα, μα καιρός φέρνει τα λάχανα,
καιρός τα παραπούλια.
Το τελευταίο βράδυ της εκεί παραμονής μας, είχαμε
πιει πολύ. Ήπιαμε γιατί ήταν πολλά τα γκομενάκια στις πλατείες της Ρώμης και
ήταν, δυστυχώς, όλα με άλλους. Και έτσι τελειωμό δεν είχαν τα σφηνάκια να πάνε
κάτω τα φαρμάκια. Γυρίσαμε τύφλα στο σπίτι της γέρο Άννας, τραγουδώντας και
σφυρίζοντας, αναστατώνοντας σχεδόν όλη τη γειτονιά. Αδίκως αν με ρωτάς, γιατί
όταν μπήκαμε στο σπίτι αντιληφθήκαμε πως οι ένοικοι πολλαπλασιαστήκαμε και
μάλιστα με πολύ ενδιαφέροντες παράγοντες. Δύο Αμερικάνες, σουρλουλούδες με τα
όλα τους, είχαν αφιχθεί όσο εμείς λείπαμε και νοίκιασαν το δεύτερο δωμάτιο που
διέθετε η γέρο Άννα. Η Ρόξι και η Μάξι (ναι, δεν επρόκειτο για σκυλίτσες,
κανονικές γκόμενες ήταν, ανάθεμα τα ονόματα που τους δίνουν στις ΗΠΑ) θα ήταν
οι νέες γειτόνισσές μας.
Γιουφόρια στην ατμόσφαιρα, χαρές και πανηγύρια, δεν
μας πήρε πάνω από δέκα λεπτά για να τις φέρουμε στο δωμάτιό μας για να παίξουμε
μπουκάλα, ή truth or dare όπως το λέμε εμείς οι αστοί. Χαμογέλασε το χειλάκι μας, μιας
και όπως έδειχναν τα πράγματα η Ρόξι και η Μάξι ήταν τα μάλα συνεργάσιμες και
όλα έδειχναν πως το ταξίδι θα είχε υπέροχο φινάλε με αναπάντεχες σεξουαλικές
προεκτάσεις. Μα, έλα που απ’ τον πολύ ενθουσιασμό
και το πολύ μεθύσι, ξύπνησε η σαπόγρια απ’ τον ύπνο τον αξύπνητο, και ήρθε να
επιβάλει την τάξη. Πάνω που κατεβάζαμε σφηνάκια και οι Αμερικάνες τα βρακάκια
τους, ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μέσα η Μπερλουσκόνενα και αρχίζει ένα εξαγριωμένο
κατεβατό στα ιταλικά μες τα μαύρα μεσάνυχτα. Δεν καταλάβαμε απολύτως τίποτα
εκτός, φυσικά, από τις τελευταίες δύο λέξεις: «Τσίνκουε Εούρος».
Τσίνκουε εούρος είπε και ελάλησε, που τσίνκουε να
‘ταν οι ώρες της! Και έκλεισε με μένος τον ανεμιστήρα. Ναι, οι Αμερικάνες οι
ξεβράκωτες δεν την πείραξαν, ο ανεμιστήρας που έκαιγε ήταν το θέμα της.
Οι κοπέλες ντράπηκαν, και τράπηκαν εις άτακτον
φυγήν, σαν να ήταν σε κάποιο οικοτροφείο θηλέων όπου σκάρωναν κάποιο σκασιαρχείο.
Μείναμε οι πέντε μας αποσβολωμένοι, να κοιτάμε χάσκοντας, χωρίς να
προλαβαίνουμε να αντιδράσουμε σε οτιδήποτε. Και αφού κανείς δεν μίλησε, μίλησε
το αλκοόλ.
Περικυκλώσαμε τη γέρο Άννα σαν ύαινες που
ετοιμάζονται να επιτεθούν στην ανυποψίαστη αντιλόπη και αρχίσαμε να
επαναλαμβάνουμε δυνατά «τσίνκουε εούρο». Σε κάθε τσίνκουε εούρο που
ξεστομίζαμε, η γέρο Άννα έτρωγε και μια σκουντιά στην πλάτη. Την κάναμε πάσα
μεταξύ μας σαν μπαλάκι του τέννις. Τσίνκουε ο ένας, τσίνκουε ο άλλος,
τσιγκολολέτα η γέρο Άννα στη μέση. Ζοχαδιάστηκε η γριά, άρχισε να τα χάνει. Κι
εκεί ήρθε το τέλος της.
Ανοίξαμε ξανά τον ανεμιστήρα στην πιο δυνατή ένταση
και αφαιρέσαμε από μπροστά το προστατευτικό σίδερο. Αρπάξαμε τη γέρο Άννα από
τα μπράτσα και την ακινητοποιήσαμε. Ψιθυρίζαμε στα αφτιά της με αργό και
βασανιστικό ρυθμό ‘τσίνκουε εούρο’ καθώς ο έλικας του ανεμιστήρα κατευθυνόταν απειλητικά
και σταθερά προς το πρόσωπό της. Πριν προλάβει καν να πει «αϊούτο», η γέρο Άννα
αισθάνθηκε μια υπέροχη δροσιά να διαπερνά το κρανίο της. Με παραμορφωμένο όλο της
το πρόσωπο, μάτια, μύτη, δόντια, μαλλιά όλα αλεσμένα σε ένα μίγμα σάρκας και αίματος,
η γέρο Άννα έπεσε στο πάτωμα νεκρή, με ένα σχηματισμένο χαμόγελο στο πρόσωπό της,
α λα Ελένα Τσαουσέσκου.
Αδυνατώντας να συλλάβουμε το μέγεθος της πράξης μας,
και παραμένοντας για ένα λεπτό σιωπηλοί κοιτάξαμε δειλά ο ένας τον άλλον, περιμένοντας
να δούμε ποιος θα μιλήσει πρώτος. Οι Αμερικάνες, σε κατάσταση σοκ από το θέαμα,
στέκονταν κολλημένες στον τοίχο, στις μύτες των ποδιών τους, κάθιδρες, και έτρεμαν.
Ξάφνου, η μία εξ αυτών, να ήταν η Ρόξι, να ήταν η Μάξι, θα σε γελάσω, με δυσκολία
τις ξεχώριζα, έβγαλε ένα χαρτονόμισμα από το βρακί της. Πλησίασε το πτώμα και με
δέος το έχωσε στο ανοιχτό στόμα του κρανίου.
«Τσίνκουε εούρος», είπε.
Και με μια απαλή κίνηση της έκλεισε το στόμα.