Κυριακή, Δεκεμβρίου 23, 2018

Τριαντά Οκτώ κι Οκτώ, και 2018

Πάει κι αυτή η χρονιά. Δεν ήταν καλή.

Λένε πως μετά από μια ηλικία και μετά, όταν φεύγουν οι χρονιές και σε βρίσκουν ζωντανό ή τέλος πάντων με μία υποτυπώδη υγεία, πρέπει να είσαι ευγνώμων. Να μην γκρινιάζεις, να είσαι θετικός και να αφήνεις πίσω σου τον αρνητισμό. Εγώ αυτό το πράμα δεν το έχω καταφέρει ποτέ. Με τα καλά που μου συμβαίνουν χαίρομαι, με τα κακά θυμώνω και εν συνεχεία, λυπάμαι. Το να προσποιούμαι ότι όλα βαίνουν καλώς και είναι όλα ζεν, τραλαλά-τραλαλό, ή να κάνω αλχημείες για να μετατρέψω το άγχος και τον αρνητισμό σε παραγωγική εργασία δεν ξέρω ποιος Δαλάι Λάμα σας το κόλλησε, αλλά εγώ απλά δεν μπορώ να το εφαρμόσω.

Έτσι που λέτε, το 2018 ήταν μια κακή χρονιά. Γιατί; Γιατί όλα χειροτέρεψαν. Εντάξει, δεν έγιναν και του θανατά. Αλλά χειροτέρεψαν. Και δυστυχώς δεν προβλέπω σύντομη ανάκαμψη.

Το 2018 το πέρασα σαν πρόσφυγας. Η ανακαίνιση του σπιτιού μας που κράτησε πέντε μήνες μας βρήκε να μοιραζόμαστε τους μισούς ως φιλοξενούμενοι της μάνας μου, και τους άλλους δυόμιση -ένεκα έξωσης- ως φιλοξενούμενοι της πεθεράς μου. Ήταν πέντε μήνες που τους θυμάμαι πολύ θολά, η μνήμη μου τους έχει κάνει εμετό και τους έχει ρίξει στο recycle bin. Θυμάμαι μόνο να είμαι μόνιμα μέσα σε ένα αυτοκίνητο ή σε κάποιο καφέ κρυμμένος και να αποφεύγω να πάω σπίτι τους. Η ζημιά που μας έκαναν σαν ζευγάρι ήταν πολύ μεγαλύτερη από το όφελος. Θα μου πεις, σας έκαναν ζημιά επειδή τους το επιτρέψατε. Ναι, εν μέρει φταίμε κι εμείς που δεν τις σφάξαμε. Αλλά τι να έκανα; Είναι παράνομο. Ήταν εποικοδομητική περίοδος αν με ρωτάς, με την έννοια ότι επιβεβαίωσα όλα όσα πιστεύω για το γυναικείο φύλο και την αδυναμία του να συνυπάρξει με το ίδιο του το συνάφι. Τι τα θες και τα γράφεις θα μου πεις; Είναι πράγματα που όλοι οι άντρες γνωρίζουμε, αλλά αποφεύγουμε να συζητάμε ανοιχτά.

Τα ίδια και στη δουλειά. Φέτος πέρασα ξυστά απ’ την παραίτηση. Μπορεί να πήγαινα συχνά στις Βρυξέλλες και να έπαιρνα καθαρό αέρα, αλλά ήμουν μόνιμα (και είμαι ακόμα) με το αϊσιχτίρ στο στόμα. Βέβαια, φταίω κι εγώ που στρογγυλοκάθισα στα βραστά του Δημοσίου και δεν κάνω την επανάστασή μου. Αλλά, τι λέω; Αφού κάποτε «επαναστάτησα εναντίον του ιδιωτικού τομέα» που ήταν ανάλγητος και ποταπός προκειμένου να πάω στο Δημόσιο να ησυχάσει το κεφάλι μου. Δεν βρίσκεται η ίσια μου. Το ξέρω. Μεγαλώνοντας επιβεβαίωσα και το άλλο κλισέ: Μόνο άμα έχεις δουλειά δική σου αφιερώνεσαι σ’ αυτήν ψυχή τε και σώματι. Για όλους τους άλλους, ειδικά στην Κύπρο, δεν αξίζει να δουλεύεις. Μόνο να τους δουλεύεις. Αργά ή γρήγορα φτάνει η μέρα που τους βαριέσαι. Τους βαριέσαι στην καλύτερη περίπτωση. Στην χειρότερη, μην σου πω…

Τα οικονομικά μου φέτος συρρικνώθηκαν και όσο πάνε χειροτερεύουν. Ζω πλέον με μισό μισθό, αφού οι δόσεις που πληρώνω μου αφαιρούν το 50% του εισοδήματός μου με το καλημέρα σας. Τα ταξίδια που μου έδιναν οξυγόνο και αυτά μειώθηκαν. Από 4-5 που πηγαίναμε κάποτε (τους καλούς καιρούς πριν να αποκτήσουμε δάνεια και παιδί), μετατράπηκαν σε ένα ταξίδι τον χρόνο κι αυτό με χίλιες οικονομίες. Ας είναι, θα μου πεις. Ε, ας είναι, σου λέω. Αλλά ορίστε, όλα χειροτερεύουν.

Βασικά η χαρά μας είναι πλέον ο γιος μας. Που δόξα τω Θεώ, μας κάνει τρισευτυχισμένους σε βαθμό μελαγχολίας. Αλλά δεν ξέρω αν είναι υγιές και αρκετό αυτό. Θέλω να πω, όταν η ζωή μας είναι μόνο ο γιος μας, κάπου το έχουμε χάσει.

Το μόνο πράμα που άξιζε τα λεφτά του φέτος ήταν η Ιρλανδία. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Εκείνες τις τέσσερεις μέρες ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος, και την ευτυχία την αναγνωρίζεις μόνον όταν τη βιώνεις. Ε, εκείνες τις μέρες την αισθανόμουν στο πετσί μου. Δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας μου. Ένιωθα άντρας, οικογενειάρχης με αρχίδια. Είχαμε πάει και στο Κολμάρ της Γαλλίας, τον περασμένο Μάη μα δεν ήταν το ίδιο. Είχαμε αφήσει πίσω τον Αλεξάκο και είχαμε ένα υποβόσκον άγχος να μας τρώει. Πιο ωραία περάσαμε στην Ιρλανδία, απαρτία.

Επίσης, πραγματική ευτυχία ένιωσα και στις τρεις-τέσσερις μέρες των παραστάσεών μας. Εξαιρώ τις πρόβες. Τις πρόβες φέτος δεν τις απολάμβανα. Υπήρχε γκρίνια και μουρμούρα και εκεί. Αλλά στις παραστάσεις πέρασα τέλεια. Εκείνη η αγωνία στα παρασκήνια, εκείνο το δέος με το που πατήσεις πάνω στη σκηνή και πέσουν πάνω σου τα ζεστά τα φώτα δεν περιγράφεται. Και η ομοψυχία που αισθανόμαστε την ώρα που παίζουμε. Αναντικατάστατα συναισθήματα.

Λοιπόν, έχουμε και λέμε: τέσσερις μέρες η Ιρλανδία και άλλες τέσσερις οι παραστάσεις. Σύνολο οκτώ μέρες. Αυτό ήταν το 2018 για μένα.

Το 2019 προβλέπεται χειρότερο. Γιατί, πρώτον, δεν προβλέπεται κανένα ταξίδι (τα λεφτά που μάζεψα για την Ιρλανδία μου πήρε δύο χρόνια να τα μαζέψω και ο ξεχωριστός κουμπαράς που διατηρώ για τις διακοπές είναι άδειος) αλλά και επειδή σε μία προσπάθεια μου να αυξήσω τα εισοδήματά μας θα μπω στη διαδικασία νέας ανακαίνισης! Τέλειο; Κλαίω κιόλας! Βασικά, θέλω να ανακαινίσω το διαμέρισμά μου και να αρχίσω να το νοικιάζω μπας και μπει καμιά έξτρα λίρα στη τσέπη μας. Αυτό συνεπάγεται νέο γύρο διαπραγματεύσεων με την αγαπημένη μου κοινωνική τάξη, τα μαστόρια. Αυτό συνεπάγεται νέο δάνειο, αυτό συνεπάγεται άλλους 4-5 μήνες με τρεχάματα στα οποία θα διαλέγω πλακάκια, μπιντέδες και χερούλια πόρτας! Ποιος δεν ζηλεύει τη ζωή μου; Και εννοείται ότι το κέρδος από όλο αυτό θα είναι το πολύ €300 έξτρα κάθε μήνα, αφού τα άλλα μισά θα πηγαίνουν στη νέα δόση!

Και μέσα σ’ όλα αυτά, θέλω να κάνω και δεύτερο παιδί!

Γελά το 2019 από τώρα!



Υ.Γ.: α, ξέχασα να σου πω ότι είχα γενέθλια προχτές! Έκλεισα τα 38! Πού να το θυμηθώ μέσα στη γενικότερη ευφορία της ψυχής μου; Μάζεψα στο σπίτι τους κουμπάρους μου και έσβησα αυτή την καταπληκτικής εμπνεύσεως τούρτα που μου ετοίμασε η καλή μου Μπρέντα. Now38! Και του χρόνου!

1 σχόλιο:

Clueless είπε...

Να σου ευχηθώ και εδώ χρόνια σου πολλά και δημιουργικά. :)