Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2025

Η Αυνάνοι Της Ντίσνεϊ & Η Χιονάτη

 


Πήγα με τον Αλέξη να δούμε τη Χιονάτη χθες το απόγευμα.

Καλά, δεν περίμενα και τίποτα. Είχα προετοιμαστεί για την πανωλεθρία με τα όσα διάβαζα στα σάιτ τα τελευταία χρόνια, αλλά ακόμη κι έτσι εντυπωσιάστηκα με το πόσο κακή ταινία ήταν.

Εμ, αυτά συμβαίνουν όταν πρέπει να ικανοποιήσεις τους πάντες. Ζούμε σε εποχές που η ηλίθια πλέμπα δεν μπορεί να αναγνωρίσει το δικαίωμα του δημιουργού να φτιάξει όπως γουστάρει τους ήρωες του. Πρέπει να τα μπήξουν όλα μέσα. Και το empowerment και το political correctness και όλα. Βγήκε τώρα ένα πράμα άοσμο, άγευστο και άνευρο που δεν αφορά κανέναν και κλάψτε να εκατομμύρια που φάγατε. Και είναι απορίας άξιον πώς επέτρεψε η εταιρεία να κατακρεουργηθεί η ταινία που αποτελεί κορωνίδα της κληρονομιάς της για να ικανοποιηθούν τα «προοδευτικά» βλήματα του τρέχοντος αιώνα.

Άσχημη πρωταγωνίστρια checked, κακά νέα τραγούδια checked, διαστρέβλωση της ιστορίας checked! Πιο αριστερό μανιφέστο δεν θα μπορούσε να είναι. Και προ πάντων, κουτοπονηριές. Βάζουν τη Χιονάτη να σώζεται από τον πρίγκιπα, αλλά δεν είναι ακριβώς «πρίγκιπας», είναι πλέον… «επαναστάτης». Οπότε, ναι μεν τον κράτησαν για να βγει το παραμύθι κάπως γνώριμο με το αυθεντικό, αλλά του άλλαξαν την ιδιότητα μην τυχόν και σκίσουν οι Αριστερές κάνα καλσόν. Έκοψαν και το τραγούδι “some day my prince will come”, εκείνο το υπέροχο βαλσάκι, μην τυχόν και πουν τη Χιονάτη υπόδουλη της τοξικής αρρενωπότητας. Το ότι την έκαναν κακάσχημη σαν να τράκαρε η μούρη της με φορτηγό και ούτε ο νάνος δεν μπορεί να καβλώσει μαζί της δεν τους πείραξε. Μόνο ο πρίγκιπας μην τη δει και τη λιγουρευτεί και την πουν φιλοβασιλικιά. Φυσικά και τη φίλησε «παρά τη θέλησή της» στο τέλος, αλλά ήταν ξυστά απ’ τα χείλη, για τους ίδιους, εικάζω, πάλι λόγους.

Τι να συζητάμε τώρα, πρόκειται περί ηλιθιότητας στο τετράγωνο.

Τη Σταχτοπούτα που την κράτησαν αυτούσια το 2013 και ήταν ένα χάρμα οφθαλμών δεν την κακολόγησε κανείς. Τώρα γιατί βάλθηκαν να καταστρέψουν ό,τι έχτιζαν έναν αιώνα τώρα πια δεν μπορώ να το καταλάβω. Ξανακάναμε αυτή τη συζήτηση και όταν βγήκε η Άριελ (άλλη δολοφονία χαρακτήρα απ’ εκεί) και βαριέμαι να τη ξανακάνω. Ο μόνος λόγος που τα συζητάω τώρα όλα αυτά, είναι χάριν άπλετου ελεύθερου χρόνου.

Για να λέμε και τα καλά, βρήκα συμπαθέστατους τους νάνους και θεωρώ ως αποκορύφωμα της ταινίας το heigh-ho το οποίο αναβαθμίστηκε και του πάει. Μέσα σε εκείνο το τρίλεπτο βλέπεις δεκάδες iconic moments από το αυθεντικό έργο ενώ πολύ έξυπνα ενέταξαν και το στοιχείο του roller coaster μέσα στο τραγούδι για να παραπέμπει στο αντίστοιχο attraction του Magic Kingdom της Φλόριντα. Το silly song το διέσωσαν επίσης, αλλά σε πολύ μικρή διάρκεια δυστυχώς και περνά και δεν ακουμπά. Γενικά είναι εγκληματική η απόδοση, αλλά τι να κάνω, πιάνομαι απ’ όπου μπορώ.

Η Χιονάτη είναι πολύ απλή ιστορία και πολύ παλιά. Δεν μπορεί να έρθει στο σήμερα. Κατά τη γνώμη μου δεν την αγγίζεις. Είναι κειμήλιο. Όπως είναι χωριάτικο και άστοχο να χτίζεις σπίτια με κίονες τύπου «παρθενώνας» το 2025, έτσι είναι και η Χιονάτη. Την θαυμάζεις για το 1939. Δεν τη φέρνεις με το ζόρι στο σήμερα. Την αφήνεις στην ησυχία της. Αντιλαμβάνομαι ότι αφού έγινε που έγινε έπρεπε να βρεθεί τρόπος να δοθεί βάθος σε κάποια ζητήματα αλλά τις περισσότερες φορές δεν λειτούργησε.

Το γεγονός ότι η γριά μάγισσα της δίνει το μήλο και της μιλά για τον χαμένο πατέρα της για να τη δελεάσει να το φάει είναι ένας εκσυγχρονισμός που μου άρεσε. Αλλά αυτό είναι το 1% της ταινίας. Όλα τα άλλα, τραβηγμένα από τα μαλλιά.

Ο γιος μου πάντως έμεινε ευχαριστημένος και μάλιστα μου είπε ότι «δεν καταλαβαίνει γιατί κάποιοι διαμαρτύρονται». Ο Αλέξης όμως δεν αντέχει να δει την αυθεντική Χιονάτη γιατί τη βρίσκει βαρετή (και είναι με τη ματιά του σημέρα), αλλά ούτε είναι σε θέση να εκτιμήσει το αριστούργημα με βάση τα δεδομένα της δεκαετίας του ’30. Γι’ αυτό σας λέω. Τέτοια κειμήλια ΔΕΝ τα αγγίζουμε. Λυσσάξατε στη Ντίσνεϊ να βγάλετε νέες ταινίες με σύγχρονες αναφορές; Κάντε το με νέους χαρακτήρες. Ουδείς διαμαρτυρήθηκε που η Brave είναι αγοροκόριτσο και δεν θέλει να παντρευτεί. Επειδή έτσι τη γνωρίσαμε και έτσι την αγαπήσαμε. Η Χιονάτη όμως ήταν ένα κοριτσάκι 14 ετών που εκπροσωπεί μία συγκεκριμένη κοινωνία την οποία πολλοί έτσι τη μάθαμε και έτσι την αγαπήσαμε. Δεν θέλουμε να τη δούμε επαναστάτρια, ούτε ηγέτιδα, ούτε κακομοίρα. Θέλουμε να τη βλέπουμε σαν την Αντελίνα Βαρθακούρη! Γούστο μας και καπέλο μας.

Φάτε τώρα ζημιά εκατομμυρίων, να μάθετε να σέβεστε.


Τρίτη, Φεβρουαρίου 25, 2025

Τώρα Μάθανε Και Την 'Ενσυναίσθηση'

 

Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος λαός πλην των Κυπριών που να αρέσκεται στη μπουρδολογία και να την έχει αναγάγει σε επιστήμη. Πολύ αμφιβάλλω.

Μου έλεγε χθες μία κυρία στα πλαίσια συζήτησης για τις εκδρομές στα κατεχόμενα, ότι για να λυθεί το Κυπριακό χρειάζεται να αναπτύξουν οι νέες γενεές ελληνοκυπριών και τουρκοκυπρίων την ‘ενσυναίσθηση’.

Η ‘ενσυναίσθηση’ είναι μία νέα ορολογία που μπήκε στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια και ορίζεται ως η ικανότητα να ψυχανεμίζεσαι τι αισθάνεται ο άλλος και να δείχνεις κι εσύ την απαραίτητη κατανόηση. Η ενσυναίσθηση είναι η καραμέλα των ημερών (πώς ήταν κάποτε η ‘ρητορική μίσους;’), και χρησιμοποιείται κατά κόρον ως η πανάκεια σε όλα τα ζητήματα. Προσωπικά δεν την απορρίπτω ως αρετή, αλλά όταν μου την συνδέουν με την πολιτική αισθάνομαι ότι έχει και η μαλακία όρια.

Ακολουθούν παραδείγματα ενσυναίσθησης στην καθημερινότητα:

Μπαίνει, φερ’ ειπείν, η γυναίκα σου σπίτι νευριασμένη και δεν μιλιέται; Ωραίο θα ήταν να το μυριστείς νωρίς και να πας να της πεις: «Μπορώ να κάνω κάτι για να σου αλλάξω τη διάθεση;» και να γυρίσει αυτή να σου πει μουτρωμένη ένα κοφτό: «όχι», και να τελειώσει εκεί το θέμα. Μπορεί να μην βγήκε κάτι από όλο αυτό το σκηνικό αλλά τουλάχιστον υπέδειξες ενσυναίσθηση.

Ομοίως, μπορεί να σχόλασε ο γιος σου νευριασμένος από το σχολείο και να του φταίει η δασκάλα του. Οφείλεις να πας να του πεις: «μπορώ να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω;» και να σου πει: «θέλω να πεθάνει!», και εσύ να πρέπει να κάνεις κήρυγμα ότι δεν ευχόμαστε να πεθάνουν όσοι δεν χωνεύουμε. Εκείνος θα επιμένει «όχι, εγώ θέλω να πεθάνει, κάνε κάτι!». Μπορεί να μην βγήκε τίποτε γόνιμο από όλο αυτό το σκηνικό, αλλά εσύ έδειξες ενσυναίσθηση και αυτό είναι αξιόλογο.

Η χρήσιμη αυτή μέθοδος θα ήταν αποδοτική και στις δικαστικές υποθέσεις. Σε έχουν κλέψει; Σε έχουν βιάσει; Σε έχουν δείρει; Γιατί να τραβιέστε στα δικαστήρια; Επιδείξτε λίγη ενσυναίσθηση. Αντιληφθείτε τους λόγους που οδήγησαν τον βιαστή στο να διαπράξει το συγκεκριμένο αδίκημα, δείτε λίγο τα τραυματικά, παιδικά του χρόνια, ψάξτε να δείτε αν μεγάλωσε με μία καταπιεστική και τοξική μητέρα η οποία με τις παραλείψεις της τον εξώθησε σήμερα στην παραβατικότητα και βρείτε τα! Τι τα θέλετε τα δικαστήρια; Να απονείμουν δικαιοσύνη; Τώρα έχουμε ενσυναίσθηση!

Αυτή την αποδοτικότατη λογική θέλουν να φέρουν και στην πολιτική. Να ψυχανεμιζόμαστε τι αισθάνεται ο άλλος και να του κάνουμε πατ-πατ στην πλατούλα. Μα πώς δεν το σκεφτήκαμε τόσα χρόνια ότι αυτό έφταιγε και δεν λύνονταν όλα μας τα προβλήματα;

Το τραγικό είναι ότι τέτοιες μπούρδες, δεν τολμούν να τις εισηγηθούν παρά-έξω. Μπορεί να θεωρούν ότι το πρόβλημα του Κυπριακού είναι η απουσία ενσυναίσθησης και κατανόησης, αλλά δεν πρόκειται να τολμήσουν να πουν στον Ουκρανό: «βρείτε τα με τους Ρώσσους, δείξτε λίγη ενσυναίσθηση!» Ούτε φυσικά θα τολμήσουν να πουν στον Ισραηλινό «Βρείτε τα με τη Χαμάς, κατανοήστε τις διαφορές σας, κάντε και μια σφιχτή αγκαλιά, παίξτε ένα θέατρο, κάντε ένα σπίτι συνεργασίας να πίνετε το καφεδάκι σας και όλα θα λυθούν! Καλή διάθεση να υπάρχει».

Και δεν τολμούν επειδή ξέρουν ότι εκεί θα πέσει φάπα. Δεν είναι όλοι μαλάκες σαν τον μέσο Κύπριο που φοβάται να υψώσει ανάστημα και να διεκδικήσει λίγο αυτοσεβασμό στις μαλακίες που του προτείνουν.

Ενσυναίσθηση, ημίσιημου.  

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 05, 2025

"Είναι Κακό Που Πεινάω;" Ψυχούλα Μου!

 

Το επίπεδο της ζητιανιάς έχει περάσει σε άλλο επίπεδο στην Κύπρο.

Θυμάστε παλιά που σου ζητούσαν ψιλά και επειδή υποψιαζόσουν ότι επρόκειτο περί τοξικομανές πρεζάκι τον προσπερνούσες άνευ τύψεων; Τώρα έμαθαν νέο τροπάρι και σε πατάνε σε πιο ευαίσθητο σημείο. Τώρα σου λένε ότι « πεινάνε» σκέτο, και ότι θέλουν κάτι να φάνε. Ποιος άνθρωπος θα μείνει ανεπηρέαστος κι ασυγκίνητος μπροστά στη θέα ενός ανθρώπου που σου ζητά κάτι να φάει; Ειδικά μάλιστα όταν εσύ κατευθύνεσαι στο γκισέ για να παραγγείλεις κάτι να φας ως πολίτης του πρώτου κόσμου – λέμε τώρα. Τι ψυχή έχει ακόμα ένα σάντουιτς, τι ψυχή έχουν τρία ευρώ όταν έχεις μπροστά σου κάποιον που πεινά;

Ευκαιρία να πάω στον Παράδεισο, σκέφτηκα, ας πάρω του ανθρώπου κάτι να φάει, να κάνω την καλή πράξη της ημέρας. Πάω στο φαγάδικο παραγγέλνω για μένα και παίρνω ακριβώς το ίδιο φαγητό και για τον πεινασμένο ζητιάνο, χωρίς καμία απολύτως διαφοροποίηση, μην πει ότι εγώ τρώω το καλό και αυτού του πετάω τα αποφάγια. Με το που βλέπει τι του πήρα, μια κανονική μερίδα με πατάτες και αναψυκτικό μαζί, γυρνάει και μου λέει: «δεν είχε τίποτε καλύτερο;»

Α, ωραία θα τα πάμε, σκέφτηκα, αυτός πρέπει να φάει ξύλο, όχι φαγητό. Δεν του απαντώ καθότι ο στόχος είναι ο παράδεισος. Του παραδίδω τον δίσκο με το φαγητό και συνεχίζει: «μπορείτε να τους πείτε να το ετοιμάσουν για το σπίτι; Δεν θέλω να το φάω εδώ!» Ο εκνευρισμός μου χτυπά κόκκινο, δεν του απαντώ τίποτα και απομακρύνομαι. Κάθομαι να φάω σε μια γωνιά και τον παρακολουθώ. Ζητά μία σακούλα να βάλει μέσα το φαγητό που του αγόρασα και φεύγει. Επιστρέφει πέντε λεπτά μετά και αρχίζει το ίδιο τροπάριο με νέους περαστικούς ότι τάχα μου πεινάει και θέλει να φάει.

Στα τσακίδια ο παράδεισος, τώρα να δεις τι έχει να γίνει, λέω από μέσα μου. Συνεχίζω να τρώω και να τον παρατηρώ έκθαμβος που όλοι οι μαλάκες που τον λυπήθηκαν και τον τάισαν ήταν άντρες, όλοι όσοι τον προσπέρασαν ήταν γυναίκες. Ξάφνου τον βλέπω να πλησιάζει μία γριούλα, της πουλά ξανά το παραμύθι κι εκείνη το χάβει, του γνέφει να την ακολουθήσει, οπότε δεν άντεξα. Σηκώθηκα πάνω, πήγα και τη βρήκα επί τόπου και της είπα διακόπτοντας: «τον τάισα εγώ πριν πέντε λεπτά. Δεν είπε καν ευχαριστώ! Κάνει το ίδιο πράγμα με όλους, τον παρακολουθώ για ώρα». Έντρομη η γριούλα απομακρύνθηκε κακήν κακώς. Γυρνά με θράσος και μου λέει το ζώον: «είναι κακό που πεινάω;» Τώρα που θα καλέσω και τον σεκιούριτι να δεις τι έχει να γίνει, του λέω. Πήγα και τον κατήγγειλα και μου είπαν: «α, είναι γνωστός αυτός, μας τον καταγγέλλουν κάθε μέρα!» Κι εσείς τον ανέχεστε φυσικά, γιατί έτσι είναι αυτή χώρα, μπουρδέλο. 

Ωραιότατα!

Να προσέχετε ποιους ταΐζετε. Ο τύπος ήταν αρτιμελέστατος, λαλίστατος και προ πάντων αγνώμων. Αν πεινάει να πάρει τα ξερά του και να πάει να βρει μια δουλειά. Και επιτέλους, ας τους το υποδεικνύουμε. Μην χάφτετε τα "πεινάω". 

Τετάρτη, Ιανουαρίου 29, 2025

Over Analysing Chris


Όπως κάλλιο γνωρίζετε καθώς έχω γράψει εδώ μέσα αρκετές φορές όλα αυτά τα χρόνια, ξεκίνησα να γράφω ημερολόγιο στα 15 μου χρόνια. Όταν λέω «ημερολόγιο» εννοώ ότι δεν κατέγραφα απλώς τι έκανα κάθε μέρα ή «πού πήγα και δεν μου άρεσε». Κατέγραφα αναλυτικά και με πάσα λεπτομέρεια τις σκέψεις μου, τα συναισθήματα μου, τους φόβους μου και γενικότερα έκανα ένα είδος γραπτής ψυχοθεραπείας μόνος μου, κάτι το οποίο είχε ευεργετικές συνέπειες στην ψυχική μου υγεία. Δεν το αναγνώριζα μόνο την ώρα που συνέβαινε καθότι το γράψιμο ήταν ανέκαθεν ένα τεράστιο είδος εκτόνωσης για μένα. Το αναγνώριζα και αργότερα, όταν αφού περνούσε ο καιρός και ανέτρεχα στα παλιότερα κείμενά μου, συνειδητοποιούσα τη ματαιότητα των πάντων και το πόσο δεν άξιζε να χολοσκώ για το οτιδήποτε. Η ζωή όσο προχωρούσε έφερνε μεγαλύτερα προβλήματα τα οποία έκαναν τα παλιότερα να φαντάζουν αστεία και όλο αυτό ήταν ένα καλό μάθημα ζωής για μένα.

Θυμάμαι φερ’ ειπείν ότι στα 15 μου κάθισα και έγραψα δύο δακρύβρεχτες σελίδες επειδή οι γονείς μου με απειλούσαν ότι δεν θα με άφηναν να πάω σε ένα πάρτι ένα Σάββατο αν δεν έφερνα καλό βαθμό σε ένα διαγώνισμα χημείας. Εγώ που ήξερα ότι η πορεία μου ήταν προδιαγεγραμμένη στη χημεία κατέβαζα Θεούς και δαίμονες εξ αιτίας αυτής τους της απειλής. Λίγα χρόνια μετά αυτό είχε αντικατασταθεί από άγχος για τη στρατιωτική θητεία, για τις σπουδές και ούτω καθεξής. Σε κάθε ηλικία ένα ηλίθιο πρόβλημα το οποίο με τον καιρό απομυθοποιούνταν, καθιστώντας εμένα τον γράφοντα, γραφικό και βλάκα.

Η τελευταία φορά που έγραψα στο ημερολόγιο μου ήταν περί τα τέλη του 2010. Δηλαδή, όταν έγινα τριάντα ετών. Στο τελευταίο μου κείμενο εκείνου του ημερολογίου καταγράφω και επίσημα ότι τα έχω φτιάξει με τη Μπρέντα. Δεν ξανάγραψα έκτοτε. Τίποτα. Ούτε λέξη.

Φυσικά, έγραφα στο μπλογκ πολλές σκέψεις μου για τη σχέση μου με τη Μπρέντα όλα αυτά τα χρόνια που μπλογκάρω, όμως δεν ήταν το ίδιο. Στο προσωπικό μου ημερολόγιο έγραφα πάντα απογυμνωμένος από το άγχος της δημόσιας γραφής, ανέλυα τα πάντα, ακόμη και αυτά που με ενοχλούσαν. Πράγματα που δεν μπορούσα να μοιραστώ εδώ για ευνόητους λόγους, πράγματα που δεν τολμούσα να μοιραστώ ούτε με τους καλύτερους μου φίλους.

Σήμερα αναρωτιέμαι γιατί σταμάτησα να γράφω στο ημερολόγιο.

Έκλεισα δέκα χρόνια γάμου προχθές.

Σκέφτομαι ότι αν συνέχιζα να γράφω και να αναλύω στο ημερολόγιο μου τα του γάμου, ίσως να μην έκλεινα ούτε ένα χρόνο παντρεμένος. Ίσως η απόφαση μου να εγκαταλείψω το ημερολόγιο να ήταν μια ακούσια απόφαση μου… to let of myself go και να βουτήξω στα άδυτα αυτού που λέγεται γάμος και να τον βιώσω στο πετσί μου. Ίσως η υπερανάλυση να σκοτώνει τα πράγματα και καμιά φορά να είναι απαραίτητο να μην καταγράφονται όλα ώστε να επιβιώσουν. Να αφήνεις το μυαλό να θυμάται ό,τι εκείνο επιλέγει και ό,τι εκείνο αντέχει. Πόσο ωφέλιμο είναι σήμερα το ότι οι γονείς μου με απειλούσαν με τιμωρία για εκείνο το πάρτι του 1996 εξαιτίας ενός διαγωνίσματος; Πόσο ωφέλιμο θα ήταν να κατέγραφα με κάθε λεπτομέρεια κάθε ανασφάλεια, κάθε καβγά, κάθε συναίσθημα καλό ή κακό μέσα στον δεκαετή γάμο μου; Εξάλλου, στο τέλος της ημέρας τι απομένει από ένα γάμο;

Τα παιδιά απομένουν. Και αυτά μια μέρα φεύγουν και καταριούνται την ώρα και τη στιγμή που μας είχαν για γονείς.

Για τα παιδιά μου νομίζω σταμάτησα να γράφω στο προσωπικό μου ημερολόγιο. Δεν θέλω να μάθουν τίποτα αναφορικά με τα ενδότερα του γάμου μας. Δεν υπονοώ ότι θα μάθαιναν τέρατα. Ξέρω ότι αυτό που μόλις έγραψα δεν ακούστηκε σωστό. Όχι, δεν προσπαθώ να πω κάτι.

Απλώς, εγώ δεν ξέρω τίποτα για τον γάμο των γονιών μου. Ξέρω μόνο πώς γνωρίστηκαν και όλα τα υπόλοιπα τα οποία έζησα μαζί τους. Καμιά φορά όμως αμφισβητώ κι αυτά που έζησα μαζί τους. Δεν έχω ιδέα αν αυτά που έβλεπα ενόσω μεγάλωνα ίσχυαν στην πραγματικότητα ή αν ήταν δικές μου προβολές και εικόνες του παιδικού μυαλού μου. Δεν έχω ιδέα αν όλα όσα ξέρω για τον γάμο των γονιών μου αληθεύουν ή αν υπήρχε κάτι που δεν γνώριζα και που δεν πρόκειται να μάθω ποτέ. Δεν ξέρω κιόλας αν ωφελεί η πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες τώρα πια. Θέλω να πω, δεν ξέρω στην περίπτωση που ένας γονιός μου κρατούσε ημερολόγιο, αν θα ήθελα να το διαβάσω. Αν έπεφτε στα χέρια μου ίσως έμπαινα στον πειρασμό να το μετροφυλλίσω στα πεταχτά και αν η ενέργεια του ήταν θετική ίσως να το διάβαζα εν τέλει. Το γράφω αυτό με επιφύλαξη.

Γι’ αυτό έκοψα και το ημερολόγιο, νομίζω. Ναι. Γι’ αυτό και θα κόψω και το blogging όταν μια μέρα, η οποία μάλλον κοντοζυγώνει, ο γιος μου θα μου πει «παπά, ανακάλυψα ότι έχεις μπλογκ!» Εννοείται ότι όχι μόνο θα το σταματήσω, αλλά θα το «κρύψω» και από τον παγκόσμιο ιστό, ώστε να μην μπορεί να το βρει, ούτε να διαβάσει το παραμικρό που θα μπορούσε να με απομυθοποιήσει στα μάτια του. Ήδη έχει ξεκινήσει την αποδόμηση μου. Μια μέρα που πήγε να φάει στη μάνα μου, εκείνη του εξιστόρησε διάφορες ιστορίες της παιδικής μου ηλικίας και όταν ήρθε σπίτι μου είπε: «παπά, η ζωή σου πρέπει να ήταν πολύ ρεζίλι πριν γεννηθώ!» Είμαι τεράστιος ήρωας στα μάτια του γιου μου κι αυτό το καμαρώνω γιατί είναι ένα προφίλ που έχτισα συνειδητά και με κόπο χωρίς να χάνω την ουσία του εαυτού μου. Δεν πρόκειται να το χάσω κι αυτό εξαιτίας ενός μπλογκ και ενός ημερολογίου.

Πάντα έλεγα ότι ίσως βγάλω πολλά λεφτά αν μια μέρα αποφασίσω να εκδώσω τα ημερολόγια μου και αλλάξω ονόματα και καταστάσεις. Δεν το βλέπω να γίνεται. Ίσως είναι καλύτερα να τα κάψω μια και καλή.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 22, 2025

Χαιρετισμοί

 Η λύσσα των απανταχού Αριστερών κατά του Τραμπ και της συμμορίας του είναι απολαυστική.

Τέσσερα χρόνια δεν τους πείραξε το ότι κυβερνούσε ένας αρτηριοσκληρωμένος γέρος υπό τις υποδείξεις ενός αχάπαρου και αδίστακτου γύναιου, τώρα θυμήθηκαν ότι κινδυνεύει ο πλανήτης και η παγκόσμια τάξη.

Ζούμε σε μία γεωγραφική ζώνη περικυκλωμένοι από δύο μεγάλους πολέμους, οι οποίοι μαίνονται εδώ και χρόνια. Ζούμε σε μία χώρα υπό κατοχή και με χίλια μύρια εσωτερικά προβλήματα, αλλά οι Αριστεροί ανησυχούν για τον Τραμπ και την παγκόσμια τάξη. Τόση επαφή με την πραγματικότητα! You gotta love them, που λένε και στα χωριά. 



Είναι ο Τραμπ ψυχοπαθής και αδίστακτος; Είναι. Είναι όμως και ο Ερντογάν, είναι όμως και ο Πούτιν, είναι και ο Νετανιάχου. Το ότι επιλεκτικά τους φταίει ο Τραμπ, με ξεπερνά.

Τέλος πάντων, δεν θα τους μάθουμε τώρα. Χθες έβλεπα στο τουίτερ τον χαμό που προξενήθηκε επειδή ο Ίλον Μασκ χαιρέτισε ναζιστικά. Πέραν του ότι η πιο κάτω φωτογραφία δείχνει ότι όλοι οι τρελοί στο ίδιο καζάνι βράζουν, ή μάλλον εμείς βράζουμε – οι τρελοί μια χαρά την έχουν, εγείρεται άλλο ένα σχετικό και αγαπημένο μου θέμα. Οι χειρονομίες και η συμπεριφορά.

Αν συναντηθούμε αύριο το πρωί και με δείτε να κάνω τον σταυρό μου, σημαίνει αυτόματα ότι είμαι πιστός Χριστιανός και θρήσκος; Ε, σας διαβεβαιώ ότι στην καθημερινότητα μου, κάνω τον σταυρό μου εθιμοτυπικά εκατό φορές από τα αίσχη που βλέπω να με περιβάλλουν, κι όμως έχω να εκκλησιαστώ από το σχολείο όταν μας έπαιρναν με το ζόρι να προσκυνήσουμε. Δεν με λες και Χριστιανό. Ούτε θρήσκο.

Αν συναντηθούμε αύριο το πρωί και σχηματίσω με τα χέρια μου τα κέρατα του διαβόλου, πάει να πει ότι είμαι σατανιστής; Αν σχηματίσω με τα χέρια μου τον αετό της Αλβανίας πάει να πει ότι είμαι Αλβανός αμοραλιστής; Αν ενώσω τα χέρια μου και κάνω μία ελαφριά υπόκλιση όταν σας συναντήσω πάει να πει ότι προέρχομαι από την Ιαπωνία;

Τι θέλω να πω. Οι χειρονομίες δεν είναι ενδεικτικές για το οτιδήποτε. Μπορώ να σας χαιρετίσω με το σήμα της ειρήνης αλλά να επιθυμώ πόλεμο. Μπορώ να σας χαιρετίσω ναζιστικά και να επιθυμώ ειρήνη. Μπορώ να σας χαιρετίσω στρατιωτικά αλλά μην έχω πατήσει το πόδι μου σε στρατόπεδο. Μπορώ να σας χαιρετίσω στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, αλλά να μην έχω την παραμικρή συγγένεια με την κουλτούρα των συγκεκριμένων χωρών.

Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.

Προφανώς τα ράσα και οι χειρονομίες είναι πολλές φορές ενδεικτικές των προθέσεων των άλλων, αλλά δεν είναι δυνατόν να οδηγούν σε σοβαρά συμπεράσματα. «Α, πα, πα, χαιρέτισε ναζιστικά! Πάει να πει έρχεται το τέταρτο ράιχ!» Φέρτε θαλάμους αερίων. Οι Τούρκοι, φερ’ ειπείν, δεν χαιρετούν ναζιστικά αλλά μια χαρά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας έχουν διαπράξει. Από εκεί κρίνονται όλοι, από τις πράξεις τους.

Δεν προσπαθώ να αθωώσω την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική ή οποιουδήποτε άλλου. Απλά έχω βαρεθεί να ακούω βλακείες. Έτυχε να ακούσω και σε κυπριακή εκπομπή εκπρόσωπο του ΑΚΕΛ να λέει ότι οι ελαμίτες χαιρετούν ναζιστικά. Ε, και; Άμα θέλουν ας χαιρετούν και σαν χίπηδες στο Woodstock. Από τον χαιρετισμό θα κριθούν; Τα χειρότερα αίσχη και τη μεγαλύτερη δικτατορία τη ζήσαμε επί ΑΚΕΛ που υποτίθεται είναι «με τον άνθρωπο».

Η βλακεία κρίνεται στις πράξεις. Μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να συμβαδίζει και με τους συμβολισμούς. Αλλά το ένα δεν συνεπάγεται το άλλο. Οπότε σταματήστε να στέκεστε και να κρίνετε με βάση αυτά.

Ηλίθιοι. Δεν τελειώνουν!


Τρίτη, Ιανουαρίου 14, 2025

Μαθαίνοντας Από Τα Παιδιά

 

«Θέλεις να σου πω έναν κανόνα του φλερτ;» μου είπε λίγο πριν τον βάλω για ύπνο, έχοντας πολύ προβληματισμένο ύφος.

«Όταν φλερτάρεις ένα κορίτσι κι αυτό δεν σου απαντά, τότε δεν αξίζει!»

Τάδε έφη οκτάχρονος Αλεξάκος προς τον πατέρα του ο οποίος όπως σας είχα γράψει πρόσφατα, γηράσκει αεί διδασκόμενος από τη σοφία του γιου του. Η πολύ απλή αυτή διαπίστωση διά στόματος του υιού μου δεν μου είναι ευκολοχώνευτη. Εγώ ήμουν, και είμαι, της επιμονής. Αλλά όπως μου εξήγησαν πολύ αργότερα οι ψυχολόγοι πάντα με το αζημίωτο, «μπορείς να χτυπάς το κεφάλι σου όσο θέλεις στον τοίχο, κάποτε θα καταφέρεις να περάσεις από μέσα». Ο μικρός διαθέτει τη σοφία να γλιτώσει το κεφάλι του, καθώς επίσης τους ψυχολόγους και το άσκοπο έξοδο.

Ο γιος μου έχει μία ωριμότητα ανεξήγητη. Οι γονείς του δεν την έχουν παρά τα σαράντα και βάλε τους χρόνια. Απορώ κι εγώ από πού μπορεί να την έχει αντλήσει. Η πεθερά μου ισχυρίζεται ότι πρόκειται περί «παλιάς ψυχής», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Τις προάλλες πήγαμε στο πάρκο της Αθαλάσσας για βόλτα οικογενειακώς και η Ευαγγελία χτύπησε με το πατίνι της. Ακολούθησε καβγάς μεταξύ γονέων ως προς το ποιος ευθύνεται που η μικρή διέλαθε της προσοχής μας, ανάπτυξε ταχύτητα και έπεσε κάτω. Τίποτα δεν έπαθε, εν τω μεταξύ, αλλά ακόμη και το τίποτα είναι αιτία καβγά όταν είσαι 10 χρόνια (!) παντρεμένος.

Ο γιος μου ο οποίος είναι συν τοις άλλοις και «πυροσβέστης», με έπιασε από το χέρι και με απομάκρυνε και άρχισε να μου λέει αστεία για να μου αλλάξει τη διάθεση. Μου είπε «ας περπατήσουμε μέχρι τη λίμνη παπά, να δούμε τις πάπιες». Εγώ ακόμα ξεκάπνιζα από τα νεύρα. Γυρνάει και μου λέει: «παπά, αφού σου λέω τόσα αστεία γιατί δεν χαμογελάς;» Αχ, γιε μου! Γιατί δεν έπεσα στη λίμνη να πνιγώ να ησυχάσω; Τις προάλλες μου έλεγε τα παράπονα που έχει από τους φίλους του. Του εξήγησα ότι αν συνεχίσει να είναι τόσο μυγιάγγιχτος στο τέλος δεν θα του μείνει κανένας φίλος. Γύρισε και μου είπε: «τι να τους κάνω τους φίλους όταν έχω εσένα, τον καλύτερο;»

Δεν τον αξίζω αυτόν τον γιο.

Και από την κόρη μου μαθαίνω πράγματα. Είναι τριών βέβαια, ακόμη δεν έχει προαχθεί σε διδάκτωρ όπως ο γιος μου, αλλά είναι κι αυτής μεγάλη η συμβολή της. Για παράδειγμα μου έμαθε αυτό:


Όχι απλά μου το έμαθε, αλλά μου δείχνει και τη χορογραφία. Το ακούμε στο αυτοκίνητο ασταμάτητα, μου έχει κολλήσει και το ακούω ακόμη και στον ύπνο μου και δεν περίμενα ποτέ στα 44 μου να ενθουσιαστώ με κάτι τόσο σύγχρονο. «Απατά πουτού, απατά πουτού, άπατά πουτού αχά, αχά!» Αυτό δεν είναι στίχος. Είναι έπος!


Πέμπτη, Ιανουαρίου 02, 2025

Πρωτοχρονιά Με Τη Μαντίλα

 Βλέπω τις αντιδράσεις στο τουίτερ για τη συναυλία του Δήμου Αθηναίων με τη Μποφίλιου και τον Δεληβοριά στο Σύνταγμα.

Πραγματικά ζούμε χαλεπούς καιρούς. Τι δουλειά έχει η μίζερη Μποφίλιου και ο Δεληβοριάς που μοιάζει να το έσκασε από ίδρυμα νοητικής υστέρησης με το γκλάμουρ του πρωτοχρονιάτικου ρεβεγιόν;

Είμαι ένα πολύ τυχερό παιδί που μεγάλωσα στα ‘90ς που όποτε άνοιγες την τηλεόραση έβλεπες τεράστιους σταρ να μονοπωλούν όλες τις εκπομπές. Θυμάμαι, τότε, το μακρινό 1998 ότι είχα ανοίξει τη τηλεόραση στην ΕΡΤ και είχα δει τη Βίσση να τραγουδά στο Σύνταγμα για την αλλαγή του χρόνου και οι δρόμοι ήταν κλειστοί από την αθρόα προσέλευση. Θυμάμαι ότι είχα κανονίσει να βγω σε ένα μπαρ με τους φίλους μου και ήμουν στο τσακ να ακυρώσω τα πάντα και να μείνω να βλέπω τη Βίσση.

Για να καταλάβετε τι παρακμιακές εποχές ζούμε, ακόμη και η ίδια η ΕΡΤ επέλεξε να μην προβάλει φέτος τη συγκεκριμένη εκδήλωση αφού ήξερε ότι δεν θα κάτσει άνθρωπος νουνεχής να την παρακολουθήσει. Φυσικά, η διοίκηση της ΕΡΤ ήθελε να αποφύγει και την προβολή της Μποφίλιου με την παλαιστινιακή μαντίλα, και όλη την φίλο-παλαιστινιακή ατμόσφαιρα που θα διέπνεε η πασοκική επωδός, οπότε μ’ ένα σμπάρρο δυο τρυγόνια. Την έβλεπα προ ολίγου σε φωτογραφία τη Μποφίλιου με το μαυρόασπρο τσεμπέρι. Τι κακομοίρα!

Αυτή η τραγουδίστρια τώρα έκρινε ότι αφήνει πολιτικό στίγμα με τον «ακτιβισμό» της. Δεν έκρινε ότι απλά γίνεται ρεντίκολο πρωτοχρονιάτικα. Τι να πεις πια. Έκατσα και είδα μια συνέντευξη της Μποφίλιου στο Στούντιο 4 τις προάλλες. Το λέει η ψυχούλα της. Εκτίμησα ότι πραγματικά πιστεύει τις παπαριές που πρεσβεύει. Δεν το κάνει για το θεαθήναι. Ενστερνίζεται πλήρως την τρέλα της. Εκεί που περίγραφε με τόσο πάθος το πόσο της άρεσε να ακούει Μίκη Θεοδωράκη στην εφηβεία της έβγαλα το καπέλο. Μπορεί να είναι εκτός τόπου και χρόνου, αλλά είναι ακραιφνής.

Έψαξα στο Youtube και βρήκα το απόσπασμα από την πρωτοχρονιά του ’98. Η Βίσση τότε είπε «αφιερώνω την αποψινή βραδιά στους Έλληνες. Είναι μια καλή βραδιά για να σκεφτόμαστε την Κύπρο». Οι γαλανόλευκες κυμάτιζαν στο Σύνταγμα το ’98. Η Βίσση είναι μία καλλιτέχνις με νου.


Η Μποφίλιου δεν έκρινε ότι έπρεπε να αναφερθεί στην Κύπρο, δεν έκρινε ότι έπρεπε να θίξει τον τουρκικό επεκτατισμό στη Συρία, στο Αιγαίο, στη Θράκη. Δεν έκρινε ότι έπρεπε να ζωχτεί την ελληνική σημαία όταν ξεπουλούσαν τη Μακεδονία στη Συνθήκη των Πρεσπών. Έκρινε ότι έπρεπε να ντυθεί σαν τον Γιάσερ Αράφατ τώρα, για να αλλάξει τη χρονιά.

Μην ψάχνετε λογική. Υπάρχει ο κόσμος, υπάρχουν και οι Αριστεροί.


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 30, 2024

2024 Χαϊλάιτς & Χάλιλαϊτς

Το 2024 δεν ήταν ούτε μία καλή, ούτε μία κακή χρονιά.

Άπαξ και γίνεις γονιός σταματάς να μετράς χρόνια και να ασχολείσαι μ’ αυτά. Η δουλειά σου είναι τα παιδιά σου, οπότε το μόνο που μετρά είναι κατά πόσον το 2024 ήταν μια καλή χρονιά για τα παιδιά σου. Προσωπικά, πιστεύω ότι έκανα ό,τι μπορούσα για να περάσουν καλά. Κοιμάμαι με τη συνείδηση μου ήσυχη. Από εκεί και πέρα ας κρίνουν τα ίδια, με τη βοήθεια του ψυχολόγου τους όταν μεγαλώσουν, αν εγώ ανταποκρίθηκα στα θέλω τους.

Χάριν συζήτησης και ελέω άπλετου ελεύθερου, χριστουγεννιάτικου χρόνου, ας συζητήσουμε κάποια χαϊλάιτς της φετινής χρονιάς.

Ασυζητητί, το ωραιότερο πράγμα που μου συνέβη φέτος ήταν η παράσταση που σκηνοθέτησα για τον δικηγορικό σύλλογο. Ήταν ένα έργο που το γέννησα, αφού το μετάφρασα, το σκηνοθέτησα, συμμετείχα στον σχεδιασμό των σκηνικών του, έτρεξα και βρήκα τα έπιπλα, τα ηχητικά εφέ, είχα άποψη για τα κοστούμια, την αφίσα, το πρόγραμμα και έπαιξα κιόλας. Όλη αυτή η διαδικασία με κρατούσε σε εγρήγορση τους έξι μήνες που διήρκησε το στήσιμο της παράστασης και ένιωθα για πρώτη φορά χρήσιμος και δημιουργικός στο πετσί μου.

Φυσικά, όλα τα πιο πάνω δεν θα συνέβαιναν αν δεν τύγχανα της απόλυτης εμπιστοσύνης της ομάδας και αν δεν έδειχναν την απόλυτη ανοχή στα θέλω μου, μία ανοχή που φυσικά μεταφράζεται σε αγάπη. Οφείλω να το επαναλάβω πόσο ευγνώμων θα τους είμαι για το ότι αποδέχτηκαν με τυφλά μάτια ό,τι τους πρότεινα, δεν κλώτσησαν, δεν δίστασαν, δεν είπαν «μα και μου». Τους αγαπώ κάθε χρόνο και περισσότερο. Είναι όλοι τους κομμάτι της οικογένειας μου.

Η παράσταση διακρίθηκε στο φεστιβάλ του ερασιτεχνικού θεάτρου του ΘΟΚ μέσα στις επτά καλύτερες. Αν αναλογιστείτε ότι συμμετείχαν 38 θεατρικές ομάδες στον Διαγωνισμό, το να μπεις στους επτά καλύτερους είναι, κάποια, άλφα αναγνώριση. Ο ΘΟΚ ξεσήκωσε ένα νέο σύστημα πια, δεν βραβεύει τις παραστάσεις, δεν τις χωρίζει σε πρώτη καλύτερη, δεύτερη, τρίτη, όπως παλιά. Τώρα για να γλιτώσει γκρίνιες και μπελά, ανακοινώνει τις επτά καλύτερες έτσι γενικά κι αόριστα, κι ας κόψουν οι συμμετέχοντες τον λαιμό τους. Επιπλέον, επιλέγει τρεις παραστάσεις εξ αυτών για να ξαναπαίξουν στην κεντρική σκηνή του ΘΟΚ, συνήθως με κριτήρια «ποιες απ’ αυτές είναι αρκετά μίζερες θεματολογικά ώστε να ανταποκρίνονται στην προαγωγή του κυπριακού πολιτισμού που έχει ως πυρήνα του το δράμα του ’74» - και καθάρισε.

Όπως καταλαβαίνετε, η «Σουίτα» δεν εντάσσεται σε αυτές ούσα εύπεπτη κωμωδιούλα.

Όπως και να ‘χει, η θεατρική εμπειρία φέτος ήταν το highlight της χρονιάς και ό,τι καλύτερο μου συνέβη από τη γέννηση της κόρης μου και μετά.

Το ναδίρ της φετινής χρονιάς δεν είναι κάτι απτό και συγκεκριμένο. Το ναδίρ ήταν η αποτυχία μου να ισορροπήσω επαρκώς. Δεν κατάφερα γι’ άλλη μια χρονιά να πείσω τον εαυτό μου ότι πρέπει να γυμνάζομαι συστηματικά, να τρώω υγιεινά, να μειώσω τη ζάχαρη και τα γλυκά. Αντιθέτως, έπιασα πάτο αφού για πρώτη φορά στη ζωή μου ζυγίζω 92 κιλά, εγώ που για να είμαι υγιής πρέπει να ζυγίζω 82 κιλά στην χειρότερη των περιπτώσεων. Ψιλό-τρέχω στον διάδρομο, αλλά μετά παραγγέλνω πίτσα για βραδινό, αντιλαμβάνεστε, κάνω ένα βήμα μπρος και δέκα πίσω. 

Επίσης, και πολύ δυστυχώς, δεν κατάφερα να καθιερώσω ένα σταθερό πρόγραμμα αφιέρωσης ποιοτικού χρόνου στη γυναίκα μου (ούτε εκείνη το κατάφερε, ή το επιδίωξε όσο έπρεπε), όλα με το πρόσχημα των παιδιών.

«Δεν προλαβαίνουμε».

Όταν ήμουν φοιτητής, μία Αγγλίδα καθηγήτρια μου είχε πει: “you will never have enough time. You have to create time”. Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες, διά στόματος miss Campbell η οποία μου δίδασκε academic skills στο foundation. Της είχα πει ότι δεν είχα αρκετό χρόνο για να λύνω past papers και εκείνη μου είπε «Σάββατο μεταξύ 7-9 το πρωί, τι κάνεις;» Εγώ, ως γνωστόν, δεν ξυπνούσα πριν το μεσημέρι ως φοιτητής. Έκτοτε κάθε Σάββατο του Μαΐου του 2001, σηκωνόμουν στις 7:00 και πήγαινα στο linguistics να λύσω past papers. Αυτό πρέπει να γίνεται και στον γάμο. Δεν έγινε. Κάποιες απέλπιδες προσπάθειες κατά τη διάρκεια της χρονιάς με ραντεβουδάκια από ‘δω και από ‘κει δεν ήταν αρκετά.

Εν πάση περιπτώσει. Τα πιο πάνω θέτω ως προτεραιότητα για το 2025. Την ισορροπία. Το πιο δύσκολο πράγμα σε έναν κόσμο τριγύρω μου αμιγώς ανισόρροπο.

Προτεραιότητα επίσης είναι ο διαχειρισμός των ψυχοπαθών. Θα εκπλαγείτε μεγαλώνοντας πόσοι ψυχοπαθείς μας περιτριγυρίζουν. Άνθρωποι που το παίζουν νορμάλ, ενώ δεν είναι. Αν το ένστικτό σας σας λέει ότι πρόκειται περί ψυχοπαθών, να το εμιστεύεστε. Και να απομακρύνεστε απ’ αυτούς. Ας θιχτούν. Χεστήκατε. Η ψυχική σας υγεία είναι πιο σημαντική.

Βραβεία 2024 τώρα!

Διάβασα 28 (!) βιβλία μέσα στο 2024. Αριθμός ρεκόρ! Βασικά, κόλλησα με την Freida McFadden και διάβασα τα άπαντά της, αλλά αν πρέπει να σας συστήσω ένα λογοτεχνικό βιβλίο για να ξεστραβωθείτε, αυτό είναι «Η Μητέρα Του Σκύλου» από τον Παύλο Μάτεσι. Θα συγκλονιστείτε. 


Η καλύτερη θεατρική παράσταση που είδα το 2024 είναι το Nachtland στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ.

Τα 20 τραγούδια που άκουσα τις περισσότερες φορές φέτος είναι τα εξής: 



Το "Σε Περίπτωση Που" της Βίσση, παρόλο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη, το ξέσκισα, το άκουσα 118 φορές μέσα σε δύο μήνες και έγινε το πρώτο τραγούδι σε ακρόαση για φέτος. Ακόμη δεν το έχω βαρεθεί, θεωρώ ότι πιθανόν να είναι το πιο παιγμένο τραγούδι και για το 2025. 


Και ας κλείσουμε με την αγαπημένη μου φωτογραφία που τράβηξα φέτος.

Είναι ανοιχτά του Σαουθάμπτον, καθοδόν προς τον βισκαϊκό κόλπο της Γαλλίας που μας πήδηξε στο κούνημα.



 

Καλό 2025 σε όλους.


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 23, 2024

Παιδιά Χαμένα

Ο  μεγαλύτερος μου φόβος είναι να χάσω τα παιδιά μου.


Δεν εννοώ αυτό που καταλάβατε και το οποίο δεν τολμώ καν να ξεστομίσω. Εννοώ να τα χάσω απ’ τα μάτια μου. Να πάμε κάπου, να τα χάσω και να μην τα βρίσκω.


Αυτό μου έχει συμβεί μία φορά με τον Αλέξη και μία άλλη, χειρότερη φορά με την Ευαγγελία στην οποία κόντεψα να πάθω καρδιακό από την αγωνία μου.


Δεν ξέρω γιατί πρέπει να τα μοιραστώ αυτά τα περιστατικά αυτή τη στιγμή. Έτσι μου ήρθε όμως, και έτσι θα πράξω.


Ο Αλέξης που είναι ένα πολύ συνεννοήσιμο μωρό, όταν ήταν 4 χρονών χάθηκε μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο. Μικρό το κακό, θα μου πείτε. Ναι, δεν μπορώ να συγκρίνω το περιστατικό με αυτό της Ευαγγελίας που τη χάσαμε μέσα σε αεροπλάνο πριν την απογείωση και ήταν άφαντη. Κάντε όμως υπομονή, θα σας πω και για τα δύο περιστατικά.


Ήμασταν που λέτε στο Σολώνειο και όπως γνωρίζετε όταν ένας άνθρωπος θέλει να περιδιαβεί αμέριμνος στα ράφια ενός βιβλιοπωλείου και να ψάξει βιβλία με την ησυχία του συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο όταν έχει μαζί του ένα παιδί. Επειδή όμως σπάνια έχω πια την πολυτέλεια να πάω κάπου μόνος μου, αναγκάζομαι να προσαρμοστώ. Είχα κάνει μία συμφωνία με τον Αλέξη, ότι εγώ θα κοίταζα τα ράφια σε ένα συγκεκριμένο σημείο του βιβλιοπωλείου και εκείνος θα μπορούσε να κοιτάζει τα παιδικά βιβλία στο ακριβώς διπλανό ράφι. Είχα οπτική επαφή μαζί του, δεν θα ήταν δύσκολο. Εξάλλου, ήταν τρία βήματα η απόσταση από το ένα ράφι στο άλλο. Το είχαμε ξανακάνει, ήταν εξοικειωμένος με τον χώρο και το βιβλιοπωλείο δεν είχε πολύ κόσμο. Δεν θα μπορούσε να πάει κάτι λάθος.


Δύο λεπτά όμως πέρασαν που δεν γύρισα να τον κοιτάξω και το παιδί εξαφανίστηκε. Πώς είναι δυνατόν να μου ξεγλίστρησε και να μην τον πήρα πρέφα; Συνήθως πάει και μου κρύβεται και με το που φωνάξω το όνομά του ξεμυτίζει και μου κάνει πλάκα. Όχι όμως. Εκείνη τη φορά, δεν τον έβρισκα ούτε στο ράφι που τον άφησα, ούτε στο παραδίπλα, ούτε σε κανένα άλλο του ισογείου. Πού μπορεί να εξαφανίστηκε τεσσάρων ετών παιδί μέσα σε δύο λεπτά; Φώναξα το όνομά του, δεν ανταποκρίθηκε. Ξαναφώναξα, τίποτα. Άρχισα να τρέχω από ράφι σε ράφι μπας και τον πετύχω κάπου, τζίφος. Άφαντος. Ήθελα να παραμείνω ψύχραιμος, όμως εκείνη τη στιγμή εκκρίνονται οι ορμόνες του πανικού ανεξέλεγκτα και θέλοντας και μη εξελίσσεσαι στη μητέρα του Κέβιν στο Home Alone. Έμπηξα μια φωνή, «Αλέξηηη» και σείστηκε όλο το κτήριο.


Ήρθε η υπεύθυνη. «Τι συμβαίνει κύριε;» «Έχασα τον γιο μου» της είπα. Η εξώπορτα του καταστήματος ήταν καλά κλειστή κι απέκλεισα στιγμιαία το ενδεχόμενο να βγήκε εκτός κτηρίου. Μα, ποτέ δεν ξέρεις. Το μυαλό πνίγεται σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν έχεις ιδέα τι συγκυρία μπορεί να παίχτηκε και το παιδί να πήρε τους πέντε δρόμους. Περνούσαν αυτοκίνητα μπροστά από το Σολώνειο, ξέρετε τώρα πώς είναι εκεί η περιοχή. Χίλια σενάρια πέρασαν από το μυαλό μου. Άρχισα να φωνάζω ξανά σχεδόν υστερικά! Η υπεύθυνη του καταστήματος προσπάθησε να με καθησυχάσει και έβαλε άλλον έναν υπάλληλο να ψάχνει.


Ευτυχώς, δεν παρατράβηξε το δράμα. Ένα λεπτό αργότερα που φάνηκε αιώνας, ένα κεφαλάκι ξεπρόβαλε από το εσωτερικό μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου του καταστήματος κοιτάζοντας κάτω τρομαγμένο. «Τι κάνεις εκεί πάνω βρε άτιμε; Δεν σου είπα να κοιτάζεις σε αυτό το ράφι και να μην κουνηθείς από τη θέση σου;» «Σε έχασα και ήρθα πάνω να σε βρω!» μου είπε κι εκείνος έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Από πού κι ως πού πήγες πάνω να με βρεις; Αφού σου είπα θα στέκομαι εδώ και θα κοιτάζω, δεν σκόπευα να πάω πουθενά χωρίς να σε ειδοποιήσω και ούτε που κουνήθηκα», του είπα.


Πήγε η ψυχή μου στη θέση της. Τον άρπαξα κακήν κακώς και εξαφανιστήκαμε από ντροπή. Ξέρω ότι δεν είναι κάτι τραγικό, αλλά δεν μπορείτε να διανοηθείτε τον πανικό αν δεν τον βιώσετε. Τόσα βλέπουμε, τόσα ακούμε! Και ποιος την ακούει τη Μπρέντα μετά; Τι μπορείς να πεις της γυναίκας σου; «Έλα, ήρθαμε να πάρω βιβλία και παρεμπιπτόντως έχασα τον Αλέξη και δεν τον βρίσκουμε;» Καλύτερα να κρεμαστείς από μόνος σου! Βέβαια η γυναίκα μου όταν τριών ετών χάθηκε μέσα στο Selfridges του Λονδίνου και κινητοποιήθηκε η Scotland Yard για να τη βρει. Τι να μου πει κι εκείνη; Εν τέλει τη βρήκε μία Εγγλέζα να περιφέρεται αμέριμνη στην Oxford Street και την παρέδωσε στην αστυνομία. Αυτά όμως το 1985, και όχι το 2019.


Ας πάμε όμως τώρα στο περιστατικό της Ευαγγελίας που ήταν και το σοβαρότερο.


Όπως θυμάστε, το περασμένο καλοκαίρι πήγαμε εκείνη τη μαρτυρική, ματιασμένη κρουαζιέρα. Επειδή δεν έφταναν όλα τα απρόοπτα που ζήσαμε εκείνο το δεκαήμερο εν πλω, έπρεπε και στο φινάλε, στη πτήση της επιστροφής, να χάσουμε την Ευαγγελία μέσα στο αεροπλάνο. Πώς είναι δυνατό να χάσεις ένα μωρό μέσα στο αεροπλάνο, μπορείτε να μου εξηγήσετε; Δεν τη χάσαμε μέσα στο αεροδρόμιο που ήταν αχανές και θα ήταν απολύτως πιθανό να μας ξεφύγει. Τη χάσαμε μέσα στο αεροπλάνο την ώρα της επιβίβασης.


Να πως έγινε. Την ώρα της επιβίβασης ο Αλέξης στεκόταν πρώτος στη γραμμή να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Πίσω του ήμουν εγώ με τις χειραποσκευές, και από πίσω μου η Μπρέντα με την Ευαγγελία. Στην είσοδο του αεροπλάνου η Μπρέντα κοντοστάθηκε για να αφήσει το καρότσι, την ούτω καλούμενη «αμαξού» στις αεροσυνοδούς η οποία έπρεπε να φυλαχτεί σε ειδική θήκη του αεροσκάφους. Η Μπρέντα δεν έκρινε σκόπιμο να μου πει ότι η Ευαγγελία συνέχισε να με ακολουθεί εμένα μέσα στο αεροπλάνο, και ότι δεν έμεινε μαζί της. Έτσι εγώ προχώρησα στα ενδότερα με τον Αλέξη να προπορεύεται. Βρήκαμε τις θέσεις μας, βάλαμε και τις χειραποσκευές στα ντουλάπια άνωθεν αυτών, καθίσαμε και προσδεθήκαμε αμφότεροι. Πέντε λεπτά μετά εμφανίστηκε και η Μπρέντα η οποία εγώ θεώρησα είχε μαζί της και την Ευαγγελία. Αμ δε! Μόνη της ξεπρόβαλε ταλαιπωρημένη και απαυδισμένη από το χρονοβόρο της διαδικασίας απόθεσης του καροτσιού.


«Πού είναι το μωρό;» μου λέει.


Στο «πού είναι το μωρό» μαύρισε ο κόσμος.


«Τι εννοείς που είναι το μωρό; Αφού ήταν μαζί σου εκεί που παρέδωσες το καρότσι!»


«Προχώρησε και μπήκε μαζί σου στο αεροπλάνο, δεν την πρόσεξες;»


«Πού να την προσέξω; Σάμπως μου είπες ότι έρχεται πίσω μου; Εγώ κοίταζα μόνο τον Αλέξη που ήταν μπροστά μου!»


Αυτά λέχθηκαν μέσα σε μισό δευτερόλεπτο. Το επόμενο μισό δευτερόλεπτο ήμουν όρθιος μέσα στο αεροπλάνο, έσπρωχνα τους επιβάτες που προσπαθούσαν να περάσουν να κάτσουν στις θέσεις τους, φώναζα σαν τρελός του φρενοκομείου: «make way, make way, we lost a baby, I lost my daughter!» Δεν έμοιαζα με τρελό. Ήμουν εκτός εαυτού, ήμουν ένα βήμα πριν!


Πού μπορεί να πήγε ένα παιδί το οποίο μπήκε μέσα στο αεροπλάνο, αλλά δεν έφτασε ποτέ εκεί που κάθεται ο πατέρας του και ο αδελφός του; Το μυαλό μου έπλαθε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα έσχατα σενάρια. Προφανώς επέστρεψε πίσω να βρει τη μάνα του. Η μάνα του παρέδωσε το καρότσι και έφυγε, άρα το πιο πιθανό είναι το μωρό να ΒΓΗΚΕ από το αεροπλάνο! Και πού πήγε; ΠΟΥ ΣΤ’ ΑΝΑΘΕΜΑ ΠΗΓΕ!;!


«I lost my daughter, I’m sorry sir, I need to get out of the plane!»


Περιττό να σας πω ότι το μυαλό μου έκανε και μακάβρια σενάρια. Το πιο μακάβριο ήταν ότι μπορεί να διέλαθε της προσοχής της μάνας της, να βγήκε έξω από το αεροπλάνο και να έπεσε στο κενό εκεί που ενώνεται το τούνελ με την είσοδο του αεροσκάφους και να μην την πήρε κανένας είδηση, ή να μην την πρόλαβαν. Ή κάποιος να την έκλεψε και να τη φυγάδεψε, ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Τόσα ντοκιμαντέρ βλέπουμε στο Νέτφλιξ!


 ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΡΗ ΜΟΥ;!


Έφτασα στο πιλοτήριο, από τις φωνές που έβαλα ξεπρόβαλε τη φάτσα του και ο πιλότος να δει τι γίνεται. Ο αρχί-αεροσυνοδός, ένας ξινός Εγγλέζος ο οποίος στεκόταν εκεί σαν τον bouncer σε κλαμπ, από όλα όσα με άκουσε να λέω το μόνο που είχε να μου πει ήταν: «no passengers from this point on, please!» Ούτε καν να με ρωτήσει τι έγινε, γιατί χλόμιασα, αν χρειάζομαι κάτι. Η έγνοια του ήταν μην τυχόν και πλησιάσω το πιλοτήριο. Τέτοια σκασίλα είχα, να βγάλω φωτογραφία με τον πιλότο, αϊσιχτίρ κι εσύ! Ένας Άγγλος επιβάτης στην πρώτη θέση μου είπε: «Two year old, blonde girl, this tall?» έδειξε με το χέρι του το μέγεθός της. «Ναι» του λέω. «She just passed through me», συμπλήρωσε. «She just passed through you, και που στο διάολο πήγε; Ένα τόσο δα αεροπλανάκι είμαστε,

 ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΩΡΟ;»


Χίλιες δυο άλλες σκέψεις με στοίχειωσαν. Ότι μπορεί να πήγε και κλείστηκε στην τουαλέτα, ότι μπορεί να βρήκε μια αεροσυνοδό και να έπιασε κουβέντα, ότι κρύφτηκε κάτω από κάποιο κάθισμα. Μα πως; Πότε πρόλαβαν και συνέβησαν όλα αυτά γαμώ το κέρατό μου; Χρονικά δεν δικαιολογούνταν.


Λίγο πριν πέσω κάτω ξερός από την καρδιά μου, άκουσα τη γυναίκα μου να φωνάζει πίσω μου «Να την, να την, τη βρήκαμε».


Πού ήταν;


Είχε βρει μία τριάδα θέσεων κενή, πήγε και έκατσε μόνη της στη θέση δίπλα απ’ το παράθυρο, προσδέθηκε κιόλας με τη ζώνη της, και κοίταζε έξω. Και φυσικά δεν έκρινε ότι έπρεπε να ανταποκριθεί στα καλέσματα μου, ούτε αντέδρασε στον πανικό που συνέβαινε γύρω της. Ήταν όρθιοι πολλοί επιβάτες ακόμη στον διάδρομο, δεν είχε οπτική επαφή το μωρό με εμένα, ούτε εγώ μαζί της. Την αρπάξαμε κακήν κακώς κι αυτήν και την μεταφέραμε στις θέσεις μας.


Το πόσα είχα μαζεμένα της Μπρέντας που δεν με ειδοποίησε ότι το μωρό με ακολουθούσε όταν εκείνη τακτοποιούσε το καρότσι δεν περιγράφεται. Δεν της ξαναμίλησα σε όλη τη πτήση από τα νεύρα. Με το που ηρέμησα και χαλάρωσα, άρχισα να κλαίω στο αεροπλάνο χωρίς λόγο. Ένας κύριος πέρασε να πάει να κατουρήσει και βλέποντάς με μου έκανε πατ-πατ στην πλάτη. Τόσο αξιολύπητο θέαμα είχα γίνει. Μια άλλη κυρία, Κύπρια, που είχε δει το συμβάν ήρθε να ρωτήσει αν ήταν καλά η μικρή. Οι αεροσυνοδοί και ο πιλότος που ήταν και υποτίθεται οι αρμόδιοι, στ’ αρχίδια τους! Ούτε καν ρώτησαν προς τι ο χαμός και αν όλα διευθετήθηκαν.


Έχασα δέκα χρόνια από τη ζωή μου.


Καλά έλεγε η Μπρέντα ότι η Ευαγγελία δεν συμμαζεύεται και ότι έπρεπε να τη δέναμε με λουρί του σκύλου στα ταξίδια για να κοιμόμαστε ήσυχοι. Εγώ φταίω που διαφώνησα γιατί το βρήκα εξευτελιστικό για το παιδί.


Βραβείο γονέων 2024 πρέπει να μας απονεμηθεί.