Κυριακή, Σεπτεμβρίου 22, 2024

Επίπεδο Δελφινάριο

Με εντυπωσιάζει το πώς δίνεται τόση συνέχεια στο θέμα του Σεφερλή και στη σάτιρα που ασκεί στα, τάχα μου, «μη δυαδικά άτομα» μέσω της μεταμφίεσης του στον Νέμο, τον φετινό νικητή της Γιουροβίζιον. 

 

Με εντυπωσιάζει γιατί συνηθίσαμε αυτές οι τηλεοπτικές κόντρες να διαρκούν το πολύ μία βδομάδα και μετά να προχωράμε στην επόμενη. Η συγκεκριμένη κόντρα προφανώς καλά κρατεί, έχει ήδη κλείσει δεκαπενθήμερο και οδεύει ακάθεκτη προς το εικοσαήμερο! 

 

Σκέφτηκα και προηγουμένως να θίξω το ζήτημα, αλλά δίστασα. Δίστασα γιατί ουδεμία διάθεση έχω να κάθομαι να εξηγώ τα αυτονόητα, από την άλλη διαπιστώνω ότι ζω σε ένα κόσμο που τα αυτονόητα δεν είναι τόσο αυτονόητα, οπότε γιατί να μην πω κι εγώ τη γνώμη μου; Δημοκρατία έχουμε! Τουλάχιστον στα χαρτιά. 

 

Πριν πω τη γνώμη μου, όμως, θα σας πω μιάμιση ιστορία.

 

Η ιστορία αφορά στον δεύτερο μεγαλύτερο καβγά που είχα με τη Μπρέντα όταν τα πρωτοφτιάξαμε! Τον θυμάμαι έντονα αυτόν τον καβγά γιατί είχε διάρκεια πάνω από 45 και έλαβε χώρα μέσα στο πάρκινγκ του Friday’s απέναντι από το Θέατρο Διόνυσος στη Λευκωσία. Τω καιρώ εκείνω, το 2011 αν θυμάμαι καλά, παιζόταν εκεί η κωμωδία του Λώρη Λοϊζίδη, «Κοτζιακάρο-τέζα». Επρόκειτο για διασκευή της αθηναϊκής κωμωδίας «Σεσουάρ Για Δολοφόνους». Γνωρίζετε την αγάπη που τρέφω για τις διασκευές στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο έτυχε να βρεθώ κι εγώ σε εκείνη την παράσταση. Νομίζω είχα πάει με μία φίλη μου που ήθελε να με διασκεδάσει λίγο, γιατί μόλις είχε πεθάνει ο πατέρας μου και θέλησε να με βγάλει από το σπίτι. 

 

Εν πάση περιπτώσει. Θυμάμαι ότι είχα περάσει πάρα πολύ ωραία στην παράσταση, ότι γελούσα ασταμάτητα και ότι βγαίνοντας, παρότρυνα και τη Μπρέντα να πάει να το δει. Ήμασταν ακόμη στις αρχές της σχέσης, δεν είχε δέσει το γλυκό, και εξακολουθούσαμε να βγαίνουμε μόνοι μας, ξεχωριστά, και με άλλες παρέες. Εξ ου και όταν της πρότεινα να πάει να δει τη συγκεκριμένη παράσταση το έπραξε πηγαίνοντας με τη μητέρα της.

 

Εξερχόμενοι του θεάτρου η Μπρέντα πήρε τηλέφωνο να μου τα ψάλλει, και να μου πει ότι έχασε πάσα ιδέα για το ποιόν μου, και ότι δεν μπορούσε να χωνέψει ότι εγώ, ο άντρας με τον οποίο ξεκινούσε μία σχέση, πήγα και είδα το συγκεκριμένο έργο και ότι μάλιστα το βρήκα και ωραίο! Η κλήση είχε διάρκεια 45’ όπως σας είπα και πιο πάνω, και θα μπορούσε να αποτελεί μέρος συμποσίου περί χιούμορ και γούστου. 

 

Της είχα εξηγήσει, και θα το επαναλάβω και εδώ για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, ότι τα πάντα μπορώ να τα βρω αστεία αν βρίσκομαι στη σωστή διάθεση, στο κατάλληλο mood. Η Μπρέντα δεν μπορούσε να το δεχτεί. Προσέγγιζε το ζήτημα με τόση αυστηρότητα που αρνούνταν ότι υπάρχουν στιγμές που είναι δυνατόν να γελάσεις και με έναν παλιάτσο που κάνει μία τούμπα και πέφτει κάτω, με τον χοντρό και λιγνό, με τον Μπέννυ Χιλλ, με τον Λώρη Λοϊζίδη και εν τέλει με τον Σεφερλή. 

 

«Δεν είναι αυτό χιούμορ επιπέδου».

 

Και από πότε είμαστε αναγκασμένοι να γελάμε μόνο με χιούμορ επιπέδου; 

 

Όπως επιλέγουμε να ακούσουμε Τσαϊκόβσκι τη μια μέρα και την άλλη τη βρίσκουμε με Πάολα, όπως τη μια μέρα τρώμε σε ακριβό, γκουρμέ εστιατόριο και την άλλη θέλουμε ένα τοστ από μία καντίνα, έτσι και στο χιούμορ. Μπορεί τη μιά μέρα να γελάσουμε με Σεφερλή, και την άλλη με Ρίκι Τζερβές. Είναι δικαίωμά μας και είναι πολυτέλειά μας να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε σε όλα τα μήκη και πλάτη. Κατ’ ακρίβεια, πιστεύω ότι εκείνος που τρώει μόνο γκουρμέ ή μόνο junk food είναι εκείνος που έχει το πρόβλημα και όχι εκείνος που μπορεί να τα συνδυάζει ανάλογα το κέφι του. 

 

Τούτων λεχθέντων, δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Δεν θα επιλέξω να πάω στον Σεφερλή. Δεν θα πάω στην Αθήνα για να πάω στο Δελφινάριο (πήγαινα βέβαια όταν ήμουν μικρός και έβλεπα εκεί τον Σωτήρη Μουστάκα και τη Βάσια Τριφύλλη, αλλά ήμουν 14 ετών), αλλά μου έχει τύχει να πέσω πάνω σε παράστασή του Σεφερλή στο Youtube και να δω αποσπάσματα και να σκάσω στα γέλια. Μου έχει τύχει και το αντίθετο, να δω δηλαδή κάποιο απόσπασμα και να σκεφτώ «τι μαλακίες είναι αυτές», επίσης. Δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο σ’ αυτή τη ζωή. Είναι όλα θέμα σωστής στιγμής

 

Σε όλα αυτά, παρακαλώ, προσθέστε και τη ψυχολογία του πλήθους. Μία φίλη που απεχθάνεται τον Λούη Πατσαλίδη και τον βρίσκει φρικτό από τηλεοράσεως (και εγώ μαζί της), μου είπε ότι έτυχε να βρεθεί σε λάιβ του και επειδή ήταν τέτοια η ατμόσφαιρα μέσα στο μπαρ, ήταν και το ακροατήριο στα πάνω του με τα ποτάκια του, ό, τι έλεγε ο Λούης το έβρισκαν αστείο και πέρασε καταπληκτικά. Παίζει τρομερό ρόλο το πώς και κυρίως το πού λέγεται το συγκεκριμένο αστείο.

 

Το να μου επιβάλλεις με τι θα γελάσω, το βρίσκω φασιστικό και ελιτίστικο. Η λέξη φασισμός είναι κάτι που σιχαίνομαι έτσι κι αλλιώς, αφού είναι μία λέξη που χρησιμοποιούν οι Αριστεροί κατά κόρον εκφυλίζοντας το νόημά της και έχει καταλήξει να μη σημαίνει τίποτε. Αλλά επί της ουσίας αυτό πιστεύω. Ότι είναι φασισμός να μου επιβάλλετε με τι θα γελάσω. Με ό,τι θέλω θα γελάσω και αν σας αρέσει έχει καλώς. 

 

Πέρσι είχα γνωρίσει κάποιον ο οποίος όταν άκουγε τα αστεία με τα οποία γελούσαμε σε μια παρέα και τα οποία έβρισκε ξεπερασμένα, μας διέκοπτε λέγοντας μας: «better jokes please». Στα αγγλικά κιόλας! Όχι χρυσέ μου. Με αυτά γελάμε και αν δεν σου αρέσει φεύγοντας κλείνεις και την πόρτα! (Αυτή ήταν η άλλη μισή ιστορία που σας έταξα στην αρχή του κειμένου).

 

Και περνάμε στο άλλο επιχείρημα τώρα, αυτό του Σεργουλόπουλου, ότι τάχα μου, μπορεί να το χιούμορ να έχει απήχηση αλλά «πληγώνει συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες». Μεγαλύτερη μαλακία δεν έχω ξανακούσει στα 44 μου χρόνια. Από πότε οι κοινωνικές ομάδες μοιράζονται το ίδιο χιούμορ, τις ίδιες ευαισθησίες; Ποια μονάδα μέτρησης χρησιμοποιήθηκε για να καταλήξουμε ότι «οι κοινωνικές ομάδες πληγώνονται»; Από πότε υπάρχουν ομοιογενείς κοινωνικές ομάδες (διαφωνώ κάθετα και με τον όρο «κοινωνική ομάδα» έτσι κι αλλιώς, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας) οι οποίες θίγονται με τα ίδια πράγματα;

 

Ο Σεφερλής ανάρτησε ένα βίντεο στο οποίο ο Σεργουλόπουλος διακωμωδεί τους Κυπρίους. Με βάση τα όσα είπε ο Σεργουλόπουλος στο κωμικό σκετς, εγώ ώντας Κύπριος ανήκω στην κοινωνική ομάδα των Κυπρίων και πρέπει να θιχτώ από την στερεοτυπική μας απεικόνιση. Να θιχτώ επειδή διακωμώδησε την προφορά μας και ούτω καθεξής. Όχι μόνο δεν θίγομαι, αλλά προσωπικά δεν θεωρώ ότι ανήκω ιδιαίτερα σε οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα που να με τσουβαλιάζει, πολλώ δεν μάλλον με τους Κυπρίους. Στη θέση του, θα μας έκραζα κι άλλο κατ’ ακρίβειαν.

 

Ό,τι τι; Έχουμε όλοι οι Κύπριοι την ίδια ευαισθησία απέναντι στη σάτιρα; Θιχτήκαμε όλοι το ίδιο; Υπάρχει κάποια επιστημονική έρευνα που να συνδέει την αντίληψη και τον ερεθισμό με την καταγωγή; Υπάρχει οτιδήποτε που να συνδέει τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη φυλή, το χρώμα των μαλλιών με την αντίδραση στο χιούμορ; Δηλαδή παλιά όταν λέγαμε ανέκδοτα για τις ξανθές αυτές έχαναν τον ύπνον τους; Θεωρούνταν «κοινωνική ομάδα που στεναχωρέθηκε;» Αυτά είναι ΜΑ-ΛΑ-ΚΙ-ΕΣ. Κι αν υπάρχει κόσμος που θίγεται επειδή κάποιος έπιασε στο στόμα του κάποιο χαρακτηριστικό του, τότε το πρόβλημα το έχει ο ίδιος, όχι ο ομιλών. 

 

Θυμήθηκα τώρα μία ηλίθια, όταν ήμουν 25 χρονών, σε μία καφετέρια όπου καθόμουν με τους φίλους μου και ήταν κι αυτή μαζί μας, και μου είπε «σε παρακαλώ μην ξαναπεις τη λέξη «μαλάκας» γιατί δεν μπορώ να την ακούω».

 

Αντιλαμβάνεστε το μέγεθος της γελοιότητας. Ε, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα με την πολιτική ορθότητα και τις «κοινωνικές ομάδες». Κοινωνικές ομάδες, τάχα μου... μόνο τα ζώα ομαδοποιούνται σε κατηγορίες! 

Δεν υπάρχουν σχόλια: