Τετάρτη, Μαΐου 17, 2023

Αχ, Τα Μωρά Μου!

 

Εχθές το βράδυ που δεν μπορούσα να κοιμηθώ επειδή με έζωσαν και πάλι διάφορες υπαρξιακές έγνοιες, κατέληξα ότι η μεγαλύτερη μου ευτυχία στη ζωή είναι η ώρα που μπαίνω σπίτι το μεσημέρι, μετά τη δουλειά, και με το που βάλω το κλειδί στην εξώπορτα ακούω από μέσα ποδοβολητό. Με το που ξεπροβάλλω, ο γιος μου παρατά το ipad και τρέχει καταπάνω μου αλαλάζοντας που γύρισα και μου αγκαλιάζει τα πόδια σφίγγοντάς τα τόσο που δεν μπορώ να περπατήσω, ενώ η Βαγγελιώ μου η οποία κουτσά στραβά περπατά, πέφτει κάτω και κάθε λίγο γεμίζει μώλωπες φωνάζει ένα επιτακτικό και χαρούμενο «ΠΑ-ΠΑ!» και ενώνεται κι αυτή μαζί μας.

Τα ίδια έκανα και εγώ όταν γύριζε ο πατέρας μου σπίτι, τα πρώτα χρόνια, τα καλά. Μάλιστα είχα βγάλει και ένα τραγούδι το οποίο του το τραγουδούσα όποτε επέστρεφε εν είδει εορτασμού. Τώρα το ίδιο κάνει και ο γιος μου χωρίς να ξέρει ότι κάποτε ήμουν στη θέση του ίδιος και χειρότερος. Τον ξέρω τον γιο μου, είμαστε ίδιοι και είναι εύκολο να τον χειριστώ. Είναι δύσκολο κοινό, σαν εμένα. Μία μέρα να μπω στο σπίτι άκεφος ή και να μην επιδείξω τον δέοντα ενθουσιασμό στην υποδοχή που μου επιφυλάσσει (και η οποία είναι κάθε μέρα η ίδια), χαλιέται, νευριάζει, απογοητεύεται, σαν εμένα που γκρινιάζω όταν καμιά φορά η ερασιτεχνική παράσταση στην οποία συμμετέχω δεν διαθέτει αρκετά ένθερμο ή ξύπνιο κοινό. Ακριβώς επειδή με ξέρω και κατ’ επέκταση τον ξέρω, κάθε μεσημέρι επιδεικνύω την ίδια έκπληξη στην υποδοχή, σαν να μου συμβαίνει πρώτη φορά.

Η κόρη μου από την άλλη, η οποία είναι μεγάλη μάρκα και τεράστιος έρωτας σε βαθμό που αισθάνομαι τύψεις για την προδοσία που επιφυλάσσω στον μεγάλο, με έχει κυριολεκτικά σούζα. Έχω βιώσει πλήρως αυτό που λένε «μπορεί να μην στέκεσαι σούζα στη γυναίκα σου, αλλά αποκλείεται να μην σταθείς σούζα στην κόρη σου». Γιατί η κόρη σου είναι η γυναίκα σου πια. Μία γυναίκα η οποία σε ελκύει όπως ακριβώς έκανε κάποτε η γυναίκα σου, χωρίς να ασκεί την παραμικρή ψυχολογική βία επάνω σου. Η κόρη σου σε κάνει ό, τι θέλει με τη θέλησή σου, είναι ο ορισμός του εθελούσιου μαζοχισμού. Με τη Μπουμπού συνεννοούμαστε άψογα παρόλο που τρεις λέξεις έχει μάθει να λέει μέχρι στιγμής. «Μαμά», «Παπά» και «γάλα».

Τις προάλλες την κρατούσα αγκαλιά και μου έγνεφε πού ήθελε να πάμε. Μου έδειξε τη σοφίτα. Είναι ο χάρος μου να την ανεβάζω εκεί, επειδή εκεί έχω όλα τα συλλεκτικά μου παιχνίδια και έχει αρχίσει ήδη να μου τα ρημάζει. Όμως δεν πτοείται, ό, τι είναι απαγορευμένο είναι γι’ αυτήν μία πρόκληση, εν αντιθέσει με τον γιο μου τον υπέροχο του οποίου όταν του έλεγες «όχι» το σεβότανε. Της κόρης της λες «όχι» και σε γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της, τα οποία αν κρίνω από τη μάνα της, θα διαθέτει κι αυτή άφθονα για να μπορεί να σε καταχωρεί. Την ανέβασα στη σοφίτα, την έπαιρνα από δω, την έφερνα από ‘κει ώσπου γύρισε και με ρώτησε: «μαμά;» - Έχει πάει με τον αδελφό σου στο μάθημα μουσικής, της είπα. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας θόρυβος από το σαλόνι, και η μικρή νόμισε ότι η μαμά της επέστρεψε οπότε άρχισε να μουγκρίζει και να μου δείχνει αυστηρά προς τα κάτω, τη σκάλα. Κατέβηκα φορτωμένος την απότομη σκάλα της σοφίτας χωρίς να γκρεμιστούμε και όταν φτάσαμε στο σαλόνι της είπα «ορίστε, βλέπεις; Δεν έχει γυρίσει ακόμα η μάμα σου». Μούγκρισε εκνευρισμένη και τότε μου έδειξε εκ νέου τη σκάλα που οδηγεί στη σοφίτα. «Τώρα που το διαπιστώσαμε ανέβασέ με πάνω πάλι». Αν μη τι άλλο κάνω γυμναστική. Το όχι στην κόρη μου δεν περνά.

Χαρά στον άντρα που θα την πάρει!

Να ‘ναι καλά τα παιδάκια μου. Τρέμω στην ιδέα! Ούτε να το γράψω δεν διανοούμαι.

Τις προάλλες είχα πάθει τροφική δηλητηρίαση και πέρασα ένα βράδυ στο νοσοκομείο με ορούς και φάρμακα. Έκανα πάνω από 15 φορές εμετό, έρεψα, αφυδατώθηκα, με πήραν τέσσερεις. Ο γιος μου ήταν ξύπνιος και τρόμαξε από το θέαμα οπότε τον κλείσαμε σε άλλο δωμάτιο να μην με βλέπει ούτε να με ακούει ενόσω έβγαζα τα άντερά μου στην τουαλέτα. Την επόμενη μέρα που ανάρρωσα και όλα ήταν μια χαρά πήγαμε στο μπάνιο να λουστεί και μου είπε «σε αγαπώ παπά μου». – «Κι εγώ πιο πολύ κι απ’ τη ζωή μου» του είπα. Έκανε μια παύση να το επεξεργαστεί και ακολούθησε ο εξής διάλογος:

-          Τι εννοείς πιο πολύ απ’ τη ζωή σου; Εννοείς ώσπου να πεθάνεις;

-          Θα σε αγαπώ ακόμη κι όταν πεθάνω εγώ!

-          Πώς γίνεται;

-          Θα γίνω ένα καλό φάντασμα και θα είμαι συνέχεια μαζί σου, θα πετώ από πάνω από το κεφάλι σου, και θα σε προσέχω να μην πάθεις τίποτε κακό.

-          Εσύ τότε πώς έκανες χθες όλη νύχτα εμετό; Πού ήταν ο παππούς να σε σώσει;

-          (Δεν του γλιτώνω!) Μα, ο παππούς με έσωσε χθες. Αν δεν ήταν ο παππούς ως καλό φάντασμα από πάνω μου θα πάθαινα μεγαλύτερο κακό. Ο παππούς μου έδωσε δύναμη και οδήγησα μέχρι το νοσοκομείο μου έβαλαν φάρμακα και έγινα καλά!

-          Ναι, αλλά ο παππούς πέθανε. Ο πατέρας του γιατί τον άφησε να πεθάνει; Γιατί τον άφησε να πάθει κακό;

Άντε τώρα, τι να του πεις και να ακουστεί πειστικό; Σκεφτόμουν για μισό λεπτό την πιο ανώδυνη απάντηση. Όταν είδε ότι αργούσα, με αποστόμωσε:

-«Ρωτώ δύσκολες ερωτήσεις, παπά; Παραδίνεσαι; Παραδέχεσαι ότι έχασες;!»

Έχασα; Πού να ξερες γιόκα μου πόσα κερδίζω εξαιτίας σου! Πού να ξερες!

2 σχόλια:

Woofis είπε...

Τα κείμενα σου για την οικογένεια σου εν τα πιο καλά σου Anti-Christos!

Moonlight είπε...

Εν τζαι κλαίω, εν η σκόνη αλόπως... :/
Moonlight