Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2020

Αυτομώλ!

Πρωτοχρονιάτικος μποναμάς!

Ανέκδοτες ιστορίες από το μωλ, μόνο για εσάς, τους χρόνιους, φανατικούς και πρόστυχους αναγνώστες!

Είναι μεγάλη αυτή η ανάρτηση, πάρτε ανάσα και πάμε!

Την πρώτη μέρα που έπιασα δουλειά εκεί, ήρθε μια κοπέλα και με ρώτησε πόσα κόστιζε ένα συγκεκριμένο προϊόν. Της απάντησα χαμογελαστά ότι έκανε είκοσι ευρώ. Μετά από ένα τέταρτο ήρθε και με ξαναρώτησε το ίδιο πράγμα.

«Για δες, τη γλυκιά μου, δεν θυμάται ότι με ξαναρώτησε το ίδιο πράγμα προ ολίγου» σκέφτηκα.

Τελικά, ήρθε και με ρώτησε και τρίτη και τέταρτη φορά. Το ανέφερα σε συνάδελφο. «Α, αυτή; Είναι η γνωστή τρελή του μωλ», μου απάντησε. «Από το πρωί ήρθε πάνω από εκατό φορές και ρωτά συνέχεια το ίδιο πράγμα! Μη της δίνεις σημασία, γυρνά όλα τα μαγαζιά και θέλει κουβέντα. Κλινική περίπτωση».

Την κακομοίρα… εγώ πάλι σκέφτηκα ότι ρωτάει το ίδιο πράγμα συνέχεια με την ελπίδα ότι απ’ το πολύ το πρήξιμο θα τη λυπηθούμε και θα της κάνουμε έκπτωση! Αμ, δε…


Προχθές, ήρθε ένας κύριος και αγόρασε πολλές σοκολάτες. Τις εναπόθεσε στον πάγκο του ταμείου και με ρώτησε:
«Αυτές τρώγονται;»
«Οι σοκολάτες;»
«Αυτά… Τρώγονται;»
«Γιατί να μην τρώγονται;»
«Σας ρωτάω, τρώγονται;»
«Για φαγώσιμες τις έχουμε!»
«Ευχαριστώ!»
Δεν τόλμησα να συνεχίσω τη συζήτηση. Αργότερα κάποιοι μου είπαν ότι εμμέσως με ρωτούσε αν ήταν εύγευστες. Δεν ξέρω, φίλε μου, τι εννοούσε εμμέσως, αμέσως, εντός, εκτός κι επί τα αυτά. Να μάθετε να συνεννοείστε στα απλά Ελληνικά!


Μια άλλη μέρα ήρθε ένας νεαρός περί τα 19-20 έτη, με μια μπλούζα ανά χείρας, και μου είπε: «Μου έφεραν αυτή τη φανέλα για δώρο από το κατάστημά σας, αλλά δεν τη θέλω. Μπορώ να σας την πουλήσω πίσω;»
«Εννοείτε να την αλλάξετε και να πάρετε άλλη;»
«Όχι, να σας την πουλήσω και να μου δώσετε λεφτά!»
Τον παρέπεμψα σε πιο έμπειρο συνάδελφο. Δεν μπορώ να διαχειρίζομαι εγώ όλα τα καμένα πρεζάκια της χώρας.


Είδα όλων των λογιών ανθρώπους. Ευγενέστατους νεαρούς που σου απευθύνονται με το σεις και με το σας και πραγματικά χαίρεσαι να τους συναναστρέφεσαι. Καμιά φορά θέλω να ρωτήσω ποιοι γονείς ανέθρεψαν τους συγκεκριμένους εξαιρετικούς νέους, αλλά συγκρατιέμαι για να μην με παρεξηγήσουν. Γιατί ξέρετε, η συντριπτική πλειοψηφία των νέων μας συνεννοείται με μουγκρίσματα. Όταν πια συναντώ νεαρούς που ξέρουν να μιλήσουν σαν άνθρωποι και μάλιστα σε πληθυντικό ευγενείας, εντυπωσιάζομαι.

Επίσης, συναντώ χουβαρντάδες που αρνούνται να πάρουν τα ρέστα τους (ακόμα και δίευρα!) και μας τα χαρίζουν. Συναντώ κόσμο που θέλει να πληρώσει τα μισά με βίζα και τα άλλα μισά σε μετρητά και μου σπάζει τα νεύρα που πρέπει να ακολουθήσω πιο πολύπλοκη διαδικασία. Εξυπηρέτησα οικολογικά αναίσθητους που ζητούν δυο και τρεις πλαστικές σακούλες για να τις έχουν εύκαιρες, γιαγιάδες που έρχονται με το κινητό και μου δείχνουν την οθόνη με ένα ράντομ προϊόν και μου λένε «η εγγονή μου θέλει αυτό» και άντε να κόψεις το λαιμό σου να καταλάβεις τι θέλει ν’ αγοράσει. Έρχονται και με ρωτάνε πού είναι η τουαλέτα, αν το διπλανό κατάστημα έχει εκπτώσεις (πού να ξέρω, μάνα μου, πήγαινε και ρώτα, δίπλα είσαι!) έρχονται και με ρωτάνε «από πού βγαίνουμε από ‘δω μέσα», και… «πού είναι οι κυλιόμενες σκάλες!» Μα, καλά. Πρώτη φορά έρχονται στο μωλ; Από ποια σπηλιά τους έφεραν;

Περιττό να πω ότι ένα 70% των πελατών μού απευθύνεται στην αγγλική γλώσσα. Εξάσκησα τα αγγλικά μου όσο τίποτα τις τελευταίες δυο βδομάδες, έτοιμος είμαι να ξαναμπώ πανεπιστήμιο. Εν τω μεταξύ, τους ακούω μετά να μιλούν μεταξύ τους στα Ελληνικά, τους απαντώ κι εγώ πίσω στη μητρική μας, αλλά αυτοί αγρόν ηγόρασαν! Συνεχίζουν απτόητοι με τα εγγλέζικα. Τη γλώσσα-φετίχ! Ούτε βαλτοί να ήταν – τα νεύρα μου χορδές! Πραγματικά δεν ξέρω τι ζόρι τραβούν με τα εγγλέζικα, για μένα είναι όλοι τους αξιοθρήνητοι. Έρχονται, φερ’ ειπείν και με ρωτούν με ύφος δέκα λόρδων, αν διαθέτουμε… «candy».

«Γλυκά εννοείτε;»

«Ναι, candy!» μου ξαναλένε.

Ποια Κάντι-Κάντι, ρε παπάρες, που… να μην σας μείνει δόντι όρθιο!

Ή κάποιοι μου λένε «μπορείτε να μου δώσετε τα ρέστα σε coins? Τη λέξη «κέρματα» ή τέλος πάντων «σελίνια» δεν τη γυρίζει η γλώσσα τους! Ακούς εκεί, coins! Εξαμβλώματα των αποικιοκρατών, να πεθάνετε!


Και εννοείται ότι θα μπει στο μαγαζί πελάτης ακριβώς πάνω στην ώρα που έκλεισες το ταμείο και μετράς τα λεφτά και θα σε ρωτήσει τη μεγαλύτερη μαλακία του κόσμου για να χάσεις τον λογαριασμό και να αρχίσεις να ξαναμετράς από το μηδέν γιατί δεν θυμάσαι που έμεινες!


Δεν το έχω με τις πωλήσεις. Δεν μπορώ δηλαδή να σου πουλήσω πράγματα αν εγώ δεν τα θεωρώ αξιόλογα. Θεωρώ ανήκουστο, το ότι ο κόσμος αγοράζει με τόσο πάθος τα γλυκά του σινεμά, και όταν με ρωτούν πληροφορίες, μετά δυσκολίας συγκρατιέμαι να μην τους κοιτάξω με ύφος «πόσο ηλίθιοι είστε που πετάτε τα λεφτά σας σε ζάχαρες!» Από την άλλη, τον μερακλή πελάτη που σκοπεύει να ξοδέψει μία περιουσία σε συλλεκτικά παιχνίδια τον αγαπώ και τον παραδέχομαι. Τον ζηλεύω και λίγο.

Τέλος πάντων, άκου μια ιστορία που δεν χορταίνω να διηγούμαι.

Τις προάλλες μας φέρανε μία συλλεκτική, γιγάντια σοκολάτα, μεγέθους όσο και το μισό εμβαδόν του γραφείου μου. Μην ρωτάτε τώρα πόσο εμβαδόν είχε. Δεν καταλαβαίνω εγώ από τετραγωνικά μέτρα. Για να καταλάβετε όμως το στιλ της, ήταν κορνιζαρισμένη σαν πίνακας και τυλιγμένη σε χαρτί πολυτελείας. Έρχεται μια κοπέλα και με ρωτάει:

«Πόσα έχει αυτή η σοκολάτα;»

Δεν είχε τιμή επάνω, οπότε πήγα και την ξεκρέμασα, την κουβάλησα μέχρι το ταμείο με προσοχή μην σπάσει, σαν να είχα ξεκρεμάσει τη Μόνα Λίζα απ’ τον τοίχο του Λούβρου, τόσο ευλαβικά δηλαδή, και τη σκάναρα για να δω την τιμολόγηση στον υπολογιστή.

«Κάνει πενήντα ευρώ!» της λέω.

«Μα, πενήντα ευρώ για μια σοκολάτα;» είπε εκείνη έκπληκτη.

«Ε, όχι και ‘μία’ σοκολάτα, κυρά μου! Ολόκληρο οικόπεδο! Χτίζεις σπίτι μέσα! Ταΐζεις όλη την Αφρική! ‘Μία σοκολάτα είναι η κιτ-κατ, η μπάουντι, η τουίξ! (άρπαζα τις άλλες σοκολάτες και της έδειχνα μία-μία). Με αυτήν τρως εσύ μια ζωή, και περισσεύει και για τα εγγόνια σου!»

Δεν απάντησε, έκανε μεταβολή κι έφυγε. Μετά η συνάδελφος μου είπε να μην αρπάζω τους πελάτες απ’ τα μούτρα. Ε, μα κι αυτή που πάει με το «μία σοκολάτα, πενήντα ευρώ;» Και λίγα δίνεις μαντάμ! Αϊ στο διάλο από ‘κει χάμου!


Το να εργάζεσαι στο μωλ είναι σαν να συμμετέχεις στο Big Brother. Χάνεις αίσθηση του χώρου και χρόνου. Επειδή εκεί μέσα δεν υπάρχουν παράθυρα προς τον έξω κόσμο στα περισσότερα καταστήματα, και υπάρχει συνεχώς τεχνητός φωτισμός, ο ίδιος από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, συχνά χάνεις την αίσθηση του χρόνου. Είτε είναι 7 το πρωί, είτε 7 το βράδυ ένα και το αυτό. Τα ίδια φώτα, η ίδια επαναλαμβανόμενη μουσική. Σαν να είσαι σε τηλεοπτικό πλατώ. Το γεγονός ότι παντού υπάρχουν κάμερες που καταγράφουν τη συμπεριφορά υπαλλήλων και καταναλωτών συμβάλλουν ώστε να αισθάνεσαι ότι συνέχεια υποδύεσαι ένα ρόλο σε κάποιο στούντιο. Τις μέρες που δουλεύω εκεί οκτάωρο, τις μέρες δηλαδή που πιάνω δουλειά μέρα και φεύγω νύχτα, συχνά εκπλήσσομαι από την κατάσταση του έξω κόσμου. Τις προάλλες πάρκαρα με λιακάδα και όταν έφυγα γινόταν χαλασμός Κυρίου. Μέσα στο μωλ χαμπάρι δεν πήρα. Εντελώς αυτοματοποιημένη ατμόσφαιρα.


Εννοείται ότι…

…Κανείς δεν θέλει κάρτα αλλαγής αλλά όλοι θα σου πουν «θέλω» αν τους ρωτήσεις. Καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που το πρωτόκολλο απαιτεί να τους ρωτήσεις. «Θέλετε κάρτα αλλαγής;», «Ερμ…, ναι…, δηλαδή, γιατί όχι;», «ευχαρίστως να σας τυπώσω μία!» (με ύφος πάρτε την και βάλτε την στον κώλο σας).

… Κανείς δεν θα σε ρωτήσει πόσα πάει το τάδε προϊόν που είναι ξεχασμένο σε μια βιτρίνα εδώ και βδομάδες, αλλά μόλις χάσεις το κλειδί της βιτρίνας θα μπουν στο κατάστημα τρεις πελάτες ο ένας πίσω του άλλου και θα θέλουν να δουν και να δοκιμάσουν το συγκεκριμένο προϊόν! Ο νόμος του Μέρφι σε πλήρη εφαρμογή!

…Δεν μπαίνει κανένας στο κατάστημα για πολλή ώρα, αλλά θα μπουν 100 άτομα μαζεμένα πέντε λεπτά πριν κλείσεις το ταμείο. Σε βλέπουν να μετράς χαρτονομίσματα αλλά δεν πτοούνται, έρχονται και σε ρωτούν το πιο αχρείαστο πράγμα, με κορυφαίο το «κλείνετε;» (όχι, βρε μαλάκα, τώρα ανοίγουμε, δεν με βλέπεις μετρώ χρήματα, άντε φύγε από ‘δω και χάνω τον λογαριασμό, φτουυυ!)

Τις προάλλες αφότου έκλεισα και το ταμείο, έσβησα τα φώτα και ετοιμαζόμουν να φύγω, μου λέει μια μαμά με το κοριτσάκι της: «κλείσατε;», «ναι», της λέω «θέλει να αγοράσει κάτι το μικρό!» (Καλά ηλίθια είναι; Δεν βλέπει ότι κατεβάσαμε και τα ρολά, κλείσαμε και τα φώτα;!) «Από αύριο πάλι» της λέω. Στραβομουτσουνιάζει και μου κάνει χειρονομία τύπου «ποιος ζει ποιος πεθαίνει μέχρι αύριο!» Θεέ μου, 16 ώρες ήμασταν ανοιχτοί. Ας ερχόσασταν νωρίτερα! Εδώ είναι μωλ! Είναι ο καπιταλισμός αυτοπροσώπως. Δεν είναι ο γείτονας, ο μπακάλης της γειτονιάς σας, να ξανανοίξει το μπακάλικο επειδή σας σώθηκε η ζάχαρη!


Τις προάλλες ήρθαν στο κατάστημα κάτι παλιόπαιδα απλά και μόνο για να σπάσουν πλάκα και τα νεύρα μας. Δεν μας φτάνει ο πόνος μας, έχουμε να αντιμετωπίσουμε και την αληταρία της Κύπρου. «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω» ρώτησε μια συνάδελφος. «Θέλουμε πίσω τα λεφτά που μας χρωστάτε!» της είπε ο αρχηγός της συμμορίας. Εκείνη κατάλαβε πως επρόκειτο για φάρσα και τους είπε «έχετε πέντε δευτερόλεπτα καιρό να εξαφανιστείτε». Απτόητοι εκείνοι επανέλαβαν ότι ήθελαν πίσω τα λεφτά τους σαν να μη συνέβη τίποτε. Το αναφέραμε στην ασφάλεια, η οποία όπως όλα τα πράγματα στην Κύπρο, αγρόν ηγόρασεν, ώσπου να κινητοποιηθεί, ώσπου να αντιδράσει, τα μαλακισμένα είχαν πάει σπίτι τους.

Βέβαια, δεν είναι μόνο τα παιδαρέλια το πρόβλημα. Μόλις χθες μου είπαν μία ιστορία για μια πελάτισσα που άρχισε να βιντεοσκοπεί μία συνάδελφο με το κινητό της επειδή εκείνη της είπε πολύ ευγενικά να μην αγγίζει τα προϊόντα στη βιτρίνα γιατί αν τα έσπαζε θα έπρεπε να τα πληρώσει. Εκείνη προσβλήθηκε και έβγαλε το κινητό και άρχισε να βιντεοσκοπεί τη συνάδελφο χωρίς την άδειά της «έτσι για να δεις αν θα έχεις δουλειά και αύριο!» Εγώ δεν δούλευα εκείνη τη μέρα, είχα ρεπό. Μου εξιστόρησαν αργότερα το συμβάν. Αχ, και γιατί να μην ήμουν παρών, να την περιλάμβανα την καριόλα! «Δεν σας πουλάμε μαντάμ, κι άντε γεια! Και το βίντεο ανεβάστε το σε όλες τις πλατφόρμες, είχαμε μια σκασίλα! Παρ’ τα αρχίδια μου!»


Στέκομαι στην είσοδο και παρατηρώ τους διερχόμενους. Με πλησιάζει ένας κύριος και μου λέει:

«Μπορούμε να περάσουμε;»

«Που;»

«Μέσα στο μαγαζί σας!»

Εν τω μεταξύ το μαγαζί είναι ήδη ανοιχτό από ώρα, μπαινοβγαίνει κόσμος και ντουνιάς! Δεν καταλαβαίνω τι προξένησε την απορία.

[Όχι, να μην περάσετε! Να κάτσετε εκεί να κοιτάτε! Κοτζάμ μαγαζί ορθάνοιχτο. Όχι, για να το βλέπετε εκ του μακρόθεν το στήσαμε! Να φωτογραφίζεστε μπροστά του, ωσάν να πρόκειται για αρχαίο μνημείο! Θεέ μου, τι ακούν τα αφτιά μου και ακόμα δεν συμπλήρωσα μισάωρο όρθιος! Δώσμου Θέ μου δύναμη να αντέξω!]

«Βεβαίως, παρακαλώ, περάστε!»

Καταπίνω τη what-the-fuck διάθεσή μου. Χαμογελώ. Τι συγκινητική ευγένεια! Είμαι πάνω απ’ όλα επαγγελματίας.


Ήρθε προχτές μια κυρία που μιλούσε σπαστά ελληνικά και μου χύμηξε, επειδή άκουσον-άκουσον, πούλησα στον ανήλικο γιο της ένα επιτραπέζιο που είχε ένδειξη (18+) στο πίσω μέρος του κουτιού. «Ντεν βλέπετε τι ερωτήσεις έκει μέσα το παιγνίδι;» με ρώτησε με βλέμμα βλοσυρό σαν να ήταν έτοιμη να με ξεντερίσει. Ρίχνω μια ματιά στις ερωτήσεις του παιχνίδιου. Μια εξ αυτών έλεγε «τι σ’ αρέσει να σκέφτεσαι την ώρα του σεξ;»

[Και που θες να ξέρω κυρά μου ότι ο γιος σου αγόρασε το παιχνίδι για προσωπική του χρήση; Μπορεί να το ήθελε για να το κάνει δώρο σε κάποιον ενήλικο. Και εν πάση περιπτώσει, είμαι εγώ υποχρεωμένος να ξέρω ανά πάσα στιγμή σε ποιο κοινό απευθύνεται το κάθε επιτραπέζιο; Δεν μας χέζετε, πάνε όλοι και γαμιούνται πλέον απ’ τα δώδεκα και ξαφνικά θυμήθηκες ότι εγώ θα διαφθείρω τον γιο σου με ένα επιτραπέζιο. Που έτσι που τον βλέπω κιόλας… για μισό λεπτό, πόσων χρονών είσαι χρυσέ μου; Δεκετέσσερα; Κι ακόμα να γαμήσεις; Ε, καλό μαλακηστήρι είσαι και του λόγου σου! Να, πάρε εδώ ένα άλλο επιτραπέζιο, έχουμε ωραιότατες ερωτήσεις για φλώρους, παρθένους!]

«Απολογούμαι καλή μου κυρία, ευχαρίστως να το αλλάξετε και να πάρετε κάτι άλλο. Ορίστε και μια σοκολατίτσα δώρο του καταστήματος για τη ψυχική οδύνη που σας προκαλέσαμε!»

Είπαμε, πάνω απ’ όλα, επαγγελματίας!

«Εφκαριστώ!» λέει η αλλοδαπή με τα σπαστά ελληνικά αλλά δεν δείχνει ικανοποιημένη, ούτε να έχει αποζημιωθεί αρκετά. Αρπάζει τη σακούλα απ’ το ταμείο με φόρα κα φεύγει.

«Παρακαλώ» της απαντώ με ύφος που ερμηνεύεται και ως «στον λαιμό να σας κάτσει!»


Μου είχαν πει από την πρώτη μέρα ότι πρέπει να επιδεικνύω ιδιαίτερη προσοχή στις παρέες παιδιών, ειδικά στις ηλικίες 10-13, επειδή έχουν τάση να κλέβουν. Μπαίνουν σαν μπούγιο στο μαγαζί, περικυκλώνουν ένα προϊόν το οποίο δήθεν θαυμάζουν κάμποση ώρα, ενόσω ένας απ’ την παρέα φροντίζει να κλέβει ό, τι μπορεί υπό τις περιστάσεις. Δεν περίμενα ότι θα το βίωνα, κι όμως! Τις προάλλες, μέσα στον πανικό του κόσμου έπιασε η συνάδελφος έναν μικρό να προσπαθεί να χώσει μέσα στο μανίκι του ένα προϊόν.

«Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησε.

«Ήθελα να δω αν χωράει μέσα στο μανίκι μου» της απάντησε αμήχανα.

«Δεν χωράει» του λέει, «βάλτο πίσω τώρα».

Ο μικρός το έβαλε αμέσως στη θέση του και έφυγε ντροπιασμένος.

Τι κόσμος!


Είναι ένα γερό μάθημα ο μήνας στο μωλ.

Μαθαίνω πολλά πράγματα.

Πρώτον συνειδητοποίησα ότι δεν έχω πλέον αντοχές. Οι συνάδελφοί μου είναι φοιτητές, 20αρηδες οι οποίοι αντέχουν να στέκονται και τρεις και τέσσερεις ώρες χωρίς σταματημό. Εγώ στο μισάωρο ψάχνω έναν καναπέ να σωριαστώ. Ένας Θεός ξέρει πώς αντέχω και βγάζω οκτάωρα τα σαββατοκύριακα (ναι δούλεψα όλα τα σαββατοκύριακα και τις καθημερινές, ακόμα και τη μέρα των γενεθλίων μου. Οι μόνες αργίες που έκανα όλο τον περασμένο Δεκέμβριο ήταν οι δυο μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Πήγαινα σπίτι ερείπιο. Ξέρετε, δεν συνειδητοποιούμε την ηλικία μας. Άλλη ηλικία έχει ο νους μας, άλλη το κορμί μας.

Δεύτερον, παρατηρώ ότι τυγχάνω ευνοϊκής μεταχείρισης από τους διευθυντές λόγω ηλικίας, πτυχίου και μπαγκράουντ και αυτό, αν και το εκτιμώ, με φέρνει σε αμηχανία. Οι διευθυντές δεν δίσταζαν να κατσαδιάζουν τους 20ρηδες φοιτητές, ενώ σε εμένα όταν κάνω καμιά στραβή αρκούνται σε μία ευγενική παρατήρηση. Αυτό έχει να κάνει με την ηλικία και το πρωινό μου επάγγελμα βεβαίως, αλλά εγώ αισθάνομαι άσχημα έναντι των νεαρότερων υπαλλήλων.

Τρίτον, συνειδητοποίησα τι πάει να πει πληρώνομαι μεροκάματο και εκτίμησα τη δυσκολία με την οποία βγαίνει, και επίσης την ευκολία με την οποία φεύγει. Πολλές φορές ξόδεψα το μεροκάματο ολόκληρης μέρας με μια απλή επίσκεψη στον φούρνο πριν καν προλάβω να γυρίσω σπίτι. Θεέ μου, λέω τη λέξη «μεροκάματο!» Ποιος είμαι, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ στην κόρη μου τη σοσιαλίστρια;

Τέταρτον, γνώρισα κόσμο που με ρώτησε «πώς ήταν να σπουδάζεις;» και «πώς είναι να έχεις ζήσει στο εξωτερικό». Γνώρισα κόσμο που με ρώτησε «κάνα ναρκωτικάκι κάνεις; Ξέρεις πού θα βρούμε;» Καταλαβαίνετε πόσο καλά με ψυχολόγησαν. Το αποκορύφωμα, εκεί που πατήθηκε ο δικός μου κάλος, ήταν όταν παρακάλεσα κάποιους εξ αυτών να στείλουν ένα μέηλ στην εταιρεία, και το συνέταξαν στα greeklish επειδή δεν ήξεραν να γράφουν με ελληνικό πληκτρολόγιο!

Όταν τους ρωτώ πώς γίνεται να μην ξέρουν να γράψουν στα Ελληνικά, με κοίταζαν σαν να τους ρώτησα πώς γίνεται να μην ξέρουν πυρηνικές εξισώσεις. Πραγματικά, είμαστε η τελευταία γενιά Ελλήνων στη χώρα! Πλήρης αναλφαβητισμός!

Ένα είναι το τελικό συμπέρασμα:

Για το παζάρι δεν κάνω! Το λέει και ο πεθερός μου.

9 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε που τα μοιράστικες μαζί μας. Καλή χρονιά.

Neraida είπε...

Καλή χρονιά να έχουμε!
Απολαυστική ανάρτηση!

Moonlight είπε...

Εγέλασα πολλά! Βασικά εν φάση πολιτισμικού σοκ τούτες οι δουλειές, κι ας περιπαίζουν άλλα άμα το θέτω έτσι. Νομίζω έννα συμφωνήσεις. :p
ΑΛΛΑ το "τρώουνται;" να μεν το καταλάβεις; Εν το δέχουμαι!

Ανώνυμος είπε...

...«Για φαγώσιμες τις έχουμε!»... 🤣😂😅

Ή κάποιοι μου λένε «μπορείτε να μου δώσετε τα ρέστα σε coins?😡😠🤯Αυτό που κάποιοι μιλούν Αγγλικά και αν θυμηθούν βάζουν και καμιά Ελληνική γλώσσα φακκά μου κέντρο. Μερικοί περνούν και ύφος σαν σύρνουν το Αγγλικό σαν να και θα τους πεις μπράβο! Μιλούμε για γέννημα θρέμμα Κυπραίων 100% και όχι της ομογένειας ή ξένοι που μπορώ να το καταλάβω (δε μου αρέσει πάλι, αλλά το κατανοώ).

Woofis είπε...

Καλή χρονιά Anti-Christos, με υγείαν τζιαι ούλλα τα άλλα σάζουν.
Εννά το ξαναπώ, με τέθκοιες αναρτήσεις εν χρειάζεται να προβληματίζεσαι περί συγγραφής βιβλίου. Σύναξε τες κάποιαν στιγμήν τζιαι εννά κάμεις best seller.
Συμφωνώ με την Moon, άλλον να σε ερώτησεν "τρώουνται τζιαι άλλον "τρώγονται" ;)

Anti-Christos είπε...

Χαίρετε,

Να σας πω την αλήθεια είτε "τρώουνται;" με ρωτούσε, είτε "τρώγονται", πάλι δεν θα καταλάβαινα πού το πήγαινε. Ο κόσμος ρωτά τόσα πολλά κουφά πράγματα μέσα σε ένα κατάστημα που πλέον το μυαλό σου δεν πάει στο ότι ο άλλος σαρκάζεται, αλλά στο ότι σοβαρομιλά.

Clueless είπε...

Απόλαυση. :)

Unknown είπε...

Βασικά συνειδητοποίησες για άλλη μια φορά πόσο ΗΛΙΘΙΟΣ, ΑΞΕΣΤΟΣ λαός είμαστε.

Γέλασα μεν, αλλά ταυτόχρονα ήθελα να κλάψω. Θλίψη μόνο μπορείς να νιώσεις με όλα όσα έζησες.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο. "Ο κάθε λαός έχει την τύχη και την ηγεσία που του αξίζει".

ΤΡΑΓΙΚΟ!!!

Καλλιπάτειρα

Ανώνυμος είπε...

Σορρυ αλλά ούτε εγω καταλαβα τι εννοουσε με το 'τρωουνται'. Οταν δε το εξηγησες πιο κατω, εκαμα 1-2 λεπτα να το καταλαβω. Ουτε εμενα θα μου πηγαινε ο νους οτι ο χωρκατος θα με ρωτούσε αν ειναι ευγεστες οι σοκολατες. The hell should i know.