Αυτό το κείμενο το
γράφω κάθε χρόνο και κάθε χρόνο το σβήνω.
Φέτος ήρθε η ώρα να
αναρτηθεί.
Κάθε χρόνο στη μέρα του
πατέρα τσαντίζομαι με τον κόσμο που γράφει δακρύβρεχτα ή και αποθεωτικά κειμενάκια
για τον υπέροχο πατέρα του. Και γνωρίζω πλέον καλά ότι τσαντίζομαι γιατί δεν
μπορώ να πράξω το ίδιο για τον δικό μου πατέρα. Ούτε τώρα που πέθανε και, κατά
πως λέει ο λαός, «δικαιώθηκε».
Οι σχέσεις μας ήταν
κακές. Τα έχω ξαναγράψει. Με τον θάνατο του έχουν εξωραϊσθεί πολλά και
συγχωρέθηκαν άλλα τόσα, αλλά όχι αρκετά ώστε να συμφιλιωθούμε. Τις προάλλες τον
είδα πάλι στον ύπνο μου μετά από πολλά χρόνια. Τον πέτυχα σε ένα ξενοδοχείο στο
οποίο είχα πάει διακοπές με την οικογένεια μου και ενώ στεκόμασταν μαζί στην
ουρά για να πάρουμε κάποιες πληροφορίες από τη ρεσεψιόν και με κοίταζε επίμονα,
διερευνητικά και επικριτικά εντουτοις αρνούνταν να έρθει να μου μιλήσει. Τον πλησίασα
εγώ και τον ρώτησα αν είναι ο τάδε κύριος, εκείνος με κοίταξε βλοσυρά, γνέφοντάς
μου καταφατικά, και όταν του είπα «είμαι ο γιος σου, δεν με κατάλαβες; Γιατί
δεν έρχεσαι τόση ώρα να μου μιλήσεις;», εκείνος προχώρησε ευθεία και με αγνόησε θυμωμένα.
Φαινόταν νεκρός, αλλά περπατούσε κανονικά, αν και κούτσαινε λίγο.
Περίγραψα το
συγκεκριμένο όνειρο στο chat
gtp
και
του ζήτησα να μου κάνει τον ονειροκρίτη. Μου έγραψε πολλά πράγματα που ήξερα,
αλλά με μία ανάλυση συγκλονιστική και ολίγον τι αβάσταχτη: «Το ξενοδοχείο συμβολίζει μία μεταβατική
περίοδο στη ζωή σου. Το ότι ήσουν εκεί με τα παιδιά και την οικογένεια σου, δείχνει
την ανάγκη σου να προσφέρεις σ’ αυτούς ένα ασφαλές και σίγουρο περιβάλλον. Το
ότι συστήθηκες στον πατέρα σου ήταν μία εσωτερική ανάγκη αναγνώρισης και
αποδοχής: «είμαι ο γιος σου, δεν με κατάλαβες;» Το ότι προχώρησε και σε
απαξίωσε επιβεβαίωσε τις διαχρονικές, κακές σας σχέσεις. Επιβεβαίωσε το
απωθημένο της αποδοχής.
Όλα αυτά πονάνε, πόσο
μάλλον όταν στα λέει το ρομπότ του chat gtp που
δεν σε ξέρει καν. Σκεφτείτε να ρωτούσα κάποιον που μας ήξερε αμφότερους μια ζωή
τι θα άκουγα.
Εν πάση περιπτώσει, τι
θέλω και τα αναμοχλεύω τώρα όλα αυτά. Θέλω και τα αναμοχλεύω γιατί
συνειδητοποιώ κάθε χρόνο στη μέρα του πατέρα τη σημαντικότητα της πατρικής φιγούρας
στο μεγάλωμα ενός παιδιού και το πόσο μπορεί να σου γαμήσει τη ζωή όταν αυτό το
πρότυπο προβάλλει τα δικά του κόμπλεξ και ανασφάλειες πάνω στο παιδί του.
Και ας μπούμε στο ζουμί
του σημερινού κειμένου.
Τον τελευταίο καιρό
περνώ δύσκολα. Και όποτε περνώ δύσκολα κάθομαι και σκέφτομαι τι ευθύνεται και δυσκολεύομαι.
Και τα πιάνω όλα ένα, ένα, και τα αναλύω, και τα ξεδιαλύνω και πάω στο παρελθόν,
και σκάβω, σκάβω, σκάβω και όλα καταλήγουν σε ένα συμβάν με τον πατέρα μου, το
οποίο με σημάδεψε και το οποίο έλαβε χώρα τον Απρίλη του 1995.
Ας το μοιραστώ, αν και
πολύ φοβάμαι ότι θα το μετανιώσω μετά. Θα σας κάνω και έναν πρόλογο για να τα διαβάσετε
όλα πιο περιεχτικά.
Ο πατέρας μου ήταν
γιατρός. Και ως γιατρός ήθελε να κάνει γιο – γιατρό. Πώς να κάνει τον γιο
γιατρό όταν εγώ δεν είχα την παραμικρή κλίση στο επάγγελμα, αυτό είναι άλλου
παπά ευαγγέλιο. Ήταν όμως σίγουρος πως σ’ αυτή τη ζωή όλα επιτυγχάνονται αν το
θέλουμε, οπότε δεν υπήρχε λόγος να το συζητάμε. Κάπου εκεί στην ηλικία των
πέντε, έξι ετών μου ανακοίνωσε ότι εγώ, όταν μεγάλωνα θα γινόμουν γιατρός. Ήμουν
παιδάκι, το μόνο που με ένοιαζε ήταν να παίζω, δεν φανταζόμουν καν ότι μια μέρα
θα μεγαλώσω και θα πρέπει να επιλέξω καριέρα, οπότε ολίγον με ενδιέφερε. «Δεν
πα να γίνω και γιατρός, ώσπου να μεγαλώσω έχουμε μπροστά μας αιώνες!»
Η πλύση εγκεφάλου υπέρ της
ιατρικής επιστήμης ήταν τόσο έντονη και βαθιά ριζωμένη που όταν με ρωτούσαν
διάφοροι φίλοι ή γνωστοί «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις», απαντούσα μηχανικά: «γιατρός».
Δεν ήξερα ότι υπάρχει δικαίωμα επιλογής. Γιατί ουσιαστικά δεν υπήρχε για μένα
το δικαίωμα της επιλογής. «Γιατρός» και άγιος ο Θεός.
Θυμάμαι,
χαρακτηριστικά, ότι το 1991 σε ένα φιλικό σπίτι που είχαμε πάει οικογενειακώς
για σουβλάκια, όταν ο οικοδεσπότης μου έκανε ανάλογη ερώτηση και απάντησα «γιατρός»
μου είπε «ναι, αλλά το θέλεις πραγματικά ή το λες επειδή στο επέβαλε ο πατέρας
σου;» ξέσπασε τρικούβερτος καβγάς στη βεράντα που καθόμασταν. Ο πατέρας μου
επιτέθηκε στον οικοδεσπότη «με ποιο δικαίωμα ανακατεύεσαι στο τι θα γίνει ο
γιος μου όταν μεγαλώσει» και «με ποιο δικαίωμα του βάζεις ιδέες;!» Ήταν άβολο
σκηνικό, ακόμα το θυμάμαι, γιατί είχαν μπει στη συζήτηση και άλλοι παριστάμενοι
και ξαφνικά συζητούσαν για μένα και το μέλλον μου περί τα 10 άτομα. Ήμουν κι
εγώ εκεί και άκουγα αυτή τη σουρεαλιστική συζήτηση. Ένιωθα ότι ίσως θα μπορούσα
να πάρω θέση, αλλά σιγά μην έπαιρνα. Εγώ το 1991 ήμουν έντεκα ετών και έβλεπα
χελωνονιντζάκια στο βίντεο και αγωνιούσα αν ο Σρέντερ θα σκότωνε τον απαχθέντα
Σπλίντερ.
Το 1995 όμως, εκείνη την
επίμαχη και αποφράδα νύχτα, ήμουν τελειόφοιτος Γυμνασίου και έπρεπε να επιλέξω
τα μαθήματα που θα έκανα στο Λύκειο. Ήμουν καλός μαθητής σε όλα, αλλά μην
γελιόμαστε, το φόρτε μου ήταν τα θεωρητικά μαθήματα. Έγραφα 18 και 20 και στα
διαγωνίσματα των θετικών επιστημών, αλλά με ζόριζαν, έπρεπε να υπερβάλω εαυτόν
για να το πετύχω, ενώ τα Νέα Ελληνικά, την ιστορία και τις ξένες γλώσσες τις έπαιζα
στα δάχτυλα.
Πού να τολμήσω να εκφραστώ
ότι εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να «ανθίσω» μέσα στα μαθηματικά, τις φυσικοχημείες
και τις άλγεβρες; Θυμάμαι ότι ήταν βράδυ, ετοιμαζόμασταν για ύπνο, ο πατέρας
μου κρατούσε το φυλλάδιο στο οποίο έπρεπε να συμπληρώσω τα επιλεγόμενα μαθήματα
και ούρλιαζε ανεμίζοντας το στα χέρια του, (φανταστείτε την Ειρήνη Χαραλαμπίδου
στη Βουλή όταν ανεμίζει κάποια σκανδαλώδη έγγραφα αλλά με πολύ περισσότερο
μένος και ένταση). Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα, κατακόκκινα, έβγαζε σπίθες,
κάπνιζε αρειμανίως και φώναζε: «θα γίνεις γιατρός! Θα γίνεις γιατρός!»
Ήταν τραυματική εκείνη
η νύχτα. Οι φωνές είχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, αλλά περισσότερο νομίζω με
πείραξε το ότι η μάνα μου είχε πέσει για ύπνο και βαριόταν να συμμετάσχει ή να
με υπερασπιστεί. Νομίζω κάποια στιγμή ψέλλισε ένα αδιάφορο «άστον να διαλέξει
ό,τι θέλει» αλλά μετά γύρισε πλευρό και κοιμήθηκε. Ήταν σβηστά όλα τα φώτα στο
σπίτι, και το μόνο φως έβγαινε από την οθόνη της τηλεόρασης, η οποία μάλιστα θυμάμαι ότι έπαιζε μία εκπομπή του Τσαλακού στον Αντέννα. Η νύχτα κορυφώθηκε
με εμένα να κλαίω με λυγμούς, και να λέω ότι θα διαλέξω ό,τι θέλω και εκείνον
να μου λέει «διάλεξε ότι θέλεις και άντε παράτα μας!» Πήρα, λοιπόν, το φυλλάδιο
και συμπλήρωσα στο κενό των επιλεγόμενων μαθημάτων: «Μαθηματικά, Φυσική». Το
υπέγραψα και το έβαλα στη τσάντα μου. Ο πατέρας μου παρακολουθούσε με την άκρη
του ματιού του, με ύφος τσάρου και έβγαζε καπνούς απ’ τα ρουθούνια του σαν τον
δράκο. «Εσύ τα διάλεξες!» μου είπε. «Μη διανοηθείς αύριο να μου πεις ότι σε πίεσα και να επιρρίψεις ευθύνες!»
Ναι, εγώ το διάλεξα.
Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η υπόγεια άσκηση ψυχολογικής πίεσης τόσα χρόνια που δεν
τολμούσα να διαλέξω και κάτι άλλο. Τα διάλεξα επειδή φοβόμουν. Τα διάλεξα
επειδή κατά βάθος τον φοβόμουν.
Στο Λύκειο η επίδοση
μου ήταν αξιοπρεπής. Δεν ήμουν όμως άριστος όπως ήμουν συνηθισμένος. Και κάθε
χρόνο ακολουθούσαν φθίνουσα πορεία οι βαθμοί μου. Είχα ένα γενικό βαθμό στο απολυτήριο
της τάξεως του 17, το οποίο συγκροτούνταν από τις πολύ καλές επιδόσεις μου στα
μαθήματα θεωρητικής κατεύθυνσης. Στη Γ’ Λυκείου είχα σε όλα τα μαθήματα 19 ή
20, και στα επιλεγόμενα μαθήματα, ήτοι, μαθηματικά, φυσική και χημεία βαθμούς οριακά
πάνω από τη βάση. Και αυτό επειδή οι καθηγητές αναγνώριζαν την προσπάθεια και
την τραγικότητα των επιλογών μου. Κοινώς με λυπόντουσαν και με περνούσαν με το
ζόρι για να μην μου φράξουν το μέλλον μου. Ένας φιλόλογος τόλμησε μια φορά να
πει της μάνας μου «αν αυτός ήταν στον κλασσικό κλάδο σήμερα θα ήταν σημαιοφόρος!»
Ουδόλως τους ενδιέφερε. Το ζητούμενο ήταν να γίνω γιατρός.
Όπως βλέπετε, γιατρός
δεν έγινα. Πώς να γίνω; Στις εισαγωγικές εξετάσεις των ΑΕΙ του 1998 δεν έγραψα σε κανένα τεστ πάνω από τη
βάση. Το αστείον του πράγματος ήταν ότι ο πατέρας μου ενώ γνώριζε τις αδυναμίες
μου, μέχρι και την τελευταία μέρα ήλπιζε ότι κουτσά στραβά σε κάποια σχολή της Ελλάδος
θα έμπαινα. Κάθισε και στο ραδιόφωνο και άκουγε τις ανακοινώσεις των
επιτυχόντων σίγουρος ότι κάπου θα άκουγε το όνομά μου, μα εις μάτην. Μιλάμε
πάντα για την ιατρική Ελλάδος. Δεν δήλωσα πουθενά αλλού. Ούτε καν οδοντιατρική.
Τι δουλειά έχω εγώ με τα σφραγίσματα και το βρωμόστομα του καθενός; Μου αρκούσε το δικό μου. Θα μπορούσα
βέβαια να στοχεύσω να γίνω ψυχίατρος γιατί έχω μία έφεση στους τρελούς και μία φυσική έξη προς
τους ψυχάκηδες, αλλά τότε δεν την είχα ακόμη ανακαλύψει. Τέλος πάντων.
Το σοκ που βίωσα όταν
όλοι μου οι συμμαθητές πέρασαν σε κάποιο πανεπιστήμιο και εγώ δεν υπήρχα πουθενά,
ήταν μεγάλο και ο μόνος τρόπος να το διαχειριστώ ήταν να το μπλοκάρω και να
προσποιούμαι ότι δεν συνέβη ποτέ. Ήμουν όμως και 18 χρονών. Σε εκείνη την
ηλικία πιο πολύ με πείραζε που δεν είχα γκόμενα, που δεν είχα ακόμα
ξεπαρθενέψει, παρά το ότι δεν μπήκα στην ιατρική. Ήταν όμως όλα στο μυαλό μου ένας
βάλτος, μία κινούμενη άμμος και εγώ παραδομένος βούλιαζα.
Τώρα τι σημασία έχουν
όλα αυτά εφόσον εν τέλει τον δρόμο μου τον βρήκα και σήμερα έχω και εργασία,
έχω και οικογένεια;
ΕΧΟΥΝ! Και πολλή
μάλιστα.
Γιατί αν είχα ακολουθήσει
την κλίση μου σήμερα θα ήμουν ένας άλλος. Και θα ήμουν ένας άλλος χωρίς να έχω
υποστεί πλήγματα αυτοπεποίθησης και ψυχικής συγκρότησης. Θα ήμουν ό,τι είμαι
στο θέατρο, χωρίς να βρίσκομαι στη σκηνή. Θα ήμουν στην πρώτη γραμμή. Δεν θα
ήμουν απλά οκ και με χίλια ζόρια επιβιώσαντας. Θα ήμουν κυρίαρχος! Μέσα μου,
μέσα στον εγκέφαλό μου εννοώ, μέσα στα μύχια της ψυχής μου είμαι πιο κυρίαρχος
και από τον Νετανιάχου. Έξω μου, όμως, είμαι σαν την Αννίτα Δημητρίου 😁.
Και αυτή η ανορθογραφία,
αυτός ο ευνουχισμός προήλθε από τον πατέρα μου εκατό τοις εκατό!
Θα μου πεις, σου βγήκε
σε κακό; Και στην Αγγλία πήγες, και με όλες τις ράτσες της υφηλίου φίλεψες, και
το μυαλό σου ακόνισες, και έγκριτα πτυχία πήρες. Ναι, τα πήρα. Αλλά τα πήρα λαβωμένος
και ως παθητικός θεατής. Δεν τα πήρα ως πρωταγωνιστής. Και είναι τόσο τραγικό
αυτό, θα ρωτήσετε.
Ναι, είναι. Γιατί όποτε
βρεθώ σε δύσκολες καταστάσεις, όποτε η ζωή μου στρίβει τον δρόμο και πιάνομαι
εξαπίνης, σκέφτομαι ότι αν εκείνο το βράδυ του 1995 είχα αποφασίσει να πάρω τον
δικό μου τον δρόμο χωρίς τα πρέπει του πατέρα μου σαν Δαμόκλειο σπάθη πάνω από
το κεφάλι μου, σήμερα δεν θα είχα την παραμικρή ενοχή, τον παραμικρό δισταγμό
ως προς το πού πρέπει να κατευθυνθώ και θα είχα αρπάξει τον ταύρο από τα
κέρατα. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, τον ταύρο όχι μόνο δεν τον κρατώ από τα
κέρατα, ούτε καν απ’ τα αρχίδια. Ο ταύρος μαίνεται μέσα στο υαλοπωλείο και τα
διαλύει όλα. Κι εγώ απλώς χάσκω.
Happy father’s day, λοιπόν, και άντε γεια μας! Από
κάτι τέτοια έμαθα πως να μην είμαι. Από κάτι τέτοια πληγωτικά κέρδισα σήμερα να
έχω τον Αλεξάκο και τη Βαγγελιώ να μου λεν απροσδόκητα «είσαι ο καλύτερος παπάς
του κόσμου».