Δευτέρα, Δεκεμβρίου 30, 2024

2024 Χαϊλάιτς & Χάλιλαϊτς

Το 2024 δεν ήταν ούτε μία καλή, ούτε μία κακή χρονιά.

Άπαξ και γίνεις γονιός σταματάς να μετράς χρόνια και να ασχολείσαι μ’ αυτά. Η δουλειά σου είναι τα παιδιά σου, οπότε το μόνο που μετρά είναι κατά πόσον το 2024 ήταν μια καλή χρονιά για τα παιδιά σου. Προσωπικά, πιστεύω ότι έκανα ό,τι μπορούσα για να περάσουν καλά. Κοιμάμαι με τη συνείδηση μου ήσυχη. Από εκεί και πέρα ας κρίνουν τα ίδια, με τη βοήθεια του ψυχολόγου τους όταν μεγαλώσουν, αν εγώ ανταποκρίθηκα στα θέλω τους.

Χάριν συζήτησης και ελέω άπλετου ελεύθερου, χριστουγεννιάτικου χρόνου, ας συζητήσουμε κάποια χαϊλάιτς της φετινής χρονιάς.

Ασυζητητί, το ωραιότερο πράγμα που μου συνέβη φέτος ήταν η παράσταση που σκηνοθέτησα για τον δικηγορικό σύλλογο. Ήταν ένα έργο που το γέννησα, αφού το μετάφρασα, το σκηνοθέτησα, συμμετείχα στον σχεδιασμό των σκηνικών του, έτρεξα και βρήκα τα έπιπλα, τα ηχητικά εφέ, είχα άποψη για τα κοστούμια, την αφίσα, το πρόγραμμα και έπαιξα κιόλας. Όλη αυτή η διαδικασία με κρατούσε σε εγρήγορση τους έξι μήνες που διήρκησε το στήσιμο της παράστασης και ένιωθα για πρώτη φορά χρήσιμος και δημιουργικός στο πετσί μου.

Φυσικά, όλα τα πιο πάνω δεν θα συνέβαιναν αν δεν τύγχανα της απόλυτης εμπιστοσύνης της ομάδας και αν δεν έδειχναν την απόλυτη ανοχή στα θέλω μου, μία ανοχή που φυσικά μεταφράζεται σε αγάπη. Οφείλω να το επαναλάβω πόσο ευγνώμων θα τους είμαι για το ότι αποδέχτηκαν με τυφλά μάτια ό,τι τους πρότεινα, δεν κλώτσησαν, δεν δίστασαν, δεν είπαν «μα και μου». Τους αγαπώ κάθε χρόνο και περισσότερο. Είναι όλοι τους κομμάτι της οικογένειας μου.

Η παράσταση διακρίθηκε στο φεστιβάλ του ερασιτεχνικού θεάτρου του ΘΟΚ μέσα στις επτά καλύτερες. Αν αναλογιστείτε ότι συμμετείχαν 38 θεατρικές ομάδες στον Διαγωνισμό, το να μπεις στους επτά καλύτερους είναι, κάποια, άλφα αναγνώριση. Ο ΘΟΚ ξεσήκωσε ένα νέο σύστημα πια, δεν βραβεύει τις παραστάσεις, δεν τις χωρίζει σε πρώτη καλύτερη, δεύτερη, τρίτη, όπως παλιά. Τώρα για να γλιτώσει γκρίνιες και μπελά, ανακοινώνει τις επτά καλύτερες έτσι γενικά κι αόριστα, κι ας κόψουν οι συμμετέχοντες τον λαιμό τους. Επιπλέον, επιλέγει τρεις παραστάσεις εξ αυτών για να ξαναπαίξουν στην κεντρική σκηνή του ΘΟΚ, συνήθως με κριτήρια «ποιες απ’ αυτές είναι αρκετά μίζερες θεματολογικά ώστε να ανταποκρίνονται στην προαγωγή του κυπριακού πολιτισμού που έχει ως πυρήνα του το δράμα του ’74» - και καθάρισε.

Όπως καταλαβαίνετε, η «Σουίτα» δεν εντάσσεται σε αυτές ούσα εύπεπτη κωμωδιούλα.

Όπως και να ‘χει, η θεατρική εμπειρία φέτος ήταν το highlight της χρονιάς και ό,τι καλύτερο μου συνέβη από τη γέννηση της κόρης μου και μετά.

Το ναδίρ της φετινής χρονιάς δεν είναι κάτι απτό και συγκεκριμένο. Το ναδίρ ήταν η αποτυχία μου να ισορροπήσω επαρκώς. Δεν κατάφερα γι’ άλλη μια χρονιά να πείσω τον εαυτό μου ότι πρέπει να γυμνάζομαι συστηματικά, να τρώω υγιεινά, να μειώσω τη ζάχαρη και τα γλυκά. Αντιθέτως, έπιασα πάτο αφού για πρώτη φορά στη ζωή μου ζυγίζω 92 κιλά, εγώ που για να είμαι υγιής πρέπει να ζυγίζω 82 κιλά στην χειρότερη των περιπτώσεων. Ψιλό-τρέχω στον διάδρομο, αλλά μετά παραγγέλνω πίτσα για βραδινό, αντιλαμβάνεστε, κάνω ένα βήμα μπρος και δέκα πίσω. 

Επίσης, και πολύ δυστυχώς, δεν κατάφερα να καθιερώσω ένα σταθερό πρόγραμμα αφιέρωσης ποιοτικού χρόνου στη γυναίκα μου (ούτε εκείνη το κατάφερε, ή το επιδίωξε όσο έπρεπε), όλα με το πρόσχημα των παιδιών.

«Δεν προλαβαίνουμε».

Όταν ήμουν φοιτητής, μία Αγγλίδα καθηγήτρια μου είχε πει: “you will never have enough time. You have to create time”. Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες, διά στόματος miss Campbell η οποία μου δίδασκε academic skills στο foundation. Της είχα πει ότι δεν είχα αρκετό χρόνο για να λύνω past papers και εκείνη μου είπε «Σάββατο μεταξύ 7-9 το πρωί, τι κάνεις;» Εγώ, ως γνωστόν, δεν ξυπνούσα πριν το μεσημέρι ως φοιτητής. Έκτοτε κάθε Σάββατο του Μαΐου του 2001, σηκωνόμουν στις 7:00 και πήγαινα στο linguistics να λύσω past papers. Αυτό πρέπει να γίνεται και στον γάμο. Δεν έγινε. Κάποιες απέλπιδες προσπάθειες κατά τη διάρκεια της χρονιάς με ραντεβουδάκια από ‘δω και από ‘κει δεν ήταν αρκετά.

Εν πάση περιπτώσει. Τα πιο πάνω θέτω ως προτεραιότητα για το 2025. Την ισορροπία. Το πιο δύσκολο πράγμα σε έναν κόσμο τριγύρω μου αμιγώς ανισόρροπο.

Προτεραιότητα επίσης είναι ο διαχειρισμός των ψυχοπαθών. Θα εκπλαγείτε μεγαλώνοντας πόσοι ψυχοπαθείς μας περιτριγυρίζουν. Άνθρωποι που το παίζουν νορμάλ, ενώ δεν είναι. Αν το ένστικτό σας σας λέει ότι πρόκειται περί ψυχοπαθών, να το εμιστεύεστε. Και να απομακρύνεστε απ’ αυτούς. Ας θιχτούν. Χεστήκατε. Η ψυχική σας υγεία είναι πιο σημαντική.

Βραβεία 2024 τώρα!

Διάβασα 28 (!) βιβλία μέσα στο 2024. Αριθμός ρεκόρ! Βασικά, κόλλησα με την Freida McFadden και διάβασα τα άπαντά της, αλλά αν πρέπει να σας συστήσω ένα λογοτεχνικό βιβλίο για να ξεστραβωθείτε, αυτό είναι «Η Μητέρα Του Σκύλου» από τον Παύλο Μάτεσι. Θα συγκλονιστείτε. 


Η καλύτερη θεατρική παράσταση που είδα το 2024 είναι το Nachtland στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ.

Τα 20 τραγούδια που άκουσα τις περισσότερες φορές φέτος είναι τα εξής: 



Το "Σε Περίπτωση Που" της Βίσση, παρόλο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη, το ξέσκισα, το άκουσα 118 φορές μέσα σε δύο μήνες και έγινε το πρώτο τραγούδι σε ακρόαση για φέτος. Ακόμη δεν το έχω βαρεθεί, θεωρώ ότι πιθανόν να είναι το πιο παιγμένο τραγούδι και για το 2025. 


Και ας κλείσουμε με την αγαπημένη μου φωτογραφία που τράβηξα φέτος.

Είναι ανοιχτά του Σαουθάμπτον, καθοδόν προς τον βισκαϊκό κόλπο της Γαλλίας που μας πήδηξε στο κούνημα.



 

Καλό 2025 σε όλους.


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 23, 2024

Παιδιά Χαμένα

Ο  μεγαλύτερος μου φόβος είναι να χάσω τα παιδιά μου.


Δεν εννοώ αυτό που καταλάβατε και το οποίο δεν τολμώ καν να ξεστομίσω. Εννοώ να τα χάσω απ’ τα μάτια μου. Να πάμε κάπου, να τα χάσω και να μην τα βρίσκω.


Αυτό μου έχει συμβεί μία φορά με τον Αλέξη και μία άλλη, χειρότερη φορά με την Ευαγγελία στην οποία κόντεψα να πάθω καρδιακό από την αγωνία μου.


Δεν ξέρω γιατί πρέπει να τα μοιραστώ αυτά τα περιστατικά αυτή τη στιγμή. Έτσι μου ήρθε όμως, και έτσι θα πράξω.


Ο Αλέξης που είναι ένα πολύ συνεννοήσιμο μωρό, όταν ήταν 4 χρονών χάθηκε μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο. Μικρό το κακό, θα μου πείτε. Ναι, δεν μπορώ να συγκρίνω το περιστατικό με αυτό της Ευαγγελίας που τη χάσαμε μέσα σε αεροπλάνο πριν την απογείωση και ήταν άφαντη. Κάντε όμως υπομονή, θα σας πω και για τα δύο περιστατικά.


Ήμασταν που λέτε στο Σολώνειο και όπως γνωρίζετε όταν ένας άνθρωπος θέλει να περιδιαβεί αμέριμνος στα ράφια ενός βιβλιοπωλείου και να ψάξει βιβλία με την ησυχία του συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο όταν έχει μαζί του ένα παιδί. Επειδή όμως σπάνια έχω πια την πολυτέλεια να πάω κάπου μόνος μου, αναγκάζομαι να προσαρμοστώ. Είχα κάνει μία συμφωνία με τον Αλέξη, ότι εγώ θα κοίταζα τα ράφια σε ένα συγκεκριμένο σημείο του βιβλιοπωλείου και εκείνος θα μπορούσε να κοιτάζει τα παιδικά βιβλία στο ακριβώς διπλανό ράφι. Είχα οπτική επαφή μαζί του, δεν θα ήταν δύσκολο. Εξάλλου, ήταν τρία βήματα η απόσταση από το ένα ράφι στο άλλο. Το είχαμε ξανακάνει, ήταν εξοικειωμένος με τον χώρο και το βιβλιοπωλείο δεν είχε πολύ κόσμο. Δεν θα μπορούσε να πάει κάτι λάθος.


Δύο λεπτά όμως πέρασαν που δεν γύρισα να τον κοιτάξω και το παιδί εξαφανίστηκε. Πώς είναι δυνατόν να μου ξεγλίστρησε και να μην τον πήρα πρέφα; Συνήθως πάει και μου κρύβεται και με το που φωνάξω το όνομά του ξεμυτίζει και μου κάνει πλάκα. Όχι όμως. Εκείνη τη φορά, δεν τον έβρισκα ούτε στο ράφι που τον άφησα, ούτε στο παραδίπλα, ούτε σε κανένα άλλο του ισογείου. Πού μπορεί να εξαφανίστηκε τεσσάρων ετών παιδί μέσα σε δύο λεπτά; Φώναξα το όνομά του, δεν ανταποκρίθηκε. Ξαναφώναξα, τίποτα. Άρχισα να τρέχω από ράφι σε ράφι μπας και τον πετύχω κάπου, τζίφος. Άφαντος. Ήθελα να παραμείνω ψύχραιμος, όμως εκείνη τη στιγμή εκκρίνονται οι ορμόνες του πανικού ανεξέλεγκτα και θέλοντας και μη εξελίσσεσαι στη μητέρα του Κέβιν στο Home Alone. Έμπηξα μια φωνή, «Αλέξηηη» και σείστηκε όλο το κτήριο.


Ήρθε η υπεύθυνη. «Τι συμβαίνει κύριε;» «Έχασα τον γιο μου» της είπα. Η εξώπορτα του καταστήματος ήταν καλά κλειστή κι απέκλεισα στιγμιαία το ενδεχόμενο να βγήκε εκτός κτηρίου. Μα, ποτέ δεν ξέρεις. Το μυαλό πνίγεται σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν έχεις ιδέα τι συγκυρία μπορεί να παίχτηκε και το παιδί να πήρε τους πέντε δρόμους. Περνούσαν αυτοκίνητα μπροστά από το Σολώνειο, ξέρετε τώρα πώς είναι εκεί η περιοχή. Χίλια σενάρια πέρασαν από το μυαλό μου. Άρχισα να φωνάζω ξανά σχεδόν υστερικά! Η υπεύθυνη του καταστήματος προσπάθησε να με καθησυχάσει και έβαλε άλλον έναν υπάλληλο να ψάχνει.


Ευτυχώς, δεν παρατράβηξε το δράμα. Ένα λεπτό αργότερα που φάνηκε αιώνας, ένα κεφαλάκι ξεπρόβαλε από το εσωτερικό μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου του καταστήματος κοιτάζοντας κάτω τρομαγμένο. «Τι κάνεις εκεί πάνω βρε άτιμε; Δεν σου είπα να κοιτάζεις σε αυτό το ράφι και να μην κουνηθείς από τη θέση σου;» «Σε έχασα και ήρθα πάνω να σε βρω!» μου είπε κι εκείνος έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Από πού κι ως πού πήγες πάνω να με βρεις; Αφού σου είπα θα στέκομαι εδώ και θα κοιτάζω, δεν σκόπευα να πάω πουθενά χωρίς να σε ειδοποιήσω και ούτε που κουνήθηκα», του είπα.


Πήγε η ψυχή μου στη θέση της. Τον άρπαξα κακήν κακώς και εξαφανιστήκαμε από ντροπή. Ξέρω ότι δεν είναι κάτι τραγικό, αλλά δεν μπορείτε να διανοηθείτε τον πανικό αν δεν τον βιώσετε. Τόσα βλέπουμε, τόσα ακούμε! Και ποιος την ακούει τη Μπρέντα μετά; Τι μπορείς να πεις της γυναίκας σου; «Έλα, ήρθαμε να πάρω βιβλία και παρεμπιπτόντως έχασα τον Αλέξη και δεν τον βρίσκουμε;» Καλύτερα να κρεμαστείς από μόνος σου! Βέβαια η γυναίκα μου όταν τριών ετών χάθηκε μέσα στο Selfridges του Λονδίνου και κινητοποιήθηκε η Scotland Yard για να τη βρει. Τι να μου πει κι εκείνη; Εν τέλει τη βρήκε μία Εγγλέζα να περιφέρεται αμέριμνη στην Oxford Street και την παρέδωσε στην αστυνομία. Αυτά όμως το 1985, και όχι το 2019.


Ας πάμε όμως τώρα στο περιστατικό της Ευαγγελίας που ήταν και το σοβαρότερο.


Όπως θυμάστε, το περασμένο καλοκαίρι πήγαμε εκείνη τη μαρτυρική, ματιασμένη κρουαζιέρα. Επειδή δεν έφταναν όλα τα απρόοπτα που ζήσαμε εκείνο το δεκαήμερο εν πλω, έπρεπε και στο φινάλε, στη πτήση της επιστροφής, να χάσουμε την Ευαγγελία μέσα στο αεροπλάνο. Πώς είναι δυνατό να χάσεις ένα μωρό μέσα στο αεροπλάνο, μπορείτε να μου εξηγήσετε; Δεν τη χάσαμε μέσα στο αεροδρόμιο που ήταν αχανές και θα ήταν απολύτως πιθανό να μας ξεφύγει. Τη χάσαμε μέσα στο αεροπλάνο την ώρα της επιβίβασης.


Να πως έγινε. Την ώρα της επιβίβασης ο Αλέξης στεκόταν πρώτος στη γραμμή να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Πίσω του ήμουν εγώ με τις χειραποσκευές, και από πίσω μου η Μπρέντα με την Ευαγγελία. Στην είσοδο του αεροπλάνου η Μπρέντα κοντοστάθηκε για να αφήσει το καρότσι, την ούτω καλούμενη «αμαξού» στις αεροσυνοδούς η οποία έπρεπε να φυλαχτεί σε ειδική θήκη του αεροσκάφους. Η Μπρέντα δεν έκρινε σκόπιμο να μου πει ότι η Ευαγγελία συνέχισε να με ακολουθεί εμένα μέσα στο αεροπλάνο, και ότι δεν έμεινε μαζί της. Έτσι εγώ προχώρησα στα ενδότερα με τον Αλέξη να προπορεύεται. Βρήκαμε τις θέσεις μας, βάλαμε και τις χειραποσκευές στα ντουλάπια άνωθεν αυτών, καθίσαμε και προσδεθήκαμε αμφότεροι. Πέντε λεπτά μετά εμφανίστηκε και η Μπρέντα η οποία εγώ θεώρησα είχε μαζί της και την Ευαγγελία. Αμ δε! Μόνη της ξεπρόβαλε ταλαιπωρημένη και απαυδισμένη από το χρονοβόρο της διαδικασίας απόθεσης του καροτσιού.


«Πού είναι το μωρό;» μου λέει.


Στο «πού είναι το μωρό» μαύρισε ο κόσμος.


«Τι εννοείς που είναι το μωρό; Αφού ήταν μαζί σου εκεί που παρέδωσες το καρότσι!»


«Προχώρησε και μπήκε μαζί σου στο αεροπλάνο, δεν την πρόσεξες;»


«Πού να την προσέξω; Σάμπως μου είπες ότι έρχεται πίσω μου; Εγώ κοίταζα μόνο τον Αλέξη που ήταν μπροστά μου!»


Αυτά λέχθηκαν μέσα σε μισό δευτερόλεπτο. Το επόμενο μισό δευτερόλεπτο ήμουν όρθιος μέσα στο αεροπλάνο, έσπρωχνα τους επιβάτες που προσπαθούσαν να περάσουν να κάτσουν στις θέσεις τους, φώναζα σαν τρελός του φρενοκομείου: «make way, make way, we lost a baby, I lost my daughter!» Δεν έμοιαζα με τρελό. Ήμουν εκτός εαυτού, ήμουν ένα βήμα πριν!


Πού μπορεί να πήγε ένα παιδί το οποίο μπήκε μέσα στο αεροπλάνο, αλλά δεν έφτασε ποτέ εκεί που κάθεται ο πατέρας του και ο αδελφός του; Το μυαλό μου έπλαθε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα έσχατα σενάρια. Προφανώς επέστρεψε πίσω να βρει τη μάνα του. Η μάνα του παρέδωσε το καρότσι και έφυγε, άρα το πιο πιθανό είναι το μωρό να ΒΓΗΚΕ από το αεροπλάνο! Και πού πήγε; ΠΟΥ ΣΤ’ ΑΝΑΘΕΜΑ ΠΗΓΕ!;!


«I lost my daughter, I’m sorry sir, I need to get out of the plane!»


Περιττό να σας πω ότι το μυαλό μου έκανε και μακάβρια σενάρια. Το πιο μακάβριο ήταν ότι μπορεί να διέλαθε της προσοχής της μάνας της, να βγήκε έξω από το αεροπλάνο και να έπεσε στο κενό εκεί που ενώνεται το τούνελ με την είσοδο του αεροσκάφους και να μην την πήρε κανένας είδηση, ή να μην την πρόλαβαν. Ή κάποιος να την έκλεψε και να τη φυγάδεψε, ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Τόσα ντοκιμαντέρ βλέπουμε στο Νέτφλιξ!


 ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΡΗ ΜΟΥ;!


Έφτασα στο πιλοτήριο, από τις φωνές που έβαλα ξεπρόβαλε τη φάτσα του και ο πιλότος να δει τι γίνεται. Ο αρχί-αεροσυνοδός, ένας ξινός Εγγλέζος ο οποίος στεκόταν εκεί σαν τον bouncer σε κλαμπ, από όλα όσα με άκουσε να λέω το μόνο που είχε να μου πει ήταν: «no passengers from this point on, please!» Ούτε καν να με ρωτήσει τι έγινε, γιατί χλόμιασα, αν χρειάζομαι κάτι. Η έγνοια του ήταν μην τυχόν και πλησιάσω το πιλοτήριο. Τέτοια σκασίλα είχα, να βγάλω φωτογραφία με τον πιλότο, αϊσιχτίρ κι εσύ! Ένας Άγγλος επιβάτης στην πρώτη θέση μου είπε: «Two year old, blonde girl, this tall?» έδειξε με το χέρι του το μέγεθός της. «Ναι» του λέω. «She just passed through me», συμπλήρωσε. «She just passed through you, και που στο διάολο πήγε; Ένα τόσο δα αεροπλανάκι είμαστε,

 ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΩΡΟ;»


Χίλιες δυο άλλες σκέψεις με στοίχειωσαν. Ότι μπορεί να πήγε και κλείστηκε στην τουαλέτα, ότι μπορεί να βρήκε μια αεροσυνοδό και να έπιασε κουβέντα, ότι κρύφτηκε κάτω από κάποιο κάθισμα. Μα πως; Πότε πρόλαβαν και συνέβησαν όλα αυτά γαμώ το κέρατό μου; Χρονικά δεν δικαιολογούνταν.


Λίγο πριν πέσω κάτω ξερός από την καρδιά μου, άκουσα τη γυναίκα μου να φωνάζει πίσω μου «Να την, να την, τη βρήκαμε».


Πού ήταν;


Είχε βρει μία τριάδα θέσεων κενή, πήγε και έκατσε μόνη της στη θέση δίπλα απ’ το παράθυρο, προσδέθηκε κιόλας με τη ζώνη της, και κοίταζε έξω. Και φυσικά δεν έκρινε ότι έπρεπε να ανταποκριθεί στα καλέσματα μου, ούτε αντέδρασε στον πανικό που συνέβαινε γύρω της. Ήταν όρθιοι πολλοί επιβάτες ακόμη στον διάδρομο, δεν είχε οπτική επαφή το μωρό με εμένα, ούτε εγώ μαζί της. Την αρπάξαμε κακήν κακώς κι αυτήν και την μεταφέραμε στις θέσεις μας.


Το πόσα είχα μαζεμένα της Μπρέντας που δεν με ειδοποίησε ότι το μωρό με ακολουθούσε όταν εκείνη τακτοποιούσε το καρότσι δεν περιγράφεται. Δεν της ξαναμίλησα σε όλη τη πτήση από τα νεύρα. Με το που ηρέμησα και χαλάρωσα, άρχισα να κλαίω στο αεροπλάνο χωρίς λόγο. Ένας κύριος πέρασε να πάει να κατουρήσει και βλέποντάς με μου έκανε πατ-πατ στην πλάτη. Τόσο αξιολύπητο θέαμα είχα γίνει. Μια άλλη κυρία, Κύπρια, που είχε δει το συμβάν ήρθε να ρωτήσει αν ήταν καλά η μικρή. Οι αεροσυνοδοί και ο πιλότος που ήταν και υποτίθεται οι αρμόδιοι, στ’ αρχίδια τους! Ούτε καν ρώτησαν προς τι ο χαμός και αν όλα διευθετήθηκαν.


Έχασα δέκα χρόνια από τη ζωή μου.


Καλά έλεγε η Μπρέντα ότι η Ευαγγελία δεν συμμαζεύεται και ότι έπρεπε να τη δέναμε με λουρί του σκύλου στα ταξίδια για να κοιμόμαστε ήσυχοι. Εγώ φταίω που διαφώνησα γιατί το βρήκα εξευτελιστικό για το παιδί.


Βραβείο γονέων 2024 πρέπει να μας απονεμηθεί.


Σάββατο, Δεκεμβρίου 21, 2024

Σαράντα Τέσσερα

Γίνομαι 44 σήμερα.

Άνοιξα αυτό το μπλογκ στα 26 μου, λες και ήταν χθες. Εντάξει, προχθές.

Γίνομαι 44 σήμερα.

Να κάνετε παιδιά. Και εσείς που δεν κάνατε να κινήσετε λυτούς και δεμένους για να κάνετε. Αν είστε στείροι να υιοθετήσετε. Αν είστε γόνιμοι αλλά δυσκολεύεστε, να κάνετε εξωσωματική. Αν είστε γκέι ζευγάρι να βρείτε παρένθετη μητέρα να σας το κυοφορήσει. Αν είστε λεσβίες να πάρετε σπέρμα από δότη. Αν είστε σινγκλ και το… «βιολογικό ρολόι» πνέει τα λοίσθια, το ίδιο. Να κάνετε παιδιά. Τέλος πάντων, να πολλαπλασιαστείτε με κάθε τρόπο. Όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο πείθομαι ότι αυτός είναι ο σκοπός που ήρθαμε σ’ αυτό τον πλανήτη.

Δεν μπορείς να αναπτυχθείς πνευματικά χωρίς να έχεις παιδιά. Όσα βιβλία και να διαβάσετε, όσα πτυχία και να πάρετε, τίποτα δεν θα ανοίξει το μυαλό και το πνεύμα σας αν δεν αναγκαστείτε να μεγαλώσετε παιδιά. Και δεν εννοώ να αλλάζετε πάνες και κατουρημένα βρακιά, να τα νανουρίζετε και να τα ταΐζετε βιολογικές κρεμούλες. Εννοώ να μπείτε στη διαδικασία να πλάσετε πνευματικά έναν άνθρωπο και να τον παραδώσετε στην κοινωνία άνευ τύψεων, έχοντας κάνει «ό,τι καλύτερο μπορούσατε».

Η μεγαλύτερη ευθύνη που μπορεί να σου ανατεθεί είναι αυτή. Η διάπλαση ενός ανθρώπου. Το βλέπω με τον γιο μου τώρα που μεγάλωσε και δεν ικανοποιείται στις αναζητήσεις του από τις απλοϊκές απαντήσεις μου. Ο γιος μου, οκτώ ετών αισίως, όταν ρωτά «πού πάμε όταν πεθαίνουμε» δεν αρκείται πια με το λαϊκό: «πάμε στον ουρανό» που του έλεγα τόσα χρόνια. Δεν έχει δει κανέναν να πηγαίνει στον ουρανό. Υποψιάζεται, ξέρει ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Και επιμένει να πάρει μία λογική απάντηση. Την αξίζει και τη διεκδικεί. Επίσης, όταν ρωτά: «πού πάει το φεγγάρι όταν ξημερώνει», δεν του αρκεί η απάντηση «πάει να κοιμηθεί» που του λέγαμε όταν ήταν μωρό. Τα παιδιά θέλουν πειστικές, πραγματικές, επιστημονικές απαντήσεις και πρέπει να τους τις δώσεις.

Το θέμα δεν είναι να τους τις δώσεις. Είναι πολύ απλό να πεις στο παιδί «πεθαίνουμε και μας τρώει το μαύρο χώμα» ή «το φεγγάρι πάει απ’ την άλλη μεριά και δεν το βλέπουμε». Το θέμα είναι ότι αυτά πρέπει να τα εξηγήσεις κιόλας. Κι αν δεν ξέρεις να τα εξηγήσεις, πρέπει να μάθεις να τα εξηγείς. Διότι θα αντιληφθείτε σύντομα ότι είμαστε το πρότυπο των παιδιών μας, είμαστε αλάνθαστοι στα μάτια τους, και δεν θέλουμε να πέσουμε απ’ αυτά. Δεν τους αρκεί το «δεν ξέρω». Αν θέλεις να θεωρείσαι αυθεντία για πολλά χρόνια ακόμη πρέπει να κόψεις τον λαιμό σου να μάθεις και να του εξηγήσεις με έναν τρόπο που να είναι απλός, πειστικός, ειλικρινής και προ πάντων, όχι απόλυτος.

Τις προάλλες, στο αυτοκίνητο, επί 45 λεπτά συζητούσαμε για ένα συμβάν που έλαβε χώρα στο σχολείο του. Ένας φίλος του πρόδωσε την εμπιστοσύνη του και κάρφωσε τον γιο μου στη δασκάλα λέγοντάς της: «Κυρία, ο Αλέξης δεν σας συμπαθεί και είπε ότι ανυπομονεί να πάει στη Γ’ τάξη να αλλάξει δασκάλα, να ησυχάσει» (πόσο γιος μου! Πόσο λόγια δικά μου θα μπορούσαν να ήταν αυτά - σχεδόν συγκινούμαι).

Παρακάμπτουμε τον κολλητό του που προέκυψε κουτσομπόλης, χαφιές και γενικά αρχίδι, και αρχίζουμε να συζητάμε περί προδοσίας, περί αντιμετώπισης της άρχουσας της τάξης, δηλ. της δασκάλας, τι κάνουμε όταν αυτήν δεν τη χωνεύουμε και διάφορα παρόμοια, ενήλικα σενάρια, μαθήματα ζωής, τα οποία καλά-καλά ούτε εγώ δεν έχω πάρει και στα οποία δεν έχω εύκολες απαντήσεις να δώσω.

Έπρεπε να του μεταφέρω την άποψή μου για τα πιο πάνω, χωρίς να φανεί ότι τον πατρονάρω, χωρίς να φανεί ότι του επιβάλλω την ορθότητα αυτής, χωρίς να επιμένω ότι η δική μου άποψη είναι ορθότερη της παιδικής δικής του. Έπρεπε να κάνω υπομονή στα παιδιάστικα επιχειρήματα που μου παρέθετε ήτοι, «θα πάω να τον δείρω και θα πω της δασκάλας ότι δεν με νοιάζει που έμαθε ότι δεν την συμπαθώ, εξάλλου είναι αλήθεια» και να του απαντώ ήρεμα και στωικά σε κάθε πιθανό σενάριο που μου παρουσίαζε ως απάντηση στο σκάνδαλο. Έπρεπε να απαντώ σαν να είμαι φίλος και όχι γονέας, αλλά ταυτόχρονα με τρόπο που να τον κάνει να σκεφτεί και να αμφισβητήσει την ορθότητα των σκέψεων του από μόνος του. Να συνετιστεί από μόνος του χωρίς να το καταλάβει. Αυτό το πράγμα είναι πολύ δύσκολο και πολύ κουραστικό.

Τόσο δύσκολο που και ο ίδιος όταν αντιλήφθηκε ότι δεν υπάρχει εύκολη απάντηση στο πως να αντιμετωπίσει τον κολλητό του που τον πρόδωσε και πως θα αντικρύσει ξανά τη δασκάλα του μετά απ’ αυτό, ξέσπασε σε κλάματα απελπισίας. Του απάντησα ότι κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα έκανα. Θα έκλαιγα το ίδιο γοερά. Του διηγήθηκα αντίστοιχες ιστορίες από τη δική μου ζωή όταν ήμουν στην ηλικία του. Του είπα επιπλέον ότι ακόμη και τώρα, στα 44 μου δεν είμαι σίγουρος αν ξέρω πως να αντιμετωπίσω στη δουλειά μου αντίστοιχα σενάρια χωρίς να εκτεθώ και να πληρώσω το όποιο τίμημα όποτε μου έρχεται να τα κάνω όλα λαμπόυγαλο - δηλ. κάθε μέρα. Μόλις ο μικρός αντιλήφθηκε ότι όλοι μαζί στο ίδιο καζάνι βράζουμε, έγινε πιο εύκαμπτος, πιο μετριοπαθής, άρχισε να εξερευνά τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε αντίδρασης. Άρχισε να σκέφτεται. Αυτό ήταν μεγάλη επιτυχία. Μου κόστισε 45’ συζήτησης, αλλά ευτυχώς ήμασταν μποτιλιαρισμένοι στη Γρίβα Διγενή και κάπως έπρεπε να αξιοποιηθεί ποιοτικά ο χρόνος μας.

Θα μπορούσα να ξεμπερδέψω λέγοντάς του «μην ξαναπαίξεις με το παλιόπαιδο και τράβα ζήτα συγγνώμη απ’ τη δασκάλα σου να τελειώνουμε», και να δυνάμωνα στο ραδιόφωνο τη Βίσση. Δεν το έκανα. Χάρηκα που δεν το έκανα. Όλο αυτό δεν θα το έκανα αν δεν είχα παιδιά. Ποτέ κανένας φίλος δεν θα με ρωτούσε «πού πάμε όταν πεθαίνουμε», κανένας φίλος δεν θα με ρωτούσε «πού πάει το φεγγάρι για να κοιμηθεί». Οι ενήλικες δεν ρωτούν ποτέ δύσκολες ερωτήσεις. Οι ενήλικες σπανίως συμβάλλουν στην πνευματική μας ανάπτυξη. Το αντίθετο θα τολμούσα να πω. Γι’ αυτό να κάνετε παιδιά. Να βρείτε το νόημα. (Φυσικά δεν επιμένω. Μην πέσετε να με φάτε, ό,τι θέλετε κάνετε. Να κι αν κάνετε παιδιά, να κι αν δεν κάνετε. Φιλολογική η συζήτηση ένεκα της ημέρας).  

Λίγο μετά στο αυτοκίνητο, ο μικρός μου είπε: «η ζωή, παπά, είναι πολύ δύσκολη τελικά. Ίσως ο θάνατος να είναι μια πιο εύκολη κατάσταση». Εκεί πανικοβλήθηκα. Τι θέλει να μου πει το παιδί μου; Μήπως έχει κατάθλιψη; Λες να κάνει καμιά βλακεία; Τα πήρα λοιπόν, κι άρχισα να του μιλώ για το δώρο της ζωής και την κατάρα του θανάτου. Να του εξηγώ ότι δεν υπάρχει τίποτα χαριτωμένο στον θάνατο και ότι ουδεμία σχέση έχει η ιδέα αυτού με την καρτουνίστικη μορφή που έχει στο μυαλό του. Αυτός νομίζει ότι πεθαίνουμε και λίγο μετά ανασταίνουμε σαν να είμαστε καρτούν. Μην νομίσει αύριο ότι είναι σαν τον beep-beep από τα looney toons και πηδήσει από κανένα γκρεμό να γλιτώσει απ' το Coyote και τρέχουμε.

«Άκου να σου πω κακομοίρη μου, μην μου μιλάς για τον θάνατο λες και είναι καμιά απλή ή χαριτωμένη υπόθεση στην οποία καταφεύγουμε αμέριμνα επειδή απλά σε νευρίασε ο κολλητός και η δασκάλα σου. Άμα πεθάνεις σε θάβουν στο μαύρο χώμα, λιώνεις, σε τρώνε τα σκουλήκια, δεν σε ξαναβλέπει άνθρωπος και ούτε στην κόλαση πας, ούτε στον παράδεισο, ούτε ξανάρχεσαι πίσω. Και μην διανοηθείς να κάνεις καμιά χαζομάρα, γιατί κακή σου μοίρα και μαύρο φίδι που σ’ έφαγε!»

Ακ0λούθησε αμήχανη σιωπή μισού λεπτού.

 «Παπά! Αυτά που μου είπες θα με στοιχειώνουν όσο ζω», απάντησε.

Απολογήθηκα τόσο όσο.

Ε, μα! Καλή η φιλοσοφική συζήτηση, αλλά έχει και το γονεϊκό άγχος, όρια!

 

Θα ζήσω. Γιατί είναι υπέροχο να μεγαλώνω δύο παιδιά, και να μεγαλώνω και τον εαυτό μου μαζί τους. Θέλω να δω, και εύχομαι να μπορώ να μεγαλώσω, και εγγόνια!

Γεια σας!

Τρίτη, Δεκεμβρίου 03, 2024

Πριν 24 Χρόνια

Έχω ένα playlist στο computer που λέγεται «Πανεπιστήμιο». 

 

Από καιρού εις καιρόν το ακούω και ταξιδεύω στα χρόνια εκείνα. 

 

Θυμάμαι πράγματα και θάματα. 

 

Ήμουν 21 ετών. Η μόνη μου έγνοια ήταν να βρω γκόμενα και να ακούω τραγούδια. Θυμάμαι ότι έκανα πράγματα που σήμερα μου φαίνονται πολύ αστεία. Είχα πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο. Μπορούσα να δω τρία dvd διαδοχικά και να μην ανοίξει μύτη. Ήταν φυσιολογικό. Μπορούσα να ξαπλώνω στο κρεβάτι και να ονειροπολώ ακούγοντας κατ’ επανάληψη τον ίδιο δίσκο. Ένα 24ωρο φάνταζε ατέλειωτο, ή τέλος πάντων μπορούσε να χωρέσει το σύμπαν. 

 

Θυμάμαι ακόμη τον πανικό που είχα όταν έπρεπε να γράψω την πρώτη μου έκθεση στα αγγλικά. Έπρεπε να γράψω 1500 λέξεις. Δηλαδή μιάμιση σελίδα. Είχα γράψει τον τίτλο μόνο και την πρώτη πρόταση. Έτσι πέρασε ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο. Νομίζω κλείστηκα στη βιβλιοθήκη με τη Νίκη, τη Μάριαν, τον EJ, τον Sherzod και είχαμε πει δεν θα βγαίναμε αν δεν τελειώναμε. Μετά το πρώτο δίωρο τηλεφώνησα στον πατέρα μου στην Κύπρο και του είπα «όχι μόνο δεν ξέρω πώς θα γράψω 1500 λέξεις, αλλά δεν καταλαβαίνω και το θέμα!» 

 

Δεν θα ξεχάσω το πρώτο μου ραντεβού. Κάνει να θυμάσαι το πρώτο σου ραντεβού στα 45 σου όταν έχεις δυο παιδιά; Δεν ξέρω. Η χαρά που έκανα όταν με έπιασε αγκαζέ και μου μιλούσε στα Ισπανικά ήταν απερίγραπτη. Της είπα κι εγώ «έρες λα ρέινα ντε μις όχος» (δεν ήξερα τι σήμαινε, το θυμόμουν από ένα τραγούδι της Γιουροβίζιον του ’98), και όταν κατάλαβε τι σημαίνει έγειρε επάνω μου και με είπε «αμόρ ντιβίνο!» Πετούσαν πουλάκια από πάνω μου. Το πώς βρέθηκα από τη σιχαμερή Κύπρο στην Αγγλία να φλερτάρω με τις εφτά φυλές του κόσμου, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους μου. 

 

Θυμάμαι ότι μετά πήγαμε στο Brannigan’s που είχε πολλους φοιτητές και χορεύαμε. Τότε έπαιζε το Sex Bomb του Τομ Τζόουνς συνέχεια. Χορεύαμε, ήμουν πανευτυχής. Κάποια στιγμή είδα έναν Άγγλο να την πλησιάζει και να της πιάνει κουβέντα, ήθελα να κάνω φόνο. «Με ένα συμφοιτητή μιλάει, σιγά!» Όχι σιγά! Ήθελα να τον σκοτώσω!

 

Όταν βγήκανε τα αποτελέσματα των εξετάσεων και είδα ότι πέρασα έκανα τούμπες στα γρασίδια του κάμπους από τη χαρά μου. Δεν το περίμενα. Ήμουν σίγουρος ότι θα κοπώ. Θυμάμαι ότι μια φίλη που κόπηκε το βρήκε προκλητικό εκ μέρους μου. Μου είπε ότι δεν έπρεπε να κάνω τούμπες μπροστά της. Δεν έκανα τούμπες μπροστά της. Έκανα τούμπες μπροστά σε όλο το campus. Δεν ήξερα καν ότι κόπηκε. «Ναι αλλά μου κακοφάνηκε» μου είπε. Αν είναι δυνατόν. Μετά απ’ αυτό απομακρύνθηκε και δεν κρατήσαμε επαφές. 

 

«Στο Πανεπιστήμιο η ζωή αλλάζει από term σε term» μου έλεγε μια φίλη και είχε δίκιο. Κάθε τρίμηνο άλλες παρέες, άλλοι έρωτες, άλλα προβλήματα. Για τους περισσότερους. Εγώ έμεινα σχεδόν σταθερός όλα τα χρόνια και στους έρωτες και στις παρέες και στα ίδια προβλήματα. 

 

Δεν έχεις ιδέα πόσο ωραία είναι η ζωή στα 20-25. 

 

Πάντα είναι ωραία θα μου πεις. Ναι, οκ. Άλλη η χαρά μου σήμερα. 

 

Αλλά και τι δεν θα έδινα να ήμουν πάλι πρωτοετής με το μυαλό που έχω σήμερα.