




Ούτε μια φιγούρα δεν έκαναν όλο το βράδυ, χώρια που ούτε ένα πλάσμα δεν καταδέχτηκε να φορέσει μαγιό να κάνει μια βουτιά! Η λευκωσιάτικη τρελή διασκέδαση σε όλο της το μεγαλείο! Το τι κατάρες έριξα εκείνο το βράδι δεν μπορείς να φανταστείς! Στράφι πήγαν οι κοκοφοίνικες, χαράμι και οι διακοσμήσεις. Το μόνο που έμεινε ήταν να κοιτάζει ο ένας τα ρούχα του άλλου!
Έκτοτε ορκίστηκα ότι δεν θα ξανά στήσω πάρτι με τόσο μεράκι. Από δω και μπρος, ένα ποτό στο Maze, και έξω απ’ την πόρτα! Έχω δυστυχώς φαντασία που οργιάζει, τα φαντάζομαι όλα ιδανικά μες το μυαλό μου, και στο τέλος τρώω σκατά από την ωμή πραγματικότητα.
Αλλά τι να κάνω κι εγώ; Η ζωή θέλει φαντασία και σκηνοθεσία! Το πάρτι μου το θέλω κάπως έτσι:
Πρόκειται αναμφίβολα για ό, τι καλύτερο κυκλοφόρησε φέτος! Οι τζαζ συνθέσεις του Patrick Leonard (γνωστός μας από τις επιτυχίες της Μαντόνα), αποτελούν τονωτική ένεση για την Βίσση αλλά και την ελληνική δισκογραφία που πνίγηκε στο μπουζούκι τα τελευταία χρόνια. Επίσης, οι διασκευές που περιέχονται στον δίσκο, όπως το ‘Κόντρα,’ το ‘Αν σ’ ερωτευτώ’ της Aguilera και το ‘Μέταλλο’ είναι τόσο φρέσκες που κοντράρονται άνετα με τις αυθεντικές εκτελέσεις. Ως εδώ, ντουζ πουάν.
Μετά έχουμε τις ελληνικές συνθέσεις από συνθέτες που τώρα άρχισαν να εμφανίζονται στο προσκήνιο οι οποίες κατά τη γνώμη μου δεν προσφέρουν και τίποτε στο όλο εγχείρημα, αλλά ούτε και με ενοχλούν, ομολογώ. Αδυνατώ να πιστέψω όμως πως δεν θα μπορούσαν να είχαν αντικατασταθεί με πολύ καλύτερα τραγούδια του Καρβέλα. Ειδικά τα λαϊκότροπα «Ρίσκο» και «Αλήτισσα ψυχή» είναι μηδέν μπροστά σε καρβελικά, ονειρικά χασάπικα τύπου «ψυχεδέλεια» και «πέστο ξανά.»
Αλλά ακόμη και αν συμφωνήσουμε πως ο δίσκος αυτός ξεφεύγει από τα τετριμμένα και δεν σηκώνει λαϊκά καψουροτράγουδα, επιμένω πως το «Τρακτέρ» του Καρβέλα περιείχε εξαιρετικές συνθέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να κάνουν τον «απαγορευμένο», δίσκο της δεκαετίας. Μην κοιτάτε που ο Καρβέλας αυτοκτόνησε με τον πολιτικό στίχο στον δίσκο του. Σαν feeling η μουσική του είναι όαση στην έρημο, κατά την γνώμη μου.
Αυτά βέβαια δεν ακυρώνουν τον δίσκο της Βίσση. Ήδη αγόρασα τρία αντίτυπα. Ένα για μένα και άλλα δυο -πάλι για μένα- γιατί δεν χόρταινα να βλέπω τα ράφια του καταστήματος γεμάτα με Άννα. Εδώ και 2 ώρες έχω το i-tunes στο repeat! Αλλά, ναι, μου λείπει η τρέλα του Καρβέλα, μου λείπει η παράνοια των στίχων του, τα υπαρξιακά του που εκτονώνονταν σε κάθε οκτάβα που ανέβαινε η Βίσση. Επιπλέον, μου λείπει η ελπίδα που μου ενέπνεε η συνεργασία τους, η σχέση τους. Το ότι ένας μέντορας εξακολουθεί να παράγει, να υπάρχει από την γυναίκα της ζωής του εμένα με παρηγορούσε. Διότι έβλεπα τις δικές μου ερωτικές ιστορίες μέσα από τη σχέση τους.
Τώρα, τι ζωή χωρίς αυτούς θα κάμω;
Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι τα μόνα τραγούδια του δίσκου που θα μας πορώσουν από τον φετινό δίσκο είναι συνθέσεις ξένων μουσικών, αποτελεί παρηγοριά και απόδειξη πως ο Καρβέλας μου παραμένει κορυφαίος! Και δεν θέλουμε τον οίκτο κανενός Θεοφάνους, καμίας Γαλάνη, κανενός Χατζηγιάννη. Κάνουμε πρωταθλητισμό και μόνοι μας!
Οι έξοδοι στην Αθήνα ήταν οι καλύτερες. Έμαθα το κέντρο της πόλης απ’ έξω. Και τα βράδια έπαιρνα ταξί και επέστρεφα πτώμα στο στρατόπεδο. Μια φορά αποκοιμήθηκα μέσα στο ταξί. Ο μαλάκας ο ταξιτζής χάθηκε στη διαδρομή, αλλά «θεώρησε προτιμότερο να μην με ενοχλήσει ξυπνώντας με, προσπαθώντας να βρει μόνος του τον σωστό δρόμο!» Με ξύπνησε όταν φτάσαμε, με μιάμιση ώρα καθυστέρηση, ζητώντας μου να τον πληρώσω 60 λίρες! «Δεν έχω τόσα λεφτά μαζί μου κύριε κώλο-ταξιτζή, συνήθως μου ζητάνε τα μισά!» Και τι μου λέει ο γύφτος: «Τότε να μου πεις το τηλέφωνο κάποιου συγγενή/φίλου σου στην Αθήνα να περάσω να πληρωθώ!»
Ναι, πάρτα τρία μου για προκαταβολή και τα υπόλοιπα σε δόσεις! Κατέβηκα, του έδωσα το τηλέφωνο ενός θείου μου, με τα νούμερα ελαφρώς ανακατωμένα και έφυγα.
Ύστερα ήρθα στην Κύπρο για το υπόλοιπο της θητείας και έπαθα το ίδιο σοκ που ζω τώρα με την επιστροφή απ’ τις σπουδές! Να φανταστείς παρουσιάστηκα σε κυπριακή μονάδα και απορούσα γιατί ο σκοπός της πύλης δεν με χαιρέτησε προβλεπόμενα κατά την είσοδο μου! Πού να ήξερα ότι και που ήταν ο σκοπός στην θέση του, ήταν κατόρθωμα! Οι χαιρετούρες τον μάραναν, τον στρατηγό!
Μάλιστα, τόσο εξωφρενικά μου φάνταζαν όλα στην κυπριακή στρατιωτική καθημερινότητα που μια μέρα δεν άντεξα, εισέβαλα αγενώς στο γραφείο του υποδιοικητή και τον παρακάλεσα να μιλήσουμε χωρίς τύπους. Έξω από τα δόντια! «Τι θέλεις κύριε δόκιμε;» Με ρώτησε με ύφος απαξιωτικό. «Συγγνώμη, μόνο δική μου ιδέα είναι ότι εδώ μέσα δεν δουλεύει τίποτε; Μόνο εγώ το βλέπω ότι διατάζεις τον στρατιώτη να κάνει τη δουλειά του κάπως αξιοπρεπώς και μόνο τη μάνα δεν σου βρίζει; (κατ’ ακρίβειαν στη βρίζει και εσύ κοιτάς).
Ο υποδιοικητής με κοίταξε μειδιώντας και την επόμενη μέρα μίλησε στον λοχαγό μου για αδυναμίες επιβολής εμού στο στράτευμα! Έτσι είναι. Όποιος δεν μπορεί να δέρει τον γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι. Έκτοτε δεν ασχολήθηκα ξανά με το στρατιωτικό γίγνεσθαι. Ψέματα! Ασχολήθηκα αλλά ξεσπούσα σπίτι μου. Δεν είχα και blog τότε… Στο στρατόπεδο απλώς μετρούσα μέρες. Σαν τον κατάδικο. Ότι κάνω και τώρα δηλαδή. Υπηρετώντας την υπόλοιπη, ισόβια θητεία μου στην ενάλια γη, Κύπρο.
Μεγάλο σχολείο ο στρατός, αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω!