Μερικοί ξέρετε την ιστορία απ’ έξω και ανακατωτά, μιας και τέτοια δεν συμβαίνουν καθημερινά στη ζωή μας, αλλά την ξαναλέω διότι σήμερα μου κόλλησε το εν λόγω τραγουδάκι και δεν λέει να με αφήσει ήσυχο.
Οκτώβρης του 2002 – Reading University.
Εγώ τότε μάζευα ακόμη τα κομμάτια μου από τον κολομβιανό τυφώνα και προσπαθώντας να ξεγελάσω τον εαυτό μου, άρχισα να επενδύω συναισθηματικά στην ‘Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη.’ Την
Στέλλα, το φρικιό με την απλώστρα. Θυμάστε...
Ένα βράδυ της ζήτησα να βγούμε και αυτή μου είχε πει ότι είχε κανονίσει ήδη να πάει με αρκετές Ιταλίδες φίλες της σε μια συνεστίαση για ξενιτεμένους φοιτητές, αλλά αυτό θα τελείωνε σχετικά γρήγορα, οπότε μετά θα πηγαίναμε ευχαρίστως στο R&B party στο union. Σύμφωνοι. Την ακολούθησα στην συνεστίαση και έζησα το μεγαλύτερο ρεζιλίκι της ζωής μου.
Τι είναι η συνεστίαση: Πρόκειται για ένα μικρό σπιτάκι κοντά στο πανεπιστήμιο, το οποίο ανήκει σε δυο γεροντάκια από την Αγγλία. Τα γεροντάκια αυτά έζησαν για χρόνια στο εξωτερικό και γνωρίζοντας τον πόνο τη ξενιτιάς, αποφάσισαν να ανοίγουν το σπίτι τους κάθε Σάββατο στους διεθνείς φοιτητές, ώστε να νιώσουν την αγγλική φιλοξενία, αλλά και να τους βοηθήσουν να εγκλιματιστούν γρηγορότερα στην κωλό-Αγγλία.
Με το που μπήκαμε στο σπίτι τους, μας έδωσαν ένα αυτοκόλλητο για το πέτο, στο οποίο έπρεπε να γράψουμε το όνομα και την χώρα μας, ώστε να κοινωνικοποιηθούμε και να γίνουμε όλοι μια παρέα. Στο σαλόνι μας συνάθροισαν, μας κέρασαν τσάϊ και μπισκοτάκια, καταλάβατε, αγγλικές φλωριές. Θα είχε πάνω από 150 άτομα μέσα στο σαλόνι να σαχλαμαρίζουν, ως επί το πλείστον Ιταλοί. «Ωραία, σκέφτηκα, και η μαλάκω η Στέλλα να μη μας κάτσει, εδώ μέσα έχει εκπτώσεις!»
Έρχεται η τσατσόγρια η οικοδέσποινα, ανεβαίνει πάνω σε μια καρέκλα και φωνάζει τρεμάμενη: «Κάτσετε κάτω χρυσά μου παιδιά, ήρθε η ώρα να γίνουμε όλοι μια παρέα, ήρθε η ώρα να κάνετε καινούριους φίλους!» Ανατρίχιασα. Συνεχίζει: «Θα κάνουμε όλοι ένα κύκλο, και προσπαθήστε να κάτσετε δίπλα από κάποιο που δεν γνωρίζετε. Πιάστε την κουβέντα, και μάθετε γι’ αυτόν το όνομα του, την καταγωγή του, τι σπουδάζει, τα ενδιαφέροντα του και τέλος, εντοπίστε κάτι σπέσιαλ γι’ αυτόν.Υστερα, θα σιωπήσουμε όλοι και θα συστήσετε αλλήλους σε όλο τον κύκλο. Θα γίνουμε όλη μια μεγάλη οικογένεια!» Βούρκωσα.
Παράτησα την Στέλλα και πήγα και μπήχτηκα δίπλα από μια Κλόντια. Αρχίσαμε τα μπούρου-μπούρου, είπαμε τα τυπικά κτλ. Αυτή η σάχλω, όταν έφτασε η ώρα να εντοπίσει αυτό ‘το κάτι’ που σκοτώνει, κόμπιασε. «Τι σπέσιαλ να αναφέρω για σένα λες;» Κοτζάμ παίδαρο έχεις απέναντι σου κούκλα μου, τι το σκέφτεσαι; Εκθείασε την γοητεία μου! «Εγώ θα πω για το πόσο γλυκειά είσαι!» της είπα. «Χμ, μα εγώ τι θα πω;» Μπα που να σκάσεις!
«Πες ότι ξέρω καλά ένα ιταλικό τραγούδι.»
«Αλήθεια;! Ποιό;»
«Το Fiumi di parole. Το ξέρεις;»
«Νομίζω. Για τραγούδησε μου το λίγο!»
«Εντάξει, άκου: τραλαλα, τραλαλα, τραλαλα»
«Ω! Bene, bene! Το ξέρω το καντζόνε. Μπραβίσσιμα, αυτό θα πω ότι είναι το ξεχωριστό σου χαρακτηριστικό!»
Αίφνης, σκιάχτηκα και συνειδητοποίησα τη μαλακία μου. Κοίτα να δεις, που θα τους το πει αυτό η Ιταλίδα και θα αρχίσουν όλοι με την γριέντζω αρχηγό να με πρήζουν να τους τραγουδήσω. Πωωω...Δεν το γλιτώνω! Και είναι γεμάτος ο τόπος Ιταλούς εδώ μέσα, δεν τον γλιτώνω τον ντοματοπελτέ! «Να σου πω, Ιταλιάνα μου, δεν το αλλάζεις λίγο το σενάριο; Πες ρε παιδί μου ότι το σπέσιαλ χαρακτηριστικό μου είναι το κυπαρισσένιο ύψος μου! Άσε το τραγούδι καλύτερα, μη γίνουμε ρεζίλι των σκυλιών.» «Μα γιατί; Το λες καταπληκτικά! Και η προφορά σου είναι έξοχη!» «Ναι, αλλά θα προτιμούσα...»
Δεν πρόλαβα να τελειώσω την κουβέντα μου, επανέρχεται η οικοδέσποινα να αρχίσει το πανηγύρι. «Κάτσετε κάτω παιδιά μου! Ήρθε η ώρα να γνωρίσετε τους νέους σας φίλους και στους υπόλοιπους!» Άρχισε το μαρτύριο. Σηκωνόταν ένας-ένας πάνω, και μιλούσε για το νέο άτομο που γνώρισε. Εμένα, να με φάνε τα φίδια. Σκοτείνιασε ο ουρανός, με ρούφαγε η ρουφήχτρα. Άρχισα να αγχώνομαι, κοκκίνησα, δεν άκουγα τίποτα! Σκεφτόμουν το ρεζιλίκι που θα ακολουθούσε:
«Πω, πω! Καλά να πάθεις μαλάκα αντί-χριστε ψωνάρα! Που μου ήθελες να επιδείξεις τα Iταλικά σου για να ρίξεις γκόμενα. Τώρα που θα σε πρήξει η κωλόγρια να τραγουδήσεις, να δούμε πως θα την αποφύγεις! Θα αρχίσει και ο όχλος από κάτω να χειροκροτεί και να σε σπρώχνει να τραγουδήσεις, να δω πως θα τους αποφύγεις! Είσαι για τον πούτσο. Και μόνος σου έσκαψες τον λάκκο σου πάλι! Έτσι, έτσι, θέλεις Σκάλα του Μιλάνου, φάτην τώρα!» Αυτές οι σκέψεις περιστρέφονταν στο μυαλό μου για περίπου 10 λεπτά ώσπου και ήρθε η ώρα της Κλώντια να με παρουσιάσει. Εγώ, μέχρι εκείνη τη στιγμή, φυτό!
«Hello everyone, this is my friend Chris. He is from Cyprus, he studies law and the special thing about him, is that he knows how to sing an Italian song!»
«Oh really?» Αναφώνησε γεμάτη ενθουσιασμό η γριά. «So, Chris, why don’t you….£!”£^&(^£$@~:»
Αχ Θεέ μου! Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει. Βαθειά ανάσα, και πάμε: «Fiumi di parole, fiumi di parole tra noi, primo poi....» Άρχισα να τραγουδώ να τελειώνουμε. Η σάλα με κοίταζε έκπληκτη. Παγωμένη. Καλά να πάθεις, έβριζα από μέσα μου. Και ρεζίλι γίνεσαι, και χάλια το λες! Εμ, βέβαια ήρθες εσύ, ο βλάχος από την Κύπρο, να τραγουδήσεις στους Ιταλούς τραγούδι δικό τους! Συνεχίζω το τραγούδι, φτάνω στο ρεφραίν. Η σάλα και η γριά να με κοιτάνε απορημένοι. Η γριά παίζει και να είχε πάθει και ανακοπή. Τέλος πάντων, κάπου μετά το ρεφραίν, είπα στον εαυτό μου ότι πρέπει να σταματήσω να τραγουδώ διότι αρκετό show off είχα κάνει, χώρια που κάτι μου βρώμαγε!
“OK guys, that’s all basically!” τους είπα.
“Nice! So now, why don’t you introduce your friend to the rest of the people?” Πρότεινε η οικοδέσποινα. Και έτσι και έγινε.
Όταν τελείωσε το τσίρκο, έμαθα από τη Στέλλα, πως η γριά ουδέποτε μου ζήτησε να τραγουδήσω. Απλώς μου είπε να συστήσω την Κλώντια.
“Δεν πειράζει, μπερδεύτηκες!” Μου είπε παρηγορητικά η Στέλλα. Συμβαίνει σε όλους. Εγώ ήθελα να’ ξερα: Αφού δεν κατάλαβα τι μου είπε η γριά, γιατί ήμουν πεπεισμένος πως μου ζήτησε να τραγουδήσω; Επειδή τόσο μου κόβει! Τς, τς, τς!
Μάλιστα... Ακολούθησε δείπνο στο οποίο εγώ δεν έκατσα να φάω. Μια στιγμή που δεν κοίταζε κανείς, έφυγα. Και εγκατέλειψα και την πολιορκεία της Στέλλας. (Μια η απλώστρα, μια το fiumi di parole, enough is enough!) Εννοείται πως ακόμη και σήμερα όταν διηγούμαι την ιστορία και την ξαναζώ, θέλω να ανοίξει η Γη να με καταπιεί. Ξορκισμένη να’ναι!
Παρόλα αυτά, το έξοχο αυτό τραγουδάκι, που είναι απομίμηση του ‘Listen to your heart’ των Roxette, μπορείτε να το ακούσετε εδώ, και να το τραγουδήσετε μαζί μου, χωρίς κανένα φόβο και πάθος πια!