Χαμογελάει αμήχανα, πάει να κατέβει απ’ το αυτοκίνητο. Ψάχνω το μαγικό κουμπί, που κλειδώνει αυτόματα τις πόρτες. Αντ’ αυτού, ανάβω κατά λάθος τους καθαριστήρες. Επανορθώνω αμέσως, ενεργοποιώ το αυτόματο κλείδωμα. «Δεν θα κατέβεις, αν δεν με φιλήσεις!» Σουφρώνω τα χείλη, κατευθύνομαι προς τα δικά της. Αυτή έχει σχεδόν κολλήσει πάνω στο τζάμι σαν βεντούζα. Με αποθαρρύνει.
Το χειρόφρενο μου, όρθιο! Με τον αγκώνα μου ενεργοποιώ το mp3 player. Στο αυτοκίνητο ξεδιπλώνονται νότες του Καρβέλα. Της τραγουδώ: «Ποτέ μη λες ποτέ, δεν ξέρεις τι γίνεται, ίσως αύριο ν’αλλάξεις γνώμη, και να πεις το ναι...»
Από το σύστημα εξαερισμού στάζουν καρδούλες. Οι καθαριστήρες εξακολουθούν να πηγαινοέρχονται συγχρονισμένοι με τους παλμούς μου. Το παρμπρίζ τώρα καταιωνίζεται με ύδωρ. Το αυτοκίνητο ίπταται ελαφρώς, στροβυλίζεται και πάλλεται ανεπαίσθητα, σαν να είναι το μαγικό χαλί του Αλαντίν. Αυτή πάλι, χασκογελά λες και βλέπει το θέατρο της Δευτέρας. Από κάτω μας περνά ο πύργος του Άιφελ, η Ακρόπολη, οι πυραμίδες. Αρχίζει να ξεροβήχει, επεμβαίνει στο πεντάλ, μου πατάει φρένο. Μου πάτησε και τον κάλλο. Στεναγμός!
«Καλά, κατέβα να δούμε τι θα καταλάβεις!»
«Καλό βράδυ.»
«...» (Το κακό σου βράδυ και ψυχρό!)
«Θα σου τηλεφωνήσω να τα πούμε σύντομα με καφέ!»
«...» (Χαμογελάω απογοητευμένα. Καφέ της παρηγοριάς και μόνο στην κηδεία σου! Μισησμένη!)
Με κοιτάζει ενοχικά, αλλά κολακευμένη. Τρέχει να μπει στο σπίτι της, κάνει και δέκα ώρες να βρει τα κλειδιά της το ζώον. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω της. Θα τα πει και όλα στις φίλες της τώρα, χαρτί και καλαμάρι! ...Κάνω επαναστροφή με τα χίλια ζόρια, πατάω γκάζι και εύχομαι να μη με βρουν το ίδιο βράδι με γκάζι ανοιχτό. Κατεβαίνω την λεωφόρο με χίλια και τρέχω, τρέχω, τρέχω για μιαν αγάπη τρέχω...Τη μόνη αγάπη που αγάπησα, και δεν μπορώ να έχω!
Κόκκινο! Πού το βάλανε το φρένο ρε γαμώ το; ...Μπουμ!
What what what? I cannot read this impossible language!
ΑπάντησηΔιαγραφή