Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2018

Περί Επίκτητου Χαρακτήρα

Όσο περνά ο καιρός και παρατηρώ τη συμπεριφορά του γιου μου, τόσο περισσότερο πείθομαι πως η έννοια του «επίκτητου χαρακτήρα» όπως αυτός μας διδάχτηκε στη βιολογία της δευτέρας Γυμνασίου, δεν υφίσταται. Ο επίκτητος χαρακτήρας είναι αυτός που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της ζωής μας και υποτίθεται πως δεν έχει σχέση με τα χαρακτηριστικά που φέρει το DNA μας. Αρλούμπες! Τολμώ να σου πω ότι, εγώ θεωρώ πως τα πάντα είναι γραμμένα στο DNA μας, από τα γούστα μας στη μουσική, μέχρι και τα χόμπι που αποφασίζουμε να αναπτύξουμε στην ενήλικη ζωή μας. Εντάξει, εγώ πιστεύω και στην έννοια της μοίρας γενικότερα. Και το γνωρίζω ότι είναι υπερβολικό. Μα όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο επιβεβαιώνομαι γι αυτές μου τις παρατηρήσεις.

Ο γιος μου, για παράδειγμα, από τη μέρα που γεννήθηκε κρατά ένα τρακτέρ και παίζει. Έχει ψύχωση με τα τρακτέρ και τα αγροτικά οχήματα. Τόση πολλή ψύχωση που φοβάμαι μην μου προκύψει εργατοπατέρας. Η τούρτα για τα γενέθλιά του ήταν σε σχήμα τρακτέρ, οι παντόφλες του έχουν επάνω στάμπα τρακτέρ, μόνο τατουάζ που δεν χτύπησε ακόμα. Του υποσχέθηκα πάντως, πως άμα κλείσουν οι αγρότες τους δρόμους μπροστά στο προεδρικό, θα τον πάω να δει όλα τα τρακτέρ της Κύπρου παραταγμένα, να ευφρανθεί η ψυχούλα του. Επίσης, κρατά όλη μέρα ένα πλαστικό κατσαβίδι και υποκρίνεται πως βιδώνει τις βίδες του αυτοκινήτου του. Ναι, λατρεύει και τα αυτοκίνητα. Του αγοράσαμε ένα παιδικό με μπαταρία τις προάλλες και έκανε σαν τρελλός. Το έστησε στη μέση του σαλονιού και έτρεχε γύρω-γύρω του για μισή ώρα ενθουσιασμένος. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ τόσο χαρούμενο.

Και απορώ από ποιον να πήρε αυτό το ανθρωπάκι. Από πού κληρονόμησε αυτή τη μανία με τα τροχοφόρα και δη τα τρακτέρ. Στο σόι μας δεν είχαμε μισό άνθρωπο που να ασχολείται με μηχανές, γερανούς, τρακτέρ, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, ελικόπτερα, και τα συναφή. Εγώ πάλι είμαι το άλλο άκρο. Τα βαριέμαι όλα αυτά. Βαριέμαι και την οδήγηση. Τα αυτοκίνητα τα κρίνω βάσει χρώματος και σχεδίου. Καμία μηχανική γνώση. Αν ήμουν και πλούσιος, θα είχα έναν σωφέρ να με παίρνει, να με φέρνει να μην κάθομαι να χολοσκώ. Όχι να κάθομαι με το κατσαβίδι να υποκρίνομαι πως σφίγγω τις βίδες να μην λασκάρουν κι αυτό να ‘ναι το παιχνίδι μου!

Εγώ στην ηλικία του έπαιζα θέατρο. Καλά, όταν λέω «έπαιζα» μην φανταστείς ότι ανέβαζα Σαίξπηρ! Αλλά έπαιρνα ό, τι χαρακτήρες είχα στη διάθεσή μου (X-Men, Στρουμφ, πλαστικά ομοιώματα χαρακτήρων της Ντίσνεϊ και τους έβαζα να μιλούν μεταξύ τους. Έστηνα σκηνικά, έφτιαχνα υπόθεση, όταν μεγάλωσα άρχισα και να γράφω τα σενάρια σε κόλλες χαρτιού. Επίσης, μεγαλύτερος αντέγραφα την τηλεόραση. Δανειζόμουν από τον θείο μου την βιντεοκάμερά του και γυρίζαμε με τα ξαδέλφια μου επεισόδια από σειρές. Και όλοι τότε απορούσαν από πού κληρονόμησα αυτή την αγάπη (εγώ, ξέρω, αλλά θα σας πω άλλη φορά) και γιατί δεν ασχολούμουν με τα άλογα (την μεγάλη αγάπη του πατέρα μου), ή γενικότερα με τα αθλητικά (το δεύτερο τη τάξει πάθος του), αφού ο οικογενειακός μου περίγυρός με αυτά ασχολούνταν.

Τότε όλοι έλεγαν ότι τους πάω κόντρα για να τους σπάσω τα νεύρα. Καμία σχέση. Έπαιζα με ό, τι έβρισκα ενδιαφέρον. Σε αυτά βοήθησε και η γιαγιά μου που για πολλά χρόνια με έπαιρνε μαζί της στα θέατρα και υποψιάζομαι ότι εκεί καλλιεργήθηκε η αγάπη, μα όχι. Το θέατρο, το είχα μέσα μου πολύ πριν μου το αναπτύξει η γιαγιά μου.

Ε, τώρα ο γιος μου, μου προκύπτει πολιτικός μηχανικός. Και πραγματικά εντυπωσιάζομαι γιατί δεν μπορώ να καταλάβω τι το συναρπαστικό βρίσκει στις μπετονιέρες που γυρίζουν, στα ανυψωτικά που ξεφορτώνουν, στους γερανούς που ανεβοκατεβάζουν πράγματα. Αλλά είναι ικανός να κάθεται με τις ώρες και να παίζει μόνος του μ’ αυτά. Ακόμα και στην τηλεόραση όταν βάζουμε να δούμε λίγο Youtube, θέλει να βλέπει τρακτέρ να σκάβουν χωράφια! Αν είναι δυνατόν!

Πού τα είδε και τα αγάπησε όλα αυτά, ο Θεός και η ψυχή του! Πραγματικά εντυπωσιάζομαι, αφού κανένας από τον οικογενειακό περίγυρο δεν του δίνει τέτοια ερεθίσματα. Εμείς τον πάμε στο θέατρο σχετικά συχνά, και ομολογώ ότι το παρακολουθεί ασκαρδαμυκτί. Αλλά καμία σχέση με την έμφυτη αγάπη που τρέφει για παντός είδους οχήματα. Για να καταλάβεις, στον δρόμο άπαξ και βρούμε μπροστά μας λεωφορείο αλαλάζει από χαρά. Φωνάζει εκστασιασμένος: «Οφωείο!», «Οφωείο!» και χειροκροτά. Κι εγώ μπροστά αντιδρώ παρομοίως προσθέτοντας ένα «γαμώ το λεωφορείο» (που στο διάολο το βρήκαμε μπροστά μας και θα σταματά κάθε 10 μέτρα τώρα!)

«Όλα τα μωρά ενθουσιάζονται με τα μηχανοκίνητα οχήματα, φάση είναι θα περάσει». Μου λένε. Τι φάση, ακριβώς; Και πότε λέτε να περάσει; Εγώ εχθές έμαθα ότι η παράσταση που ανεβάσαμε με τους Δικηγόρους, το «Τελευταίο Πάτωμα», διακρίθηκε από την κριτική επιτροπή του ΘΟΚ και τώρα μας ζήτησαν να την ξαναπαίξουμε. Από χθες πετώ από τη χαρά μου, παρόλο που δεν είναι η πρώτη φορά που μας συμβαίνει μια τέτοια διάκριση και τα έχω ξαναζήσει. Κι όμως, βλέπω ότι η ίδια χαρά που ένιωθα παιδί με όλα τα σχετικά, δηλ. θέατρα, σινεμά, τηλεόραση, μεγαλώνοντας γιγαντώθηκε και η ίδια. Έκτοτε με ακολουθεί πιστά!

Είναι όλα γραμμένα, μάνα μου, άμα σου λέω εγώ να με ακούς. Ερχόμαστε στη Γη ως πακέτο. Με τη μοίρα μας. Είναι όλα εκεί γραμμένα. Και οι αρρώστιες μας, και τα γούστα μας, και η συμπεριφορά μας, και οι πεποιθήσεις μας και η ημερομηνία λήξης μας. Ακόμα και η πολιτική μας ιδεολογία, δεξιά ή αριστερά είναι θέμα γονιδίου κατά τη γνώμη μου. Απλά δεν το ξέρουμε. Το ανακαλύπτουμε στην πορεία.

Θέλω να πω, πολύ κακώς μας κοπανάνε στο Γυμνάσιο περί επίκτητου χαρακτήρα. Βλακείες! Όλα μέσα μας τα φέρουμε. Και είναι πραγματικά συγκλονιστικό να το ανακαλύπτεις.

Αυτά είχα να πω σήμερα, γεια σας!

Το εργάκι μας, «Το Τελευταίο Πάτωμα», θα το ξαναπαίξουμε την Τρίτη 4 Δεκεμβρίου στην Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ στις 8:30. Όσοι δεν ήρθατε στις πρώτες παραστάσεις και θέλετε να μας δείτε, κάντε κράτηση στο ταμείο του ΘΟΚ, από αύριο, Τετάρτη. Είναι δωρεάν η είσοδος εξ όσων γνωρίζω. 

Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2018

Λίστα Χριστουγέννων

Δέκα κυπριακές αηδίες που περιμένω να ζήσω και φέτος τα Χριστούγεννα και μου έρχεται σκοτοδίνη μόνο που τα σκέφτομαι ένα μήνα πριν:

-       Οικογενειακή φωτογραφία φίλων, εν δυνάμει μελλοντικών πολιτικών ταγών του τόπου, μπροστά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ο σύζυγος με κοστούμι, η σύζυγος με κόκκινο ολόσωμο φόρεμα, δίχρονο παιδάκι ντυμένο Ελφ, μπισκότο ή τάρανδος με ευχές για όλους εμάς τους υπόλοιπους που δεν μπορούμε να τους φτάσουμε σε οικογενειακή θαλπωρή, (σε μισθό) και ολοκλήρωση ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι.

-         Διακοσμητικούς Άγιους Βασίληδες να κρέμονται από τις οροφές των σπιτιών. Αν σας ενδιέφερε η εξωτερική αισθητική του σπιτιού σας, ας αρχίζατε με το να καλύπτατε τα άνοστα ντεπόζιτα που βγάζουν μάτι, τα σίδερα που εξέχουν, να βάφατε την πρόσοψη, ή να μαζεύατε τα διαφημιστικά φυλλάδια από το πεζοδρόμιο σας.

-         Κέρατα Ρούντολφ στα αυτοκίνητα. Δεν σας φτάνουν τα δικά σας!

-       Ανέμπνευστα καλαμπούρια και αστεϊσμούς, κάθε χρόνο τα ίδια και απαράλλαχτα κλισέ, σχετικά με το πόσο φάγατε τις γιορτές και πόσα κιλά βάλατε από τα μελομακάρονα. Λες και δεν ξαναείδατε φαΐ στη ζωή σας! Λες και μας κόφτει! Στην πλάτη θα σας κουβαλήσουμε;

-      Πρωτοχρονιάτικα προγράμματα στα τηλεοπτικά κανάλια με όλους τους χωρκατοσελέμπριτις της χώρας να χορεύουν τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα. Διότι είναι τρομερό και άχαστο θέαμα ο Κασκαούνιας, η Ποταμίτου και ο Κούλλης Νικολάου όταν έρθουν στο τσακίρ κέφι. Και ευχές για ένα καλύτερο νέο έτος. Τι καλύτερο νέο έτος, χρυσοί μου; Κατά βαρβάρων πάμε χωνέψετε το!

-     Αποτυχημένες απόπειρες για αναβίωση του πάλαι ποτέ αόρατου φακού στην τηλεόραση. Δεν σας κάθεται χρόνια τώρα, τι το παλεύετε;

-       Κάλαντα, φάτνες, χιονάνθρωποι, και λοιποί, φτηνοί διάκοσμοι στους δρόμους, με τον ήλιο από πάνω να χτυπά τριαντάρια. Πόσο ανώμαλη εικόνα!

-   Υποχρεωτικά, οικογενειακά τραπεζώματα με κόσμο που όλη την υπόλοιπη χρονιά στα κάνει ΤΟΣΑ!

-         Το μωλ! Πραγματική εστία μικροβίων και μικρών βίων.

-    Χριστουγεννιάτικα δέντρα, μόνα τους, στο ίνστραγκραμ. Κανέναν δεν κόφτουν. Βέβαια, εδώ φωτογραφίζετε ακόμα τα πιάτα σας και τους καφέδες σας. Στο δέντρο, που αναβοσβήνει κιόλας, θα κολλήσετε;

Τι ήθελα και τα θυμήθηκα τώρα;


Εγώ μόνο αυτούς που θα πάνε στο εξωτερικό ζηλεύω. Τα τελευταία δέκα χρόνια επαναλαμβάνω στον εαυτόν μου ότι εκείνες τις 15 μέρες των γιορτών πρέπει να τις περνώ στο εξωτερικό και κάθε χρόνο τα τελευταία δέκα χρόνια αποτυγχάνω. Το 2009 είχα κανονίσει να τις περάσω στη Βουδαπέστη αλλά έπαθα καρδιακό και καθηλώθηκα, διασωληνώθηκα, τέζαρα και ησύχασα. Έκτοτε, τα ωραιότερα Χριστούγεννα τα πέρασα το 2016, με τον Αλεξάκο μου ενός μηνός στο καλάθι του και με την Καλομοίρα στην τηλεόραση. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι καλύτερο. 

Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2018

Λίλη

Σήμερα το πρωί «έφυγε» η γιαγιά της Μπρέντας, η περιβόητη Λίλη.

Η Λίλη ήταν για μένα η αγαπημένη συγγενής από το σόι της γυναίκας μου. Πολλούς συγγενείς της συζύγου μου εκτιμώ και αγαπώ, τους περισσότερους βασικά, αλλά η Λίλη προκαλούσε στον άλλον δέος. Δέος με την καλή έννοια, και δεν το λέω μόνο εγώ. Όλοι τη θεωρούσαν «αρχηγό» στην οικογένεια, (αρχηγό των Ούννων καθώς άκουσα να λένε).

Πριν σου πω για τη Λίλη, να ανοίξω μία παρένθεση. Με το σόι της γυναίκας μου συμβαίνει κάτι το παράξενο. Γνώρισα τη μάνα της σε παιδική ηλικία και τη συμπαθούσα εξ αιτίας της δουλειάς της. Ήταν σκηνοθέτης στο ΡΙΚ. Σκηνοθετούσε όλες τις παιδικές εκπομπές (και ενίοτε τα βίντεο κλιπ που στέλναμε στη Γιουροβίζιον). Θυμόμουν το όνομά της πάντα στους τίτλους τέλους. Μεγαλώνοντας και γνωρίζοντας της Μπρέντα εξεπλάγην ευχάριστα όταν έμαθα ότι ήταν η μητέρα της. Το ίδιο συνέβη και με τον αδελφό της τον οποίο γνώριζα από μικρό, από διάφορα παιδικά γενέθλια, αλλά και από τον στρατό. Πάντα τον συμπαθούσα και τον θεωρούσα κάποιον με τον οποίο θα ήθελα να κάνω παρέα. Όταν έμαθα ότι πρόκειται για τον αδελφό της εξεπλάγην το ίδιο ευχάριστα. Με ένα παρόμοιο, μαγικό τρόπο γνώρισα και τη Λίλη. Τη συμπάθησα και τη λάτρεψα πριν μάθω ότι είναι η γιαγιά της εν δυνάμει γυναίκας μου. Θα σου πω αμέσως πώς και γιατί:

Η Λίλη ήταν επιχειρηματίας. Είχε μαγαζιά με παπούτσια. Και μέχρι πρόσφατα συνήθιζε να κάθεται στα καταστήματά της και να χαζεύει ελέγχει την κίνηση. Όταν ξεκινούσα την άσκηση μου ως δικηγόρος το μακρινό 2005, έπρεπε να βρω μαύρα, καθημερινά παπούτσια να φορώ στη δουλειά και μου πρότειναν το μαγαζί της. Τη θυμάμαι σαν να ήταν χθες που καθόταν εκεί σαν ήρεμη δύναμη, δωρική και στιβαρή στο σκαμπό της, να προσπαθεί να ψυχολογήσει τις προθέσεις μου, να δει αν τελικά θα αγοράσω ή όχι. Τελικά βρήκα ένα ζευγάρι. Πλήρωσα, και φεύγοντας με κοίταξε με ένα έντονο και τα μάλα ψαρωτικό ύφος και έκανε τη βαρυσήμαντη δήλωση: «Μόλις αγοράσατε τα καλύτερα παπούτσια που υπάρχουν!»

Το είπε με τόσο στόμφο, με τόση σιγουριά και ικανοποίηση που σχεδόν το πίστεψα. Δεν ήταν τα καλύτερα παπούτσια του κόσμου, προφανώς. Ένα απλό ζευγάρι μαύρων υποδημάτων για τα καθημερινά χαμαλίκια στα δικαστήρια ήταν. Αλλά το πάθος με το οποίο ξεστόμισε την ατάκα και το πόσο το πίστευε, με έκανε να χαρώ που τα αγόρασα. Ήταν τόσο επιβλητική που ακόμα τη θυμάμαι! Η χαρά μου όταν έμαθα χρόνια μετά ότι επρόκειτο για τη γιαγιά της Μπρέντας, δεν περιγράφεται.

Ναι, λοιπόν, συμβαίνει αυτό το παράδοξο. Ήξερα το σόι της γυναίκας μου πριν τη γνωρίσω. Οπότε είχα πολλούς λόγους να αισθάνομαι ότι με αυτό το κορίτσι «θα κάνω το καλό».  

Η Μπρέντα θυμίζει τρομερά τη γιαγιά της. Και φυσιογνωμικά αλλά και σαν προσωπικότητα. Θυμάμαι ότι είχαμε πάει στην Ισλανδία, το 2012, και τριγυρνούσαμε στο Ρέικιαβικ χαρούμενοι που δεν είχαμε ακόμα εντοπίσει άλλους Κύπριους τουρίστες να μας χαλάσουν το κέφι. Εκεί που καθόμασταν σε κάποιο εστιατόριο και σχολιάζαμε πόσο όμορφα περνούσαμε, μας προσέγγισε ένας κύριος και με τεράστιο ενθουσιασμό ρώτησε γυναίκα μου: «Είσαι η εγγονή της Λίλης;» Κοντέψαμε να πάθουμε εγκεφαλικό. Ήταν παντού αυτή η γυναίκα! Επρόκειτο για έναν μακρινό συγγενή, ο οποίος μας κατάλαβε εξ αιτίας της ομοιότητας με τη γιαγιά της!

Η Λίλη ήξερε ότι η Μπρέντα πλάστηκε καθ’ εικόνα και ομοίωση της. Όταν ήταν βρέφος την κρατούσε στα χέρια της και ρωτούσε περήφανα το πλήθος: «σε ποιαν μοιάζει αυτό το μωρό;» Πιστεύω ότι έκτοτε την «προπονούσε» για να τη διαδεχτεί μια μέρα στον θρόνο. Και αυτό το διαπίστωσα πολλάκις σε εκείνα τα χριστουγεννιάτικα, οικογενειακά τραπέζια στα οποία η Λίλη ανασκοπούσε τη χρονιά που πέρασε σχολιάζοντας την πρόοδο του καθενός. Σαν την καθηγήτρια που μοιράζει στο τέλος του τριμήνου τους βαθμούς με τον έλεγχο. Για τον καθένα είχε να κάνει μια αυστηρή παρατήρηση για τα προσωπικά ή τα επαγγελματικά του. Και μιλούμε για ανθρώπους άνω των τριάντα, όχι για μωρά παιδιά. Κι όμως, κανένας δεν τολμούσε να της αντιταχθεί. Μόνο τη Μπρέντα δεν τολμούσε να πιάσει στο στόμα της και να την κρίνει. Τόλμησα και της είπα εκείνη τη φορά: «στην εγγονή σου γιατί δεν κάνεις καμία παρατήρηση; Όλα τέλεια τα έκανε φέτος ή δεν τολμάς να της ανοίξεις συζήτηση γιατί ποιος την ακούει μετά;»

Έπαιζα με τη φωτιά και το ήξερα. Αγχώθηκα προς στιγμή ότι μπορεί και να τα ακούσω, αλλά η Λίλη δεν τσίμπησε. Έσκυψε και πήρε τον καφέ της από το τραπεζάκι, ήπιε μια γουλιά και αφήνοντας το φλιτζανάκι στο πιατάκι του μου είπε συνωμοτικά, χαμηλόφωνα και άκρως θεατρικά: «έτσι όπως τα λες, είναι!»

Τη Λίλη την αγάπησα. Και μάλιστα είχα πει και στη Μπρέντα ότι παρόλο που είναι γιαγιά της και όχι μάνα της, ευχαρίστως θα έδινα το όνομά της στην κόρη μου. Αν κάναμε κόρη. Η ίδια ούτε να το συζητήσει. «Είναι το χειρότερο όνομα!» μου είπε μια φορά που μοιράστηκα μαζί της την πρόθεσή μου. Ούτε καν το «Λυγία» που ήταν και το βαφτιστικό της δεν συζητούσε. Εγώ πάντως, σοβαρολογούσα. Θα ήθελα μια κόρη που να τη λένε Λίλη και ας είναι όνομα τόσο ρετρό που θυμίζει γκόμενα του Κωνσταντάρα από ελληνική ταινία του ’60.

Δεν θα την ξεχάσουμε. Και να θέλω δηλαδή, δεν γίνεται. Το στέμμα και το σκήπτρο έχουν ήδη αναληφθεί και η πολιτική της «γραμμή» θα συνεχίσει από άξια εκπρόσωπο.

Αιωνία της η μνήμη. 

Πέμπτη, Νοεμβρίου 15, 2018

Δυο Χρόνια Πατέρας

Σήμερα ο γιος μου κλείνει δυο χρονών. Να μας ζήσει, να τον χαιρόμαστε, κι άλλα τέτοια συγκινητικά. Δεν θα σου γράψω τα συνηθισμένα, ότι περπατώ και πετώ, ότι βρήκα το νόημα της ζωής, ότι αισθάνομαι πλήρης -που και αυτά ισχύουν σε μεγάλο ποσοστό. Σήμερα θα σου γράψω για το αγγούρι της υπόθεσης.

Το αγγούρι είναι μεγάλο φίλε αναγνώστη. Και δεν είναι ότι δεν ήξερα ότι θα το φάω. Ήξερα ότι το παιδί πέραν της ευλογίας φέρνει μαζί του ως παρελκόμενο και το αγγούρι του. Το θέμα είναι πως αυτό το αγγούρι είναι μεγαλύτερο από ό, τι πίστευες και πως δεν είναι απλό να το φας. Και προ πάντων, δεν θα το φας διά της φυσικής οδού. Αυτό είναι που πονάει περισσότερο.
Ολίγα παραδείγματα:

Ένα πλάσμα που το λατρεύεις δεν θέλεις να το πληγώνεις. Για να μην το πληγώνεις οφείλεις από καιρού εις καιρόν, για να μην πω κάθε μέρα, να παίζεις θέατρο. Ειδικότις μου, θα πεις. Κι όμως, το να παίζεις θέατρο καταναγκαστικά είναι το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο. Τσακώνεσαι, φερ’ ειπείν με τη μάνα του, τη γυναίκα σου δηλαδή. Δεν δικαιούσαι να την αποδομήσεις στα μάτια του. Οφείλεις να κρατήσεις χαμηλούς τους τόνους τηρουμένων των αναλογιών. Ίσως να μην καταφέρεις να αποφύγεις τον διαπληκτισμό μαζί της, αλλά δεν μπορείς και να τα κάνεις όλα μπουρδέλο όπως θα έκανες αν δεν υπήρχε το μωρό. Ο ίδιος τα διαισθάνεται και πληγώνεται. Το ίδιο ισχύει και με άλλους συγγενείς. Οφείλεις να αγαπάς τους συγγενείς που αγαπούν τον γιο σου και ακόμα χειρότερα, οφείλεις να αγαπάς και τους συγγενείς που αγαπά ο γιος σου. Γιατί όταν τον βλέπεις να ανοίγει η ψυχούλα του στη θέα του Χ, Ψ συγγενή, ποιος είσαι εσύ που θα του τον στερήσεις; Δεν πα να σου κάθεται στο στομάχι; Θα τον χωνέψεις.

Επίσης, δεν δικαιούσαι να μην σώνεις ή να βαριέσαι. Εγώ κάθε βράδυ ακολουθώ το ίδιο σισύφειο τελετουργικό. Τον κάνω μπάνιο, του δίνουμε το γάλα του και καθόμαστε μαζί στην κουνιστή την πολυθρόνα και διαβάζουμε κάθε βράδυ τα ίδια βαρετά παραμύθια, με την ίδια σπαστική σειρά, κάνοντας κάθε βράδυ τα ίδια ρουτινιασμένα σχόλια. Διαβάζουμε τον «Μάρκο που τρώει το φαγητό του στην κουζίνα», διαβάζουμε τη «διαστημική περιπέτεια του Μίκυ», και τέλος το μαγικό βιβλίο του «Ρένου που έχει ορχήστρα και παίζει διάφορα μουσικά όργανα». Τα μετροφυλλούμε, τα σχολιάζουμε και δεν πα να πεθαίνει απ’ τη νύστα, δεν πέφτει στο κρεβάτι του αν δεν ακολουθηθεί ευλαβικά η πιο πάνω ιεροτελεστία. Αντιλαμβάνεσαι ότι πλέον είναι ο Χάρος μου να διαβάζω τις περιπέτειες του κάθε μαλακισμένου αρκούδου, μου είναι τεράστια αγγαρεία, αλλά σκάζω και το κάνω, γιατί η χαρά του γιου μου είναι απερίγραπτη, και επειδή αν εκτροχιάσω τη διαδικασία και εξ αιτίας μου τσαντιστεί και δεν κοιμηθεί, πάλι εγώ θα το πληρώσω.

Τον βάζω για ύπνο και συνεχίζω να κάθομαι στην κουνιστή την πολυθρόνα και υποτίθεται «τον προσέχω» και «δεν φεύγω από εκεί» ως το άλλο πρωί. Άπαξ και ξυπνήσει μες τη νύχτα και δει ότι έχω φύγει, αρχίζει και με ψάχνει. Οπότε εγώ λαγοκοιμάμαι και έχω έγνοια ούτως ώστε αν ξυπνήσει να μην πάρει έγκαιρα πρέφα την απουσία μου και ταραχτεί. Αν πάλι την αντιληφθεί, σπεύδω κουτρουβαλιστός, σχεδόν νυχτοβατώντας να κάτσω στην πολυθρόνα ώστε να μην καταλάβει ότι πέρασαν 6-8 ώρες στις οποίες εγώ κοιμόμουν στο δικό μου το κρεβάτι. Αντιλαμβάνεστε. Θέατρο κανονικό. Φαρσοκωμωδία!

Τέλος, δεν δικαιούσαι να έχεις προβλήματα δικά σου. Τελευταίως πέρασα μία μεγάλη τρομάρα γιατί νόμιζα αρρώστησα σοβαρά, και πέρασα μια μίνι κατάθλιψη ώσπου να επιβεβαιώσω ότι είμαι εντελώς καλά. Εκείνες τις μέρες έκανα πολύ μαύρες σκέψεις. Σκηνοθετούσα στο μυαλό μου την κηδεία μου, σκεφτόμουν τι θ’ απογίνει ο γιος μου, αν θα μεγαλώσει σωστά χωρίς εμένα, αν θα αποκτήσει ποτέ πατριό, αν θα αναπτύξει παραβατική συμπεριφορά εξ αιτίας της απουσίας μου, αν θα με θυμάται μεγαλώνοντας. Τον έβλεπα και αντί να τον χαίρομαι πνιγόμουν στη μελαγχολία. Παρόλα αυτά, έτρεχα απτόητος στους παιδότοπους, βουτούσα μέσα στις πολύχρωμες μπάλες, σκαρφάλωνα στις τσουλήθρες, ήμουν ένας κανονικότατος κλόουν για τις ανάγκες του γιου μου, προσπαθώντας να αποκρύψω πάση θυσία ότι ανησυχώ για την υγεία μου. Τραγική συμπεριφορά που μου προκαλούσε περαιτέρω μελαγχολία.

Θέατρο; Κανονικότατο!

Φυσικά, αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι εντελώς λανθασμένη. Η μάνα μου, ας πούμε, όταν ήμασταν εμείς παιδιά ουδέποτε έκρυψε τα συναισθήματά της ή τη διάθεσή της για χάρη μας. Αν δεν χώνευε την πεθερά της ή οποιονδήποτε άλλο συγγενή απ’ το σόι του πατέρα μου μας το έλεγε ευθέως (άσχετα αν αυτό μας δημιουργούσε αμηχανία και ερχόμασταν σε δύσκολη θέση όταν ήταν όλοι μπροστά). Αν βαριόταν να παίξει μαζί μας, μας το έλεγε, αν δεν είχε διάθεση να μας βλέπει μπροστά της πάλι μας το έλεγε. Ειλικρινές, κατά μία έννοια. Ο πατέρας μου, αντιθέτως, προσπαθούσε λίγο παραπάνω. Δεν εκφραζόταν ποτέ αρνητικά για κάποιον συγγενή αλλά το καταλαβαίναμε, του φαινόταν στη φάτσα. Δεν το έκρυβε επαρκώς. Βαριόταν να παίξει μαζί μου X-men, αλλά καθότανε για κάνα μισάωρο προσπαθώντας να το φτάσει μέχρι τέλους. Προσπαθούσε να προσποιηθεί, αλλά το καταλάβαινες ότι προτιμούσε να δει μπάλα ή να διαβάσει εφημερίδα. Σερνότανε.

Τέλος πάντων, εγώ, καλώς ή κακώς, αυτή την τακτική ακολουθώ. Του θεάτρου. Είναι όλα τέλεια, και γιε μου μην σκας για τίποτα. Και χάλια να βγει η παράσταση εγώ θα στη σκηνοθετήσω με τρόπο ώστε να μην καταλάβεις ούτε για ένα λεπτό ότι δεν μας έκατσε το έργο.

Το αγγούρι πονά και είναι δύσκολο, ισχύει. Αλλά, ναι, μπορείς να επικεντρωθείς στα θετικά του για παρηγοριά. Ότι, για παράδειγμα, τουλάχιστον το αγγούρι είναι δροσερό και έχει χαμηλές θερμίδες.

Πολύ το θέατρο. Ελπίζω μόνο να αναγνωριστεί στο χειροκρότημα.  

Να ζήσεις γιόκα μου υπέροχε, φως της ζωής μου, σε λατρεύω!

Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2018

Not My Cup of Tea

Δεν είμαι για να βγαίνω από το σπίτι.

Δεν προσαρμόζομαι. Δεν ταιριάζουμε, μάνα μου, πώς να το πω. Δεν έχουμε κοινή αντίληψη του κόσμου. Καλύτερα σπίτι μόνος μου, με τα τραγούδια μου, τις ταινίες μου, τον γιο μου, αυτά. Να περνά ευχάριστα η ώρα μου. Με όλους τους υπόλοιπους, από μακριά κι αγαπημένοι.

Βγαίνω έξω και ακούω τους Κυπραίους να μιλούν μεταξύ τους στα εγγλέζικα. «Πήγαν αγγλικό σχολείο μην τους παρεξηγείς». Και τι μ’ αυτό; Εγώ σπούδασα νομικά και δημοσιογραφία στην Αγγλία έξι χρόνια. Σπουδές που είχαν να κάνουν με το μπλα-μπλα και τη χρήση του λόγου. Τι θα έπρεπε να μιλώ εγώ δηλαδή αν αυτοί μιλούν εγγλέζικα. Με ένα not my cup of tea θα έπρεπε να κοιμάμαι και να ξυπνάω. Επιπλέον, είμαι ένα άτομο πολύγλωσσο. Μιλώ Ισπανικά σε προ-πανεπιστημιακό επίπεδο και γενικότερα λατρεύω όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες εξ αιτίας της Γιουροβίζιον. Μικρότερος μάθαινα και όλα τα τραγούδια απέξω και τα μετάφραζα. Έφτασα στο σημείο να αναγνωρίζω φράσεις όταν τις άκουγα εξ αιτίας των τραγουδιών. Με είδες, όμως ποτέ, να βγαίνω έξω και να μιλώ γιουγκοσλάβικα ή φινλανδικά;

Βγείτε και πείτε ότι είστε ανάξιοι να μιλήσετε τη μητρική σας γλώσσα, ρε μάνα μου, να μπουν όλα στη θέση τους. Να μου περάσουν και τα νεύρα. Ακούς εκεί «πήγαν σε αγγλικό σχολείο». Σιγά τα Χάρβαρντ και τις Οξφόρδες που τελειώσατε στην τελική! Κάτι βαλτά κωλοχανεία, κατάλοιπα της αποικιοκρατίας τελειώσατε.

Βγαίνω και περιστοιχίζομαι από κόσμο με πολύ σοβαρά προβλήματα. Σοβαρότατα. Ας πούμε, μπορεί να μην τους ενδιαφέρει ότι υπάρχει κατοχή στην Κύπρο, ότι το Κυπριακό θα λυθεί σε ρατσιστική βάση που θα καταρρεύσει με την πρώτη ευκαιρία. Δεν τους ενδιαφέρει η οικονομία που παραπαίει, η αλλαγή του κλίματος, το μεταναστευτικό. Τους ενδιαφέρει όμως αν το φαγητό που τρώει το παιδί τους είναι αποτέλεσμα δίκαιου εμπορίου. Το «Fair trade» το λεγόμενον. Γράφουν επιστολές, δημιουργούν γκρουπς στο Facebook όπου μαζί με άλλους ακτιβιστές του σύγχρονου κόσμου καταδικάζουν τη Nestle. Ενίοτε τη σαμποτάρουν κιόλας αποφεύγοντας να αγοράζουν σοκολάτες της. Αν τους πεις να πάνε σε μια αντικατοχική εκδήλωση όμως, βαριούνται.

Ε, εγώ αυτά δεν τα μπορώ.

«Φάτε λίγο γλύκισμα», μου λέει, «είναι fair trade

«Δηλαδή, τι έχει μέσα;» τη ρώτησα προσποιούμενος ότι δεν κατάλαβα.

«Δεν κατάλαβες… fair trade

«Εμείς με baking powder τα φτιάχνουμε».

«Το fair trade είναι ένα κοινωνικό κίνημα που στόχο έχει να βοηθήσει τους παραγωγούς στις αναπτυσσόμενες χώρες να λειτουργούν υπό καλύτερες εμπορικές συνθήκες και να προωθήσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη. Το κίνημα υποστηρίζει την πληρωμή μεγαλύτερης τιμής σε εξαγωγείς καθώς και υψηλότερα κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα. Εστιάζει ιδιαίτερα στις εξαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες προς τις αναπτυγμένες σε είδη όπως προϊόντα χειροτεχνίας, καφέ, κακάο, ζάχαρη, τσάι, μπανάνες, μέλι, βαμβάκι, κρασί, φρούτα, σοκολάτα, άνθη και χρυσό».

«Έλα, Αλέξη μου! Η κυρία έφερε κέηκ από Fair trade

Πλησιάζει ο Αλεξάκος, τρώει δυο μπουκιές, γυρίζει απ’ την άλλη και τα φτύνει.

Δεν χρειάζομαι τεστ πατρότητας. Είναι σίγουρα γιος μου!


Ανυπομονώ για την ώρα που θα μιλήσει κιόλας. Θα αποκτήσω και επίσημα κυβερνητικό εκπρόσωπο. 

Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2018

Ζύγι

Δεν ξέρω αν πήγα ποτέ στο Ζύγι.

Και αν πήγα, μάλλον θα καταπιέστηκα για να πάω, και η μνήμη μου το έχει απωθήσει. Κι αν πήγα θα μετρούσα την ώρα να επιστρέψω σπίτι μου, στη Λευκωσία. Γνωρίζετε τα αισθήματά μου για την κυπριακή ύπαιθρον, άλλωστε. Και για όλη τη χώρα γενικότερα. Αλλά όσο πιο μακριά από το σπίτι μου, τόσο χειρότερο το πράμα. Ακούγεται απορριπτικό και ακραίο, και ίσως είναι, μα ορίστε τώρα που γι’ άλλη μια φορά επιβεβαιώνομαι. Πόσο χωρκαθκιόν, Θέ μου! Πόσο τριτοκοσμικοί;!

Να τα πούμε λίγο τα σύκα- σύκα και τη σκάφη – σκάφη, κύριοι; Ούτε εμένα μ’ αρέσει αυτή η κατάσταση. Οι πρόσφυγες και δη οι εισαγόμενοι είναι ένα θέμα πάνω στο κεφάλι μας. Μια έξτρα, ουρανοκατέβατη μιζέρια, σαν να μην έφτανε η υπάρχουσα δική μας. Αλλά, έλεος! Για παιδάκια πρόκειται! Που δεν φταιν σε τίποτα! Ανθρωπιά θα δείξετε/δείξουμε. Στοιχειώδη φιλοξενία. Δεν θα αλλοιώσουν οτιδήποτε. Και τι να αλλοιώσουν εδώ που τα λέμε; Την αρία φυλή της Λάρνακας; Ευγνωμοσύνη θα σας δείξουν μια μέρα. Κι αν ήμασταν κράτος της προκοπής και τους απορροφούσαμε σωστά, μια μέρα θα πίνανε και νερό στο όνομά μας. Αλλά πού;!

Και δεν με νοιάζει τόσο που αποδεικνύεται περίτρανα άλλη μια φορά πως οι χωριάτες είναι χωριάτες. Αυτά εγώ τα έχω σπουδάσει. Εμένα με εκνευρίζει που βρήκαν πάτημα οι εκπρόσωποι της υψηλής ανθρωπιάς και ιντελιτζένσιας να πουλήσουν πνεύμα. Μποϊκοτάρουν τις επισκέψεις στο Ζύγι (oh, please!), έβγαλαν και αυτοκόλλητα στο Facebook με δηλώσεις «ποτέ ξανά ψάρι στο Ζύγι» (το παράξενο είναι που πηγαίνατε έτσι κι αλλιώς), και νομίζουν ότι κάτι τρέχει στα γύφτικα. Σείστηκε συθέμελα το Ζύγι από τα πολλά τα ποσταρίσματα!

Για να μην σχολιάσω κάτι δακρύβρεχτα αρθράκια που ξεμύτησαν στον Τύπο, αλλά και τοποθετήσεις στα τουίτερ τα οποία σπεύδουν να μας θυμίσουν πως και εμείς έχουμε υπάρξει πρόσφυγες και δεν πρέπει ποτέ αυτό να το ξεχνάμε. Καλά, όταν βλέπω τέτοια, απλά γελώ. Μέρα νύχτα μας πρήζουν ότι το «Δεν Ξεχνώ» είναι ένα παρωχημένο σύνθημα που διαιωνίζει το μίσος. Ότι δεν βοηθά στο να γυρίσουμε σελίδα. Ότι δεν προωθεί τη συγχώρεση (το ότι για να συγχωρέσεις κάποιον πρέπει κι ο άλλος να μετανοήσει βέβαια, το παραβλέπουμε), ότι πρέπει να το διαγράψουμε από τα τετράδια. Ότι, ότι!

Να το διαγράψουμε το «Δεν Ξεχνώ», αγάπες, κανένα πρόβλημα. Και που το λέμε τι καταλαβαίνουμε όταν συμπεριφέρεστε σαν τουρίστες στην ίδια σας τη χώρα. Η ένστασή μου είναι ότι τώρα σας φταίνε οι κάτοικοι Ζυγίου που ξέχασαν πώς κάποτε περάσαμε -και περνούμε ακόμα- προσφυγιά στην πατρίδα μας. Δεν είναι σχιζοφρενικό αυτό; Να ωρύεστε νυχθημερόν για την κατάργηση του Δεν Ξεχνώ, αλλά όταν η κατάσταση αντιστρέφεται, να ωρύεστε εκ νέου που κάποιοι «ξέχασαν»; Δεν είστε σοβαροί.


Ούτε οι μεν, ούτε οι δε!

Πέμπτη, Νοεμβρίου 08, 2018

Όσα Παίζουν Τα Ραδιόφωνα

Όχι άλλο ένα ποστ για τη μαννοσύνη των Κυπραίων, σας παρακαλώ.

Να μην παρακαλάτε. Να το φάτε και να σκάσετε.

Η εξέλιξη των ειδών είναι παντού διάχυτη στη φύση. Μόνο στην κυπριακή παραφύση δεν βλέπεις ίχνος του Δαρβίνου. Παραδείγματος χάριν, όταν σπούδαζα έξω έξι χρόνια μου έκανε εντύπωση που κάθε χρόνο η Αγγλία άλλαζε και οι αλλαγές ήταν εμφανείς. Κτήρια καινούρια ξεφυτρώνανε, νέες τεχνολογίες αντικαθιστούσαν τις περσινές, νέες προσεγγίσεις στην εκπαίδευση, τα πάντα ρει και ουδέν μένει στο μεγαλείο του. Μπορεί οι Άγγλοι να παραμένουν συντηρητικοί και να εμμένουν στη λίρα, στη βασίλισσα και σε άλλα γραφικά, αλλά την πρόοδο ξέρουν να τη φέρνουν (μπορεί τώρα στο Μπρέξιτ να φαν τα μούτρα τους, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι την τελευταία στιγμή θα ανακαλέσουν και θα κάτσουν στα αβγά τους). Γυρνώντας πίσω μια και καλή το 2008, μετά λύπης μου συνειδητοποίησα πως στην Κύπρο τα πράγματα έμειναν όπως τα θυμόμουν τη δεκαετία του ‘90. Σαν να μην πέρασαν από πάνω μας οκτώ χρόνια. Η ίδια βλακεία μας χαρακτήριζε.

Όλα γύρω εξελίσσονται. Τα κινητά κάθε χρόνο γίνονται και καλύτερα, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, οι ταχύτητες του ίντερνετ, τα πάντα. Μόνον η μαννοσύνη του Κυπραίου παραμένει ίδια και αυτό πρέπει κάποτε να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, γιατί σήμερα έγινε κάτι που με σόκαρε. Άκουσα ξανά μετά από 15 χρόνια κυπριακό ραδιόφωνο.

Πάνε τώρα λίγες μέρες που το αυτοκίνητό μου χάλασε και βρίσκεται στο συνεργείο. Προκειμένου να μην επηρεαστεί η καθημερινότητά μου, δανείστηκα ένα εφεδρικό που είχε η μάνα μου. Έναν κουβά με ρόδες. Ας είναι. Δεν υπάρχει υποδοχή για ipod έτσι τα τελευταία πρωινά πάω στη δουλειά μου ακούγοντας κυπριακό ραδιόφωνο, το οποίο είναι κι αυτό θύμα της καμίας εξέλιξης. Μην πω ότι είναι θύμα της αντίστροφης εξέλιξης καθότι όταν εγώ ήμουν μαθητής και με πήγαινε η μάνα μου σχολείο, θυμάμαι ότι οι ραδιοσταθμοί ήταν λιγότεροι και δεν υπήρχε εύκολη πρόσβαση από τον κάθε βλάκα στο μικρόφωνο.

Μα, τι να σας πω! Ούτε πως έχουμε 2018! Τα ίδια χαζά αστεία, τα ίδια χωρκάτικα μηνύματα που είχα να ακούσω από τον καιρό των τηλε-αφιερώσεων στο Σίγμα, το 1995! «Στείλτε μας τα μηνύματά σας και πείτε μας τι σκέφτεστε μόλις ξυπνήσετε», λέει η παλαβή από μικροφώνου. «Να, ένας ακροατής μας έστειλε ότι μόλις ανοίξει το μάτι του σκέφτεται: οϊ πάλεεεεε» Γέλια στο στούντιο, κλαυσίγελος στο αυτοκίνητο. Για να μην μιλήσω για την κακή χρήση της γλώσσας. Τριάντα χρονών και βάλε άνθρωποι και δεν ξέρουν να κλίνουν τα ουσιαστικά. Ο λόγος τους αντηχεί σαν ενοχλητικό ζουζούνισμα μύγας που έρχεται αποφασισμένη να εισβάλει στο αφτί σου. Καλά, αυτό με την ελληνική γραμματική είναι ψιλά γράμματα για τον πρωινό ραδιοφωνατζή που ο σκοπός του είναι να ναρκώσει τα μυαλά του κόσμου με άφθονα τσιφτετέλια για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στη μέρα του.

Καμία σωτηρία, πραγματικά. Λαός βγαλμένος από τις σπηλιές. Λαός που του πρέπει αφανισμός. Καμία πνευματικότις, ούτε καν στο πιο εύπεπτο χιούμορ, καμία πρωτοτυπία, καμία προσωπικότητα. Και τσιφτετέλια. Δώστου τσιφτετέλια απ’ το χάραμα! Καλά, δεν είπα να σας παίζουν Μπετόβεν και Μότσαρντ. Αλλά ποιος υγιής νους αντέχει τόσο κλαρίνο με το καλημέρα σας; Κάτι ήξερα που τα τελευταία 11 χρόνια ακούω μόνο τα playlists μου στο αυτοκίνητο; Ναι. Κι ας μου λένε κάποτε ότι χάνω επαφή με την πραγματικότητα. Ότι μια μέρα θα γίνει πόλεμος και ότι θα είμαι ο τελευταίος που θα το μάθει επειδή αρνούμαι πεισματικά ν’ ακούσω ραδιόφωνο. Μακάρι να γίνει πόλεμος! Και μακάρι να μας φάνε! Και αν δεν γίνει πόλεμος, θα τον αρχίσω εγώ! Να βγω στ’ άρματα να ισοπεδώσω τα ραδιόφωνα. Σπά-στε! Τα ραδιόοοοφωναααα! Που λέει και το άσμα!


Καλά κάνω και δεν ακούω. Και να κάνετε το ίδιο, πριν να είναι αργά. Που εδώ που τα λέμε είναι. Γιατί ο άρρωστος πέθανε και εμείς συζητούμε αν θα γίνει αποτέφρωση ή ενταφιασμός. 

Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2018

Εδώ Το Ακραιφνές Lifestyle

Ας μου εξηγήσει κάποιος εκ των έσω.

Πώς δουλεύει το πράγμα;

Γίνεται κάποιο ραντεβού με την υποψήφια wannabe celebrity και κλείνεται συμφωνία; «Εσύ θα κλάνεις στο Instagram και εμείς θα το κάνουμε είδηση;» Έτσι πάει το πράμα; Έτσι ρολάρει η μπίζνα; Και την πληρώνετε γι’ αυτό;

Εγώ το αγαπώ το Lifestyle. Μου το δίδαξε ο Κωστόπουλος με τα περιοδικά του και διαφωνώ κάθετα με τις διαβολές εναντίον του, ότι δήθεν ευθύνεται για τα σημερινά χάλια της Ελλάδας κι ότι σας βλάχεψε. Βλάχοι ήσασταν ανέκαθεν. Όσοι δεν ήσασταν, εκείνοι οι λίγοι, δεν πάθατε τίποτα επειδή διαβάσατε εκεί πέρα δυο τρία περιοδικά της προκοπής. Τόσο το DownTown, όσο και το, προσωπικά αγαπημένο, Nitro ήταν έτη φωτός μπροστά για την εποχή τους. Εγώ αυτά διάβαζα. Και το Maxim όσο κράτησε. Για τα υπόλοιπα του ομίλου δεν ξέρω, δεν εκφέρω γνώμη. Τόσο από πλευράς φωτογραφιών, όσο και από πλευράς κειμένων και συνεντεύξεων ήταν εξαιρετικά περιοδικά. Και στο λέω εγώ που ειδικεύτηκα στο «περιοδικό» όταν σπούδαζα δημοσιογραφία. Πολύ κακώς βέβαια, γιατί μόλις πήρα το μάστερ το 2007, άρχισαν όλα ένα, ένα να κλείνουν και να ψηφιοποιούνται. Ψιλό-καμένο, περιττό μάστερ εν τέλει. Όχι πως με χαλούν τα ψηφιακά περιοδικά, βέβαια. Αλλά για μένα το τυπωμένο περιοδικό ήταν έκθεμα. Αντικείμενο. Τα φύλαγα. Τα μάζευα. Τα αρχειοθετούσα. Αν ήταν και η σελίδωση σε χαρτί πολυτελείας μπορεί και να ερεθιζόμουν όταν τα μετροφυλλούσα. Όπως κάνω τώρα με μερικά βιβλία.

Τέλος πάντων, ξεφύγαμε από το θέμα μας.

Εξηγήστε μου ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ!


"Με τον γιο της" τρόπος του λέγειν. Κανένα πατουσάκι, κανένα δαχτυλάκι, ξέρετε... Ό,τι μπορούμε να δείξουμε.


Πόσες φορές να τηλεφώνησε άραγε ο σύζυγος, να ρωτήσει "που έβαλε τις πάνες" και ότι "γυρεύκει την κρέμα για το σύγκαμμα και δεν την βρίσκει";



Άρχισαν οι εγγραφές! Βουράτε να προλάβετε!


Λατρεύω stylish φορμάκια, εξαιρετικό θέμα για να ενημερωθεί το παγκύπριο. 


Κοιμάται ήσυχος ο Μαραντίνης από χθες. 


Υπέροχα δώρα, ευχαριστούμε! "...Που Δευτέρας να πάω να τ' αλλάξω".


Κατ’ αρχάς ποια είναι η Άντρεα Κυριάκου; Ναι, θυμάμαι αγάπη μου, μια φορά που καθίσαμε δίπλα της στο αεροπλάνο. Τόση εντύπωση μου έκανε που δεν μπορώ καν να την ανακαλέσω στη μνήμη μου. Μόνο εξ αιτίας σου τη θυμάμαι, που της έπιασες κουβέντα. Γιατί ασχολούμαστε μαζί της; Γιατί η ίδια κάνει στον εαυτό της αυτό το κακό; Να εκτίθεται με του ψύλλου το πήδημα. Θα μεγαλώσει μια μέρα ο γιος της και θα τα διαβάσει όλα αυτά. Και θα της πει «τι μαλακίες είναι αυτές; Έκανες θέμα τα πρώτα μου δωράκια, έλεος!» Όχι εγώ, «οι δημοσιογράφοι», θα του πει. Μα, αν φταίνε οι δημοσιογράφοι γι’ αυτές τις αηδίες που μας τις πασάρουν για lifestyle ειδήσεις ας τους στείλει εξώδικο. Απαγορευτικό. Να μην αναδημοσιεύουν προσωπικές της στιγμές από τα κοινωνικά δίκτυα. 

Δεν έχετε εγχώριες ειδήσεις της προκοπής να πουλήσετε; Να κλείσετε κύριοι! Να βρείτε άλλη δουλειά να κάνετε! Έχουμε αναγάγει το τίποτα σε επιστήμη απλά και μόνο για να υπάρχετε ως Μέσα.

Κι εσύ Άντρεα Κυριάκου, κάνε μας τη χάρη! Απάλλαξέ μας από το βάσανο να σε βλέπουμε παντού άνευ λόγου και αιτίας, σε κάθε refresh του Facebook. Κάνε κάτι θεάρεστο πρώτα. Γράψε μια διπλωματική, κάνε ένα διδακτορικό παρά απλώς να υπάρχεις, και μετά έλα να μας το πεις. Σταμάτα να είσαι άλλος ένας λόγος να δημιουργούνται κενές ειδήσεις και να μας γίνονται τσουρέκια. Ευχαριστώ. 

Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2018

NASA'S Πω Μια Ιστορία

Η Φωτογραφία Του Μήνα.



Εδώ είμαι μέσα σε έναν πύραυλο, στη ΝΑΣΑ, στη Φλόριντα, το έτος 2015, στα πλαίσια του μήνα του μέλιτος. Ούτε που τη θυμόμουν αυτή τη φωτογραφία. Γενικά από τον μήνα του μέλιτος δεν θυμάμαι πολλά. Τα ταξίδια στην Ευρώπη τα θυμάμαι πιο καθαρά. Αλλά αυτό, μόνο μέσω φωτογραφιών. Και ταινιών. Είναι πολύ θολό μες το μυαλό μου. Ίσως να φταίει το τζετ λαγκ, η κούραση, η γρήγορη εναλλαγή εικόνων. Ε, πόσα να αφομοιώσει και ο νους του τότε 35αρη. Μέσα σε τρεις βδομάδες είχα επισκεφτεί 5 χώρες! Δεν προλαβαίνουν να απορροφηθούν οι πληροφορίες από τον εγκέφαλο. Πέρασα υπέροχα, βέβαια. Αλλά γύρισα πτώμα. Αν σκεφτείς ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής, Νέα Υόρκη – Λονδίνο, Λονδίνο – Λάρνακα εγώ κοιμόμουν συνέχεια και ξύπνησα μόνο μισή ώρα για να αλλάξω αεροπλάνο, αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος της κατάρρευσης.

Ναι, την επίσκεψη στη ΝΑΣΑ με το ζόρι τη θυμάμαι. Να πω την αλήθεια μου, βαριόμουν και να πάω. Η Μπρέντα, όμως, ήταν της άποψης ότι «προπληρώσαμε και αφού προπληρώσαμε οφείλουμε να πάμε». Δεν είχαμε λεφτά για πέταμα ελαφρά τη καρδία. Εκείνο το πρωί, όμως, συνέβη κάτι απρόβλεπτο. Ξυπνήσαμε να πάρουμε το λεωφορείο από τον σταθμό για να μεταφερθούμε στη βάση / μουσείο της ΝΑΣΑ και η Μπρέντα έκπληκτη διαπίστωσε ότι είχε ένα σημάδι στην κοιλιά από τσίμπημα εντόμου. Θεωρήσαμε ότι ήταν κουνούπι, αλλά ήταν πολύ μεγάλο για να είναι κουνούπι, και έτσι ανησυχήσαμε κάπως. Δηλαδή, τι κάπως; Ξέρεις πώς είναι τώρα η ανησυχία όταν είσαι στο εξωτερικό. Μεγαλοποιείται εκατό φορές.

Η Μπρέντα μπροστά στο ενδεχόμενο το σημάδι να μεγαλώσει και να πολλαπλασιαστεί αγχώθηκε. «Λες να είναι κάτι σοβαρό;» Άντε τώρα! Πού να βρίσκαμε γιατρό, και μάλιστα δερματολόγο μες τη Φλόριντα; Και πώς να τον πληρώναμε χωρίς ασφάλεια; Θα ξηλωνόμασταν κανονικά. Δεν ξέραμε αν μας κάλυπτε το σχέδιο υγείας που είχαμε στην Κύπρο για έκτακτα περιστατικά στην Αμερική. Μην στα πολυλογώ, καταλήξαμε να κάνουμε κλήσεις Skype σε φίλους μας γιατρούς που ζουν στην Αμερική, να κάνουν διάγνωση εκ του μακρόθεν.

Στο μεταξύ έπρεπε να αποφασίσουμε. Θα πηγαίναμε στη ΝΑΣΑ ή θα μέναμε στο ξενοδοχείο να ψάξουμε γιατρό στην περιοχή; Άξιζε να τρέξουμε να δούμε τα πυραυλικά συστήματα όταν εκκρεμούσε ένα θέμα υγείας που όσο περνούσε η ώρα μας άγχωνε περισσότερο; «Πληρώσαμε! Θα πάμε!» μου είπε. Tι να έκανα, υπάκουσα. Ανέβηκα στο λεωφορείο και επισκέφτηκα τους πυραύλους κάνοντας μία δίωρη, βαρετή διαδρομή διά μέσου κάτι χωραφιών με καλαμπόκια. Με τα πολλά όταν φτάσαμε, μπήκαμε και είδαμε τον πιο πάνω πύραυλο και πριν καλά καλά προλάβουμε να συμπληρώσουμε μία ώρα μέσα στο μουσείο, γυρίζει και μου ανακοινώνει: «Θέλω να γυρίσω πίσω! Θέλω να πάω σε γιατρό!»

Αντιλαμβάνεστε.

Πήραμε ταξί για να γυρίσουμε εκτάκτως στο ξενοδοχείο, γιατί εύκαιρο λεωφορείο δεν υπήρχε. Δυο ώρες να φτάσουμε, δυο ώρες να γυρίσουμε και με το ζόρι μια ώρα επί τόπου. Πληρώσαμε και περίπου 300 δολάρια στον ταξιτζή, ο οποίος δεν σταμάτησε στιγμή να μιλά με τον γιο του στο τηλέφωνο προκειμένου να του εξηγήσει πώς να μας πάει στο ξενοδοχείο. Μια υπέροχη μέρα, δίχως άλλο.

Φτάσαμε στο ξενοδοχείο (σημείωση, μέναμε στη Ντίσνεϊλαντ. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ταξιτζής που να μην γνωρίζει πώς να μας πάει στη Ντίσνεϊλαντ και μάλιστα στη Φλόριντα;!) και καλέσαμε ασθενοφόρο να μας πάει στο ιατρικό κέντρο. Στιγμές απείρου κάλλους και εκεί με τη γραφειοκρατία, με τις έγχρωμες, χοντρές νοσοκόμες που παρέπεμπαν στον Eddie Murphy στην αντίστοιχη ταινία, ξέρετε. Ένιωθα να ζω σε επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς. Με τα πολλά ήρθε ένας γιατρός, ασιάτης (πιο σουρεάλ δεν γινότανε) και αποφάνθη πως το σημάδι στην κοιλιά ήταν τσίμπημα από κοριό! Μετά μάθαμε ότι είναι πολύ διαδεδομένο στα ξενοδοχεία της Αμερικής. Μας έδωσε μια αλοιφή, πληρώσαμε άλλα 300 δολάρια και ολοκληρωθήκαμε σαν άνθρωποι.


Αυτά τα ωραία. 

Τουλάχιστον μου έμειναν 4-5 φωτογραφίες από τη ΝΑΣΑ να τις δείχνω και να κάνω τον ωραίο. Ήμουν δέκα κιλά πιο χοντρός τότε, με περισσότερα μαλλιά, με πιο ωραία γυαλιά εξ όσων βλέπω, και με ένα εκατομμύριο λιγότερες έγνοιες. Βέβαια, δεν είχα τον Αλεξάκο μου. Ποιος τη χέζει τη ΝΑΣΑ.