Τα δύο αγαπημένα μου προγράμματα αυτή την εποχή στην τηλεόραση είναι τα
καλλιστεία. Τόσο τα γυναικεία, όσο και τα αντρικά, αποτελούν εξαιρετική
ευκαιρία να επιβεβαιώσεις ότι αυτή η χώρα και αυτός ο κόσμος δεν πλάστηκε για μας.
Και μην βιαστείς να με κατακρίνεις, γιατί σαφώς δεν πνέω τα μένεα εναντίον
20 αμόρφωτων κοριτσιών και είκοσι αμόρφωτων αγοριών που δεν μπορούν να
συντάξουν μισή σωστή πρόταση στην μητρική τους γλώσσα για να εκφράσουν την
άποψή τους ούτε καν για την πιο απλή ερώτηση. Εμένα η ένστασή μου, αλλά και το
ενδιαφέρον μου, εστιάζονται στον τρόπο με τον οποίο κατευθύνονται να απαντήσουν
στις ερωτήσεις από την εκάστοτε παραγωγή και από την εκάστοτε κομπλεξική
επιτροπή.
Τα καλλιστεία είναι σαφώς η κορυφή του παγόβουνου, γιατί το πρόβλημα
έκφρασης άποψης και γνώμης είναι βαθύτερο, και εντονότερο, και σε άλλες επιτροπές
που όμως δεν χαίρουν τηλεοπτικής κάλυψης, όπως αυτές που διορίζουν κόσμο στο
Δημόσιο π.χ., αλλά και σ’ αυτές που προσλαμβάνουν προσωπικό σε ιδιωτικές
εταιρείες.
Πας, ας πούμε, κάπου και σε ρωτάνε «πώς θα ένιωθες αν ο αδελφός σου ήταν
ομοφυλόφιλος» και όλοι ξέρουμε ότι ο μέσος άνθρωπος θα βρεθεί προ διλήμματος
καθότι θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ δύο απαντήσεων. Της πραγματικής και της καθώς
πρέπει. Αν είσαι αφελής θα πεις ό, τι σκέφτεσαι, αν θέλεις τον διορισμό θα πεις ό,
τι θέλουν να ακούσουν. Αυτό κι αν είναι συγκαλυμμένος φασισμός.
«Αν ο αδελφός μου ήταν ομοφυλόφιλος θα τον στήριζα, θα τον συμπονούσα, θα
τον αντιμετώπιζα όπως πριν». Και όσο το πιστεύω εγώ αυτό που λέω, άλλο τόσο να
το πιστέψετε κι εσείς, φαίνεται να λέει η αμήχανη και τρεμάμενη φωνή του υποψηφίου... αλλά αυτά θέλετε να ακούσετε, αυτά σας λέμε, βάλτε τώρα
τον καλό τον βαθμό.
Εφόσον αντιλαμβανόμαστε όλοι από την αμηχανία στην ατμόσφαιρα ότι κανένας
δεν εννοεί αυτά που λέει και ότι στην Κύπρο αυτές οι νοοτροπίες δεν υφίστανται,
τι θέλουμε και το παλεύουμε περαιτέρω;
Ζω για την ημέρα που θα γνωρίσω αυθεντικό άνθρωπο. Που θα εκφραστεί κάποιος
με παρρησία και δεν θα κωλώσει να υποστηρίξει τη θέση του. Παραδείγματος χάρη:
«Αν
ήταν ο αδελφός μου ομοφυλόφιλος θα ένιωθα άβολα, γιατί μεγάλωσα με άλλα
στερεότυπα και μου έπεσε βαρύ. Αναγνωρίζω βέβαια ότι τώρα αλλάζουν τα πράγματα
και υποτίθεται τους έχουμε αποδεχτεί, κάνουν και παρέλαση μια φορά τον χρόνο, η
ΕΕ μας είπε ότι πρέπει να ψηφίσουμε και το σύμφωνο συμβίωσης αν δεν θέλουμε να
φάμε καμπάνα, και κάποιοι θέλουν και να υιοθετούν παιδιά, οπότε πρέπει να
συμπεριφέρομαι σαν να μην συμβαίνει τίποτε, και να βγαίνουμε έξω όλοι μαζί σαν
μια ωραία παρέα, αλλά πολλά μαζεμένα μας πέσανε και δεν τα έχουμε ακόμα χωνέψει
σαν κοινωνία ώστε να βγάλουμε ένα σφαιρικό, ήρεμο, ορθολογιστικό και λογικό
συμπέρασμα. Εν πάση περιπτώσει, δεν έχω καταλήξει 100% στο τι πιστεύω καθότι το
θέμα είναι λεπτό, όμως αδελφός μου είναι και, ως γνωστόν το αίμα νερό δεν
γίνεται.»
Αυτή θα ήταν μια πιο σωστή απάντηση. Γιατί θα φανέρωνε μια διεργασία
σκέψης, και θα φανέρωνε άνθρωπο που προσπαθεί να ισορροπήσει τη λογική με το
θυμικό, πράγμα σπάνιο και γοητευτικό, θα φανέρωνε μια συστολή και μία
ειλικρίνεια που θα έπειθε και τον πιο δύσκολο κριτή.
Τα πάνελ όμως, δεν εκτιμούν αυτό! Θέλουν το καθώς πρέπει ψέμα κι ας είναι
αδικαιολόγητο. Και θέλουν το ψέμα γιατί μέσα από το ψέμα θα περάσει η προπαγάνδα.
Έτσι λειτουργεί όλη η Κύπρος. Δεν μπορείς να εκφράσεις τις σκέψεις σου, τις
φοβίες σου, τις ανασφάλειές σου, τους δισταγμούς σου. Αμέσως είσαι λάθος. Αλλά
αν απαντήσεις το «σωστό» με αμηχανία και χωρίς πολλά-πολλά, πείθοντας
ουσιαστικά κανέναν, είσαι αυτόματα σωστός. Τότε και προσωπικότητα διαθέτεις, και
μπορείς να μας εκπροσωπήσεις επάξια στους διεθνείς διαγωνισμούς, και μπορείς να
διοριστείς στο Δημόσιο, γιατί το παν είναι να λες αυτό που θέλουν να ακούσουν
και όχι αυτό που πραγματικά σκέφτεσαι δικαιολογώντας το.
Και είμαι κομμάτι αυτού του προβλήματος, γιατί κι εγώ έχω πέσει θύμα αυτής της
νοοτροπίας. Όταν είχα πάει σε συνέντευξη για δουλειά, με ρώτησε μία κυρία από
την επιτροπή: «Πώς θα καταφέρεις να αντεπεξέλθεις στα καθήκοντά σου ως νέος υπάλληλος
και να επιβληθείς σε ένα περιβάλλον με τόσους πιο έμπειρους από σένα
συναδέλφους;» Κι εγώ απάντησα ότι σκοπεύω να επιβληθώ με τις γνώσεις μου και
την αφοσίωσή μου στην εργασία μου. Όλοι όμως ξέρουμε ότι η πραγματική απάντηση
ήταν «δεν έχω ιδέα πως θα επιβληθώ, μάλλον θα κάνω υπομονή με τα ξεκατινιάσματα
και τα κουτσομπολιά, θα βάζω από το ένα, θα βγάζω από το άλλο, θα κάνω τη
δουλειά μου όσο πιο καλά μπορώ και όταν σχολάω και πάω σπίτι μου θα τα γράφω
όλα στ’ αρχίδια μου.» Μάντεψε ποια απάντηση θα εκτιμούνταν περισσότερο. Ζω για
την ημέρα που θα μπορώ να απαντήσω το δεύτερο και θα μου πουν «μπράβο που λες
τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη!»
-
Σου αρέσει που υπάρχει ισότητα μεταξύ των δύο φύλων;
Ρώτησαν χθες βράδυ έναν άλλον υποψήφιο.
Ο υποψήφιος απάντησε «σε κάποια θέματα δεν μου αρέσει» και βρήκα την
απάντησή του πολύ πιο ενδιαφέρουσα από το να μου έλεγε το προφανές, ότι δηλαδή «τα
δύο φύλα είναι ίσα και έτσι πρέπει να ‘ναι». Βέβαια, η απάντηση θα είχε
ενδιαφέρον αν την τεκμηρίωνε, και αν μας εξηγούσε τη σκέψη του, μα όλοι
γνωρίζουμε ότι στα τηλεοπτικά πάνελ μία αόριστη πρόταση αρκεί για να καλύψει το
κενό του τηλεοπτικού χρόνου ώστε να βγει το πρόγραμμα, οπότε μικρό το πρόβλημα.
Αλλά, αν ο υποψήφιος το συνέχιζε και έλεγε ότι, παραδείγματος χάρη, τον ενοχλεί
που χάθηκαν οι ρόλοι ανάμεσα στα φύλα και βρίσκει ξενέρωτο να τον κυνηγά μια
γυναίκα και να του την πέφτει πρώτη, ή τέλος πάντων, αν έλεγε ότι θέλει να έχει
ο ίδιος το πάνω χέρι γιατί αισθάνεται προστάτης και όλο αυτό είναι κατά βάθος
γοητευτικό, θα είχε εννοείται τη ψήφο εμπιστοσύνης μου. Γιατί θα φανέρωνε έναν
εαυτό που προσπαθεί να ισορροπήσει τα στερεότυπα με τις ραγδαίες κοινωνικές
αλλαγές.
Το «πιστεύω στην ισότητα» εννοείται δεν λέει τίποτα, αλλά είναι καταφανώς
πιο θεμιτό από το «δεν πιστεύω στην ισότητα» που επίσης δεν λέει ουσιαστικά
τίποτα. Και εννοείται ότι ζούμε σε εποχές που όσο κι αν επιχειρηματολογήσεις, ο
σκοπός είναι να καταλήξεις υπέρ της μειονότητας και του αδυνάτου ή του
κοινωνικά περιθωριοποιημένου. Είτε αυτή η μειονότητα λέγεται ομοφυλόφιλοι, είτε
μετανάστες, είτε τουρκοκύπριοι, είτε δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.
Τελευταίο και κλείνω: Είχε ρωτήσει ο Ιωαννίδης τις προάλλες στα καλλιστεία
μια υποψήφια, να του πει ποια παγκόσμια προσωπικότητα θαυμάζει, κι εκείνη
απάντησε τον Πούτιν. Δεν το δικαιολόγησε επαρκώς, φαίνεται έτσι της είχαν πει
να απαντήσει από το σπίτι της κι αυτό έπραξε, και τότε ο Ιωαννίδης και η
Ευρυπίδου απογοητεύτηκαν και της είπαν ότι υπάρχουν και πιο σοβαρές
προσωπικότητες για να θαυμάσει κανείς (δεν μας τις κατονόμασαν, αλλά κατά τη
γνώμη τους υπάρχουν και οι ίδιοι τις ξέρουν – κι εμείς πρέπει να τους πιστέψουμε),
και ως εκ τούτου τη βαθμολόγησαν χαμηλά.
Αντιλαμβάνεσαι τη γελοιότητα του πράγματος και από τις δυο πλευρές. Των μεν επειδή θεωρούν οτι οι προσωπικότητες που γνωρίζουν οι ίδιοι είναι σοβαρότερες από την προσωπικότητα που θαυμάζει η υποψήφια, της δε υποψήφιας επειδή θαυμάζει τον Πούτιν, αλλά δεν ξέρει να μας πει γιατί. Παρεμπιπτόντως, αν η απάντηση δινόταν σήμερα που μιλάμε, η αιτιολόγηση θα ήταν περιττή καθότι όλοι πλέον αγαπάμε Πούτιν. Τέλος πάντων.
Εγώ θέλω να ζω σε έναν κόσμο που ακόμα και τον Χίτλερ να θαυμάζεις, αυτό να
θεωρείται σωστό εφόσον το τεκμηριώνεις. Εφόσον μπορείς να δικαιολογήσεις γιατί
τον θαυμάζεις, αυτό να μην σε καθιστά αυτόματα λάθος. Αν εγώ θαυμάζω τον Χίτλερ
για τον Χ, Ψ, λόγο, ή αν θαυμάζω τον Μέγα Αλέξανδρο που έφτασε η χάρη του μέχρι
τα βάθη της Ασίας επειδή είχε στρατηγικό μυαλό και ηγετικές ικανότητες, δεν σου
πέφτει λόγος. Και την Κοκό Σανέλ και τον Άινσταϊν, και την Άννα Βίσση,
δικαιούμαι να τους θαυμάζω εφόσον σου εξηγώ γιατί. Και η απάντηση μου είναι
100% σωστή.
Απλώς, ζούμε ακόμα σε χώρες που η διαφορετική άποψη είναι αποδεκτή, μόνο αν
συμβαδίζει κατά βάθος με τη δική μας και την περιρρέουσα – εμετός.