Ο θείος Νίκος είχε
αγοράσει της θείας Ελίζας έναν παπαγάλο.
Ο παπαγάλος ήταν
κακάσχημος, αφρικάνικος, σαν εκείνον που βλέπεις στην παγωταρία του Ηρακλή στην
οδό Λήδρας. Γκρίζος, με μαύρο ράμφος, μαύρα και κόκκινα φτερά σαν κοράκι σε
νεκροταφείο. Τον είχαν μέσα σε ένα ασφυχτικά μικρό, σιδερένιο κλουβί στο χωλ,
το οποίο έσφυζε στη βρόμα και τη δυσωδία. Ήταν μονίμως λερωμένο από φύλλα
φυστικιών και περιττώματα, σκέτη φρικωδία.
Ποτέ μου δεν
κατάφερα να τον αντιμετωπίσω σαν κατοικίδιο και να τον αγαπήσω. Για μένα ήταν
πάντα ένα τέρας μέσα σε ένα κλουβί το οποίο προσπαθούσε με το ράμφος του να
ανοίξει τη σιδερένια πορτούλα, να πετάξει και να με κατασπαράξει. Ο θείος Νίκος
βέβαια είχε άλλη άποψη, τον έβρισκε τρισχαριτωμένο κι αυτό γιατί ο παπαγάλος
μιμούμενος την θεία Ελίζα στην ομιλία, φώναζε συχνά – πυκνά το όνομά του:
«Νί-κο! Νί-κο!»
Ο θείος Νίκος
καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι κάθε που ο παπαγάλος τον προσφωνούσε, λες και
ανακοίνωναν το όνομά του ενώπιον του πρέσβη των Παρισίων, και πίστευε ότι
επρόκειτο για σπουδαίο κατόρθωμα. Ώσπου ο θείος Νίκος τα κακάρωσε. Κι απέμεινε
ο παπαγάλος μόνος του στο χωλ να τον αναζητεί και να τον μοιρολογεί: «Νί-κο!
Νί-κο!»
Η θεία Ελίζα
μαράζωσε στο πένθος. Μια φορά, στις σαράντα μέρες, μου είπε ότι
δεν έκλεισε μάτι όλο το βράδυ γιατί άκουσον-άκουσον, αισθανόταν τη ψυχή του
θείου να περιφέρεται στο σπίτι και ο παπαγάλος που την έβλεπε της μιλούσε:
«Νί-κο! Νί-κο!» Εκείνο το βράδυ κρύφτηκε ολόκληρη κάτω από την κουβέρτα και δεν
τολμούσε να ξεπροβάλει το κεφάλι της μην τυχόν βρεθεί ενώπιος ενωπίω με το
φάντασμά του. Ήταν τόσο σίγουρη ότι η ψυχή του θείου σουλατσάριζε στο σπίτι,
που εκτός των άλλων αισθάνθηκε ακόμα και το πάπλωμα δίπλα της να βουλιάζει, σαν
να ήρθε ο μακαρίτης να ξαπλώσει δίπλα της.
«Νί-κο! Νί-κο!»
έσκουξε ο παπαγάλος, εκεί τα είδε όλα η θεία.
Ο παπαγάλος, με
τον καιρό, εξελίχθηκε σε τεράστιο βασανιστήριο. Όσο περνούσε ο καιρός και το
όνομα του θείου Νίκου αντηχούσε στο σαλόνι, τόσο περισσότερο θλιβόταν η θεία
Ελίζα. Ώσπου πήρε την απόφαση να τον αφήσει ελεύθερο για να ησυχάσει από τις
κραυγές του, αλλά και τον βραχνά της φροντίδας του. Μετέφερε το κλουβί στην
αυλή, άνοιξε το πορτάκι και περίμενε τον παπαγάλο να ανοίξει τα φτερά του για
το εξωτικό Καϊμακλί. Ο παπαγάλος με επιφύλαξη πλησίασε στο ανοιχτό πορτάκι,
γαντζώθηκε με το ράμφος του και με αργά βήματα ξεμύτισε από το κλουβί. Έκανε
μια απότομη τούμπα και τσουπ, βρέθηκε θρονιασμένος στην οροφή του κλουβιού να
ρεμβάζει.
«Πέτα Χριστιανέ
μου!» του είπε η θεία Ελίζα, «τί κάθεσαι και χάσκεις, παπαγάλος είσαι εσύ ή
κότα;» Τίποτα αυτός, καμία προσβολή δεν ήταν ικανή να τον φέρει στο φιλότιμο.
Έσπρωξε ελαφρά το κλουβί για να τον τρομάξει και να αναγκαστεί να πετάξει, εις
μάτην. Μέχρι που επιστράτευσε τη σκούπα. Έδωσε μια σκουντιά στο κλουβί, πάρτο
κάτω στο μάρμαρο με το ζωντανό να πεταρίζει τρομαγμένο από την έκπληξη. Όχι,
ούτε αυτή τη φορά πέταξε. Και όπως απεδείχθη, δεν πέταξε γιατί τα εσωτερικά του
πτερύγια είχαν κοπεί εντέχνως από κτηνίατρο διά αυτόν ακριβώς τον λόγο. Μην
τυχόν και δραπετεύσει μια μέρα πετώντας. Συνηθίζεται αυτό στους παπαγάλους,
ιδίως όταν οι κάτοχοί τους τους αγαπούν πολύ και δεν ρισκάρουν να τους χάσουν.
«Νί-κο! Νί-κο!»
αναφώνησε ο παπαγάλος ελαφρώς ξεψυχισμένα και καταφανώς ξιφτερισμένος. Η θεία
Ελίζα τον άρπαξε θυμωμένη από το μάρμαρο, θαρρείς και άρπαζε ψοφίμι γάτας απ’
την κυπριακή άσφαλτο, και τον έμπηξε με δύναμη πίσω στο κλουβί του. Έκλεισε το
πορτάκι και τον επέστρεψε στο σαλόνι. Προκειμένου να συμβιβαστεί με την ιδέα
ότι θα ζούσε με το φάντασμα του θείου στο σπίτι και με τον παπαγάλο του να
πιάνει ψιλή κουβέντα μαζί του, τον άφησε χωρίς νερό και χωρίς φυστίκια δυο
μέρες, έτσι για το γαμώτο.
Παρόλα αυτά, ο
παπαγάλος δεν απέφυγε το μοιραίο τέλος. Βρήκε φρικτό θάνατο λίγους μήνες μετά.
Τον έφαγε η Μαρούλα η Μιχαήλ. Κυριολεκτικά. Ψημένο στη σχάρα.
Βασικά, η θεία Ελίζα μια μέρα εκεί που χτενιζόταν, την έπιασε φαγούρα στο κεφάλι. Σκαλίζοντας το, ξεπρόλαβαν δύο ωραιότατα κερατάκια ανάμεσα στις αραιές της τούφες. Μετά το πρώτο σοκ, άρχισε να ανακατεύει κάποια προσωπικά αντικείμενα του θείου και έντρομη ανακάλυψε ότι ο θείος είχε όντως αρχίσει να φέρνει τις βόλτες του, και είχε κάνει τις βρομιές του και με το παραπάνω. Έξαλλη άρχισε να πετά μέσα στο δωμάτιο επιστολές, ραβασάκια, φωτογραφίες και δώρα, ενώ όταν συνειδητοποίησε ότι η πέτρα του σκανδάλου ήτο η Μαρούλα Μιχαήλ που έπαιζαν μαζί κουγκάν εξ απαλών ονύχων, κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. «Γι αυτό δεν αξιώθηκε να κερδίσει μισή παρτίδα τόσα χρόνια, η μαλακισμένη;» αναρωτήθηκε.
«Νί-κο! Νί-κο!» Ο
παπαγάλος διέκοψε ξανά τις σκέψεις της. Το βλέμμα της καρφώθηκε στον καθρέφτη
που είχε απέναντί της. Σκέφτηκε ότι από τα πουλιά του άντρα της δεν έμελλε να
δει χαΐρι. Καθώς τα κρωξίματα του παπαγάλου ξεθώριαζαν στο βάθος των λαβυρίνθων
των δύο της ώτων, η θεία Ελίζα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Φόρεσε τα πλαστικά
γάντια της κηπουρικής της, άνοιξε το πορτάκι του κλουβιού και με μια απότομη
κίνηση έπνιξε τον παπαγάλο καθώς αυτός άφηνε το τελευταίο του φτερό στον
βρομισμένο πάτο του κλουβιού.
Τα υπόλοιπα φτερά
του έγιναν μια ωραιότατη βεντάλια, και διακόσμηση για τις ροζ παντόφλες της.
Ο παπαγάλος ψήθηκε
στη σχάρα και σερβιρίστηκε ως... "κοτόπουλο" στην κυρία Μαρούλα, την
επόμενη κιόλας μέρα. «Πολύ μαλακό το κοτόπουλο σου, Ελίζα μου, εν που τη
ψησταριά του Παναγιώτη που τ' αγόρασες;» ρώτησε απλά και καθημερινά. Αυτά ήταν
και τα τελευταία της λόγια. Η θεία Ελίζα παρέμεινε ακίνητη, με σταυρωμένα τα
χέρια, καθώς την παρακολουθούσε να πνίγεται από το κρέας παπαγάλου.
Λίγο πριν ξεψυχήσει και ενώ ο Χάρος εμφανίστηκε με το δρεπάνι του να τη θερίσει, η θεία Ελίζα πλησίασε στο αφτί της κυρίας
Μαρούλας και της ψιθύρισε:
«Θα ‘ναι
πραγματικά περήφανος αν σε βλέπει τώρα να ξανά-πνίγεσαι απ’ το πουλί του!»
ΓΙΑΤΙ εν το ανεβάζεις σε θεατρικό και γράφεις μας τα δαμέ; Σαν βασικό στόριλαϊν έχει τα προσόντα να εμπλουτιστεί με σάλτσες κλπ και να γίνει ολόκληρο έργο! Μεν σου πω και ειδικό επεισόδιο της 10ης εντολής!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης πολλά λάικ για τις Κυπριακές νοοτροπίες που περιγράφουνται με κωμικό τρόπο!
<3
:)) ευχαριστώωω!!! <3 <3
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπιστευτο ρε Χριστο μου.γραφεισς καταπληκτικα.Σοβαρα γραψε βιβλιο κατι αφηγηματικο.γραφεις καταπληκτικα.Αμαδρυας
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλά ωραίο το πουλλί του θείου Νίκου ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήAlex