Από την ώρα που διάβασα ότι θα
κατέλθει η τρόικα στην Κύπρο από Δευτέρας, μία εικόνα μου έχει εντυπωθεί στον
νου. Αυτή του Μποτρίνι που έρχεται να τσεκάρει το σουβλιτζίδικο του Χριστόφια.
Με τον Δημητράκη σεφ, την Έλση στην κουζίνα συνώνυμο του εφιάλτη, και για
υπόλοιπο crew τον Στεφάνου, τον Συλικιώτη, την Ειρήνη Χαραλαμπίδου και τον Ορφανίδη στο ταμείο.
Όλος ο θίασος επί σκηνής
υποδέχεται τον Μποτρίνι σε ρόλο τρώει-κας. Φαντάσου τους να φορούν ποδιές και
σκούφους μάγειρα στο κεφάλι.
Μποτρίνι: Καλησπέρα σας.
Χριστόφιας: Welcome friend to Cyprus!
Μποτρίνι: Μερσί!
Χριστόφιας: You are not a bastard! Μόλις εθωρούσαμεν την εκπομπή σας που την Νόβα τζιαι
ελαλούσαμεν «πώς εκατάντησαν έτσι τα εστιατόρια της Ελλάδας…» Αγχωθήκαν τα
κοπέλια τζιαι είπαν να σας φωνάξουμε, μεν πάθουμε τα ίδια.
Ορφανίδης: Εγώ για να πω την
αλήθκεια, από καιρό έκρουσα τον κώδωνα του κινδύνου…
Χριστόφιας: Μα, εν μόνο τον
κώδωνα που έκρουσες; Έκρουσες το φαί εκατό φορές, έκαμες τα σιόνι! Αλλά εγώ δεν
κινδυνολογώ. Η κρίση εμάς θα μας προσπεράσει!
Μποτρίνι: Ναι, ναι. Γενικά, πώς
πάμε;
Χριστόφιας: Σας διαβεβαιώ, μια
χαρά πάμε!
Μποτρίνι: Μια χαρά με εστιατόριο
στα πρόθυρα της κατάρρευσης;
Χριστόφιας: Οι τουρίστες μας δίνουν συγχαρητήρια και δεν
μπορούν να φανταστούν το σουβλιτζίδικο χωρίς εμένα, αλλά εν πάση περιπτώσει, οι
ντόπιοι δεν μας καταδέχονται.
Μποτρίνι: Καλά, αυτά θα τα δούμε
στην πορεία. Πάω να κάτσω και στείλτε κάποιον να πάρει την παραγγελία μου.
(Ο Μποτρίνι αποχωρεί από την κουζίνα.
Πάει και κάθεται σε ένα τραπέζι στον κήπο. Ο Χριστόφιας στέλνει τον Συλικιώτη
να πάρει παραγγελία).
Συλικιώτης: Ναι, παρακαλώ.
Μποτρίνι: Μπορώ να έχω το μενού;
Συλικιώτης: Δαμέσα εν έσιει
τίποτε με νου…
Μποτρίνι: Το μενού κύριε μου, τι
περιλαμβάνει; Ποια είναι η σπεσιαλιτέ της κ. Έλσης; Άκουσα για κάτι
αφέλεια… κάτι κουπέπια…
Συλικιώτης: Βασικά, ο μεζές της ημέρας
είναι πεκάτσα με πατάτες αντιναχτές.
Μποτρίνι: Οφτό δικωμήτικο δεν έχετε;
Συλικιώτης: Αααα μας τελείωσε, αν θέλετε
οφτόν δικωμήτικο να σας συστήσω να πάτε στην ταβέρνα του Κκελλετζιή!
Μποτρίνι: Γιατί που έχω έρθει;
Συλικιώτης: …Να φάτε οφτόν, να
γλείφετε και τα δάκτυλά σας!
Μποτρίνι: Τέλος πάντων, πιάσε
μια μερίδα αφέλια, κουπέπια, λίγα σαλιγκάρια…
Συλικιώτης: (σημειώνει) …καραόλους…
Μποτρίνι: ...Και μια πορτοκαλάδα
θα ήθελα.
Συλικιώτης: Από πορτοκάλια;
Μποτρίνι: …Τι εννοείτε;
Συλικιώτης: Πορτοκαλάδα από
πορτοκάλια;
Μποτρίνι: Τι είναι τώρα αυτό; Tribute στα «κίτρινα γάντια;»
Συλικιώτης: Ναι, είπα να μπω
στον ρόλο μιας τζιαι νιώθω μιαν ταύτισην.
Μποτρίνι: Βρε, φέρ’ την
παραγγελία κι άσ’ τη συζήτηση…
(Όσο ο Μποτρίνι περιμένει την
παραγγελία του, ο Χριστόφιας για να τον εντυπωσιάσει παίζει το άσσο στο μανίκι.
Στέλνει την Ειρήνη Χαραλαμπίδου που εκτελεί χρέη λαχειοπώλη, να τον
απασχολήσει).
Χαραλαμπίδου: Λαχεία, ο κύριος,
θέλει;
Μποτρίνι: Λαχεία;
Χαραλαμπίδου: Ξυστά, παστά, της
ώρας, του σαββατόβραδου, του super bingo, με
βότυρο που δεν κολλά στα δόγκια, που ούλλα έχουμε! Ελάτε το τελευταίο, το
τυχερό!
Μποτρίνι: Πουλάτε και λαχεία
στην ταβέρνα σας;
Χαραλαμπίδου: Καλόοο, και κάθε Σάββατο
φκαίνω πάνω στο πάλκο και κάμνω τις κληρώσεις. Συνάεται ούλλο το χωρκό τζιαι
παίζουμεν τόμπολα.
Μποτρίνι: Μπα, τι μου λέτε; Πολύ
χαρούμενη η ταβέρνα σας. Ωραία, ωραία… Γιατί δεν παίρνετε το μικρόφωνο να πείτε
και κανένα τραγουδάκι;
Χαραλαμπίδου: Ελάτε τώρα… Είχαμε
παλιά την κυρία Πραξούλλα που εδούλευκεν δαμέ. Καμιά φορά έπιανε το ντέφι και μας
έριχνε κάνα τραγουδάκι, αλλά δεν τα βρήκε με τη διεύθυνση και παραιτήθηκε.
(Εκείνη τη στιγμή μαύρα σύννεφα πλημμυρίζουν
την αίθουσα του εστιατορίου. Σαν μια μπόρα που ετοιμάζεται να ξεσπάσει,
ακούγονται βροντές και πέφτουν αστραπές. Ο Μποτρίνι και η Χαραλαμπίδου πιάνονται
εξ απίνης και μη ξέροντας τι να κάνουν μπαίνουν κάτω από το τραπέζι και
καλύπτουν το πρόσωπό τους με το τραπεζομάντιλο. Μια υπερφυσική φωνή, σαν του
βελζεβούλη, ξεσπά σαν κραυγή στην πλάση…)
Πραξούλλα: Δεν Επαρετήθηκααααα
μπουάχαχαχα… Μια μέρα θα πληρώσετεεεεε….
(Ο καπνός διαλύεται).
Μποτρίνι: Μα, τι γίνεται;
(Η κ. Έλση ξεπροβάλλει τρέχοντας
από την κουζίνα!)
Έλση: Έννεν τίποτε, έννεν
τίποτε, ο Δημήτρης έκαψε την παραγγελία!
(Τρέχουν όλοι στην κουζίνα όπου
βρίσκουν τα πάνω, κάτω!)
Μποτρίνι: Τι έγινε εδώ;
Χριστόφιας: Let me explain…
Έλση: …Εγώ κύριε Μποτρίνι μου
έβαλα το νερό να βράσει να κάμω λλίον μπεν Μαρί!
Μποτρίνι: Μπεν Μαρί;
Έλση: Ναι, ήθελα να σας ετοιμάσω
το επιδόρπιο, να σας εκπλήξω. Τζι’ όπως άφηκα το νερό να βράσει τζι’ επήα να δω
τι κάμνει ο Στέφανος με τα κουπέπια, θωρώ τον Δημήτρη να ποτίζει τα ταγκούθκια
του λαθκιού στο ράφι πάνω που την κουζίνα.
Μποτρίνι: Γιατί είχατε τους ντενεκέδες
με το λάδι δίπλα από την εστία της φωτιάς;
Χριστόφιας: Εβάλαμεν τα
προσωρινά. Εστείλαν μας την παραγγελία λάθος, και εστιβάσαμεν τα τζιαμέ ώσπου
να δούμεν τι θα κάμουμε.
Μποτρίνι: Μα τα λάδια δίπλα από
τη φωτιά;
Χριστόφιας: Γι αυτόν τα επότιζα
σιόρ, για να μεν πάρουν τζι’ άψουν! Εν πάση περιπτώσει δεν είναι ευθύνη του σεφ
να προσέχει τα ττενεκκούθκια!
Στεφάνου: Μάστρε, εγώ είπα σου να
τα βκάλουμεν έξω, στην αποθήκη.
Χριστόφιας: Σκασμός! Θα γίνει
έρευνα κι αν υπάρχουν ευθύνες θα αποδοθούν και θα αναληφθούν από πάνω μέχρι
κάτω! Γι αυτό και διορίζω τον κύριο Μποτρίνι ως μονομελή ερευνητική επιτροπή,
να φκάλει πόνημα.
(Διάλειμμα για διαφημίσεις)
(όλος ο θίασος επί σκηνής. Έχουν
σκυμμένο το κεφάλι από απογοήτευση. Ο Μποτρίνι μπροστά σε όλους, στέκεται
αγέρωχος και βγάζει τελικά συμπεράσματα).
Μποτρίνι: Κύριε Χριστόφια και
αγαπητό υπηρετικό προσωπικό. Έχετε αποτύχει. Το εστιατόριό σας είναι για τον
πούτσο και ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή, που σας έδωσε ο κόσμος άδεια να
το λειτουργήσετε. Με την ανικανότητά σας καταφέρατε να το κάψετε και να
παραδώσετε στάχτες κι αποκαΐδια στον καινούριο ιδιοκτήτη του, που θα οριστεί
τον Φεβρουάριο του 2013. Δεν έχω παρά να σας απονείμω το βραβείο, το wooden spoon που λέμε στο
εξωτερικό. Δηλαδή το βραβείο του χαμένου (στην περίπτωση μας είναι ένα ξύλινο
αγγούρι). The wooden
cucumber!
Χριστόφιας: Thank you very much. I shall put
it in the vitrin.