Για τη σύνδεση που έχω με τον γιο μου, και η οποία φτάνει
τα όρια του μεταφυσικού, σου έχω ξαναγράψει. Ξέρω, ή τουλάχιστον νομίζω ότι
ξέρω, τι σκέφτεται ανά πάσα στιγμή, πώς νιώθει, τι του φταίει… τα πάντα σαν να είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Κι
αυτό γιατί πολλές φορές στο βλέμμα του, στις αντιδράσεις του, αναγνωρίζω τον
εαυτόν μου. Και τον σημερινό εαυτό, αλλά και τον «τότε» εαυτό μου.
Για παράδειγμα, χθες πήγαμε με τους κουμπάρους μας να
φάμε. Οι κουμπάροι μας έχουν μία πολύ όμορφη και χαριτωμένη κόρη, ένα χρόνο
μεγαλύτερη από τον δικό μας. Ο Αλεξάκος παρόλο που ήταν κεφάτος καθόλη τη
διάρκεια της διαδρομής, μόλις μπήκαμε στο εστιατόριο και την είδε, τον έπιασε υστερία
που έφτανε τα όρια του εξορκισμού. Ήθελε να φύγει από το εστιατόριο, δεν
έμπαινε μέσα, ήθελε να περιφέρεται έξω στον κήπο και επαναλάμβανε ότι ήθελε να
πάει «σπίτι του» και στη «δουλειά του» (το τελευταίο μας το λέει συνέχεια τελευταίως
και όταν τον ρωτάμε πού είναι η δουλειά του δεν ξέρει να μας απαντήσει). Θεούς
και δαίμονες κινητοποιήσαμε για να τον πείσουμε να μπει στο εστιατόριο. Τη μισή
ώρα που ήμαστε εκεί, την βγάλαμε έξω να διαπραγματευόμαστε κάποιον συμβιβασμό.
Εγώ βέβαια, ήξερα τι συνέβαινε. Καψούρα. Ο μικρός είδε το
κοριτσάκι, κόμπλαρε που δεν ήταν του χεριού του, εκείνη σαν μεγαλύτερη κιόλας
δεν του πολύ-έδωσε σημασία αφού ζωγράφιζε αμέριμνη και αδιάφορη… Ε, δεν ήθελε
και πολύ ο άλλος να μυριστεί τη χυλόπιτα που ψηνότανε. Τα έκανα κι εγώ αυτά
στην ηλικία του. Κι άλλοι τα κάνανε. Θα ξεχάσω εγώ τι γινόταν στο Δημοτικό; Που
με όποιαν πλακωνόμασταν κατά βάθος τη γουστάραμε; Έτσι κι εδώ. Και αυτό το
παρατήρησα και με άλλα κοριτσάκια φίλων μας που του αρέσουν. Άμα βρεθούν και
γουστάρει, αποσυντονίζεται και του παίρνει πάνω από μία ώρα να εγκλιματιστεί
και να τις προσεγγίσει φιλικά. Δεν προβλέπω ότι θα ζω για να τα ακούσω, μα γιε
μου, μεγάλα θα ’ναι και σένα τα χαΐρια σου στον ερωτικό τομέα!
Φυσικά, δεν ερωτήθηκα γιατί πιστεύω ότι αντέδρασε έτσι.
Κι αν έλεγα ότι έρωτας ήτο η αιτία, θα περνούσε στο ντούκου. Στο κάτω-κάτω «πού
ξέρω εγώ;»
Ομοίως, όταν τις προάλλες μας επισκέφθηκε η μάνα μου και
ο μικρός με το που την είδε άρχισε να της φωνάζει «φύγε-φύγε», και δεν
σηκωνόταν από το πάτωμα αν αυτή δεν έφευγε, δεν ερωτήθηκα γιατί πιστεύω πως
συνέβη αυτό, παρόλο που και γι’ αυτό έχω εξήγηση και είναι απόλυτα λογική και
προφανής.
Το πρόβλημα μου, βασικά, είναι ότι για τα πάντα έχω μια
λογική εξήγηση όσον αφορά τις αντιδράσεις του γιου μου, την οποία, όμως, δεν
μπορώ να μοιραστώ με κανέναν γιατί είτε θα ακούσω ένα «και που ξέρεις εσύ»
(ξέρω, γαμώτο, εγώ τον γέννησα και είμαστε ίδιοι!), είτε θα περάσει και δεν θα
ακουμπήσει κανέναν. Εγώ, μια φορά, προβλήματα μαζί του δεν αντιμετωπίζω. Ακόμη
και χθες, που ήτο ολίγον άβολο το γεγονός ότι σπαταλήσαμε τη μισή ώρα μαζί του
έξω από το εστιατόριο, να προσπαθούμε να τον πείσουμε να μπει μέσα, εγώ ήξερα
ότι το μόνο που θα μπορούσα να κάνω ήταν υπομονή. Σε κάποια φάση, μάλιστα, του εξήγησα
ότι εγώ πεινούσα και ότι ουδεμία πρόθεση να αποχωρήσω από το
εστιατόριο είχα, και ότι θα έμπαινα μέσα για να φάω και ότι θα έμενε έξω μόνος του.
Τότε και μόνον τότε δέχτηκε να εισέλθει, αλλά δεν μας έκανε εντελώς τη χάρη. Έκατσε
στην άλλη άκρη του τραπεζιού μόνος του και κατέστησε σαφές με τη γλώσσα του σώματός του ότι δεν επιθυμούσε περαιτέρω σχέσεις μαζί μας. Συμβούλεψα το υπόλοιπο τραπέζι να τον αγνοήσει πληρως και να μην του
απευθύνουν επ’ ουδενί τον λόγο. Έτσι κι έγινε. Αφού έφαγε και χόρτασε (μόνος
του, επαναλαμβάνω), άρχισε δειλά-δειλά να μας
προσεγγίζει. Εννοείται ότι στο τέλος, άρχισε να παίζει και με το κοριτσάκι σαν
να μη συνέβη τίποτα. Αλλά δεν πρόλαβε να το χαρεί, καθότι μετά από πέντε λεπτά πληρώσαμε
και φύγαμε.
Όλα αυτά τα γράφω όμως, επειδή θεωρώ ότι όπως δεν έμπαινε
ποτέ κανείς στον κόπο να κατανοήσει εμένα, έτσι γίνεται και τώρα με τον γιο
μου. Και αν δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν καν το γεγονός ότι μπορούν να τον καταλάβουν μέσω εμού, που είμαι
παθών και ξέρω, και θα τους έσωζα και πολύτιμο χρόνο, η μοναξιά και η αποξένωση φαρδαίνει
μεταξύ όλων μας, αναπόφευκτα. Προσωπικά παρηγοριέμαι που επιτέλους έχω έναν
συγγενή – πέραν της γιαγιάς μου- με τον οποίο συνεννοούμαι με μαγικό και
υπερφυσικό τρόπο. Αλλά κατά τα άλλα, το βλέπω το μονοπάτι που έρχεται και είναι και γι’
αυτόν μοναχικό και τα μάλα δύσβατο.
Ξέρετε… Αποφασίσαμε να ζητήσουμε βοήθεια από «ειδικό». Θα πάμε την
Πέμπτη να τον δούμε. Να μας εξηγήσει τι συμβαίνει και πώς να τον αντιμετωπίζουμε
όταν ξεσπά σε ανάλογες κρίσεις γιατί άρχισαν να πληθαίνουν. Γελώ από τώρα, αφού πιο «ειδικός» και πιο συγκεκριμένος
από μένα δεν υπάρχει. Δεν πειράζει, όμως. Ας μας πει και ο ειδικός τη γνώμη
του, αφού η δική μου είναι πάντα... αβάσταχτη για όλους.
Γράφε τα εδώ εσύ για reference.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα έρθει μετά από χρόνια το γιούδι σου και να μας πει αν είχες δίκαιο. :)