Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2017

Υπό Τ/Κ Διοίκηση

Άμα σου γράφω εγώ ότι πλησιάζουμε στο τέλος του κόσμου, κάτι ξέρω.

Έρχεται εμφύλιος.

Έκαμαν οι Τούρκοι κίνηση ματ, ανάλογη του 2003 που είχαν ανοίξει τα οδοφράγματα και παρακολουθούσαμε σαν χάνοι τα τεκταινόμενα, και θα ανοίξουν την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου για επιστροφή 16.000 κατοίκων, ενώ θα επιτρέψουν και επιστροφή Μαρωνιτών σε τρία χωριά, αμφότερα υπό Τ/Κ διοίκηση. Καταλαβαίνεις τι πάει να πει αυτό.

Ότι τώρα θα πρέπει να ξεκινήσει μία μάταιη εκστρατεία ενημέρωσης του Κυπραίου να αντιληφθεί ότι Τ/Κ διοίκηση σημαίνει κατοχική διοίκηση και τίποτε παραπάνω. Τα εδάφη δεν επιστρέφουν στην Κυπριακή Δημοκρατία, τη νόμιμη κάτοχό τους. Απλώς ο κατακτητής επιτρέπει στους σκλάβους του επιστροφή στα σπίτια τους με υποταγή στους νόμους του. Όπως γινόταν επί φεουδαρχίας με τα χωράφια. Αυτό φυσικά, δεν θα εμποδίσει τον πολύπαθο πρόσφυγα που θέλει διακαώς να πεθάνει στο σπίτι του, από το να ενδώσει. Δεν τον κόφτει. Δεν καταλαβαίνει, κι αν καταλαβαίνει δεν-τον-κόφτει. Θέλει να πάει σπίτι του. Το 'nobody cares' που σου έλεγα προχθές. Και επί της ουσίας, δυστυχώς, δημιουργούνται νέα τετελεσμένα. Άμα οι άμεσα ενδιαφερόμενοι δεν κόπτονται για το ποιος ακριβώς τους διοικεί, άντε αύριο να διεκδικήσεις διά της νόμιμης οδού την επιστροφή του οποιουδήποτε.

Όχι, τους παραδέχομαι. Εξυπνότερος λαός από τους Τούρκους δεν υπάρχει! Ούτε στο μικρό τους δακτυλάκι δεν τους φτάνουμε. Και τον διεθνή παράγοντα κερδίζουν με αυτή τους την κίνηση και τσιμεντώνουν διά της υπογραφής μας το στάτους κβο. Και το χειρότερο, θα κάτσουν άνετα στον καναπέ τους με ποπ κορν να παρακολουθούν τους ελληνοκύπριους που θα χωριστούν και πάλι σε πατριώτες και προδότες και θα σφάζονται στα κοινωνικά δίκτυα.

«Μην τους λες προδότες, είναι πολύ σκληρή η λέξη». Ναι, θα συμφωνήσω. Η προδοσία ενέχει και το στοιχείο της αντίληψης και της ευφυίας. Ο προδότης ηθελημένα προδίδει μία κατάσταση έναντι ανταλλάγματος. Είναι σαν τον φόνο εκ προμελέτης. Απαιτεί σχέδιο, απαιτεί πονηριά, απαιτεί αποφασιστικότητα και εξυπνάδα. Εδώ δεν έχουμε σχέδιο, ούτε πονηριά, ούτε εξυπνάδα. Εδώ έχουμε ραγιαδισμό. Σύνδρομο Στοκχόλμης. Δουλοπρέπεια. Αναξιοπρέπεια. Λογικό όμως αφού μία ζωή ήμασταν υπό ξένο ζυγό και δεν καλλιεργήσαμε ποτέ μιαν υποτυπώδη υπερηφάνεια, έστω για τα μάτια του κόσμου, ώστε τώρα να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στην τουρκική παγίδα. Μία φορά τα καταφέραμε να πάρουμε το πάνω χέρι κατά τη διάρκεια της ιστορίας μας και εν τέλει τα σκατώσαμε, αφού ξανά-φαγωθήκαμε μεταξύ μας.


Η ιστορία είναι κύκλος και επαναλαμβάνεται. 

Τρίτη, Ιουλίου 25, 2017

Ακροαστικά

Χωρκάτικον είναι – ας το παραδεχτούμε, το ότι χθες πήγα στον ΩΡΛ για να μου αφαιρέσει μέσα από το αφτί ένα κομμάτι βαμβάκι που χάθηκε κάπου μέσα στον λαβύρινθο του αφτιού μου κατά τη διάρκεια καθαρισμού του μετά από το μπάνιο. Έζησα περίπου 24 ώρες με το βαμβάκι σφηνωμένο μέσα στο αφτί, άκουγα τα πάντα μονοφωνικά όπως το ραδιόφωνο του ΡΙΚ τη δεκαετία του ’80 και ήταν τουλάχιστον άβολο. Ο γιατρός πήρε μία λαβίδα και το αφαίρεσε σε δευτερόλεπτα, ξεκουφάθηκα αμέσως και επέστρεψα στο σπίτι όπου και το γιόρτασα με ένα δίωρο μουσικής ακρόασης.

Δεν ξέρω αν το έχω μοιραστεί ξανά αυτό το συνήθειο μου εδώ, αλλά ευκαιρίας δοθείσης ας τα ξαναπώ. Δεν υπάρχει τίποτα πιο θεραπευτικό στον κόσμο από την ακρόαση μουσικής. Οποιουδήποτε είδους. Από πολύ μικρός αφιερώνω χρόνο τα απογεύματα στη μουσική. Όταν λέω ακροάζομαι μουσική δεν εννοώ αφήνω τον υπολογιστή ανοιχτό να παίζει ό, τι του κατεβεί. Εννοώ ότι παρατώ τα πάντα, ετοιμάζω μία λίστα με μουσική ανάλογα τη διάθεσή μου και την ακούω από την αρχή μέχρι το τέλος συγκεντρωμένα, αφοσιωμένα, ενίοτε τραγουδώντας, με την ίδια ευλάβεια με την οποία παρακολουθώ στο σινεμά μια ταινία ή μία διάλεξη που με ενδιαφέρει. Πάω ταξίδι.

Εκνευρίζομαι όταν με διακόπτουν την ώρα που ακούω μουσική. Δεν παίζω το πουλί μου εκείνη την ώρα. Πετώ. Δεν απαντώ τηλέφωνα, δεν κοιτάζω το κινητό μου, δεν σερφάρω στο διαδίκτυο. Ακούω μουσική. Είναι ειδική, ιερή διαδικασία. Κι όταν μικρότερος είχα τη μάνα μου μες τα πόδια μου να ανοίγει την πόρτα, να διακόπτει για να μου πει «έλα να φας, το φαΐ είναι έτοιμο» ήταν σαν να μου έμπηγαν καρφιά στους βολβούς των ματιών. Η μουσική δεν είναι απλά ένας background θόρυβος στο δωμάτιο. Είναι μία ιστορία που πρέπει να ειπωθεί. Για να ειπωθεί πρέπει οι υπόλοιποι να σκάσετε. Να αφήσετε τον ακροατή να την απολαύσει. Να παρασυρθεί, να τη βιώσει, να γιάνει.

Δεν έχω τεράστιο ρεπερτόριο. Κάπου στα 5.500 τραγούδια έχω όλα κι όλα που δεν θεωρούνται πολλά για τους συλλέκτες. Έχω μεγάλα κενά σε πολλά είδη. Ειδικά στο ροκ και στο λαϊκό, το παλιό. Αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι αυτά τα 5.500 τα ξέρω απ’ έξω και ότι οι αναμνήσεις που κλείστηκαν στα τραγούδια αυτά ξυπνούν πατώντας το play. Τις αφήνω να γίνονται εικόνες που αιωρούνται στο δωμάτιο σαν προβολές που χορεύουν πάνω σε νερό και μετά τις ξαναμαζεύω και τις κλείνω στα κουτιά τους. Αν το καταφέρεις δεν ξέρεις τι κερδίζεις!


Είχα ρωτήσει κάποτε μία κοπέλα τι μουσική ακούει και μου απάντησε ότι δεν ακούει μουσική. Ότι ακούει ό, τι παίζει το ράδιο. Ούτε που ξανασχολήθηκα μαζί της. Αργότερα γνώρισα και μια άλλη που δεν ήξερε να σου πει καν ένα τραγούδι που σημάδεψε τη  ζωή της. Ούτε ένα τοπ5 με αγαπημένα της τραγούδια ή τραγουδιστές. Θεέ μου, τι κόσμος!

Κυριακή, Ιουλίου 23, 2017

Ξανά Μαλά!

Χαρές και πανηγύρια σήμερα στο αγαπημένο μου κόμμα, το ΑΚΕΛ, αφού μετά από πολύωρες συσκέψεις και κατανάλωση άφθονης φαιάς ουσίας κατέληξαν στον υποψήφιό τους για τις εκλογές του 2018. Κάπου εκεί μεταξύ του «νέου Βασιλείου» και του «Κυπρίου Μακρόν» σκέφτηκαν, δεν βαριέσαι, και ο Μαλάς καλός είναι. Βάρεσε, λοιπόν, ο Άντρος Κυπριανού το γκονγκ και αίφνης πετάχτηκαν πυροτεχνήματα από τα έδρανα της Εζεκία Παπαϊωάννου. Η μεγάλη πόρτα άνοιξε και η Ειρήνη Χαραλαμπίδου ξεπρόβαλε ντυμένη Χαβανέζα, με τουρμπάνι και φρούτα στο κεφάλι τραγουδώντας ένα δροσερό σουξεδάκι στα πρότυπα της Άννας Βίσση:

Δύσκολοι καιροί και τα απίδια κουνιούνται,
Όλοι στα ρηχά θέλουν να κυβερνιούνται.
Φεύγει ο ΔΗΣΥ κενώνονται θέσεις,
Υ-πο-ψη-φιό-τη-τα προλαβαίνεις να θέσεις.

Σκέψου όποιον θες, πλην του Κατσουρίδη,
ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ κάνουν ήδη παιγνίδι.

Το Κόμμα με τρώωωωει που συνεχώς ξευτιλίζεται,
Και μ’ απάτες καινούριες μόνο,
Παίρνει μπροστά και μετά από λίγο,
Πάλι ξανά και πάλι το ίδιο,

Στα-μα-τα, ξεκινά και ΞΑΝΑ ΜΑΛΑ,
Στα-μα-τα, ξεκινά και ΞΑΝΑ ΜΑΛΑ,
Στα-μα-τα, ξεκινά και ΞΑΝΑ ΜΑΛΑ,
Στα-μα-τα, ξεκινά:
ΞΑΝΑ ΜΑΛΑ!

Η Έλση Χριστόφια βαρούσε παλαμάκια, ο ακατονόμαστος σύζυγός της από δίπλα με ένα περιδέραιο από άνθη περασμένο στο λαιμό έπινε πίνια κολάντα, ενώ τα ανώτερα στελέχη του Κόμματος τρόμπαραν τα πνευστά. Στο φινάλε του τραγουδιού η Ειρήνη Χαραλαμπίδου με μία πιρουέτα που θα ζήλευε και η τσίγκολολέττα βρέθηκε στην αγκαλιά του Σταύρου Μαλά. Η Κουκουμά με τα ασημένια μαλλιά έσπασε στον αέρα έναν κύλινδρο γεμάτο κομφετί. Ο Συλυκιώτης έφτυσε μερικά που μπήκαν στο στόμα του κατά λάθος.

Υποψηφιότητα νίκης.

Πέρα από την πλάκα, εγώ θεωρώ ότι φτάνουμε αισίως στο τέλος του κόσμου. Δεν εξηγείται αλλιώς ο απροκάλυπτος εμπαιγμός που υφιστάμεθα ως λαός από όλα τα κόμματα και δη το ΑΚΕΛ που πλέον εντελώς απενεχοποιημένα παραδέχεται την ανικανότητα του να κυβερνήσει, και που μπαίνει στην κούρσα εμφανώς για να χάσει. Μια χαρά μας βολεύει εμάς αυτό, φυσικά. Ακόμα δεν ξεπεράσαμε τα ψυχολογικά της πενταετούς δικτατορίας του Χριστόφια. Ήταν τόσο έντονα, που τα πέντε χρόνια της απλά ανεκτής διακυβέρνησης Αναστασιάδη μας φάνηκαν σαν διακοπές στο βουνό. Αλλά τώρα; Γιατί όλοι αισθανόμαστε ότι όλα είναι στημένα προκειμένου να μείνει ο Νίκος στο τιμόνι και να «τελειώνει» τσουρούτικα με το Κυπριακό;

Μεγάλη συζήτηση. Θα την κάνουμε άλλη φορά.

Κι απορώ και με αυτόν τον άνθρωπο, τον Σταύρο τον Μαλά. Κοτζάμ επιστήμονας να δέχεται για δεύτερη φορά να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Εντάξει, την πρώτη φορά σκεφτήκαμε ότι κάποιο χατίρι του ξεπλήρωσε το ΑΚΕΛ προκειμένου να καεί για χάρη τους. Οι φήμες έδιναν και έπαιρναν για το ποιο ήταν το πραγματικό κίνητρο του, προκειμένου να ξεπλυθεί η πενταετία Χριστόφια. Αλλά, το δις εξαμαρτείν από άνθρωπο που έχει βγάλει και ένα άλφα Πανεπιστήμιο, που ασχολείται με τη γενετική και υποτίθεται ότι του κόβει, εμένα με εκπλήσσει πραγματικά.

Τώρα θα μου πεις, ο κύριος Μαλάς στο σπίτι του έχει ένα σαλόνι με κίτρινο τοίχο και κόκκινους καναπέδες. Θυμάστε την προηγούμενη φορά που έκανε και σχετική lifestyle φωτογράφιση σε ένα κυπριακό περιοδικό. Πώς να το ξεχάσουμε. Ε, με τέτοια αισθητική καθόμαστε και διερωτόμαστε τώρα γιατί δέχτηκε να τραβήξει ξανά κουπί για το ΑΚΕΛ; Προφανώς αν είχε συναίσθηση του πού μπλέκει δεν θα είχε βάψει και τους τοίχους του σε τόσο μπανάλ χρώματα.

Τι να πουν και οι Αμερικάνοι θα μου πεις, που έβγαλαν πρόεδρο τον Τραμπ. Tι να πουν και οι Εγγλέζοι που στα γεράματα αποφάσισαν ότι προτιμούν το Μπρέξιτ. Zούμε το τέλος του κόσμου λέμε!


Αχ, αγκαλιάστε σφιχτά το παιδάκι σας και προσευχηθείτε να είναι όλα αυτά προϊόντα της φαντασίας μας και ότι αύριο πρωί θα ξυπνήσουμε σε ένα χωριό κάπου στην Ελβετία να παράξουμε έμενταλ και να φάμε φοντού σοκολάτας. 

Σάββατο, Ιουλίου 08, 2017

Nobody Cares

Τις προάλλες άνοιξα ένα φάκελο μέσα στον οποίο φυλάω διάφορα διαπιστευτήρια από τα πανεπιστήμια που τελείωσα και άλλα ενδεικτικά βαθμολογιών μου. Μάνα μου, συγκινήθηκα! Βρήκα μία αναφορά από το 3ο έτος της νομικής σχετική με την επίδοσή μου στο Διεθνές Δίκαιο. Να, δες.



“Displayed a master’s level of familiarity with the subject matter.”

Το πόσο καμάρωνα τότε που ο Δρ. Γουότερς έγραψε αυτό το πράμα για μένα δεν περιγράφεται. Και δεν είχα πάρει καν το πτυχίο, πόσο μάλλον να λέει ότι το επίπεδό γνώσεων μου συγκρινόταν με τους μαστεράδες! Με φαντασιωνόμουν, τότε, δίπλα στον Κόφφι Αννάν να λύνω το Κυπριακό. Ναι, ναι, πίστευα ότι αυτό το... "masters level of familiarity" θα έπιανε τόπο. Θα εκτιμούνταν στο μέλλον.

Αμ, δε! Σκατά - φατά. Μετά από αυτό, ήρθα στην Κύπρο. Στη χώρα του nothing really matters. Δεν θα ξεχάσω όταν προσγειώθηκα στη Λάρνακα και πήρα ένα ταξί για να έρθω στη Λευκωσία, που είχα πιάσει ψιλή κουβέντα με τον ταξιτζή. Ήταν η περίοδος του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Αννάν. Ο οδηγός μου πρόταξε το γνωστό και πάντα επίκαιρο επιχείρημα του «εκάμαμεν τζαι εμείς πολλά» οπότε έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να ψηφίσουμε ΝΑΙ «να τελειώνουμε με το Κυπριακό». Εντελώς ασυναίσθητα άρχισα να του εξηγώ το Διεθνές Δίκαιο. Τόσο μου έκοβε κι εμένα, απορώ πως την είχα δει, μην το ψάχνεις. Στα μισά της κουβέντας μετάνιωσα και είπα στον εαυτό μου «σκάσε ώσπου να φτάσουμε να κατεβείς να ησυχάσεις.»

Στα λέω αυτά για πολλοστή φορά γιατί σήμερα 15 χρόνια μετά κοιτάζω με νοσταλγία την πιο πάνω αναφορά του καθηγητή μου και πεθυμώ τον ενθουσιασμό που είχα τότε για τη γνώση, για το μέλλον που νόμιζα ότι θα ήταν λαμπρό. Πού να ήξερα ότι τόσο καιρό μετά θα ήμουν ακόμα εδώ και θα καβγάδιζα με δεκάδες αντίστοιχους ταξιτζήδες στα σόσιαλ μύδια για το τι προνοεί το Διεθνές Δίκαιο και πως πρέπει να προσεγγίζουμε ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Μου έχω νέα: nobody really cares. Εσπούδαζες για το χάζι. Χώνεψε το.

Καλά, δεν μου φταίνε μόνο οι «ταξιτζήδες.» Και οι βαλτοί διανοούμενοι μου φταίνε. Που έχουν καταστρατηγήσει τα πάντα για το συμφέρον. Ε, μα αποφασίστε ποια θα είναι η σταθερά μας να ξέρουμε να τοποθετούμαστε. Θα συζητούμε βάσει Διεθνούς Δικαίου, βάσει κομματικής γραμμής, βάσει ευσεβοποθισμού, βάσει της μαλακίας που δέρνει τον καθένα; Αποφασίστε και πείτε μου.

Δεν είναι μόνο η προσέγγιση του δικαίου ελαττωματική στη χώρα μας. Τα πάντα είναι. Τις προάλλες τσακωνόμουν με μια άλλη μαλακισμένη στο Facebook για θέματα φεμινισμού. Έγραφε η κυρία: «οι γυναίκες έχουμε αποδείξει την αξία μας σε όλους τους τομείς. Άντρες, τι δεν καταλαΜβαίνετε;» Καλά κυρά μου, έγινες 40 χρονών γαϊδάρα, απέδειξες την αξία σου σε όλους τους τομείς αλλά ακόμα δεν έμαθες ότι το καταλαβαίνω δεν γράφεται με μι; Της το υπέδειξα, και σαν απάντηση μου ανάρτησε ένα gif στο οποίο έγραφε «nobody cares».

Φυσικά και nobody cares. Δεν πα να έχεις περγαμηνές δεν πα να ξέρεις να γράφεις, σημασία έχει μόνο το τι πιστεύει η πλέμπα. Αν η πλέμπα πιστεύει ότι το Κυπριακό δεν είναι θέμα εισβολής και κατοχής, αν ακόμα αύριο αποφασίσει ότι την εισβολή την έκανε η ελληνοκυπριακή πλευρά και όχι η Τουρκία, αυτό ισχύει. Αν αύριο η πλέμπα αποφασίσει ότι το καταλαβαίνω θα γράφεται με μι, this will be the case.

Αχ, μάνα μου!

Ήταν μεγάλο λάθος η επιστροφή στην Κύπρο. Καλά να πάθω όμως γιατί ήμουν και είμαι κατά βάθος τεμπέλης και ήθελα την ευκολία μου, τις μικρές διαδρομές από το ένα σημείο στο άλλο, δεν άντεχα να παίρνω μετρό, λεωφορεία και τρένα για να πάω στη δουλειά μου και νόμιζα επιστρέφοντας ότι θα χαιρόμουν περισσότερο την παρέα των φίλων μου, την οικογένειά μου και θα αναβίωνα τα παιδικά μου χρόνια. Μου έχω νέα: Τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Απεναντίας, έχω και την κάθε παλαβή και τον κάθε μαλάκα πάνω στο κεφάλι μου να μου αποδεικνύουν πως ό, τι έμαθα μέχρι σήμερα ακυρώνεται και δεν πιάνει μία.

Καλά να πάθω.


Αυτό το μωρό να δούμε πώς θα το σώσουμε τώρα… 

Σάββατο, Ιουλίου 01, 2017

Χαιρετίσματα

Τις τελευταίες δύο μέρες παίρνω το μωρό μου παραμάσχαλα και πάμε στο Mall της Λευκωσίας για απογευματινό προμενάντ. Όπως ήδη καταλάβατε, σκάει ο τζίτζικας και εγώ πρέπει να βρω ένα δροσερό μέρος να πάρω το τεκνό πριν το βρω ζαβό και παλαβωμένο από τα 45αρια του υδραργύρου μέσα στην κούνια του. Η Μπρέντα δεν μας ακολουθεί γιατί έχει στρωθεί στο διάβασμα, οπότε όλο το βάρος πέφτει στους σαθρούς ώμους μου. Νευριάζω τα μάλα που καταφεύγω στην εύκολη λύση του Mall – όταν παλιότερα έβλεπα άλλους γονείς να εξαπολύουν εκεί τα παιδιά τους για να βρουν την ησυχία τους θύμωνα – αλλά πού αλλού να βρω δροσιά στη Λευκωσία εύκολα και γρήγορα; 

Άλλο είναι όμως το θέμα μας. Εκεί που γυροφέρνω μεταξύ Debenhams και Zara και μεταξύ Public και Early Learning συναντώ τυχαίως πολλούς γνωστούς μου. Όχι φίλους μου, αλλά γνωστούς μου: παλιούς συμμαθητές από το Δημοτικό, το Γυμνάσιο, γνωστούς από τον στρατό, φίλους των γονιών μου κτλ. Και πάνω που ετοιμάζομαι να τους χαιρετίσω διαπιστώνω εντελώς ξαφνικά ότι είμαι αόρατος. Ότι δεν με βλέπουν! Εκεί που διασταυρώνονται οι ματιές μας και αναγνωρίζουν τον ψηλόλιγνο γνωστόν τους με το καρότσι ξαφνικά ενεργοποιείται κάποιος υπερφυσικός μηχανισμός και με κάνει αόρατο με αποτέλεσμα να στρέφουν αλλού τη ματιά τους και να μην μπορώ να τους χαιρετίσω. Απίθανο;

Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει. Θα στο αντιπαραβάλω με κάτι εξίσου μαγικό το οποίο συμβαίνει όποτε πάμε στο εξωτερικό, απ' την ανάποδη. Όταν είχαμε πάει στη Νέα Υόρκη για τον μήνα του μέλιτος διαπιστώσαμε ότι στα καλά του καθουμένου έρχονταν διάφοροι άγνωστοι και μας άρχιζαν την πάρλα. Τι να πρωτοθυμηθώ. Μια οικογένεια σε ένα εστιατόριο στο κέντρο του Μανχάταν που γύρισε και μας ρώτησε αν μας αρέσει το φαγητό μας και αν επισκεπτόμαστε τη Νέα Υόρκη συχνά και καταλήξαμε να πιάνουμε φιλίες; Μία κοπέλα στην ουρά του αεροδρομίου που μας ρώτησε τι γλώσσα μιλούμε και από ποια χώρα ερχόμαστε; Μια οικογένεια μέσα στο λεωφορείο καθοδόν της Ντίσνεϊλαντ που κατάλαβε ότι είμαστε Έλληνες και μας έλεγε για τους δικούς της φίλους εξ Ελλάδος με τους οποίους κάνει παρέα και ο γιος τους; 

Μόλις γυρίσουμε στην Κύπρο, ίσως λόγω ζέστης, αυτό το χάρισμα εξαφανίζεται και επιστρέφουμε πάραυτα στο "κάνω πως δεν σε βλέπω."

Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι στο ψαροχώρι μας, όπου όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, δεν αντέχουμε το γεγονός ότι όπου πάμε πέφτουμε πάνω σε γνωστούς. Είναι ψυχοφθόρο να ξέρεις ότι μ’ αυτούς γεννήθηκες και μ’ αυτούς θε να σε θάψουν. Οπότε ο οργανισμός μας αναπτύσσει άμυνες ώστε όταν θες την ησυχία σου να κάνεις πως δεν βλέπεις τον άλλο, ώστε κι εκείνος να μπει στο νόημα και να σε αγνοήσει. Αντιθέτως, στις μεγαλουπόλεις όπου η μοναξιά είναι τεράστια και για να δεις συγγενή και φίλο πρέπει να είναι Πάσχα ή Χριστούγεννα, η κουβεντούλα στον δρόμο, στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στα πάρκα επιβάλλεται, είναι το αντίδοτο στην τρέλλα της απόλυτης, καθημερινής μούγκας. 

Παρόλα αυτά, αναρωτιέμαι. Πόσο δύσκολο είναι ρε γύφτοι να σηκώσετε το ξερόν σας και να γνέψετε του γνωστού σας έναν χαιρετισμό παρά να καταφύγετε στο αμήχανο και αγενές γράψιμο; Προτιμάτε να παίζετε θέατρα παρά να χαιρετίσετε και να ξεμπερδέψετε; Basic manners, μάνα μου, για να το πω στη γλώσσα σας. Απλοί, βασικοί κανόνες σωστής συμπεριφοράς. Βλέπεις κάποιον, τον χαιρετάς. Πας κάπου το πρωί, λες καλημέρα. Φεύγεις το βράδυ, εύχεσαι καλό βράδυ. Δεν σας τα έμαθαν; Τι πάει να πει βαριέστε; 

Κι εγώ σας βαριέμαι. Κι εγώ παρακαλώ να ανοίξει μια ρουφήχτρα να σας καταπιεί να μην σας βλέπω. Κι εγώ προτιμώ να πεθάνω παρά να αρχίσουμε στη μέση του πουθενά τα «να σου ζήσει ο γιος σου», «να τον χαίρεσαι», «ποιου μοιάζει;», «Τζοιμάστε; Τζοιμάστε;» "τρώει την γλυκοπατάτα του;" Αλλά αφού έσπασε που έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και έτυχε να συναπαντηθούμε, ας χαμογελάσουμε ο ένας του άλλου και ας πούμε ένα τυπικό, γεια. Δεν θα λύσουμε, δα, και το Κυπριακό. Μην φοβάστε, μιλήστε. Γιατί αλλιώς θα γίνουμε και επισήμως ζούγκλα. 

Αλλά! Αλλά μετά ξέρετε να μου κάμνετε friend request και likes στις σάχλες που γράφω στα σόσιαλ μύδια. Από κοντά βαριέστε να πείτε ένα καλημέρα, ένα γεια σας να ξεμπερδεύουμε όλοι μαζί μια κι έξω. 


Τι χώρα! Τι γελοίος λαός!