Τις τελευταίες δύο μέρες παίρνω το μωρό μου παραμάσχαλα και πάμε στο Mall της Λευκωσίας για απογευματινό προμενάντ. Όπως ήδη καταλάβατε, σκάει ο τζίτζικας και εγώ πρέπει να βρω ένα δροσερό μέρος να πάρω το τεκνό πριν το βρω ζαβό και παλαβωμένο από τα 45αρια του υδραργύρου μέσα στην κούνια του. Η Μπρέντα δεν μας ακολουθεί γιατί έχει στρωθεί στο διάβασμα, οπότε όλο το βάρος πέφτει στους σαθρούς ώμους μου. Νευριάζω τα μάλα που καταφεύγω στην εύκολη λύση του Mall – όταν παλιότερα έβλεπα άλλους γονείς να εξαπολύουν εκεί τα παιδιά τους για να βρουν την ησυχία τους θύμωνα – αλλά πού αλλού να βρω δροσιά στη Λευκωσία εύκολα και γρήγορα;
Άλλο είναι όμως το θέμα μας. Εκεί που γυροφέρνω μεταξύ Debenhams και Zara και μεταξύ Public και Early Learning συναντώ τυχαίως πολλούς γνωστούς μου. Όχι φίλους μου, αλλά γνωστούς μου: παλιούς συμμαθητές από το Δημοτικό, το Γυμνάσιο, γνωστούς από τον στρατό, φίλους των γονιών μου κτλ. Και πάνω που ετοιμάζομαι να τους χαιρετίσω διαπιστώνω εντελώς ξαφνικά ότι είμαι αόρατος. Ότι δεν με βλέπουν! Εκεί που διασταυρώνονται οι ματιές μας και αναγνωρίζουν τον ψηλόλιγνο γνωστόν τους με το καρότσι ξαφνικά ενεργοποιείται κάποιος υπερφυσικός μηχανισμός και με κάνει αόρατο με αποτέλεσμα να στρέφουν αλλού τη ματιά τους και να μην μπορώ να τους χαιρετίσω. Απίθανο;
Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει. Θα στο αντιπαραβάλω με κάτι εξίσου μαγικό το οποίο συμβαίνει όποτε πάμε στο εξωτερικό, απ' την ανάποδη. Όταν είχαμε πάει στη Νέα Υόρκη για τον μήνα του μέλιτος διαπιστώσαμε ότι στα καλά του καθουμένου έρχονταν διάφοροι άγνωστοι και μας άρχιζαν την πάρλα. Τι να πρωτοθυμηθώ. Μια οικογένεια σε ένα εστιατόριο στο κέντρο του Μανχάταν που γύρισε και μας ρώτησε αν μας αρέσει το φαγητό μας και αν επισκεπτόμαστε τη Νέα Υόρκη συχνά και καταλήξαμε να πιάνουμε φιλίες; Μία κοπέλα στην ουρά του αεροδρομίου που μας ρώτησε τι γλώσσα μιλούμε και από ποια χώρα ερχόμαστε; Μια οικογένεια μέσα στο λεωφορείο καθοδόν της Ντίσνεϊλαντ που κατάλαβε ότι είμαστε Έλληνες και μας έλεγε για τους δικούς της φίλους εξ Ελλάδος με τους οποίους κάνει παρέα και ο γιος τους;
Μόλις γυρίσουμε στην Κύπρο, ίσως λόγω ζέστης, αυτό το χάρισμα εξαφανίζεται και επιστρέφουμε πάραυτα στο "κάνω πως δεν σε βλέπω."
Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι στο ψαροχώρι μας, όπου όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, δεν αντέχουμε το γεγονός ότι όπου πάμε πέφτουμε πάνω σε γνωστούς. Είναι ψυχοφθόρο να ξέρεις ότι μ’ αυτούς γεννήθηκες και μ’ αυτούς θε να σε θάψουν. Οπότε ο οργανισμός μας αναπτύσσει άμυνες ώστε όταν θες την ησυχία σου να κάνεις πως δεν βλέπεις τον άλλο, ώστε κι εκείνος να μπει στο νόημα και να σε αγνοήσει. Αντιθέτως, στις μεγαλουπόλεις όπου η μοναξιά είναι τεράστια και για να δεις συγγενή και φίλο πρέπει να είναι Πάσχα ή Χριστούγεννα, η κουβεντούλα στον δρόμο, στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στα πάρκα επιβάλλεται, είναι το αντίδοτο στην τρέλλα της απόλυτης, καθημερινής μούγκας.
Παρόλα αυτά, αναρωτιέμαι. Πόσο δύσκολο είναι ρε γύφτοι να σηκώσετε το ξερόν σας και να γνέψετε του γνωστού σας έναν χαιρετισμό παρά να καταφύγετε στο αμήχανο και αγενές γράψιμο; Προτιμάτε να παίζετε θέατρα παρά να χαιρετίσετε και να ξεμπερδέψετε; Basic manners, μάνα μου, για να το πω στη γλώσσα σας. Απλοί, βασικοί κανόνες σωστής συμπεριφοράς. Βλέπεις κάποιον, τον χαιρετάς. Πας κάπου το πρωί, λες καλημέρα. Φεύγεις το βράδυ, εύχεσαι καλό βράδυ. Δεν σας τα έμαθαν; Τι πάει να πει βαριέστε;
Κι εγώ σας βαριέμαι. Κι εγώ παρακαλώ να ανοίξει μια ρουφήχτρα να σας καταπιεί να μην σας βλέπω. Κι εγώ προτιμώ να πεθάνω παρά να αρχίσουμε στη μέση του πουθενά τα «να σου ζήσει ο γιος σου», «να τον χαίρεσαι», «ποιου μοιάζει;», «Τζοιμάστε; Τζοιμάστε;» "τρώει την γλυκοπατάτα του;" Αλλά αφού έσπασε που έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και έτυχε να συναπαντηθούμε, ας χαμογελάσουμε ο ένας του άλλου και ας πούμε ένα τυπικό, γεια. Δεν θα λύσουμε, δα, και το Κυπριακό. Μην φοβάστε, μιλήστε. Γιατί αλλιώς θα γίνουμε και επισήμως ζούγκλα.
Αλλά! Αλλά μετά ξέρετε να μου κάμνετε friend request και likes στις σάχλες που γράφω στα σόσιαλ μύδια. Από κοντά βαριέστε να πείτε ένα καλημέρα, ένα γεια σας να ξεμπερδεύουμε όλοι μαζί μια κι έξω.
Τι χώρα! Τι γελοίος λαός!
Σε διαβάζουν όλοι αυτοί ρε και ξέρουν ότι τους βαριέσαι. :) Πως να έρθουν να σε χαιρετήσουν μετά?
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα συνυπάρχουμε ευγενικά :) Γίνεται!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην επόμενη φορά που θα σε δω θα σε χαιρετίσω τότε. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΆμα ρε, εγώ εν μιλώ ποτέ κανενός νομίζω. Κατ'αρχάς εν βλέπω κανέναν, κατά δεύτερον και να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και να δω κάποιον, εν θέλω να ενοχλήσω, ούτε να με ενοχλήσουν. Αν έθελα να έχω σχέσεις θα είχα. Πιο πιθανόν να μιλήσω σε φίλη που ξενιτεύτηκε και χαθήκαμε λόγω απόστασης και την είδα τυχαία, παρά στη γειτόνισσά μου άμα τη δω έξω. Και έτσι αντικοινώνα είμαι παντού. Στο αεροπλάνο κάθομαι, βάζω μουσική στα αυτιά, και κάνω ότι κοιμάμαι/λυνω σουντόκου/σταυρόλεξα. Είμαι τραγική όμως, ξέρω ότι έννεν νορμάλ τούτο. :/ H μάνα μου μου λέει τα ίδια που λες κι εσύ για να καταλάβεις..
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΙΣΑΙ ΜΕΣ ΤΟΝ ΝΟΥ ΜΟΥ!
ΑπάντησηΔιαγραφήόπως διάβαζα ηθελα να σου γράψω : αλλά μετά ξέρουν να σε κάμνουν αντ πας το φεησμπουκ για να κάμνουν show οτί είναι διάσημοι και ξέρουν και ξέρει τους πολλής κόσμος!
έτσι είναι. τζαι λυπούμαι εγω που ενόμιζα ότι γίνεται μόνο μεταξύ τους φαντασιόπληχτους νέους της ηλικίας μου τζαι μετά εν διαφορετικά επειδή ωριμάζουμε...
great!