Από τη χθεσινοβραδινή μου εμπειρία από τον δεύτερο ημιτελικό, ένα πράγμα θα
μου μείνει.
Το γεγονός ότι ο Τάσος Τρύφωνος προσφώνησε τη συμμετοχή της ΠΓΔΜ ως
Σκόπια. Μα, καιρός ήτανε κάποιος να το τολμήσει. Ως πότε θα συνεχίζουμε αυτή τη
γελοιότητα της ονομασίας; Κάποτε πρέπει να αποφασίσουμε. Είτε θα τους αποκαλούμε
Σκοπιανούς, είτε Μακεδόνες, είτε να βρεθεί ένα τρίτο, ουδέτερο όνομα που να μπορώ να το πω με μία λέξη. Αυτό το ενδιάμεσο, το σιδηροδρομικό, το «ΠΓΔΜ», που δεν εξυπηρετεί
κανέναν πλην των ξένων δυνάμεων που ξεμπερδεύουν με το να έχουν ήσυχο το κεφάλι
τους, είναι μια μαλακία και μισή. Είναι πολιτικά ορθό, αλλά πρακτικά δύσκολο.
Τι θα λέω δηλαδή; Πάω να πιω καφέ με μία φίλη μου Φυρομίτισσα; Καλώς τον
Φυρομίτη; «Από πού μας τηλεφωνείτε; Από τη ΦΥΡΟΜ; Η αγαπημένη μου πόλη!» Μήπως
έχει οποιοσδήποτε τη ψευδαίσθηση ότι θα βρεθεί άνθρωπος φυσιολογικός να πει «πόσο
πολύ θα ήθελα να πάω ένα τριήμερο στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας;!»
Ώσπου να το πεις, πέθανες.
Τόλμησα που λέτε κι εγώ ο άμοιρος να γράψω ένα τουίτ στο οποίο εκθείαζα την
τόλμη του Τάσου Τρύφωνος να αποκαλέσει την ΠΓΔΜ ως Σκόπια. Μέσα σε λίγα
δευτερόλεπτα έλαβα γνώση ότι κάποιος με έκανε retweet παραθέτοντας το εξής σχόλιο: «Ιδού η
απόδειξη ότι οι Τούρκοι το 1974 έκαναν μισές δουλειές!»
Δεν είναι η πρώτη φορά που έκπληκτος διαπιστώνω ότι μία μεγάλη μερίδα
Ελλαδιτών συμπλέουν με τα ξένα συμφέροντα αντί με τα δικά τους. Μου έχει
ξανατύχει να συγκρουστώ στο παρελθόν με μια συμφοιτήτριά μου εξ Ελλάδος για το θέμα των Σκοπίων, η
οποία έσπευσε να με ενημερώσει στο Facebook ότι τα Σκόπια έχουν όνομα, λέγονται ΠΓΔΜ,
και να μην τολμήσω να τους ξανά-αποκαλέσω έτσι, γιατί «σκέψου πως μπορεί να
νιώθουν κι αυτοί οι καημένοι που τους κοτσάραμε ένα όνομα που δεν τους αρέσει, που δεν τους εκφράζει».
Το γεγονός ότι στην ΠΓΔΜ έχουν οικειοποιηθεί και διαστρεβλώσει την ιστορία, μετέτρεψαν όλο το
αστικό κέντρο σε σουβενίρ shop του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τυπώνουν χάρτες στους οποίους
συμπεριλαμβάνεται η Καβάλα και η Θεσσαλονίκη υπό την κυριαρχία τους, περνά στα
ψιλά. Γιατί πάνω από όλα «σκέψου πως μπορεί να αισθάνονται οι καημένοι». Όσκαρ
εξωτερικής πολιτικής!
Εννοείται ότι τη μαντάμ τη διέγραψα με συνοπτικές. Έχω ξεπεράσει προ πολλού
την ηλικία που έκανα υπομονή με τους βλάκες χάριν αποδοχής της διαφορετικής
άποψης. Άλλο η διαφορετική άποψη πάνω σε εδραιωμένα, κοινά αποδεκτά γεγονότα
που αποδεικνύονται ιστορικά και επιστημονικά, άλλο η διαφορετική άποψη που βασίζεται
σε συναισθηματική ανισορροπία. Ουστ, στο καλό και να μας γράφετε.
Έχω απογοητευτεί, όχι επειδή τώρα βρέθηκε ένα ηλίθιο συριζόπουλο να μου πει
ότι έπρεπε να μας σφάξουν οι Τούρκοι το ’74, αλλά επειδή συνειδητοποιώ ότι δεν
υπάρχει πλέον ελληνισμός. Δεν γίνεται να κόπτομαι εγώ για την Ελλάδα πιο πολύ
από τον Ελλαδίτη. Δεν γίνεται να εκτουρκεύεται η Θράκη, να παραβιάζεται
καθημερινά το Αιγαίο, να έχουν φτάσει τα πλοία μέχρι το Σούνιο, να έχει χαθεί
το όνομα Μακεδονία και παρόλη την εθνική ξευτίλα να εξακολουθεί να υπάρχει
κόσμος που να μου απαντά κατ’ αυτόν τον εχθρικό τρόπο. Λες και δεν είναι τα
δικά του (μας) συμφέροντα που υπερασπίζομαι. Να με έβριζε ένας Σκοπιανός, να το
καταλάβω. Μα, Έλληνας;!
Τι υπόκοσμος! Έχω κι άλλη παρόμοια ιστορία να σου πω. Κάποτε, προ Μπρέντας,
είχα ένα νταλαβέρι με μία Συριζαία. Τότε εγώ δεν ήξερα τι πάει να πει ΣΥΡΙΖΑ
βέβαια, ούτε καν τι πάει να πει αριστερά. Εγώ μετά την προεδρία του Χριστόφια το
2008 κατάλαβα ότι υπάρχουν αριστεροί κι άρχισα να προσπαθώ να τους καταλάβω.
Στο σόι μου, στον κύκλο μου, στο σχολείο μου, δεν είχαμε αριστερούς. Κι αν είχαμε,
δεν τολμούσαν να εκφραστούν. Γενικότερα δεν ερχόμουν σε επαφή με κόσμο που δεν
ενστερνίζεται την ελληνικότητα. Όταν άκουγα για αριστερούς νόμιζα πως συζητούμε
για τους αριστερόχειρες. Τέλος πάντων. Αυτή η Συριζαία γκόμενα, λοιπόν, μου
είχε πει κάποτε ότι με συμπαθούσε επειδή όταν σπουδάζαμε στην Αγγλία έκανα
παρέα με ξένους αντί με Έλληνες. Το είχα βρει λίγο παράξενο εκ μέρους της,
πρώτον γιατί έκανα παρέα με πολλούς Έλληνες (δεν είχα θέμα), αλλά και επειδή δεν
επέλεγα τους φίλους μου βάσει εθνικότητας. Ναι μεν μ’ άρεσε να συναναστρέφομαι
με ξένους, αυτή ήταν και η γοητεία του να ζεις στο εξωτερικό άλλωστε, αλλά δεν
το έκανα επί τούτου. Όλοι οι καλοί χωρούσαν.
Εκεί που άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάτι δεν πάει καλά με δαύτην, ήταν όταν
μου είχε πει ότι πρέπει να σταματήσουμε να κάνουμε παρέα με τους Έλληνες που
ήταν στην ολότητά τους κουτσομπόληδες και κακεντρεχείς, και να
συναναστρεφόμαστε εξ ολοκλήρου με ξένους. Μου είχε πει ότι θα με σύστηνε στους ξένους
φίλους της, όπερ και εγένετο μια νύχτα με φεγγάρι. Επρόκειτο για έναν Κοσσοβάρο,
έναν Αλβανό κι έναν Πακιστανό. Με τον τελευταίον είχαν υπάρξει και ζευγάρι. Καλά
ρε χρυσή μου, (είπα από μέσα μου), μέσα σε ολόκληρο campus με Γάλλους, Ιταλούς, Ισπανούς, Πορτογάλους
εσύ έδεσες με τον Αλβανό και τον Πακιστανό; Μ΄αυτούς βρήκες κοινό έδαφος να
συνυπάρξεις; Εντάξει, περίεργο μου ακούστηκε, όχι όμως και αδύνατον. Μπορεί
όντως να επρόκειτο για προσωπικοτάρες. Περί ορέξεως άλλωστε...
Στο κακό ο νους μου πήγε όταν μια μέρα, ένα χρόνο μετά, μου ανακοίνωσε ότι
ήθελε να με επισκεφτεί στην Κύπρο. Προσφέρθηκα να τη φιλοξενήσω, αλλά μου
δήλωσε ότι δεν ένιωθε άνετα να μείνει σπίτι μου, και προτιμούσε να μείνει στο
σπίτι μιας φίλης της στην Κερύνεια. Σε μία Τουρκοκύπρια φίλη της δηλαδή. Όταν της
είπα ότι αν τολμούσε να περάσει στα Κατεχόμενα δεν θα υπήρχε λόγος να βρεθούμε
και να κάνουμε παρέα, μου απάντησε ότι «καλός είμαι και του λόγου μου, όπως και
η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων που καταδυναστεύουμε τα δικαιώματα των
Τουρκοκυπρίων, που τους έχουμε απομονωμένους και τους αρνιόμαστε τα ευρωπαϊκά τους
δικαιώματα» και κάτι τέτοιες ανυπόστατες αρλούμπες. Περιττό να σου πω τι
ακολούθησε. Οχετός! Μέχρι και φίλους της κομματόσκυλα έβαλε να μου στέλνουν ειρωνικά μηνύματα στο Facebook για να την υποστηρίξουν (επειδή η συζήτηση
έγινε δημόσια στο wall της – πολύ κακώς – αλλά ήταν οι εποχές που ο κόσμος έγραφε
ακόμα άφοβα στα wall του άλλου και δεν κατέφευγαν στα private messages ακόμα και για ένα απλό «χρόνια πολλά»).
Εν πάση περιπτώσει, αυτά στα λέω γιατί κάπου εκεί άρχισα να καταλαβαίνω τι
πάει να πει αριστερά και τι πάει να πει ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί κυβερνούν σήμερα και
φυσικά δεν έπιασαν την εξουσία με το ζόρι. Κάποιοι ανοιχτομάτηδες τους ψήφισαν.
Θα μου πεις, και τι να ψήφιζαν; Το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ που τους κατέστρεψαν; Δεν ξέρω.
Εγώ ξέρω ότι τώρα τρώνε στη μάπα ένα 3ο μνημόνιο και δεν προβλέπεται
να έχουν ξεμπερδέψει από αυτό, ούτε τα δισέγγονά τους, ενώ ο φιλεύσπλαχνος ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν απάλυνε τον πόνο τους, αλλά τον χειροτέρεψε με τη βλακώδη αντίληψη που έχει για την πολιτική πραγματικότητα. Μόνο η Ελλάδα θα
μπορούσε να το καταφέρει αυτό. Κύπρος, Ιρλανδία, Πορτογαλία ξεμπέρδεψαν με το
μνημόνιο. Μόνο η Ελλάδα θα μπορούσε να οδεύει ακάθεκτη και προς ένα 4ο.
Άμα μου λένε ότι οι Τούρκοι έπρεπε να μας είχαν σφάξει το ’74 (που εν μέρει
συμφωνώ αν αυτό θα σήμαινε ότι σήμερα δεν θα ζούσαμε αυτά τα χάλια), τους θυμίζω
το μνημόνιο. Μπορεί να μην τους κόφτει που τους μειώνουν καθημερινά την
αξιοπρέπεια, αλλά μην τυχόν και τους υπενθυμίσεις την τρύπια τσέπη! Εξακριβωμένο! Τους πονά
περισσότερο το οικονομικό παρά η εθνική τους αξιοπρέπεια. Και δεν
ξέρουν και τι να σου απαντήσουν. Ούτε οι Ελλαδίτες, ούτε οι Κύπριοι. Γι αυτό
άλλωστε φτάσαμε αμφότεροι στον πάτο και ιδού η περίτρανη απόδειξη ότι επί της ουσίας
είμαστε ο ίδιος, χαμηλού επιπέδου, παραδόπιστος λαός.
Μα, τι λέγαμε; Για τη Γιουροβίζιον; Α, ναι μωρέ! Δεν το χωνεύω το ότι δεν
πέρασε η Εσθονία! Αυτά.