Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2014

Απλά, Συνταγματικά Μαθήματα

Παραθέτω το Άρθρο 4.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας διά παν ξεστράβωμα:


4. Πας πολίτης της Δημοκρατίας ή οιαδήποτε οργάνωσις αποτελούσα ή μη νομικόν πρόσωπον, εξαιρουμένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, της οποίας τα μέλη είναι πολίται της Δημοκρατίας, έχουσι το δικαίωμα να αναρτώσιν επί της κατοικίας ή του καταστήματος αυτών την σημαίαν της Δημοκρατίας ή την ελληνικήν ή την τουρκικήν σημαίαν, άνευ οιουδήποτε περιορισμού. 

Κάνοντας κλικ εδώ, μπορείς να διαβάσεις ολόκληρο το Σύνταγμα, μπορείς επίσης να εστιάσεις ειδικά στο άρθρο 4 που αφορά τις σημαίες και να σταματήσεις να μας ζαλίζεις τα ούμπαλα σχετικά με το θέμα του Τορναρίτη. Χωνέψετέ το, δεν υπάρχει Κύπριος, υπάρχουν Έλληνες και Τούρκοι που προσπαθούν ματαίως να συνυπάρξουν σ' αυτό το καταραμένο νησί και ότι η εξομοίωση τους απέτυχε αιώνες τώρα, δεν θα πετύχει τωρά τζιαι να πάει. 



Υπερβολική η πράξη του Τορναρίτη; Μπορεί, αλλά περιουσία του είναι, ό,τι θέλει κάνει. Περί αισθητικής ο λόγος και κιτς το θέαμα; Ίσως, μα στην Κύπρο, τον ορισμό της κιτσαρίας, το να αποκαλείς την ελληνική σημαία κιτς (ακόμα και σε μέγεθος γίγας), μία σημαία που ενέπνευσε ποιητές και ποιητές, είναι ολίγον τι ειρωνικό. Πόσω μάλλον όταν προέρχεσαι από πολιτικό χώρο, όπως αυτόν της κυπριακής αριστεράς, άρρηκτα συνυφασμένης με το καρακιτσαριό, άριστα εκπροσωπημένου από γελοίες προσωπικότητες εκτοπίσματος Χριστόφια, Συλυκιώτη, Χαραλαμπίδου κτλ. 

Ξύδι. 

Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2014

Μια Φωτογραφία, Χίλια Λάθη

Η πιο κάτω φωτογραφία είναι από προχθές, από την τελετή αποφοίτησης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Λευκωσίας, στο οποίο αν δεν το ήξερες, αποφοίτησε και ο αδελφός της Μενεγάκη.


Κοιτάζω τη φωτογραφία για ώρα, και δεν χορταίνω να την βλέπω ανάμεσα στην πρώην Υπουργό Εξωτερικών Ερατώ Κοζάκου Μαρκουλλή, στα αριστερά της, και την κ. Μαυρονικόλα βουλευτή της ΕΔΕΚ, στα δεξιά της, καθώς επίσης και στον κύριο πώς-τον-λένε, του ΑΚΕΛ, του οποίου φυσικά το όνομα μου διαφεύγει, μου αρκεί που τον παρακολουθώ που και που στις εκπομπές να σουφρώνει τα χείλη σαν ροφός και να γουρλώνει τα μάτια σαν αρκούδι.

Και αναρωτιέμαι: Ποιο είναι αυτό που με ενοχλεί περισσότερο; Το ότι μία παρουσιάστρια που έτυχε να έχει τον αδελφό της στο πανεπιστήμιο, θεωρείται επίσημη και κάθεται στην πρώτη σειρά; Ή που οι υπόλοιποι επίσημοι της χώρας μου είναι τόσο γελοίοι ώστε δίπλα στη Μενεγάκη να μην φαντάζουν ούτε καν για αργόσχολοι σχολιαστές από το πάνελ της;

Θέλω να πω, κάλλιστα μπορώ να φανταστώ τη Μαυρονικόλα να παρουσιάζει τη μαγειρική, την Μαρκουλλή να λέει τα ζώδια ως άλλη Λουπέσκου και τον άλλον τον πως-τον-λένε του ΑΚΕΛ να παίρνει συνέντευξη από τον Διονύση Σχοινά.  Δεν θα έβαζες όμως της Ζαρίφη, την Παγιετάκη και τον Κουτσογιαννόπουλο να κάτσουν πρώτη σειρά στην αποφοίτηση ενός πανεπιστημίου, σωστά; Από την άλλη, είμαι σίγουρος πως η Μενεγάκη που είναι τόσο έξυπνη ώστε να παριστάνει για είκοσι χρόνια τώρα τη χαζή, μεγαλύτερη προκοπή θα έφερνε στη χώρα μας σαν πολιτικό πρόσωπο, παρά από όση έφεραν μέχρι σήμερα οι υπόλοιποι παριστάμενοι πολιτικάντηδες. Ένα νάζι να έκανε στους εχθρούς μας η Ελενάρα πιο υπέρ μας θα λυνόταν το κυπριακό.



Από όποια πλευρά και να το δεις, η φωτογραφία ή και η πραγματικότητα τέλος πάντων, είναι απλά λάθος. 

Τρίτη, Ιουνίου 24, 2014

Στους Πέντε Δρόμους

Καλημέρα σας, τι κάνετε, καλά; Πάντα καλά!

Εγώ σήμερα επιβεβαίωσα κάτι που πίστευα εδώ και πολλά χρόνια. Ότι υπάρχει κόσμος με συγκεκριμένα επαγγέλματα με τον οποίο δεν μπορείς να συνεννοηθείς. Πώς, ας πούμε, σου συστήνεται κάποιος ως μπάτσος ή στρατιωτικός και χάνεις κάθε ενδιαφέρον να τον γνωρίσεις περαιτέρω; Σήμερα πρόσθεσα καινούρια μερίδα πληθυσμού στη μαύρη λίστα: Τους κτηματομεσίτες, ή και κτηνα-τομεσίτες!

Όπως ήδη κατάλαβες, ψάχνουμε διαμέρισμα να νοικιάσουμε με τη Μπρέντα. Διαμέρισμα με συγκεκριμένες προδιαγραφές τις οποίες υπογραμμίζω εντόνως σε κάθε τηλεφωνική μου επικοινωνία μαζί τους. Είναι σαν να μιλάς του τοίχου. Τους λες ότι έχεις συγκεκριμένο μπάτζετ, το τονίζεις, και σε παίρνουν πίσω να σου προτείνουν κάποιο διαμέρισμα €100 πιο ακριβό με την ελπίδα ότι θα γεννήσεις χρήματα να τους τα δώσεις. Δεν έχω τόσα άνθρωπέ μου. Γιατί επιμένεις;

Τους εξηγείς ότι θέλεις το διαμέρισμα επιπλωμένο. Επιπλωμένο για τον Κύπριο, ξέρεις τι σημαίνει; Πάει ο ιδιοκτήτης στο σπίτι της γιαγιάς του της μακαρίτισσας, διαλέγει ό,τι δεν έχει πάρει μαζί της στον τάφο και το πετά στο διαμέρισμα. Επιπλωμένο σου λέει, κομπλέ, άρα και πιο ακριβό. Τους εξηγείς ότι αυτή δεν είναι αισθητική 21ου αιώνα και ότι αν ήθελες να ζήσεις σαν πρόσφυγας με έπιπλα εμπνευσμένα από τη μικρασιατική καταστροφή, έμενες σε καταυλισμό και καθάριζες, μα δεν το καταλαβαίνουν. Σώνει και καλά να σε πείσουν ότι αυτό το ντιβάνι μετρά για κρεβάτι και ότι αυτές οι καρέκλες καφενείου θεωρούνται «έπιπλα». Θεέ μου!

Φυσικά, υπάρχει και το άλλο άκρο. Τους εξηγείς ότι θέλεις κάτι μοντέρνο και σε πάνε να δεις κάτι ντιζαϊνάτες πολυκατοικίες, οι οποίες ομολογουμένως είναι χάρμα οφθαλμών σαν οικοδομήματα, μα πάσχουν από διαμερίσματα. Όταν λέω πάσχουν, εννοώ ότι με το ζόρι έχουν μέσα διαμερίσματα. Μπαίνει ο ένας μέσα και δεν χωράει άλλος. Πήγαμε τις προάλλες και είδαμε μία πολυκατοικία, διαμάντι. Πάμε να μπούμε στο διαμέρισμα, ανοίγει η πόρτα, μπήκε μέσα η κτηματομεσίτης, δεν χωρούσε να μπει άλλος! «Καλά, μια ντουλάπα υπάρχει σ’ όλο το διαμέρισμα;» αναρωτήθηκε η Μπρέντα. Ναι, της λέει, δεν σας φτάνει; «Στο σπίτι μου έχω έξι και δεν με φτάνουν! Και ας μην ξεχνάμε ότι θα φέρει και ο Αντίχριστος τα πράγματά του»… Αρχίσαμε να κοιτάμε ομαδικώς τα ταβάνια. Κατά πόσον αντέχουν να κρεμάσεις απ’ εκεί πάνω καμιά ντουλάπα ανάποδα! «Εντάξει, μπορείτε τα παπούτσια να τα φυλάτε στο μπαλκόνι, που ούτως ή άλλως είναι στεγασμένο», μας είπε. Το κακό είναι ότι στα λένε για σοβαρά όλα αυτά και εσύ δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις. Μου τρώτε άδικα την ώρα μου, κυρά μου, πόσο δύσκολο είναι να επικοινωνήσουμε ως προς το τι θέλουμε τέλος πάντων;

Ένα άλλο κουσούρι που έχουν οι κτηματομεσίτες είναι ότι δυσανασχετούν. Ναι, φαντάζομαι ότι ανέχεστε καθημερινά πολλές ιδιοτροπίες, αλλά αυτή είναι η δουλειά σας. Να μας εξυπηρετείτε και να μας βρίσκετε αυτό που θέλουμε. Αν δεν υπάρχει, πείτε μας το να μην αιθεροβατούμε και τελείωσε. Το να δυσανασχετείτε εμφανώς όταν σας απευθύνουμε το λόγο σαν πελάτες δείχνει πόσο αξίζει να αφανιστείτε σαν επάγγελμα. Για να μην σχολιάσω το ότι κάνετε αλλαξοκωλιές με τους πελάτες. Παίρνεις τηλέφωνο τον τάδε, κλείνεις ραντεβού μαζί του, τελικά εμφανίζεται ο δείνα, γιατί ο τάδε είχε άλλη δουλειά πιο σίγουρη, και προτίμησε να πάει εκεί. Μα, ο δείνα δεν ξέρει τι ψάχνω και έτσι απαιτείται να εξηγήσω τα πάντα από το μηδέν, και χάνουμε πολύτιμο χρόνο. Μέσα σε μια βδομάδα έκλεισα δέκα ραντεβού με κτηματομεσίτες. Στις μισές περιπτώσεις ήρθε να με συναντήσει άλλος απ’ αυτόν που τηλεφωνήθηκα και μάντεψε τι, δεν είχε ιδέα για το τι ψάχνω, ή ήξερε τα μισά απ’ αυτά που έπρεπε. Η επιτομή του επαγγελματισμού σε λέω!

Το αποκορύφωμα συνέβη σήμερα το πρωί. Είχα ραντεβού στις 11:00 για να δω ένα διαμέρισμα. Είχα συνεννοηθεί από χθες το βράδυ με τον κτηματομεσίτη να συναντηθούμε στην Καλλιπόλεως για να πάμε μαζί. Μισή ώρα πριν το ραντεβού με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι έχει μια άλλη δουλειά στο Δάλι και έτσι δεν θα μπορούσε να με συναντήσει, θα έστελνε όμως έναν συνεργάτη του να με πάει να δω το διαμέρισμα. Τηλεφωνήθηκα με τον συνεργάτη, 'ξηγηθήκαμε, με ρώτησε ποιο είναι το μπάτζετ μου και όταν του το είπα μου απάντησε έκπληκτος ότι είμαι πολύ πιο κάτω από το νοίκι που ζητά ο ιδιοκτήτης. Του απάντησα ότι ο προηγούμενος συνάδελφός του μου είπε ότι είμαι εντός μπάτζετ και ότι μάλιστα μπορούμε να τον παζαρέψουμε και για λιγότερα. Τέλος πάντων, είπαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας. Ξεκινώ από την Έγκωμη να πάω στην Καλλιπόλεως μέσα στον καύσωνα και την κίνηση, φτάνω στο σημείο του ραντεβού δέκα λεπτά νωρίτερα για να είμαι συνεπής και περιμένω. Δέκα λεπτά αργότερα με παίρνει τηλέφωνο ο κύριος και μου λέει επί λέξει: «Καλύτερα να ακυρώσουμε το ραντεβού. Είμαστε πολύ εκτός μπάτζετ και ο ιδιοκτήτης δεν νομίζω να δεχτεί οποιαδήποτε μείωση».

«Μα είμαι ήδη εδώ και περιμένω!» του είπα έκπληκτος. Ολίγον τον ένοιαξε, μου το έκλεισε κατάμουτρα.



ΟΚ, αυτό ήταν, θα μείνουμε στους πέντε δρόμους και κάτι μου λέει ότι θα είναι και καλύτερα. Και να ξεψυχάω, που λέει ο λόγος, δεν θέλω άλλα πάρε-δώσε μαζί σας. 

Δευτέρα, Ιουνίου 23, 2014

Πάσο, Τα Ρέστα Μου, Τα Βλέπω.

Μεγάλωσα σε ένα σόι που από όποια μεριά κι αν το κοίταζες, όλοι τους έπαιζαν χαρτιά. Η γιαγιά μου από τη μεριά του πατέρα μου έπαιζε χαρτιά μέχρι την ημέρα που πέθανε. Η γιαγιά της μητέρας μου, (δηλαδή η προγιαγιά μου) που την πρόλαβα 17 χρόνια έπαιζε χαρτιά με άλλες γριές, η γιαγιά μου παίζει χαρτιά σε συλλόγους ηλικιωμένων, η μητέρα μου και ο πατέρας μου έπαιζαν χαρτιά με φίλους και συναδέλφους τους, η δε μητέρα μου ακόμα παίζει και τώρα που χήρεψε με άλλες φιλενάδες της. Δεν έπαιζαν, ούτε παίζουν μεγάλα ποσά, ούτε είναι εθισμένοι στη χαρτοπαιξία σε βαθμό που να διακυβεύεται οποιαδήποτε περιουσία. Ήταν, όμως, και είναι η αγαπημένη τους ενασχόληση. Μια ενασχόληση που τους έκαιγε τα εγκεφαλικά τους κύτταρα, χωρίς αμφιβολία. 

Όταν ήμουν παιδάκι και δεν πολύ-καταλάβαινα τι συνέβαινε, επισκεπτόμουν το σπίτι της γιαγιάς μου, όπου λάμβανε χώρα το καρέ, και έβλεπα αμέτρητες άλλες γιαγιάδες, όλες με μαλλί κομμωτηρίου, μούρες τραβηγμένες και δεκάδες κοσμήματα να κρέμονται από πάνω τους, να επιδίδονται στο άθλημα με τόσο ζήλο και πάθος που νόμιζα πως κάποιο μασονικό γεγονός ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου, προκαλώντας μου δέος. Δεν με άφηναν να μιλήσω, ούτε να κάνω θόρυβο μπας και τις αποσυγκεντρώσω. Τις παρατηρούσα τόσο απορροφημένες στον Ρήγα και στον Φάντη που ήταν σαν να εργαζόντουσαν για να αποκωδικοποιήσουν το DNA, ή κάτι εξίσου θεάρεστο και συναρπαστικό. Δεν μου έδιναν ουδεμία σημασία και βαριόμουν απίστευτα. 

Το ίδιο συνέβαινε και κάποια σαββατόβραδα στα τέλη της δεκαετίας του '80 όταν ακόμη ήμην παιδάκι και οι γονείς μου με τραβολογούσαν σε σπίτια φίλων τους όπου μαζεύονταν για να φάνε και να παίξουν χαρτιά. Η παρτίδα τελείωνε στις 3:00 το πρωί, και εγώ με την αδελφή μου ξεραινόμασταν πάνω στους καναπέδες του εκάστοτε σαλονιού, μπροστά στην αναμμένη τηλεόραση που εκείνη την ώρα δεν μετέδιδε καν σήμα. Αν μας είχε πάρει χαμπάρι το γραφείο ευημερίας θα είχα φτάσει στην ενηλικίωση από άλλη οικογένεια. Ομοίως, όπως συνέβαινε και στο σπίτι της γιαγιάς μου, εμείς οφείλαμε να είμαστε πολύ φρόνιμοι όταν οι μεγάλοι έπαιζαν χαρτιά, γιατί όταν χάνανε τσαντίζονταν και βρίζανε, πετούσαν τα χαρτιά με μένος, καπνίζανε σαν φουγάρα και ουδεμία όρεξη είχανε να δώσουν τη παραμικρή σημασία στο προ-εφηβικό αγοράκι που κάπως έπρεπε να απασχοληθεί για να μην τα παίξει από τη βαρεμάρα και πέσει στα σκληρά. 

Όταν μεγάλωσα κάπως και ήμουν σε θέση να μένω μόνος μου σπίτι χωρίς να είμαι αναγκασμένος να τους ακολουθώ στα καρέ, ξεμπέρδεψα και απ' αυτό το άγχος. Έκτοτε, περιττό να σου πω, μισώ τα χαρτιά όσο τίποτα στον κόσμο, κι έχω μπλοκάρει επίτηδες τον εγκέφαλό μου ώστε να μην έχω ουδεμία σχέση μαζί τους. Να φανταστείς ότι δεν ξεχωρίζω καν τη διαφορά ανάμεσα στο 'σπαθί' και στην 'κούπα', ούτε καν μεταξύ της Ντάμας και του Ρήγα μην σου πω,  δεν γνωρίζω να παίζω κανένα παιχνίδι πλην της πασιέντζας (κι εκείνης μόνο σε ηλεκτρονική μορφή), και γενικότερα όποτε δω κόσμο να παίζει χαρτιά σε κάποια λέσχη ή σε κάποιο σπίτι κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, μου έρχεται να πάω και να τους αναποδογυρίσω το τραπέζι, να τους μπήξω την τράπουλα στον κώλο και να την ανακατεύω ώσπου να κατεβάσουν αιμορροΐδες. 

Σημείωσε δε το εξωφρενικό του πράγματος ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι (σόγια, γονείς και φίλοι) με θεωρούσαν πάντα τον περίεργο της οικογένειας, επειδή μου άρεσε να γράφω, να βλέπω και να παίζω θέατρο, να παρακολουθώ την ίδια ταινία 100 φορές ώσπου να τη μάθω απ' έξω, να παθιάζομαι με τα Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα που έβλεπα τότε στην ΕΡΤ και τα αναπαρήγαγα με τα ξαδέλφια μου στις αυλές κτλ, αλλά ουδέποτε θεώρησαν τους εαυτούς τους παράξενους που κάθονταν τόσες ώρες γύρω από τη τσόχα και έπαιζαν χαρτιά, χαμένοι μες τη σιωπή και μέσα στην έλλειψη δημιουργικότητας. Δεν ήταν εκείνοι για το άσυλο, ήμουν μονίμως εγώ. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ, ούτε υπονοώ ότι η οικογενειακή μας ζωή ήταν αυτή η τραγωδία όπως στην περιγράφω σήμερα. Είχα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια και δεν μου έλειψε τίποτα, δεν είμαι αχάριστος. Αλλά ναι, θεωρούσα αδιανόητο το ότι μπορούσα να έχω περισσότερα και τα στερούμουν εξ αιτίας της τράπουλας. 

Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, όταν κάποια απογεύματα έρχονται οι φίλες της μάνας μου και παίζουν στο σαλόνι κουμ-καν, μου έρχεται να διαπράξω το ίδιο χαρακίρι. Έτσι όπως μπαίνω στο σπίτι μετά τη δουλειά και έχω τα συνήθη νεύρα της καθημερινότητας ανεβάζω πίεση 200 όταν ξαφνικά τις αντικρίζω τόσο αχάπαρες, ξένοιαστες και αδιάφορες ως προς το τι μπορεί να συμβαίνει στον έξω κόσμο, να πετάνε τα χαρτιά στη τσόχα και να κουτσομπολεύουν το σύμπαν. Μου έρχεται να πάω να τους βγάλω το μαλλί, τρίχα τρίχα και να τες ρωτήσω: "Σπίτια δεν έχετε;", "Εγγόνια δεν έχετε;" ζωή δεν έχετε και κάθεστε και τρώτε τα χρόνια σας, όσα σας έμειναν τέλος πάντων, σε τόσο αντι-παραγωγικά πράγματα;! Καθίστε και μάθετε στα εγγόνια σας ποιοι ήταν οι Θεοί του Ολύμπου, καθίστε και διηγηθείτε τους παραμύθια, πάρτε τα βόλτα, μάθετέ τα να πλάθουν κουλουράκια ή κάτι τέτοιο, γαμώ το κέρατό μου!

"Είναι η ψυχοθεραπεία μου το χαρτί", "μας βοηθά να ηρεμούμε", "κοινωνικοποιούμαστε μέσω αυτού", "περνά η ώρα μας", μερικές από τις μαλακίες που μου σερβίρουν για δικαιολογίες. Και τις εννοούν.

Τι ζωές χαμένες!  
Τέλος ψυχοθεραπείας για σήμερα. 

Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2014

Ένα Εμβόλιο Κατά Των Τρολ

Έχω τόσα νεύρα!

Να ξεκληρίζεται τόσο δραματικά, τόσο άδικα και τόσο απότομα μια ολόκληρη οικογένεια και να πρέπει να υποστείς στο τέλος της είδησης σχόλια ανώνυμων αναγνωστών που έχουν άποψη για τα πάντα: Από το αν ο δράστης είχε ψυχολογικά, από το αν η σύζυγος «ήταν φάουσα και έφερνε συχνά τον άντρα της στο αμήν», από το αν η ΕΦ νομιμοποιείται να παρέχει όπλα σε εφέδρους, από το αν έπρεπε ο μακελάρης να μπει στη βουλή να καθαρίσει βουλευτές, για τα πάντα. Ο κόσμος δεν μπορεί απλά να σκάσει και να σεβαστεί την τραγικότητα της στιγμής. Πρέπει να εκφέρει άποψη και να αποδώσει δικαιοσύνη επί παντός επιστητού και υπευθύνου.

Αυτά είναι τα κακά του ίντερνετ, φίλε μου. Το ότι δηλαδή δικαιούται ο καθένας κι από μια σύνδεση σ’ αυτό. Δεν υπάρχουν κριτήρια. Να υπήρχε, ας πούμε ένα είδος IQ test στο οποίο βάσει της βαθμολογίας σου να εξαρτιόταν και το αν δικαιούσαι σύνδεση στο ίντερνετ.

Στην πραγματική ζωή είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα. Πας ας πούμε στο καφενείο, λέει ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του, γουρλώνεις εξίσου τα μάτια μ’ αυτά που ακούς, αλλά υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Μπορείς να δεις ποιος τα λέει. Και μπορείς να συγκόψεις από ολόκληρο το σύνολο του ανθρώπου, τόσο εμφανισιακά, όσο και πνευματικά πόση βαρύτητα έχει η μαλακία που εκφράζει. Διότι τα επιχειρήματα έχουν εκλείψει (όχι πως τα διαθέταμε και ποτέ σ’ αυτή τη χώρα) και ο κόσμος εκφράζεται μόνο με το ένστικτο και σε επίπεδο κερκίδας.

Ακούς τη μαλακία μες το πλήθος, γυρίζεις να δεις ποιος την είπε, σκέφτεσαι «καλός μαλάκας φαίνεται και του λόγου του», δεν δίνεις περισσότερη σημασία. Στο ίντερνετ, όμως, δεν μπορείς να ξέρεις πόσο σοβαρά να πάρεις αυτό που διαβάζεις. Πρώτον γιατί η έκφραση του μέσου Κύπριου σχολιαστή δεν έχει δομή, αρχή, μέση, τέλος, (τη δε ορθογραφία δεν την συζητώ καν), και δεύτερον γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις πότε αστειεύεται και πότε σοβαρομιλά. Και καταλήγεις να εκνευρίζεσαι.

Τις προάλλες στο Facebook μία παλιά μου συμμαθήτρια, που σημείωσε ότι έμεινε δυο φορές στην ίδια τάξη και έχει διαγνωσμένο πρόβλημα στον εγκέφαλο, έγραψε μία τεράστια προσβολή στον τοίχο μου. Πολλοί με ρώτησαν αργότερα γιατί δεν μπήκα στον κόπο να τη βάλω στη θέση της. Πολύ απλά, διότι γνωρίζω το ποιόν του ανθρώπου που το έγραψε. Και όχι μόνο δεν εκνευρίστηκα από τη χοντράδα της, αλλά δεδομένου ότι προερχόταν από τη συγκεκριμένη, την βρήκα και χαριτωμένη. Της έκανα και like. 


Αυτό όμως δεν συμβαίνει με τα υπόλοιπα φόρα. Ο καθένας έχει από ένα πληκτρολόγιο και θερίζει ό, τι βρει μπροστά του. Και όσοι από εμάς δεν έχουμε αναπτύξει άμυνες απέναντι στα τρολς, εκνευριζόμαστε. Δικό μας είναι το πρόβλημα στην τελική, το ξέρω. Και για όσο δεν υπάρχει εμβόλιο, να το βάζουμε να ησυχάζουμε, πρέπει να βρεθεί άλλος τρόπος, ρε παιδί μου, να μπορούμε να μάθουμε ποιος κρύβεται πίσω από τη μαλακία που γράφεται. Όχι για να τον τιμωρήσουμε, ή να του κόψουμε το δικαίωμα της έκφρασης, βεβαίως, βεβαίως, αλλά για να ξέρουμε ποιος μας τρώει την ώρα μας, και αν αξίζει τον κόπο να δώσουμε πάνω από ενα δευτερόλεπτο σημασία.      

Δευτέρα, Ιουνίου 16, 2014

Ο Κλέφτης Με Τα Κοκ

Μπαίνει ένας κλέφτης σε ένα ζαχαροπλαστείο του Τέξας και φωνάζει: «Hands up, this is a robbery, nobody move!». Η ζαχαροπλάστρια τον κοιτάζει απαξιωτικά και χωρίς να χάσει τη ψυχραιμία της σηκώνει την ποδιά της, κάνει τη γνωστή χειρονομία και απαντά σε ύφος και τόνο νταλικέρη: “Suck my cock, you motherfucker!”


Ε, στην Κύπρο το ίδιο σενάριο γίνεται κάπως έτσι: 


Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2014

Τομές Στα Γεγονότα

Τηλεόραση βλέπω μόνο όταν έχει Γιουροβίζιον. Ποτέ άλλοτε. Κυπριακή τηλεόραση δε, ακόμα σπανιότερα, μόνο αν ξεπέσω στον προθάλαμο κάποιου ιατρείου. Δεν μπορώ να θωρώ τον Τσιμιτσέλη, ούτε το πτώμα της Ποταμίτου με την κρεατοελιά να προσπαθούν να με πείσουν ότι τα τσιαττιστά είναι κουλ. Για εκείνα τα σιχάματα που αποκαλούν σειρές εν τω μεταξύ, ούτε λόγος. Προσβολή στο επάγγελμα του ηθοποιού. Μόνο ειδήσεις παρακολουθώ, κι αυτές για να ακούσω πότε θα πιάσουμε πάτο, να ετοιμάσω βαλίτσες για τα ξένα, να ησυχάσω.

Από απόψε μπορώ να αρχίσω να πακετάρω. Κοίτα κάρτα ενημέρωσης από το κεντρικό δελτίο του Σίγμα. Δες και φρίξε: TOMES STA GEGONOTA, με greeklish, (εμφανίστηκε τουλάχιστον τρεις φορές), ενώ στο υπόλοιπο κείμενο απουσιάζει ο τονισμός, τύπου, τονίζω όπου μου καπνίσει. 


Αντιλαμβάνεσαι, η γραφή είναι το αποτύπωμα του εγκεφάλου μας. Δεν θέλω να ξέρω ποιος άνθρωπος ετοίμασε τη συγκεκριμένη κάρτα, ούτε θέλω να πιστέψω ότι πληρώνεται μισθό για αυτό το χάλι. Πόση προχειρότητα, πόση αμορφωσιά, πόση Κύπρο να αντέξεις! 

Είμαι Πιο Έξυπνος Από Έναν Εξάχρονο;

…Παίζεται.

Το περασμένο τριήμερο πέρασα δύο ώρες με τον εξάχρονο ανιψιό μου στο Mall. Πήγαμε για να του αγοράσω δώρο για τα γενέθλιά του. Δέχτηκα ριπές από ατάκες, από τις οποίες ακόμα να συνέλθω. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος, και πιθανόν όλη η γενιά του, είναι έξι χρόνια πιο μπροστά από την εποχή του. Άκου γιατί.

Κατ’ αρχάς, με το που μπήκαμε στο Public και ο ίδιος έψαχνε για δώρο ενόσω εγώ κοίταζα τα κινηματογραφικά DVD, ήρθε να μου επιστήσει την προσοχή γιατί: «Υπάρχουν και τα Blue Ray, με πιο καθαρή εικόνα, αλλά εσύ δεν έχεις στο σπίτι σου τέτοιο μηχάνημα, επομένως πρέπει να κοιτάζεις μόνο στα ράφια με τα DVD». Σωστή η παρατήρηση, μα είναι να τρελαίνεσαι που α) γνωρίζει την ποιοτική διαφορά των δύο δίσκων, β) γνωρίζει ότι εγώ δεν διαθέτω μηχανή που να παίζει Blue ray, άγνωστο το γιατί.

Καθώς περιπλανιόταν μέσα στα ράφια των παιχνιδιών κι εγώ τον έτρεχα ξωπίσω μην τον χάσω μες το πλήθος, γυρίζει και μου λέει σε καθησυχαστικό ύφος: «Φοβάσαι μην με χάσεις; Και να με χάσεις θα σε βρω εγώ, είσαι τόσο ψηλός, φαίνεσαι από όλο το Public!». Κάνει και πλάκα το εξάχρονο. Στα λέει αυτά και νιώθεις τόσο γελοίος…

Του είπα να περάσουμε λίγο από τον τομέα με τα βιβλία. Ήταν εμφανής η δυσανασχέτησή του. «Πέντε λεπτά θα κάνουμε» εξηγήθηκα. Ζήτησα από την υπεύθυνη να μου συστήσει ένα βιβλίο μυστηρίου για να βγει το καλοκαίρι και εκείνη άρχισε να μου εξιστορεί το «Τελευταίο Αίνιγμα» (το οποίο παρεμπιπτόντως είναι εξαιρετικό), και να μου το κάνει περίληψη. «Πρόκειται για την αυτοκτονία της κόρης ενός σκηνοθέτη ταινιών θρίλερ στο Μανχάταν, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα…»

Το ανιψούδι μου δεν άντεξε, κουνούσε χέρια πόδια επιδειχτικά, σε στιλ «τελείωνε, βαρέθηκα», μα δεν του έδωσα σημασία. Όταν τελικά αποφάσισα να αγοράσω το βιβλίο και ευχαρίστησα την υπεύθυνη, γυρίζει και μου λέει σε τόνο επίπληξης: «Άμα στο περιγράψει γιατί να κάτσεις να το διαβάσεις;!»

Επιστρέψαμε στα ράφια με τις ταινίες του Ντίσνεϊ. Τον ρωτώ:

-        Έχεις δει το Frozen, την τελευταία ταινία της Ντίσνεϊ;
-    (Με πολύ περισπούδαστο ύφος κριτικού): Ναι. Πρέπει να τη δεις Ο-ΠΩΣ-ΔΗ-ΠΟ-ΤΕ!

Τελειώσαμε από το Public και κάτσαμε στην καφετέρια για παγωτό. Εκεί, τυχαία συνάντησα μία φίλη της μάνας μου, η οποία ήταν αγχωμένη επειδή ο γιος της σε λίγες μέρες θα καταταχθεί στον στρατό. Αφού την καθησύχασα ότι στρατός δεν έμεινε και δεν χρειάζεται να αγχώνεται, με αποχαιρέτησε και έφυγε. Ακολούθησε ρεσιτάλ από τον ανιψιό μου:

-      Χρίστο, θα πάω κι εγώ στρατό;
-    Δεν νομίζω να υπάρχει χώρα ως τότε, αλλά το πιο πιθανό είναι ότι θα πας.
-     Και θα πρέπει να κουρευτώ γουλί;
-     Στην αρχή, ναι.
-    (παύση). Γιατί πάμε στρατό;
-   (τεράστιο θέμα ανοίγεις και πού να στο αναλύσω τώρα μεταξύ παγωτού και γλειφιτζουριού…) Επειδή μπορεί να μας επιτεθεί η Τουρκία.
-     (Με τεράστια φυσικότητα) Αποκλείεται να γίνει! (Βλάκα Χρίστο, δεν το ‘ξερες;!)
-       Γιατί;
-      Γιατί αν μας επιτεθεί η Τουρκία είναι σαν να θέλει να κάνει πόλεμο με όλη την Ευρώπη!
-       Ναι;
-       Ναι. Και εμείς είμαστε στην ευρωπαϊκή ένωση.
-   (μένω άναυδος αλλά δεν το δείχνω) Μπορεί η Τουρκία όμως να μην νοιάζεται να τα βάλει με ολόκληρη την Ευρώπη και να μας επιτεθεί κανονικά.
-       (Με ύφος ‘σε ποιόν τα πουλάς αυτά;’) Δεν γίνεται. Υπάρχει και απόφαση Δικαστηρίου!
   
   Το πόσο συγκινήθηκα δεν περιγράφεται. Για πολλούς λόγους. Τόσο επειδή ένας εξάχρονος γνωρίζει πράγματα που δεν γνωρίζουν συνομήλικοί μου, όσο επειδή τα πιστεύει. Εγώ στην ηλικία του… καλά, στην ηλικία του πίστευα ότι το στρουμφοχωριό ήταν υπαρκτό, απλά δεν το είχαμε ακόμα ανακαλύψει. Τι εννοείς ακόμα αυτό πιστεύω;

    Καθοδόν προς το πάρκινγκ με πληροφόρησε ακόμα ότι, σκοπεύει να βάλει για κουμπάρο του τον φίλο του τον Σέργιο όταν θα παντρευτεί, ότι διαθέτει δύο καναρίνια στο σπίτι αλλά τόσο καιρό δεν μου το έλεγε για να είναι έκπληξη, και ότι δεν του αρέσει να διαβάζει τα βιβλία των μικρών εξερευνητών γιατί «είναι για μωρά» (σημείωση, εγώ απέκτησα το πρώτο μου βιβλίο Μικρών Εξερευνητών στα 12).
     
     Παρεμπιπτόντως, ξέχασα να σου πω ότι στο Public μέσα, όπου έβλεπε ημερολόγιο με γυμνές με σκουντούσε και μου το έδειχνε συνωμοτικά γελώντας, σαν να έκανε την μεγαλύτερη αλητεία του κόσμου.

…Μόλις έξι χρονών!


Τον αγαπώ και θέλω έναν ίδιον!

Δευτέρα, Ιουνίου 09, 2014

Η Βιβλιοθήκη

Έχω μελαγχολήσει.

Αυτή είναι μία φωτογραφία της βιβλιοθήκης του πανεπιστημίου στο οποίο σπούδασα. Αποφοίτησα πριν 11 χρόνια.



Έπεσα πάνω σ’ αυτή τη φωτογραφία τυχαία, και αναρωτήθηκα πόσες ώρες άραγε να ξόδεψα μέσα σ’ αυτό το κτήριο. Πόσες φωτοτυπίες να έβγαλα στα τέσσερα χρόνια της νομικής; Πόσες υποθέσεις να αποστήθισα, πόσα law reports να ξεφύλλισα, πόσες φορές να έκανα log in στους υπολογιστές για να τσεκάρω το μέηλ μου από τους τότε φίλους μου. Πόσες αγωνίες, πόσα εποικοδομητικά ξενύχτια, πόση γνώση, πόση λαχτάρα για το άγνωστο, πόσα συναρπαστικά χρόνια πέρασαν μέσα και γύρω από αυτό το κτήριο.

Και μετά βλέπω το πώς ζω σήμερα. Την καθημερινότητά μου, την «καριέρα» μου, τα χόμπι μου...

Ω, Θεέ μου, είναι όλα από φρικτά έως γελοία!

Πέραν του ότι έχω βρει τη γυναίκα που θα παντρευτώ, δεν ξέρω αν άξιζε τον κόπο οτιδήποτε άλλο έζησα με το πέρας των φοιτητικών μου χρόνων μέχρι σήμερα.


Ας γινόταν ένα θαύμα να άλλαζαν όλα. Να εξαργύρωνα τον ενθουσιασμό του πρωτάρη με πιο σοφές επιλογές. Να είχα τόλμη, να είχα κότσια. Τι τα θες, ας πρόσεχες όταν έπρεπε… Πέσε κοιμήσου τώρα.

Τετάρτη, Ιουνίου 04, 2014

Και Τι Έγινε Πες Μου;

Φαντάζομαι άκουσες την Καλομοίρα να εκτελεί τον Εθνικό μας Ύμνο στον ποδοσφαιρικό αγώνα Ελλάδα – Νιγηρία τις προάλλες. Αντί να πει «χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά», είπε «χαίρε, χαίρε λευτεριά». Και τι έγινε, θα μου πεις. Τίποτα δεν έγινε. Χέστηκε η φοράδα στο αλώνι αν η Καλομοίρα αποφάσισε να διασκευάσει τον στίχο. Πάλι καλά να λέμε που δεν τον αντέστρεψε, όπως κάνουν συνήθως τα πλείστα παιδάκια στο Δημοτικό, και να έλεγε «σε γνωρίζω από την όψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την κόψη που με βιά μετράει τη γη» επειδή δεν αντιλαμβάνονται τη διαφορά.



Σε μια εποχή που οι πολιτικοί μάς ξεπουλάνε κι εμείς τα ξύνουμε, σε μια εποχή που κάθε ίχνος φιλοπατρίας μεταφράζεται σε εθνικισμό, σε μια εποχή που η απελευθέρωση ονομάζεται επανένωση, και το να υποκύπτεις θεωρείται πρόοδος και ευελιξία, σε μια εποχή που οι λέξεις έχασαν τη σημασία τους, και είτε γράφεις Ελληνικά, είτε γράφεις greeklish είναι ένα και το αυτό, ποιος θα ασχοληθεί με την Καλομοίρα; Εδώ ο Χριστόφιας, εκείνο το ζώο, επί προεδρίας του δεν ήξερε να απαγγείλει το ‘Πιστεύω’ κατά τη διάρκεια εκκλησιαστικής Λειτουργίας και ήταν Πρόεδρος κράτους. Η Καλομοίρα θα πληρώσει τώρα τη νύφη; (Αν μη τι άλλο, η Καλομοίρα έφερε και μια 3η θέση το 2008. Ο Χριστόφιας τι έφερε πέραν της καταστροφής και της Τρόικα;)  

Αυτό όμως είναι που με ενοχλεί. Ζούμε στην εποχή του «και τι έγινε;»

Κανένας δεν δίνει πλέον σημασία στις λεπτομέρειες, στα προσχήματα, στον συμβολισμό των πραγμάτων.

Θέλω να πω ότι, ακόμα κι εγώ που λατρεύω την Καλομοίρα, τη θεωρώ πρότυπο θηλυκότητας στα όρια της εξάλειψης, και μεροληπτώ υπέρ της ακόμη κι όταν δολοφονεί τη γλώσσα (τεράστιο χατίρι κατ’ εμέ) εντούτοις θεωρώ τεράστιο λάθος το ότι της ανατέθηκε αυτό το έργο. Σημειολογικά είναι λάθος. Η Καλομοίρα είναι υπέροχη για τα μπουζούκια, είναι ιδανική για να τραγουδήσει το ‘Χρόνια Πολλά’ στον Σαββόπουλο, είναι μια όαση όταν κουνά τον κώλο της, αλλά δεν κάνει για να πιάνει τον Εθνικό Ύμνο στο στόμα της. Και μάλιστα, να τον ερμηνεύει με το ίδιο σκέρτσο που ερμηνεύει το secret combination, σε αισθητική μαζορέτας με τσαρούχι, και το χειρότερο απ' όλα: να τον λέει και λάθος - χαθήκανε τα auto-queue; Όλα αυτά είναι η απόδειξη της κατάντιας μας και της εθνικής αισθητικής μας.  

Έχω βαρεθεί να βλέπω συνέχεια λάθη και να περνάνε στο ντούκου. Βλέπουμε παντού μετριότητες και όλες περνούν με ένα «σιγά, και τι έγινε;» Και αν δείχνεις ότι εσύ ενοχλείσαι, θεωρείσαι υπερβολικός, σπαστικός, πρήχτης. Τις προάλλες μου έστειλε γνωστός δικηγόρος μια επιστολή η οποία ξεκινούσε ως εξής: «Λόγο του ότι δεν λάβαμε την επιστολή σας εγκαίρως…» Με όμικρον γραμμένο. Το ίδιο λάθος είχε επαναληφθεί στην επιστολή τρεις φορές. Αρνήθηκα να του απαντήσω, γιατί δεν διανοούμαι ότι άνθρωπος που έβγαλε Νομική Αθηνών δεν μπορεί να αντιληφθεί τη διαφορά του ‘λόγω’ από τον ‘λόγο’. Δεν δικαιούται απάντησης ο κύριος, επειδή δεν έπρεπε καν να ασκεί αυτό το επάγγελμα αφού δεν έμαθε να μιλά και να γράφει.

Από τα πιο μικρά, δηλαδή από μια απλή επιστολή δικηγόρου, μέχρι το Πιστεύω του Χριστόφια και τον εξευτελισμό του Εθνικού μας Ύμνου από την Καλομοίρα, μην σου πω ακόμα και τις συναντήσεις του Κουτσοκούμνη της ΚΟΠ με τους Τούρκους εν μέσω κατοχής, η απάντηση του σύγχρονου Έλληνα είναι «Και τι έγινε ρε μαλάκα;»

Γίνονται πολλά φίλε μου, μα δεν χαμπαριάζεις! Αυτό έγινε. Και γι αυτό θα είσαι μια ζωή ο τελευταίος του Μπούθουλα.