Δευτέρα, Ιουνίου 23, 2014

Πάσο, Τα Ρέστα Μου, Τα Βλέπω.

Μεγάλωσα σε ένα σόι που από όποια μεριά κι αν το κοίταζες, όλοι τους έπαιζαν χαρτιά. Η γιαγιά μου από τη μεριά του πατέρα μου έπαιζε χαρτιά μέχρι την ημέρα που πέθανε. Η γιαγιά της μητέρας μου, (δηλαδή η προγιαγιά μου) που την πρόλαβα 17 χρόνια έπαιζε χαρτιά με άλλες γριές, η γιαγιά μου παίζει χαρτιά σε συλλόγους ηλικιωμένων, η μητέρα μου και ο πατέρας μου έπαιζαν χαρτιά με φίλους και συναδέλφους τους, η δε μητέρα μου ακόμα παίζει και τώρα που χήρεψε με άλλες φιλενάδες της. Δεν έπαιζαν, ούτε παίζουν μεγάλα ποσά, ούτε είναι εθισμένοι στη χαρτοπαιξία σε βαθμό που να διακυβεύεται οποιαδήποτε περιουσία. Ήταν, όμως, και είναι η αγαπημένη τους ενασχόληση. Μια ενασχόληση που τους έκαιγε τα εγκεφαλικά τους κύτταρα, χωρίς αμφιβολία. 

Όταν ήμουν παιδάκι και δεν πολύ-καταλάβαινα τι συνέβαινε, επισκεπτόμουν το σπίτι της γιαγιάς μου, όπου λάμβανε χώρα το καρέ, και έβλεπα αμέτρητες άλλες γιαγιάδες, όλες με μαλλί κομμωτηρίου, μούρες τραβηγμένες και δεκάδες κοσμήματα να κρέμονται από πάνω τους, να επιδίδονται στο άθλημα με τόσο ζήλο και πάθος που νόμιζα πως κάποιο μασονικό γεγονός ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου, προκαλώντας μου δέος. Δεν με άφηναν να μιλήσω, ούτε να κάνω θόρυβο μπας και τις αποσυγκεντρώσω. Τις παρατηρούσα τόσο απορροφημένες στον Ρήγα και στον Φάντη που ήταν σαν να εργαζόντουσαν για να αποκωδικοποιήσουν το DNA, ή κάτι εξίσου θεάρεστο και συναρπαστικό. Δεν μου έδιναν ουδεμία σημασία και βαριόμουν απίστευτα. 

Το ίδιο συνέβαινε και κάποια σαββατόβραδα στα τέλη της δεκαετίας του '80 όταν ακόμη ήμην παιδάκι και οι γονείς μου με τραβολογούσαν σε σπίτια φίλων τους όπου μαζεύονταν για να φάνε και να παίξουν χαρτιά. Η παρτίδα τελείωνε στις 3:00 το πρωί, και εγώ με την αδελφή μου ξεραινόμασταν πάνω στους καναπέδες του εκάστοτε σαλονιού, μπροστά στην αναμμένη τηλεόραση που εκείνη την ώρα δεν μετέδιδε καν σήμα. Αν μας είχε πάρει χαμπάρι το γραφείο ευημερίας θα είχα φτάσει στην ενηλικίωση από άλλη οικογένεια. Ομοίως, όπως συνέβαινε και στο σπίτι της γιαγιάς μου, εμείς οφείλαμε να είμαστε πολύ φρόνιμοι όταν οι μεγάλοι έπαιζαν χαρτιά, γιατί όταν χάνανε τσαντίζονταν και βρίζανε, πετούσαν τα χαρτιά με μένος, καπνίζανε σαν φουγάρα και ουδεμία όρεξη είχανε να δώσουν τη παραμικρή σημασία στο προ-εφηβικό αγοράκι που κάπως έπρεπε να απασχοληθεί για να μην τα παίξει από τη βαρεμάρα και πέσει στα σκληρά. 

Όταν μεγάλωσα κάπως και ήμουν σε θέση να μένω μόνος μου σπίτι χωρίς να είμαι αναγκασμένος να τους ακολουθώ στα καρέ, ξεμπέρδεψα και απ' αυτό το άγχος. Έκτοτε, περιττό να σου πω, μισώ τα χαρτιά όσο τίποτα στον κόσμο, κι έχω μπλοκάρει επίτηδες τον εγκέφαλό μου ώστε να μην έχω ουδεμία σχέση μαζί τους. Να φανταστείς ότι δεν ξεχωρίζω καν τη διαφορά ανάμεσα στο 'σπαθί' και στην 'κούπα', ούτε καν μεταξύ της Ντάμας και του Ρήγα μην σου πω,  δεν γνωρίζω να παίζω κανένα παιχνίδι πλην της πασιέντζας (κι εκείνης μόνο σε ηλεκτρονική μορφή), και γενικότερα όποτε δω κόσμο να παίζει χαρτιά σε κάποια λέσχη ή σε κάποιο σπίτι κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, μου έρχεται να πάω και να τους αναποδογυρίσω το τραπέζι, να τους μπήξω την τράπουλα στον κώλο και να την ανακατεύω ώσπου να κατεβάσουν αιμορροΐδες. 

Σημείωσε δε το εξωφρενικό του πράγματος ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι (σόγια, γονείς και φίλοι) με θεωρούσαν πάντα τον περίεργο της οικογένειας, επειδή μου άρεσε να γράφω, να βλέπω και να παίζω θέατρο, να παρακολουθώ την ίδια ταινία 100 φορές ώσπου να τη μάθω απ' έξω, να παθιάζομαι με τα Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα που έβλεπα τότε στην ΕΡΤ και τα αναπαρήγαγα με τα ξαδέλφια μου στις αυλές κτλ, αλλά ουδέποτε θεώρησαν τους εαυτούς τους παράξενους που κάθονταν τόσες ώρες γύρω από τη τσόχα και έπαιζαν χαρτιά, χαμένοι μες τη σιωπή και μέσα στην έλλειψη δημιουργικότητας. Δεν ήταν εκείνοι για το άσυλο, ήμουν μονίμως εγώ. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ, ούτε υπονοώ ότι η οικογενειακή μας ζωή ήταν αυτή η τραγωδία όπως στην περιγράφω σήμερα. Είχα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια και δεν μου έλειψε τίποτα, δεν είμαι αχάριστος. Αλλά ναι, θεωρούσα αδιανόητο το ότι μπορούσα να έχω περισσότερα και τα στερούμουν εξ αιτίας της τράπουλας. 

Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, όταν κάποια απογεύματα έρχονται οι φίλες της μάνας μου και παίζουν στο σαλόνι κουμ-καν, μου έρχεται να διαπράξω το ίδιο χαρακίρι. Έτσι όπως μπαίνω στο σπίτι μετά τη δουλειά και έχω τα συνήθη νεύρα της καθημερινότητας ανεβάζω πίεση 200 όταν ξαφνικά τις αντικρίζω τόσο αχάπαρες, ξένοιαστες και αδιάφορες ως προς το τι μπορεί να συμβαίνει στον έξω κόσμο, να πετάνε τα χαρτιά στη τσόχα και να κουτσομπολεύουν το σύμπαν. Μου έρχεται να πάω να τους βγάλω το μαλλί, τρίχα τρίχα και να τες ρωτήσω: "Σπίτια δεν έχετε;", "Εγγόνια δεν έχετε;" ζωή δεν έχετε και κάθεστε και τρώτε τα χρόνια σας, όσα σας έμειναν τέλος πάντων, σε τόσο αντι-παραγωγικά πράγματα;! Καθίστε και μάθετε στα εγγόνια σας ποιοι ήταν οι Θεοί του Ολύμπου, καθίστε και διηγηθείτε τους παραμύθια, πάρτε τα βόλτα, μάθετέ τα να πλάθουν κουλουράκια ή κάτι τέτοιο, γαμώ το κέρατό μου!

"Είναι η ψυχοθεραπεία μου το χαρτί", "μας βοηθά να ηρεμούμε", "κοινωνικοποιούμαστε μέσω αυτού", "περνά η ώρα μας", μερικές από τις μαλακίες που μου σερβίρουν για δικαιολογίες. Και τις εννοούν.

Τι ζωές χαμένες!  
Τέλος ψυχοθεραπείας για σήμερα. 

5 σχόλια:

  1. Εγώ δεν είχα κανέναν που να ασχολείται ιδιαίτερα με χαρτιά, μόνο σε κανένα τριήμερο στο χωριό έψαχναν να πάρουν καμιά τράπουλα μαζί τους, ή σε καμιά παραμονή πρωτοχρονιάς έπαιζαν 2-3 παιχνίδια.
    εγώ τα βαριέμαι αφόρητα, μου σπάνε τα νεύρα όταν κάθονται και παίζουν χαρτιά, και δεν είχα χειρότερο από τα φοιτητικά χρόνια, από όταν έπαιζαν οι φίλοι στις καφετέριες μπιρίμπα... πφφφτ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος12:43 μ.μ.

    Τελικά δεν είμαι ο μόνος που δεν ελκύεται από τα χαρτοπαίγνια! :) Κάποτε, κάποιοι γνωστοί μου πήγαν να μού δείξουν πώς παίζεται η μπιρίμπα, αλλά αποδείχτηκα ανεπίδεκτος μαθήσεως. Τι να κάνουμε, το "σπορ" της χαρτοπαιξίας με αφήνει παγερά αδιάφορο...

    Και μερικές διορθώσεις:

    1. διακυβεύεται
    2. μασονικό
    3. Ρήγα
    4. Δεν μού έδιναν καμία σημασία/Ουδεμία σημασία μού έδιναν
    5. ήμην
    6. τσαντίζονταν
    7. αιμορροΐδες
    8. απογεύματα
    8. καθίστε (πανελλήνια δημοτική). Το "κάτσετε" είναι της κυπριακής διαλέκτου.

    Άνεργος Φιλόλογος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος12:45 μ.μ.

    φιλε τωρα τα πραγματα αλλαξαν, ειδες υπαρχει και κατι καλυτερο που κανουμε απο γονεις...τώρα τα παντα εξαρτούνται για το που θα περασει καλυτερα το παιδι, γι αυτό και καθε καφετερια εχει παιχνιδοτοπο κλπ...και μπορει εσυ να λες για τα χαρτια, αλλα και γω θυμαμαι ατελειωτες ωρες να περιμενω σε μια επισκεψη τους γονεις να μιλανε για το κυπριακο!!! τωρα αν πας καπου με φιλους μπορει να μην καταφερεις να μιλησεις μαζι τους αν πας με τα παιδια γιατι φθασαμε σε αλλα επιπεδα, πρώτα θα παιξεις με τα παιδια σου και αν σε αφησουν να μιλησεις καλως...
    κωνσταντινος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @Άνεργος Φιλόλογος: Παναγία μου, ρεκόρ λαθών αυτή τη φορά. Ε, ας προσμετρήσει υπέρ μου το ότι το έγραψα στη μία το πρωί με καμένο εγκέφαλο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. το "διακυβεύεται" έφτασες τζι άλλαξες το; γιατί εν βρίσκω λάθος.

    για τες αιμορροΪδες σοκ και δέος!

    μόνο τον Ρίγα εκούτσιησα!

    :D

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αφήστε το σχόλιό σας άφοβα σε υπαρκτή γλώσσα. Αν γράφετε greeklish επειδή ως εκεί φτάνει ο νους σας, ή επειδή ζείτε σε μια χώρα μακρινή και ανεξερεύνητη στην οποία δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα την ελληνική γραφή... τον πούλο.

Το σχόλιο σας θα επεξεργαστεί από ειδική συμβουλευτική επιτροπή, και αν εγκριθεί θα εμφανιστεί το συντομότερο στο θεϊκό ιστολόγιο: Analyse Chris*

Τη Συμβουλευτική Επιτροπή απαρτίζουν οι εξής:
- Μαρία Αλιφέρη.
- Καίτη Φίνου.
- Δάνης Κατρανίδης.
- Ισμήνη Καλέση.
- Στηβ Ντούζος.