Δευτέρα, Ιουλίου 29, 2013

Της Γάτας ο Επικήδειος

Αγαπημένη μας γάτα,
Αγαπημένο μας pet,

Αγαπημένη μας ψιψίνα στις ψείρες και τα τσιμπούρια βουτηγμένη. Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ να σε αποχαιρετήσουμε, για ένα ύστατο au revoir! Με βαριά καρδιά προκείμενη και ευθυτενέστατη γατούλα, γέννημα θρέμμα Αγλαντζιάς, ο κυπριακός λαός σύσσωμος θρηνεί τον χαμό σου. Ένα χαμό που δυστυχώς απέδειξε σε όλους μας, πως μόνο οι νότες είναι εφτάψυχες.

Έπεσες στη μάχη σαν ηρωίδα. Έφυγες με το κεφάλι ψηλά. Σαν τον Χριστόφια. Έφυγες εξ αιτίας ενός κτήνους που σε δολοφόνησε εν ψυχρώ στην ταβέρνα του, μπροστά στα έκθαμβα μάτια δεκάδων ζωόφιλων. Ζωόφιλων που δυστυχώς δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, εφόσον εκείνη την ώρα τσάκιζαν κρέατα από άλλα δολοφονημένα ζώα. Μα, ζώα εμφανώς λιγότερο χαριτωμένα. Έννοια σου όμως. Με χαρά σου θα διαπιστώσεις από εκεί πάνω που μας κοιτάζεις πως ξεκίνησε η επανάσταση! Μόλις οι θαμώνες κατάπιαν και τον τελευταίο μεζέ, έσπευσαν να σηκώσουν τα λάβαρα της αντίστασης μέσω Facebook! Και γνωρίζεις πόσες επιτυχημένες επαναστάσεις άρχισε η ανθρωπότητα από το εν λόγω σόσιαλ μύδι.

Γκρίζο μας γατί, ένα γιατί πλανάται από χθες στον αέρα. Γιατί ο κόσμος χάνεται, μα το μουνί να χτενίζεται; Γιατί να χύνονται πετρέλαια στη θάλασσα της Αμμοχώστου, μα ο κόσμος εσένανε θρηνεί; Γιατί κουρεύουν τράπεζες, μα ο κόσμος για σένανε πενθεί; Γιατί αναποδογυρίζονται τρένα στην Ισπανία μα εμείς για σένα κλαίμε; Γιατί, γατί, μας πηδάνε οι Τούρκοι την ΑΟΖ, μα ο κόσμος για σένανε πονεί; Σήκω γάτα μου απ’ το φέρετρο, σήκω θησαυρέ μας και απάντησέ μας: είμαστε καθυστερημένοι; Είμαστε λαός για «τα πιο επιτυχημένα ανέκδοτα;» Δεν απαντάς. Τι να πεις κι εσύ τώρα που «εκόρτωσες νούρον».

Ήσουν ξεχωριστή. Μπορεί να έσκουζες τα βράδια στα κεραμίδια απ’ το γαμήσι και να μην μας άφηνες να κοιμηθούμε. Μπορεί να ήσουν ανάξια να διασταυρώσεις μισή στράτα και να κινδυνέψαμε πολλάκις να τρακάρουμε για να σε αποφύγουμε, αλλά σαν λαός σε τιμούμε εν χορδαίς και οργάνοις. Όπως σου πρέπει. Δεν έχουμε και τίποτε καλύτερο να κάνουμε. Μπορεί να σφάζουν ελέφαντες στην Αφρική για λαθρεμπόριο χαυλιόδοντα, μπορεί να σφάζουν φάλαινες στη βόρεια θάλασσα για να τις κάνουν σούσι, μα εμείς τιμούμε καθώς πρέπει «το γατί της Αγλαντζιάς» ωσάν τον «σταυραετό του Μαχαιρά». Στεκόμαστε απέναντί σου κερί αναμμένο! Τι κερί; Λαμπάδες ολόκληρες! Ποιος χέστηκε για τη διατάραξη της παγκόσμιας πανίδας όταν δεν μπορούμε να έχουμε εσένα γάτα, γάτα, κοντέ με τη γραβάτα;

Σαν λαός τιμούμε τις γάτες. Εξαπανέκαθεν! Τις τιμούμε γιατί τις έφερε η Αγία Ελένη, (βοήθεια μας) στο πολύπαθο νησί μας. Πρόκειται, δηλαδή, για αγιασμένο ζώο. Και γι αυτό μεροληπτούμε υπέρ του. Μπορεί να σκοτώνουμε κατσαρίδες, ποντίκια, νυφίτσες, Φίδια, νυχτερίδες, αμπελοπούλια ελαφρά τη καρδία, μπορεί ολίγον να κοπτόμαστε διά την επιβίωση του Αγρινού ή τη γενικότερη υπεραλίευση στη Μεσόγειο, καθώς επίσης να τρώμε σαν κοράκια τα καημένα τα αρνάκια κάθε Πάσχα, μα τις γάτες τις τιμούμε. Γιατί πάνω απ’ όλα, είμαστε ζωόφιλοι εδώ. Πραγματικοί ζωόφιλοι. Και όποιος πει ότι σοβαρά προβλήματα δεν έχουμε σ' αυτή τη χώρα, φωτιά να πέσει να τον κάψει!

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει. 
Δι'ευχών των Αγίων Πατέρων ημών...

Πέμπτη, Ιουλίου 25, 2013

Τα Κομπιούτερς κι Εγώ

Ανήκω σε μια γενιά που διδάχτηκε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές μόνη της - όπως και το σεξ. Μα δεν είν’ αυτό το θέμα μας. Διδάχτηκε, λοιπόν, τους υπολογιστές μόνη της, και αυτό γιατί γεννήθηκε, μεγάλωσε και εξελίχτηκε μαζί τους. Φτάσαμε στον πλανήτη ταυτόχρονα, εμείς και τα κομπιούτερ, και μαζί πορευτήκαμε.

Σαν μωρά, στα μέσα του ’80, το μόνο κομπιούτερ που αναγνωρίζαμε ήταν το κομπιουτεράκι του μπακάλη που έκανε προσθαφαιρέσεις. Που μάλιστα δούλευε με μπαταρία και όταν αυτό ύστερα άρχισε να δουλεύει με ηλιακή ενέργεια ξεστομίσαμε όλοι μαζί ένα τεράστιο «γουάο».

Έπρεπε να μπούμε στην εφηβεία για να γνωρίσουμε αυτό που σήμερα λέμε PC. Ενώ για να τολμήσουμε να πούμε πως εξοικειωθήκαμε κάπως μαζί του, είχαμε σχεδόν τελειώσει το Λύκειο. Δεν θα ξεχάσω την Α’ Λυκείου, όταν είχε εισαχθεί στα σχολεία το μάθημα των «ηλεκτρονικών υπολογιστών», την τρομερή εντύπωση που μου έκανε το γεγονός ότι μπορούσαμε να ακούσουμε μουσική από τον υπολογιστή, και μάλιστα εισάγοντας όποιο CD της συλλογής μας είχαμε εύκαιρο. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος το μόνο που εμπεδώσαμε ολόχρονα ήταν πως μπορούσαμε να παίξουμε πασιέντζα χωρίς πραγματική τράπουλα.

Καμία σχέση δηλαδή με τα σημερινά παιδάκια που παίζουν το iphone στα δάχτυλα, πριν καν μάθουν να διαβάζουν. Η γενιά μου ήταν πιο αθώα, αντιμετώπιζε τον υπολογιστή ολίγον τι σαν εξωγήινο. Ήταν κάτι που ήρθε και μας βρήκε, δεν ήταν κάτι που προϋπήρχε της ύπαρξής μας.

Ως εκ τούτου, αντιλαμβάνεσαι ότι η σχέση μας πέρασε από σαράντα κύματα, διά πυρός και σιδήρου. Παρόλο που σήμερα δηλώνουμε αγαπημένοι και μονιασμένοι μεταξύ μας, ως σχετικοί γνώστες του αντικειμένου, εν τούτοις δεν ήταν λίγες οι στιγμές που μισήσαμε την ώρα και τη στιγμή που ο Θεός μας έσμιξε. Προσωπικά παρόλο που δεν μπορώ να ζήσω χωρίς υπολογιστή, δεν τολμώ να πω ότι συνεννοούμαι άψογα μαζί του. Κατ' ακρίβειαν, το ότι καταφέρνω και διεκπεραιώνω τις εργασίες μου ηλεκτρονικά, το λες και θαύμα. Ίσως να υπερβάλλω, αλλά σε έναν ιδανικό κόσμο θα είχα τον προσωπικό μου IT να μου κάνει τις δουλειές μου, όπως έχουν σήμερα οι αχαΐρευτες τις οικιακές βοηθούς εσώκλειστες διά βίου.

Τέλος πάντων, ο λόγος που στα λέω όλα αυτά είναι επειδή σήμερα πάλι τσακώθηκα με τον υπολογιστή μου, που δεν λέει να συνεργαστεί, και καθώς τον παράτησα λίγο μόνο του, (ώσπου να μας περάσει και να τα ξαναβρούμε) θυμήθηκα στιγμές απείρου κάλλους που έζησα κατά καιρούς εξερευνώντας αυτή την υπέροχη εφεύρεση. Άκου και φρίξε:

Το 1995 απέκτησα τον πρώτο μου υπολογιστή. Τον χρησιμοποιούσα αποκλειστικά για να γράφω ημερολόγιο, και μάλιστα με γραμματοσειρά τύπου Symbol γιατί τότε δεν υπήρχε διαθέσιμη η ελληνική γλώσσα (ή εγώ τέλος πάντων δεν ήξερα πώς να την προσθέσω στα windows). Στην αλλαγή του χρόνου ήθελα να τυπώσω το ημερολόγιο μου και να εξαφανίσω το ηλεκτρονικό αρχείο. Μα δεν ήξερα πώς να το διαγράψω από τη μνήμη του υπολογιστή. Οπότε τι έκανα; Έχοντας τυπώσει το αρχείο, καθόμουν και έσβηνα manually το word document κρατώντας το backspace του πληκτρολογίου πατημένο για ώρες! Και επειδή επρόκειτο για πάνω από 100 σελίδες, καμιά φορά ακουμπούσα πάνω στο πλήκτρο ένα βαρύ ποτήρι για να μείνει πιεσμένο και να σβήσει όλο το κείμενο αυτόματα. Με λες και καθυστερημένο, το ξέρω.

Επίσης, είδα και έπαθα να καταλάβω στη δεκαετία του ’90 τη διαφορά του Save, από το Save As… Έχασα άπειρα αρχεία προσπαθώντας να καταλάβω τη διαφορά τους, σε βαθμό που μου έμεινε φοβία. Εκ των υστέρων δεν με αδικώ, ήταν πολύ μπερδεμένο για την εποχή του. Μπορούσαν να σκεφτούν κάτι πιο απλό για να μας υποδείξουν τη διαφορά.

Οι μνήμες μου από τους υπολογιστές πάνε ακόμα πιο παλιά, στα τέλη του ’80 όταν ο θείος μου είχε αγοράσει ένα τεράστιο κομπιούτερ για την εταιρεία του. Ήταν τόσο μεγάλο που κάλυπτε όλο του το γραφείο. Θυμάμαι ότι δεν υπήρχαν windows τότε, αλλά έγραφες κάτι εντολές στο MsDos και ο εκτυπωτής τύπωνε σε εικόνα όποια λέξη του έγραφες. Σαν παιδάκι που ήμουν έλεγα διάφορες λέξεις (στα αγγλικά κιόλας, τεράστια πρόοδος…) στον θείο μου, αυτός τα πληκτρολογούσε και ύστερα από κάνα δεκάλεπτο τυπωνόταν πάνω στο χαρτί του φαξ μια εικόνα – σε χάλια ανάλυση, η οποία όμως με άφηνε με το στόμα ορθάνοιχτο. Δεν θα ξεχάσω τη χαρά μου, όταν γράψαμε τη λέξη ‘χάμπουργκερ’ και είδα ξαφνικά τη λέξη να γίνεται εικόνα στο χαρτί.

Όπως δεν θα ξεχάσω τον πατέρα μου, όταν για πρώτη φορά είδε στην οθόνη του υπολογιστή μου μια ταινία. Αυτό εννοείται, έγινε πολύ αργότερα, στα τέλη του ’90. Είχα αγοράσει ένα λαπτοπ για τις σπουδές μου και έπαιρνε DVD. Πήγα και αγόρασα ένα (δεν είχα καν DVDs τότε) και το έχωσα μέσα να δούμε τι θα γίνει. Όταν είδαμε την πεντακάθαρη εικόνα να ξεδιπλώνεται στην οθόνη και την ταινία να εξελίσσεται κανονικά όπως στο βίντεο, ο πατέρας μου έβαλε τον σταυρό του λες και έβλεπε τη Δευτέρα Παρουσία και αποχώρησε με γουρλωμένα τα μάτια. Εγώ καμάρωνα λες και είχα αποκτήσει διαστημόπλοιο.

Ακούγονται προϊστορικά όλα αυτά, το ξέρω. Μα σκέψου ότι μόλις πριν δέκα χρόνια αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο και δεν είχα καν σύνδεση διαδικτύου στο δωμάτιο της εστίας που διέμενα. Την έβγαζα στα computer rooms της βιβλιοθήκης για να ενημερωθώ. Σκέψου μόνο ότι παρέδωσα πτυχιακή εργασία σε δισκέτα (!) και ότι έφτασα 26 χρονών για να μάθω τι είναι το USB!


Οκ, έχει και χειρότερα και το ξέρω, τα βλέπω τριγύρω μου στους 40+ που με περιβάλλουν, αλλά είναι γεγονός, δεν προλαβαίνω την τεχνολογία, και παρόλο που μεγαλώνω μαζί της, με ξεπερνά και με ξευτιλίζει όπως μια ζωή με την πρώτη ευκαιρία.  

Τρίτη, Ιουλίου 23, 2013

Άνθρωποι Χωρίς Facebook

Άνθρωποι χωρίς Facebook.
Στην πλειοψηφία τους, εκ γενετής βαρετοί άνθρωποι. 

Ναι, συμφωνώ, το Facebook περνά μεγάλες παρακμές γενικότερα, ειδικά σε χρήστες της ηλικίας μου που στο timeline τους δεσπόζουν κυρίως νεογέννητα και χαζοβιόλικα αποφθέγματα, μα όπως και να έχει, δεν μπορώ να αντιληφθώ το ζόρι που τραβάνε μερικοί και εξακολουθούν εν έτει 2013 να απέχουν, προφασιζόμενοι την «ιδιωτική τους ζωή» και άλλα τέτοια κουραφέξαλα. Ειδικά στην Κύπρο που μας έχει φακελώσει όλους προ πολλού η εκάστοτε κυβέρνηση, το Facebook έμεινε να σου φταίξει! Μου θυμίζετε κάτι ξενέρωτους που πριν δέκα χρόνια αρνούνταν να πάρουν κινητό, επίσης λόγω ‘φιλοσοφίας ζωής’. Πόσο καιρό είχατε αντέξει την αποχή κινητού τηλεφώνου; Ένα, δύο χρόνια το πολύ; Μετά πήρατε κι είπατε κι ένα τραγούδι..

Τα ίδια τώρα και με το Facebook. Η πλειοψηφία αυτών που το βδελύσσεται, προτάσσει ως επί το πλείστον τα εξής γελοία επιχειρήματα:

- «Είχα κάποτε προφίλ, αλλά το έσβησα γιατί κάποιος με πείραξε». Αυτή είναι μια δικαιολογία που ακούω συνήθως από τις γκόμενες, οι οποίες έπεσαν θύμα αγνώστου stalker, θύμα πρώην γκόμενου που έπαιρνε μάτι φωτογραφίες τους με τον νυν, θύμα αντίζηλης φίλης που την κουτσομπόλευε, θύμα γενικώς. Και αντί να αναφέρουν τον ενοχλητικό χρήστη, ή να τον μπλοκάρουν, ή το ακόμα πιο φυσικό να μην ανεβάζουν ξέκωλες / προκλητικές φωτογραφίες τους, προτίμησαν να διαγράψουν το account τους μια κι έξω. Διόλου κουλ!

-«Το έσβησα γιατί δεν ήξερα τι να το κάνω». Το άκουσα κι αυτό. Να το καδρώσεις γιε μου, τι πα να πει δεν ήξερες τι να το κάνεις; Ας το είχες κι ας μην έμπαινες! Τι πείραζε να το έχεις ανενεργό; Έπιανε χώρο και δεν μπορούσες να σφουγγαρίσεις; Αν δεν σε ενδιαφέρει η ευρύτερη επικοινωνία με κόσμο και ντουνιά που ζει μακριά, σε άλλη ήπειρο, σε άλλη χώρα ή ακόμα και με τους φίλους σου που τους βλέπεις πλέον κάθε Αγίου Ποτέ, και προτιμάς να του στέλνεις γράμματα με το ταχυδρομείο, ή σήματα καπνού, το καταλαβαίνω. Αν βαριέσαι γενικότερα τα παιχνίδια, αν βαριέσαι το να μοιράζεσαι βίντεος, ειδήσεις, φωτογραφίες, ακόμα κι αν αυτές αφορούν τη βρομιάρα τη γάτα σου που τρώει το σκατό της, επίσης το καταλαβαίνω. Αλλά, σόρρι, πρέπει κι εσύ να είσαι πολύ βαρετό άτομο ρε παιδί μου…

-«Το Facebook τονώνει τον όποιο ναρκισσισμό διαθέτεις αποξενώνει τους ανθρώπους και αποβλακώνει το μυαλό». Το επιχείρημα του κοινωνιολόγου. Ναι, δεν αντιδρώ, εν μέρει συμφωνώ, το ίντερνετ σου δίνει τη δυνατότητα να προβληθείς όπως σου συμφέρει και γενικότερα να μεγεθύνει ό, τι διαθέτεις. Μα, και πριν το Facebook ο ίδιος ήσουν. Το ίδιο νάρκισσος, το ίδιο επιδειξίας, απλά δεν μας το επιβεβαίωνες με κάθε ευκαιρία και με κάθε σου like. Τώρα έχεις το μέσον να το κοινοποιείς στο σύμπαν ανά πάσα στιγμή, πράγμα θετικό κατά τη γνώμη μου, αφού ακόμα κι έτσι, αισθανόμαστε πιο κοντά. Δεν άλλαξε κάτι επί της ουσίας. Δεν αποβλακώθηκες εξ αιτίας του μέσου. Έτσι ήσουν πάντα. Κι εδώ που τα λέμε, σιγά που περίμενες το Facebook να αποξενωθείς. Και πριν απ' αυτό, ενώ σου μίλαγα εσύ κώφευες. Διάβαζες περιοδικό, εβλεπες τηλεόραση ή προσποιήσουν πως με ακούς. Ε, τώρα σου μιλώ κι εσύ σερφάρεις. Πού ήσουν, πού ήρθες;

Το Facebook δεν είναι του διαβόλου. Εσύ το διαχειρίζεσαι, όχι αυτό εσένα. Δεν θες να σε βλέπουν; Μην ανεβάζεις φωτογραφίες. Δεν θες να ξέρουν που πηγαίνεις και που έρχεσαι; Μην κάνεις Check In όπου σταθείς κι όπου βρεθείς. Δεν θέλεις να ξέρουν που διασκέδασες; Αφαίρεσε τα tags από τις φωτογραφίες σου. Δεν θες να σε εντοπίζουν γενικότερα; Εγγράψου με ψευδώνυμο, με παραποιημένο όνομα, ή «κρύψε» το προφίλ σου μέσω των εργαλείων που σου παρέχονται. Υπάρχουν άπειρα εργαλεία προστασίας σου. Μα, κάνε ένα προφίλ να κρατήσουμε μια υποτυπώδη επαφή, βρε άνθρωπε, να πούμε μια κουβέντα, να σχολιάσουμε μια είδηση και να κάνουμε πλάκα. Δεν είπα να με ενημερώνεις κάθε τρεις και λίγο τι τρως και πού πήγες. Κι εγώ εκνευρίζομαι μ’ αυτά. Μα, είναι το 2013 φορ δε λαβ οφ Γκοντ! Και στην τελική, αν θες να ξέρεις τώρα που τσαντίστηκα, γιατί νομίζεις ότι μας κόφτεις τόσο πολύ, ώστε να μας αφοράς σε βαθμό παρακολούθησης; Σιγά την προσωπικότητα!

Να κι αν κάνεις, να κι αν δεν! 

Δευτέρα, Ιουλίου 15, 2013

Εφτά Χρόνια Φαγούρα

Προχθές το μπλογκ μου έκλεισε 7 χρόνια ζωής.

Γιατί δεν το κλείνω να ησυχάσουμε; Απορώ κι εγώ γιατί ακόμα το έχω στον αναπνευστήρα.
Πλέον εκνευρίζομαι όταν σκέφτομαι ότι πρέπει να το τροφοδοτώ με αναρτήσεις σε περιοδική βάση. Σπάνια έχω κάτι να πω, που δεν έχω ξαναπεί. Σπάνια βρίσκω και κάτι που να με ενδιαφέρει να το μοιραστώ με το πανελλήνιο. Παλιότερα, όταν το άνοιξα, είχα ανάγκη να εκφραστώ, να βγάλω από μέσα μου πράγματα γιατί ήλπιζα ότι κάπου μέσα στο χάος θα με ακούσει κάποια και θα μου ρίξει σωσίβιο. Αυτή η κάποια πλέον βρέθηκε, είναι πρόσωπο υπαρκτό, άρα προς τι τα δημόσια διαγγέλματα και οι προσωπικές εξομολογήσεις; Μετά βίας με παρηγορούν ανώνυμα σχόλια συμπόνιας και συγκατάνευσης, παρόλο που τα εκτιμώ. Όμως, με ενδιαφέρει μόνο η δική της γνώμη.

Η ωραιότερη χρονιά αυτού του μπλογκ ήταν το 2007. Τότε που κανείς δεν ήξερε τι πάει να πει μπλογκ, και είχα 30 κλικς μέσο όρο την ημέρα. Ήμουν στο Κάρντιφ τότε και έγραφα σχεδόν καθημερινά τις περιπέτειές μου ως φοιτητής και είχα τρομερή όρεξη. Ένιωθα ότι πήγαινα για καφέ με 30 άτομα κάθε μέρα και τους έλεγα τα νέα μου. Υπήρχε μια διάχυτη οικειότητα και μια αθωότητα στις μεταξύ μας σχέσεις. Τα επόμενα χρόνια που το πράμα πήρε έκταση και φτάσαμε αισίως τα 300 κλικ ανά ανάρτηση, μετατραπήκαμε σχεδόν σε μέσο μαζικής ενημέρωσης και με χίλια ζόρια κατάφερα να κρατήσω το ημερολογιακό μου ύφος. Όταν δε εξελέγη και ο πανάχρηστος στην εξουσία και αφηνίασαν τα κομμούνια της επαγρύπνησης, που ξαφνικά έμαθαν και το διαδίκτυο τρομάρα να τους έρθει, λίγο έλειψε να γίνουμε πολιτική φυλλάδα ισάξια του Ποντικιού και του Παλλουκιού. Μα, με τόσα αίσχη που διέπραξε, τι περίμενες χρυσέ μου; Δεν άντεχα να μην τα θίξω. Τώρα που πήγε στο διάολο, όπως βλέπεις, χάσαμε και αυτή τη πηγή έμπνευσης. Bring him back, να έχουμε να γελούμε.

Κάτι άλλο, εξίσου βασικό, που με έχει απωθήσει είναι ότι πλέον χάθηκαν οι ωραίες ιστορίες. Δεν διαβάζεις πουθενά πικάντικες, αστείες ιστορίες. Ούτε από μένα, ούτε από τους άλλους. Μία στις είκοσι μπορεί και να προκαλεί μειδίαμα. Προσωπικά, αυτό μου συμβαίνει γιατί ξέρω ότι με διαβάζει όλος μου ο περίγυρος (συν τον περίγυρο της Μπρέντας, πράγμα που με αγχώνει ακόμη περισσότερο) και δεν μπορώ να καυτηριάσω τα ανήκουστα που έρχονται εις γνώση μου, ούτε να διατηρήσω ένα πιο ‘χύμα’ ύφος. Και δεν είμαι διατεθειμένος να θυσιάσω άτομα για ένα κωλομπλογκ. Επίσης, αυτό παρατήρησα να συμβαίνει και σε άλλους Κύπριους μπλόγγερς (που πλέον γνωρίζονται όλοι με όλους) και δεν έχουν καμία διάθεση να εκτεθούν ή να γράψουν κάτι πιο προσωπικό που ίσως να τους προσβάλλει ή και να τους ‘φωτογραφίζει’. Η κλασική μαλακία της Κύπρου και το μέγεθός της. Αν ήμασταν ανώνυμοι των ανωνύμων στη Νέα Υόρκη θα γράφαμε τα πάντα. Εδώ, τώρα, στις πιο ακραίες περιπτώσεις να σου γράψουν για τις προετοιμασίες του γάμου τους. Ιστορίες για αίμα, σεξ, βία και ψυχολογικά δεν διαβάζεις πλέον στην πιάτσα! Και αυτό με σκοτώνει.

Με τούτα και με τ’ άλλα, μην ελπίζεις και πολλά για το μέλλον αυτού εδώ του μπλογκ.


Μόνο ένα θαύμα το σώζει. Μόνο ένα θαύμα το σώζει. 

Τετάρτη, Ιουλίου 10, 2013

Κι Αυτό Το Λένε Απονομή Δικαιοσύνης;

Δεκατρείς νεκροί, δύο μήνες χωρίς ρεύμα, πολλές νύχτες διαμαρτυρίας έξω από το προεδρικό, δύο χρόνια μετά. Το δικαστήριο απεφάνθη ότι ο τέως πρόεδρος δεν μπορεί να δικαστεί, ότι ο ΥΠΕΞ δεν φταίει, ούτε καν ο Υπαρχηγός του στρατού, και τα έριξε όλα στον ΥΠΑΜ έναν άνθρωπο που λόγω εκατόν χιλιάδων ιατρικών θεμάτων δεν θα μπορέσει καλά, καλά να εκτίσει ποινή φυλάκισης, καθώς και σε κάτι πυροσβέστες που δεν κατάλαβα ακόμα τι ρόλο βαρούσαν. Η πατρίδα σας! Η πατρίδα σας που τόσο εκτιμάτε και πέφτετε να με φάτε όποτε την ειρωνευτώ. Η περήφανη Κύπρος που με τόσο πάθος υποστηρίζετε. Καμαρώστε την!

Απονομή Δικαιοσύνης στο νησί μας. Απονέμεται μόνο αν έχεις τις διασυνδέσεις της Σκορδέλλη. Για όλους τους άλλους: «Δεν στοιχειοθετείται αδίκημα». «Δεν αίρεται η ασυλία». Όπως καταλαβαίνετε, το περί δικαίου αίσθημα του λαού έχει πολτοποιηθεί μια για πάντα. Γι αυτό και το μπλογκ αυτό επιμένει να ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν για να μην τα παίξει μια και καλή. Το μπλογκ αυτό φέρνει τα πάνω κάτω και αποφασίζει πως ήρθε η ώρα να απονείμει δικαιοσύνη όπως μας αξίζει. Το μπλογκ αυτό διορίζει δικαστίνα την Καίτη Γαρμπή. Και φέρνει ενώπιόν της αλυσοδεμένο αυτόν που πραγματικά φταίει για να τον δικάσει όπως πρέπει.

Τι με κοιτάτε; Όλοι όρθιοι! Μπαίνει η εντιμότατη. Καπνοί, νταβαντούρι, χορευτικά. Η Δικαστής Καίτη περπατά αργά στον διάδρομο της αίθουσας και κατευθύνεται στην έδρα. Πίσω της ακολουθούν δύο βαστάζοι που της κουβαλούν το τουρκουάζ ράσο που έραψε για την περίσταση η Σύλια Κριθαριώτη. Περνά δίπλα από τον κατηγορούμενο που κείται στο πάτωμα γυμνός, αλυσοδεμένος και ιδρωμένος. Του φτύνει στο πρόσωπο. Αυτός σκύβει για πρώτη φορά το κατά τα άλλα περήφανο κούτελό του.

Γαρμπή: (τραγουδιστά) Μόνος σου ζητάς τώρα να ζήσεις και τον δρόμο σου να συνεχίσεις, μα ξεχνάς τι νιώθω κι εγώ… Κι όμως πριν μιλήσεις για το τέρμα, πες τι ήμουνα λοιπόν για σένα και ίσως θυμηθείς το παρελθόν…



- Είμαι αθώος.

Γαρμπή: Σκάσε τέρας του Λόχνες! Τραγουδάω! (σηκώνει τα χέρια στον αέρα και ανεμίζει το φόρεμα): «Για να μην πάνε τόσα όνειρα χαμένααα, που πάντα έκανα για σένα και για μέναααα, εγώ ζητάω ξανά, στην κόλαση να ζήσεις, κι αυτό το λέω απονομή δικαιοσύνης, κι αυτό το λέω απονομή δικαιοσύνης!»

- Που θα μείνω μαζί σου; Πού θα με πάτε; Τι θα μου κάνετε;
Γαρμπή: Σταμάτα να τρέμεις σαν κοριτσόπουλο και δέξου τη μοίρα σου στωικά. Θα έρθεις μαζί μου στο Μπουντρούμι!
- Όχι, όχι στο Μπουντρούμι!
Γαρμπή: Είναι το νέο μαγαζί που θα εμφανίζομαι.
- Και τι θα κάνω εγώ εκεί;
Γαρμπή: Αυτό για το οποίο γεννήθηκες. Θα καλλιεργείς γαρούφαλλα στα χωράφια. Κι όταν αυτά θα ανθίζουν, θα τα συλλέγεις. Θα τα βάζεις σε πανεράκια και θα τα πουλάς στους θαμώνες. Θα γίνεις μία λουλουδού.
- Έχω ασυλία!
Γαρμπή: Ασυλία, λέει! Μα, που νομίζεις ότι είσαι; Στο Survivor;
- Δεν μπορείς να με βλάψεις. Είμαι ο ανώτατος άρχων του κράτους!
Γαρμπή: Δεν πα να είσαι και ο Σχοινάς!
- Είμαι η φωνή του λαού, η προσωποποίηση της εργατιάς! Προστάτης των τουρκοκυπρίων!
Γαρμπή: Μην μου το λες, θα μελαγχολήσω! Κι ύστερα εγώ, ύστερα εγώ, πώς θα συνεχίσω;
- Κοίτα με που κλαίω σαν παιδί, κι η αιτία Καίτη μου είσαι εσύ!
Γαρμπή: Κοίταξε με πως μελαγχολώ, βασικά ούτε πέννα δεν φακκώ!

- Δώστε τόπο στην οργή εντιμότατη. Περασμένα, ξεχασμένα!
Γαρμπή: Περασμένα ναι, ξεχασμένα όχι!
- Αλκαίος!
Γαρμπή: Σκασμός, που θα μου πουλήσεις πνεύμα! Υπήρξες λίγος! (Τραγουδιστά και πάλι): Ήσουν ένας δρόμος δίχως διασταύρωση, κι ο αγώνας που δεν είχε αναμετάδοση. Ήσουν ένας φίλος δίχως αφοσίωση και για όλα αυτά ο λαός ζητάει αποζημίωση!
- (Επίσης τραγουδιστά): Φίλα με κι αγκάλιασε με, έλα παρηγόρησέ με, πες μου δεν τελείωσε!
Γαρμπή: Σκατά να φας χωριάτη!

- (τραγουδιστά): Μα ευθύνη εγώ δεν έχω καμία, κατά τη γνώμη όλων των μαρτύρων, του χωρισμού μας η ετυμηγορία, απλή ασυμφωνία χαρακτήρων. Απλή ασυμφωνία χαρακτήρων!

Γαρμπή: Με πιάνουν οι ευαισθησίες μου, όταν σε κοιτάζω, και βγαίνουν οι αδυναμίες μου, μα κρατάω χαρακτήρα. Στάσου στα πόδια σου κατηγορούμενε και μην προσπαθείς να με φέρεις στο φιλότιμο. Αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που χάνεις. Χαμένα, χαμένα, τα δάκρυα που ξόδεψες αγάπη μου για μένα.

Η Καίτη βγάζει μέσα από το ράσο της ένα τεράστιο μαχαίρι. Λαμπερό, κοφτερό, διακοσμημένο με σβαρόφσκι! Ο κατηγορούμενος το κοίταξε έκθαμβος. Οι βολβοί των ματιών του πετάχτηκαν έξω.

- Είναι Σογκούν;

Η Καίτη Γαρμπή δεν απάντησε. Μοναχά το απόθεσε στα πόδια του και βγήκε από την αίθουσα με τον ήχο από τα τακούνια της να προκαλούν δέος στους θεατές. Ένας βαρύς γδούπος ακούστηκε και έκλεισε η πόρτα του δικαστικού μεγάρου. Μια μουσική ξεχείλισε την αίθουσα και υπερκάλυψε τις κραυγές του κατηγορούμενου που σπάραζε στα ενδότερα, καθώς ένιωθε τις φλέβες του να καίγονται με κάθε χαρακιά που έκανε στον εαυτό του. Όσο οι άναρθρες κραυγές δυνάμωναν, τόσο περισσότερο δυνάμωνε και η μουσική:

«Ήσουν ο ήλιος που είχε γίνει επικίνδυνος και κάθε μέρα έκαιγε την επιδερμίδα μου, σαν τους πολλούς πολιτικούς και εσύ ήσουν ένας απ’ αυτούς που ξεπουλάγαν μ’ ευκολία την πατρίδα μου… την πατρίδα μου, την πατρίδα μουυυ!»



Η δικαιοσύνη αποκαταστάθηκε. 

Δευτέρα, Ιουλίου 08, 2013

My Heart Will Go On and On

Γεννήθηκα για να ταλαιπωρούμαι, να εκνευρίζομαι και να γράφω. Είμαι πλέον σίγουρος. Δεν εξηγείται αλλιώς το άκρως σουρεαλιστικό απόγευμα που είχα σε ιδιωτική κλινική στην οποία έλαβε χώρα η ετήσια εξέταση της καρδούλας μου με MRI.

Αν ενθυμάσαι, πριν δύο χρόνια σου είχα ξαναγράψει για το τραγικό του πράγματος. Πραγματικά πιστεύω πως πρόκειται για μία εξευτελιστική εμπειρία. Είσαι μέσα στο κουβούκλιο ακίνητος και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα, σε πυροβολούν πατόκορφα με ακτινοβολία και εσύ προσπαθείς να μείνεις ψύχραιμος γιατί αλλιώς σε κυριεύει η κλειστοφοβία και τρελαίνεσαι.

Σήμερα όμως, ήταν ελαφρώς καλύτερα τα πράγματα, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, καθότι με ενημέρωσε η νοσοκόμα ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας θα μπορούσα να ακούω μουσική μέσω ακουστικών! Στην αρχή νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα.

- Καμία πλάκα. Η τεχνολογία και το ίντερνετ κάνουν θαύματα στις μέρες μας.
 …!
- Πείτε μου λοιπόν, τι μουσικούλα να βάλουμε;
- Τσιφτετέλια! Να παν οι πίκρες κάτω. Ει δυνατόν, της Άννας Βίσση.
- Όπως θέλετε.

Σιγά μην μου βάλει Βίσση τώρα, να με σκανάρει εμένα το μηχάνημα υπό τους ήχους Καρβέλα. Μάλλον αστειεύεται, σκέφτηκα, ώσπου διαψεύστηκα. Με το που κύλησε το φορείο μέσα στο μηχάνημα και έκλεισε το κουβούκλιο άκουσα ένα βόμβο και αμέσως άρχισαν τα μπουζούκια. Ταυτοχρόνως, μια ρομποτική φωνή ηχογραφημένη μου έδινε οδηγίες αναπνοής-εκπνοής για να γίνει η σάρωση.

-Παρακαλώ, αναπνεύστε βαθιά, εκπνεύστε όλον τον αέρα και μην αναπνέετε.
    
Γκρουμ, γκρουμ, γκρουμ, μπιπ, μπιμπ, μπιπ (το μηχάνημα).

Μπαίνει σφήνα η Βίσση:

-Τώρα καίωωω την καρδιά μου, καίω και τα δάκρυα μου, και ξορκίζω δέκα χρόνια στα καινούρια μου σεντόνιααα...

Δεν έζησα πιο σουρεάλ στιγμή τα τελευταία χρόνια, κυρίες και κύριοι! «Καίω την καρδιά μου;» Πλάκα μας κάνει η νοσοκόμα. Παίζει με τον πόνο μας.

-Παρακαλώ, αναπνεύστε βαθιά, εκπνεύστε όλον τον αέρα και μην αναπνέετε.

Γκρου, γκρουμ, γκρουμ, μπιμπ, μπιμπ, μπιμπ (το μηχάνημα με σάρωνε από πάνω μέχρι κάτω σαν πορτιέρης σε κλαμπ την πάλαι ποτέ εποχή του face control).

- Στάχτη κάνω την καρδιά μου, στάχτη και τα όνειρά μουυυ, και ξορκίζω δέκα χρόνια στα καινούρια μου σεντόνιααα!

Μα, ‘στάχτη κάνω την καρδιά μου;’ Χαχαχαχα, ξεσπώ σε κάτι νευρικά χάχανα μέσα στην κάσα, άνευ προηγουμένου. Ανάπνεα βαθιά και σε συνδυασμό με τον εξοπλισμό που φορούσα, που θύμιζε πανοπλία, με δυσκολία απέβαλλα τον πανικό. Ένιωσα ξαφνικά τεράστια δυσφορία. Οι παλμοί μου χτύπησαν τα ρέστα τους, διέκοψε η νοσοκόμα τη διαδικασία: 

-Είστε καλά;

Τι να της απαντούσα τώρα εγώ μέσα από το φέρετρο; Ότι από όλη τη 40χρονη δισκογραφία της Βίσση διάλεξε ένα τραγούδι που έλεγε για καμένες καρδιές και στάχτες; Δεν απάντησα τίποτα, έμεινα ακίνητος.

Ακολούθησε παύση 30 δευτερολέπτων. Άξαφνα ακούω πάλι το ρομπότ να μου μιλά:

-Παρακαλώ, αναπνεύστε βαθιά, εκπνεύστε όλον τον αέρα και μην αναπνέετε.

Γκρουμ, γκρουμ, γκρουμ, τα βραχιόλια της βροντούν, το μηχάνημα ξεσάλωνε σαρώνοντας το ατροφικό κορμάκι μου σαν τον εξολοθρευτή νούμερο ΙΙ.

-Έεεεελα μην μου κλαις, τέτοια λόγια μην μου λες, δεν έχω μέσα μου σταλιά κακία. Πάμε να δούμε, το θάνατο απόγευμα αγκαλιά, από μια γόνδολα όπως παλιά, εγώ κι εσύ, στη Βενετία!

Φτου, πανάθεμά σας, που θα μου πείτε για θάνατο ενόσω παλεύω με νύχια και με δόντια να κρατηθώ μέσα στο διαστημικό σας φέρετρο. Όχι, μάνα μου, θα τα ακούσει όταν με το καλό βγούμε από δω μέσα.

- Παρακαλώ, αναπνεύστε βαθιά, εκπνεύστε όλον τον αέρα και μην αναπνέετε.

«Μας γάμησες, τελείωνε», σκέφτηκα.

Ήρθε η κοπέλα και μου έβγαλε τα κτερίσματα του νεκρού. «Τελειώσαμε». Σηκώνομαι πάνω με δύναμη, λες και μου είχαν πιεσμένο το κεφάλι κάτω από το νερό μέχρι να πνιγώ. «Είστε με τα καλά σας εδώ μέσα;»

-Τι πάθατε;
- Τι να πάθω; Είπαμε να το διασκεδάσουμε, αλλά κι εσείς το ξευτιλίσατε. Μου παίζετε τραγούδι που λέει ‘στάχτη κάνω την καρδιά μου;’
 - Ζητήσατε Άννα Βίσση.
- Ε, ναι, αλλά είπαμε! Απ’ τα χίλια τραγούδια διαλέξατε τα πιο σχετικά;
- Τυχαία πέσανε.
- Ατυχώς πέσανε! Αν δεν βγουν καλές οι φωτογραφίες, δεν θα φταίω εγώ! Μετά βίας συγκρατήθηκα να μην πλαντάξω στα γέλια και να ζητήσω να με βγάλετε έξω κακήν κακώς. Ούτε να διανοηθείτε να μου ζητήσετε να επαναλάβω τη διαδικασία.
 - Μην ανησυχείτε, δεν θα χρειαστεί, άψογες βγήκαν οι φωτογραφίες.
- Ωραία! Να με κάνετε tagged. Και αν θα τις ανεβάσετε στο ίνσταγκραμ τις θέλω με φίλτρο sepia.


Γύρισα σπίτι τώρα και συνέρχομαι. Έφαγα τόση πολλή ακτινοβολία στη μάπα που ένιωθα πως κατάπια προβολέα. Έπρεπε να της ζητήσω, φεύγοντας, να παίξει και ένα "Λάμπω", έτσι για το γκραν φινάλε. 'Αμα πια, δεν είναι ζωή αυτή, πόση πρόβα για τον κάτω κόσμο να αντέξω στα 32 μου; 

Μπήκα που μπήκα στο κατάλληλο mood και γι αυτό σας αφήνω με κάτι επίκαιρο:





Τρία Χρόνια Μετά

Σήμερα δεν είναι μία οποιαδήποτε Δευτέρα εξαθλιωμένοι πολίτες του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Σήμερα είναι η Δευτέρα που γιορτάζουμε τρία ολόκληρα χρόνια από τη συνάντηση κορυφής εμού και της Άννας Βίσση στη συναυλία της Λάρνακας εν έτει 2010, όπου ως γνωστόν, τέλεσα καθήκοντα καραγκιόζη μετά της καρβελικής περούκας και γνωρίστηκα μια για πάντα με τη γυναίκα-θρύλο, που σημάδεψε όλους μου τους έρωτες και όλες μου τις καψούρες από γεννησιμιού μου.

Γι αυτό και μόνο το λόγο, καλλιτέχνες από όλη την υφήλιο, και ιδιαιτέρως από τη Φλορεντία, κλήθηκαν να φιλοτεχνήσουν και να δημιουργήσουν το πιο κάτω αγαλματίδιο το οποίο τοποθετεί στην αιωνιότητα τη μυσταγωγική εκείνη στιγμή, που όπως βλέπετε από σήμερα και στο εξής θα κοσμεί την είσοδο της Πλατείας των Φοινικούδων. Όσοι περάσετε για παγωτό και κρέπα, να καταθέσετε στεφάνι.



Τρία χρόνια! Σαν να ήταν χτες!

Ήταν η πρώτη συναυλία που παρέστην μετά την εγχείρηση καρδιάς. Εξ ου και η απόφαση να μασκαρευτώ. Νόμιζα δεν θα την ξανάβλεπα. Το ότι ήμουν ακόμα ζωντανός και θα την έβλεπα άλλη μια φορά, ήταν για μένα δώρο τεραστίων διαστάσεων. Λίγο ακόμα να το σκεφτόμουν, δεν θα το τολμούσα. Ευτυχώς πρυτάνευσε η λαχτάρα για ζωή και έχω πλέον τόσα να θυμάμαι από σένα, χρόνια που τα ζήσαμε μαζί, ένα, ένα.

Κάτι που δεν σου έγραψα ποτέ:

Ενόσω χόρευα με την Άννα, περνούσαν από το μυαλό μου ένα εκατομμύριο σκέψεις. Φοβόμουν μήπως γίνομαι πιο ρεζίλι από όσο μπορούσα να αντέξω, φοβόμουν μήπως το δρώμενο λάβει περισσότερες διαστάσεις από όσες θα ανέμενε κανείς (αυτό δεν το γλιτώσαμε, μα δεν μας χάλασε κιόλας), φοβόμουν μήπως είχε επιπτώσεις στη δουλειά μου (παραλίγο να είχε, θα στα γράψω όλα χαρτί και καλαμάρι όταν θα με απολύσουν μια και καλή), φοβόμουν μήπως παρουσιαστεί στα μάτια των δικών μου παραποιημένο από διάφορους καλοθελητές (είχα πατέρα άρρωστο τότε, δεν θα το άντεχα να ήμουν εγώ η αιτία που θα αποδημούσε εις Κύριον), ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να μην κάνω καμιά χορευτική κίνηση που θα έθιγε την Άννα (στο τσακ κρατήθηκα να μην την αγγίξω σε επίμαχα σημεία), καθώς επίσης να χαλαρώσω και να το απολαύσω μιας και θαύματα δεν συμβαίνουν κάθε μέρα. Όλα αυτά διαπερνούσαν το μυαλό μου στα έξι λεπτά που κράτησε η φάση.

Όλο αυτό το ενστανταντέ είχε και έχει τη σημειολογία του. Για μένα είναι το επισφράγισμα του πάθους με το οποίο την υποστήριζα απέναντι στις έντεχνες φαρμακόγλωσσες. Είναι η αναγνώριση των υπηρεσιών μου, για τα αναρίθμητα CD που μοίραζα πέντε χρόνια ως δώρα στους ξένους συμφοιτητές μου στην Αγγλία προκειμένου να προωθήσω τη διεθνή καριέρα -ήμουν 21 τότε, τι με κοιτάς; Είναι η αποζημίωση για τις νύχτες που μαγάρισα τιμώντας τη μεθυσμένη μου καρδιά. Είναι ένα φιλοδώρημα για τα βράδια που έκλεινα τα φώτα στο παλιό το σπίτι και τραγουδούσα δυνατά τους δίσκους της σκίζοντας τα πνευμόνια μου.

Σήμερα νιώθω σαν ήρωας της ΕΟΚΑ που τιμάται για την προσφορά του στην αντίσταση. Αυτό είναι για μένα η Βίσση. Ένας μουσικός ανεμοστρόβιλος που με πήρε και με σήκωσε, με σκότωσε και με ανάστησε.

Και τώρα σας αφήνω, καθότι αγχωμένος. Σήμερα θα πάω να κάνω προληπτικό MRI διά το γνωστό θέμα της καρδιάς μου. Ω, ρεβουάρ και ω, φερμουάρ! Πριν όμως, σας καλώ να αναφωνήσουμε με περίσσεια περηφάνια το εξής:



Ζήτω η Άννα! Ζήτω το Έθνος! 

Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2013

Business with Friends

Φίλοι μου, αλήτες, πουλιά!

Κοινό μου!

Σήμερα θα αναλύσουμε ένα πολύ λεπτό θέμα, λεπτό στα όρια του λιπόσαρκου και του ανορεξικού. Θα συζητήσουμε το γιατί κάθε επαγγελματική συνεργασία με φίλους είναι καταδικασμένη στην αποτυχία.

Προσωπικά δεν μου έτυχε ακόμα να χρειαστώ την επαγγελματική βοήθεια κάποιου φίλου για σοβαρό ζήτημα και ευτυχώς, γιατί εξαπανέκαθεν είχα σαν αρχή μου το ‘never mix business with pleasure’. Και οι φίλοι είναι, όπως και να το κάνουμε, μια μορφή απόλαυσης. Είναι 99,9% σίγουρο ότι οποιαδήποτε επαγγελματική δοσοληψία με φίλους θα καταλήξει σε τσακωμό ή τουλάχιστον σε παρεξήγηση. Γι αυτό και πρέπει να την αποφεύγουμε, όπως ο διάολος το λιβάνι.

Όμως! Ζούμε στην Κύπρο. Κι αυτό είναι τεράστια ατυχία από μόνο του, γιατί όσο και να θέλουμε όλοι είμαστε ‘φίλοι’ μεταξύ μας. Θέλοντας και μη, όταν θέλουμε μια εξυπηρέτηση, η πρώτη μας σκέψη είναι ‘ποιος φίλος μας μπορεί να μας την κάνει’, όχι μόνο γιατί αισθανόμαστε πιο ασφαλείς ως προς την επιτυχή περάτωση της εργασίας, αλλά και επειδή ελπίζουμε πως ο φίλος δεν θα συμπεριφερθεί φτηνιάρικα ώστε να μας πάρει χρήματα, ή τέλος πάντων, θα μας κάνει μια έκπτωση στην τιμή στα πλαίσια της στενής μας σχέσης. Αστεία πράγματα. Αυτά γίνονται μόνο στο Χόλλυγουντ. Στην πραγματικότητα τα επικρατέστερα σενάρια είναι ότι είτε ο φίλος θα κάνει τη δουλειά ολωσδιόλου, ή θα την κάνει και θα μας χρεώσει σαν να είμαστε τίποτις τυχαίοι, πράγμα που μας ξενίζει. Παίζει και να μην την κάνει καν. Όλα κώλος!

Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα κι αν προσπαθήσεις να αποφύγεις τον φίλο σου για κάποιον άλλο, ώστε να μην διακυβευτεί η σχέση, ενδέχεται και πάλι παρεξήγηση με τη λογική «γιατί να υποστηρίζεις κάποιον άλλον και όχι το φίλο σου.» Όπως θα φαντάζεσαι, ό, τι και να απαντήσεις, δεν πείθεις, ούτε γλιτώνεις την κατσάδα. «Γιατί πήγες σε άλλον αρχιτέκτονα αφού μπορούσα να σου σχεδιάσω εγώ το σπίτι;», «γιατί πήγες σε άλλον γιατρό αφού μπορούσα να σε εξετάσω κι εγώ;», «γιατί προτίμησες το κατάστημα του τάδε, ενώ πουλάω κι εγώ τα ίδια προϊόντα;» και πάει λέγοντας. Όσο ειλικρινά κι αν εξηγηθείς, η επαγγελματική απόρριψη παραμένει πάντα ένα αγκάθι στις μεταξύ σας σχέσεις.

Το θέμα, δυστυχώς, ουδέποτε λύνεται αναίμακτα. Πολύ περισσότερο δε, όταν έχεις τιμήσει τον φίλο προηγουμένως και δεν έμεινες ευχαριστημένος από τις υπηρεσίες του. Πώς του το λες; Πώς του υποδεικνύεις τη δυσαρέσκειά σου; Πώς του λες εμμέσως πλην σαφώς ότι μπορεί να φάγατε μαζί ψωμί κι αλάτι, μα είναι άχρηστος στη δουλειά του; Προσωπικά, δύο φορές μου έτυχε να πω σε κάποιο γνωστό μου ότι αναγκάστηκα να πάω αλλού επειδή όταν τον χρειάστηκα δεν επέδειξε τον ανάλογο ζήλο, ούτε τελειοποίησε τη δουλειά στον βαθμό που ήθελα, και έκτοτε δεν μιλιόμαστε. Θέλει τεράστια κότσια για να παραδεχτεί κάποιος την επαγγελματική του ανεπάρκεια, πόσω μάλλον όταν είναι και φίλος σου και υπεισέρχεται και ο παράγων εγωισμός. Όλα κώλος!

Χέστηκα, βεβαίως, βεβαίως, μα είναι κρίμα να τελειώνει έτσι άδοξα μια σχέση. Τώρα θα μου πεις, αν κόπτονταν για τη σχέση σας θα φρόντιζαν ώστε να είναι άψογοι απέναντί σου, μα στην Κύπρο ζούμε, ποιος νοιάζεται να εξυπηρετήσει κάποιον στο ακέραιο, ειδικά όταν δεν θα πληρωθεί αδρά, ή αν δεν θα πληρωθεί καθόλου.

Το πρόβλημα έχει περαιτέρω προεκτάσεις. Ακόμη κι αν επιλέξεις κάποιον εντελώς άγνωστο ελεύθερο επαγγελματία να σου κάνει τη δουλειά, μάντεψε τι! Στο τέλος γίνεστε φίλοι και τσακώνεστε. Στην Κύπρου ζούμε. Αυτό είναι το πρόβλημα. Αυτό είναι το πρόβλημα για τα πάντα! Πας σε κάποιον Δικηγόρο να σου βγάλει το διαζύγιο, ας πούμε. Δεν τον ξέρεις. Γνωρίζεστε όμως στην πορεία. Ακολουθεί σωρεία επαγγελματικών συναντήσεων, επαγγελματικά γεύματα, εξομολογήσεις και συγκινήσεις. Χτίζεται αυτόματα μια άλφα σχέση. Επιπλέον, κοίτα πως τα φέρνει η μοίρα, ο δικηγόρος είναι τελικά γνωστός του πατέρα σου, γιατί είχε κάποτε ένα ξάδελφο που υπηρέτησε στον Άη Γιάννη της Μαλούντας που είχε περίπτερο και σύχναζαν εκεί μαζί. Απίστευτη σύμπτωση, ε; Χαρές και πανηγύρια! Η μοίρα η σακατεμένη σας φέρνει πιο κοντά, γίνεστε φίλοι. Χαίρεσαι. Ώσπου η δουλειά δεν γίνεται όπως τη θέλεις και η μοίρα φτιάχνει κοιλιακούς καθώς σε κοιτάζει από τα πέρα, ανήμπορο να απαιτήσεις από τον άλλον να πάρει στα σοβαρά το θέμα σου.

Εν κατακλείδι, όλες οι επαγγελματικές σχέσεις στην Κύπρο είναι καταδικασμένες να τελειώσουν καβγαδίζοντας. Κι αυτό γιατί είτε ήταν φιλικές εξ αρχής, άρα και πρόχειρες, είτε κατέληξαν φιλικές στην πορεία, άρα και πρόχειρες. Πράγμα που μας δείχνει τι; Ότι κακώς ζούμε στην Κύπρο, τον ορισμό του κώλου!

Αν ζούσαμε στην Αγγλία, ή σε οποιαδήποτε άλλη σοβαρή χώρα της Ευρώπης, εξαιρουμένης της Ελλάδος και λοιπών Βαλκανίων, θα είχαμε ένα εκατομμύριο επιλογές και δεν θα μας ένοιαζε να βρίσουμε τον δικηγόρο που δεν έκανε σωστά τη δουλειά του. Δεν θα μας ένοιαζε να βρίσουμε τον εργολάβο που έχτισε στραβό τον τοίχο, ή να πάμε στα δικαστήρια με τον άλφα ή βήτα επαγγελματία που δεν ήταν αντάξιος του λειτουργήματός του. Δεν θα υπήρχε περίπτωση να γνωριζόμασταν εκ των προτέρων, δεν θα είχαμε ουδεμία τύψη περί τούτου.

Δεν θα διακυβευόταν καμία φιλία.


Θα ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι.

Δευτέρα, Ιουλίου 01, 2013

Έργα και Ημέραι Εν Αθήναις Vol.2

Επιστρέψαμε στα κάτεργα της Κύπρου.

Καταλαβαίνεις πως αισθάνομαι. Καταλαβαίνεις ότι ουδεμία διάθεση έχω να μιλήσω. Καταλαβαίνεις ότι δεν αντέχω ως τον Αύγουστο που θα ξαναπάω διακοπές. Σήμερα είμαι χρώμα μωβ. Έχω το βλέμμα του νεκρού. Είμαι ένας τάφος. Για να μην λες, όμως, ότι δεν σου δίνω αναφορά και δεν δίνω νόημα στην ευτελή ζωή σου, έλα να σου δείξω λίγες φωτογραφίες να πιάσει τόπο ο αέρας που αναπνέεις. Πού μείναμε; Α, ναι μωρέ, στα Mad Awards.

Ε, μετά τα Mad, το πρόγραμμα ήταν πιο χαλαρό. Πήγα για ποτάκι στην ταράτσα του A for Athens, φαντάζομαι θα την ξέρεις κι εσύ, κι αν δεν την ξέρεις θα την είδες σίγουρα από το ίνσταγκραμ. Ωραιότατη ομολογουμένως, με θέα την Ακρόπολη και το Μοναστηράκι στο πιάτο. Δεν είναι κάτι το εξτράβαγκαντ σαν μπαρ, αλλά σε αποζημιώνει η θέα. Άλλωστε, «όλοι οι καιροί σκύβουν πάνω από τον Παρθενώνα» όπως είπε και η Κωνσταντίνα το έτος 1992 μετά Χριστόν και Αντί-Χριστόν. 

Πήγα δύο βράδια στο εν λόγω μπαρ, δεν χορταίνεται η όλη μπαροκατάσταση. Περιττό να σου πω για το πόσο ωραίο αεράκι φυσάει εκεί στα αφ’ υψηλού. Oύτε κολλάς, ούτε βαριανασαίνεις, ούτε καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που βγήκες από το δωμάτιο με το air condition όπως στην πάμφτωχη πατρίδα.


Μεταξύ άλλων, σημείωνε να τα θυμάσαι, συναντήθηκα με παλιούς συμφοιτητές με τους οποίους ήπια καφεδάκι αλλά και δείπνησα του σκασμού στο πιο κάτω εστιατόριο που λέγεται “school”. Βρίσκεται στην Πλατεία Αγ. Ειρήνης και μέσα είναι σαν Δημοτικό Σχολείο. Κάθεσαι και τρως πάνω στα θρανία, σε καρέκλες σχολικές (Από εκείνες με το σιδερένιο πόδι και το τετράγωνο κόντρα πλακέ για κάθισμα), ενώ περιβάλλεσαι από μαυροπίνακες και άλλα σχολικά αξεσουάρ. Κοίτα εδώ ένα τραπέζι σε σχήμα τετραδίου: 


Λάτρεψα τις τουαλέτες του εστιατορίου με τις χαρακτηριστικές βρύσες που είχαμε στο Δημοτικό. God is in the details λαέ μου. Το τι ανταλλαγή μυστικών λάμβανε χώρα κάποτε στις «βρύσες» του Δημοτικού, δεν περιγράφεται. Καλά το σκέφτεσαι, αυτό το εστιατόριο θα μπορούσε να ήταν δικό μου.   


Την Παρασκευή πήγα στη συναυλία του Κωστή Μαραβέγια στους κήπους του Μουσικού Μεγάρου. Η φάση ήταν πικ-νικ, και ήμασταν όλοι καθιστοί στα γρασίδια, ολίγον τι σαν γύφτοι, μα δεν έδωσα συνέχεια για να μην πάθουν καταπληξίαν τυχόν κυρίαι. Ο Μαραβέγιας αποδείχτηκε εξαιρετικός διασκεδαστής εκτός από μουσικός. Ήταν τρομερά επικοινωνιακός, λαλίστατος και με εντυπωσιακό λέγειν. Πρώτη φορά τον είδα ζωντανά επί σκηνής και ομολογώ ότι περισσότερο δίνει την εντύπωση ενός διανοούμενου που ασχολείται με τη μουσική, παρά ενός μουσικού που, ειρήσθω εν παρόδω ρίχνει κάνα δυο φωνήεντα στους από κάτω. 

Πανθομολογουμένως, επρόκειτο περί σκέτου μαρτυρίου να τραγουδάς το «Φίλα Με Ακόμα» μόνος σου, στο αναπάντητο και στο αναγκάλιαστο. 

Το Σάββατο είχαμε τον γάμο. Για τον οποίο γάμο δεν μπορώ να σου γράψω πολλά πράγματα πέραν του ότι έφυγα στις πέντε το πρωί, και ότι από μια φάση κι έπειτα παίζαμε 50 άτομα μουσικές καρέκλες! Του ζεύγους συμπεριλαμβανομένου. Το γεγονός ότι η μουσική υπόκρουση αφορούσε σε ελληνικά dance hits από την αρχή των 00ς, βλέπε Αγάπες Υπερβολικές και Κραυγές, είναι ενδεικτικό του ιδρώτα που εξέκρινα, καθώς επίσης και των παραληρημάτων στα οποία υπέπεσα. Στη φωτογραφία διακρίνεται άλλος ένας θαμώνας ο οποίος, πολύ φυσικά, μέσα στο κλίμα που επικρατούσε, ήταν και αναλόγως ενδεδυμένος. 


Με αυτά και με αυτά, μπήκα μέσα στο αεροπλάνο των ψυχορραγουσών κυπριακών αερογραμμών και επέστρεψα στα πάτρια μετά της συνοδείας της μάνας μου, η οποία ασυνήθιστη πλέον στα αεροπλάνα μου έκανε αυστηρή παρατήρηση διά τον τρόπο που οδηγούσε ο πιλότος, «δεν ξέρει να πετά αεροπλάνο αυτός, κουνάει πολύ, πώς πάει έτσι…!»

Καλό Ιούλη να ‘χουμε.