Πέμπτη, Μαΐου 21, 2020

Άβαφη Είναι Μια Κάσια!

Έχω σκάσει στα γέλια και πρέπει κάπου να τα πω.

Ψηφιοποιώντας προ ολίγου μία ταινία από μία σχολική αποστολή στην Ελλάδα το έτος 1998, ανακάλυψα το πιο κάτω στιγμιότυπο κατά τη διάρκεια του οποίου συναντήσαμε τυχαία την Ελένη Μενεγάκη στο αεροδρόμιο του ελληνικού.

Το 1998 το σχολείο μου είχε επιλεγεί να εκπροσωπήσει την Κύπρο στη μαθητική παρέλαση της 25ης Μαρτίου, στην Αθήνα. Εγώ, όντας από τους πιο ψηλούς του σχολείου, αλλά και άλλοι συμμαθητές μου που πληρούσαν τα κριτήρια, ανήκαμε στην αντιπροσωπεία που εστάλη στην Αθήνα. Σας τα ξανάγραψα παλιότερα, εάν ενθυμάστε. Ήταν τότε που έκανα καβγάδες με τους κουλτουριάρηδες συμμαθητές μου, γιατί τόλμησαν και ψήφισαν να βγούμε να διασκεδάσουμε στον Νταλάρα το βράδυ, αντί στη Βίσση.

Λοιπόν, στο θέμα μας. Στην πτήση της επιστροφής προς την Κύπρο, ανακάλυψα πως ήταν και η Ελένη Μενεγάκη ανάμεσα στους επιβάτες. Δεν ήταν και δύσκολο όπως θα δείτε. Της έκανα κανονικό παπαράτζι μέσα στο αεροδρόμιο να δοκιμάζει φρου-φρου κι αρώματα. Δεν είχα ξαναδεί πιο όμορφη γυναίκα μέχρι τότε στη ζωή μου. Και ακόμα και σήμερα θεωρώ τη Μενεγάκη τον ορισμό του ιερού θηλυκού. Τη γυναίκα όπως έπρεπε να είναι. Τότε όμως, που ήταν ακόμα 25 με 30 χρονών ήταν ακόμα πιο κουκλάρα και λαμπερή από όσο είναι σήμερα. Φορούσε και μία γκρίζα γούνα, ήταν το κάτι άλλο, πράγματι!

Είδα κι έπαθα να πείσω μία φίλη μου να πάει να της μιλήσει για να μπορέσω να την καταγράψω με την κάμερα. Δείτε το στιγμιότυπο ένα λεπτό διαρκεί όλο κι όλο:

Θεέ μου, της είπαμε να πει "ένα γεια για την Κύπρο!" λες και προερχόμασταν από το Τιμπουκτού. Oh, wait!

Γελώ πάρα πολύ. Γελώ μόνος μου, πνιχτά για να μην ξυπνήσω το μωρό που κοιμάται δίπλα. Γελώ γιατί δεν μπορώ να σας δείξω τη συνομιλία που προηγήθηκε στην ταινία με κάποιους εκ των συμμαθητών μου προκειμένου να τους πείσω να πάμε μαζί να μιλήσουμε στη Μενεγάκη. Ξέρετε, εκεί στην εφηβεία για κάποιο λόγο ο κόσμος ο πολύς τη βλέπει πολύ βαθειά κουλτούρα και ανώτερη διανόηση. Δεν καταδέχεται να πάει να μιλήσει στη Μενεγάκη την πρωινατζού, γιατί ως γνωστόν εμείς ήμασταν των θετικών επιστημών, είχαμε επιλεγόμενα μαθήματα φυσική και χημεία, δεν ήμασταν ό, τι κι ό, τι για να συνομιλούμε με τηλεορασούδες του συρμού. Το ότι πετύχαμε την πιο πετυχημένη Ελληνίδα παρουσιάστρια στο αεροδρόμιο δεν σήμαινε τίποτα για τη σνομπέ γενιά μου, ειδικά πάνω στο απόγειο των ορμονών μας. Εδώ λέμε οι άνθρωποι ήθελαν να πάνε να διασκεδάσουν στον Νταλάρα και τη Τσαλιγοπούλου! Τι να λέμε τώρα.

Γελώ ακόμα περισσότερο όταν λίγο αργότερα, ανοίγω τη κάμερα και ρωτώ δύο τυχαίες κοπέλες από το σχολείο μου, από άλλη τάξη, «πώς σας φάνηκε η Μενεγάκη από κοντά;» και μου απαντούν: «από κοντά δεν λέει και πολλά!» και συνεχίζει η άλλη, «άβαφ(τ)η είναι μία κάσια!*»

Πόσο λυπούμαι που για ευνόητους λόγους δεν μπορώ να σας δείξω τις συγκεκριμένες, που είχαν ένα σμιχτό φρύδι, σπυράκια εφηβείας και σιδεράκια στα δόντια να λένε στην κάμερα ότι η Μενεγάκη «άβαφτη, είναι μια κάσια!» Επιφυλάσσομαι όμως, όσοι θέλετε να δείτε το uncut version που έχει όλο το ζουμί, να σας το δείξω κάποια μέρα πριν πεθάνουμε.

Δεν υπήρξε ωραιότερη εποχή από τη δεκαετία του ’90! Το υπογράφω!

*Νομίζω έχω από το 1998 να ακούσω τον χαρακτηρισμό «κάσια» για γυναίκα. Ακόμα και την αργκό του τότε πεθύμησα.


Πέμπτη, Μαΐου 14, 2020

Άλλοι Καιροί

Ανακάλυψα ένα παλιό βίντεο στην αποθήκη του σπιτιού μας προχθές.

Βίντεο, λέγοντας, εννοώ μηχάνημα VHS! Και δουλεύει και μια χαρά! Κατενθουσιάστηκα. Πήγα και δανείστηκα από τον θείο μου ένα adaptor και ξεκίνησα μαραθώνιους προβολών όλων των οικογενειακών ταινιών που είχαμε τραβήξει στη δεκαετία του ’90. Πολλές απ’ αυτές τις είχα ψηφιοποιήσει όταν ήμουν φοιτητής. Αλλά ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό έμεινε σκονισμένο στα μπαούλα. Τώρα έχουν όλες οι κασέτες την τιμητική τους. Και τι δεν βρήκα. Σχολικά πάρτι, την ορκωμοσία μου στον στρατό, οικογενειακά τραπέζια, τις πρώτες μας διακοπές με τα αγόρια στην Αγία Νάπα, μεθύσια και άλλα αναρχικά, όλα συνοψισμένα υπό την ομπρέλα «ντροπιαστικό παρελθόν».

Από όσους έστειλα αποσπάσματα να δουν και να θυμηθούν εκείνα τα ανέμελα και υπέροχα χρόνια ελάχιστοι ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό. Το «πώς ήμασταν έτσι» κυριαρχούσε. Καλά, κι εγώ δεν χάρηκα που με είδα. Ένα απολειφάδι ήμουν. Επειδή, όμως, εγώ ανατρέχω συχνά στο παρελθόν έχω συνηθίσει την εφηβική μου εικόνα και εξοικειώθηκα μαζί της. Δεν αδικώ όσους αναγουλιάστηκαν πάντως.

Δυστυχώς είμαστε η γενιά που δεν μπορεί να δημιουργήσει κανένα μύθο γύρω από την εποχή της. Είναι όλα εκεί καταγραμμένα. Οι γονείς μου, φερ' ειπείν, οι οποίοι μεγάλωσαν σε εποχή που η τεχνολογία δεν επίτρεπε απρόσκοπτη και λεπτομερή καταγραφή της ζωής, μπορούσαν να μας πουλήσουν και λίγο παραμύθι. Να μας διανθίσουν την εποχή τους. Ακόμα περισσότερο οι γιαγιάδες μας. Αλλά εμείς δεν μπορούμε να κοροϊδέψουμε τα παιδιά μας. Αυτοί ήμασταν, δείτε μας. Έτσι ήμασταν ως μωρά, έτσι ήμασταν στο σχολείο, έτσι σαν έφηβοι και έτσι σαν φοιτητές. Αυτό το χάλι όπως ακριβώς το βλέπετε, no filter.

Θα κριθούμε βάναυσα μια μέρα αν αυτά τα βίντεο προβληθούν ενόσω έχουμε παιδιά στην εφηβεία. Δεν θα μπορούμε να επιβληθούμε καθόλου αφού θα έχουν απτές αποδείξεις για το ότι εμείς δεν υπήρξαμε και τίποτα καλύτερο. Εδώ με το ζόρι επιβαλλόμαστε τώρα…

Ήταν άλλη η ζωή μου τότε. Ήμουν κι εγώ άλλος, όλοι ήμασταν άλλοι. Δεν ξέρω αν ήταν πιο ωραία, πάντως εκείνα τα άτομα, όσα ακόμα ζουν, δεν είναι σήμερα τα ίδια. Και φυσικά, δεν εννοώ εμφανισιακά. Ούτε εγώ, ούτε η αδελφή μου, ούτε η μάνα μου, ούτε οι φίλοι μου είμαστε ακόμα εκείνοι οι άνθρωποι στα βίντεα. Για καλό, για κακό, δεν ξέρω. Πάντως μεταξύ μας, τότε, τα βρίσκαμε μια χαρά. Σήμερα είναι που δυσκολεύομαστε. Ακόμα και η Λευκωσία ήταν άλλη τότε. Είδα ένα πλάνο από το 1997 στο οποίο το χιόνι είχε στοιβάξει έξω από το σπίτι μου, στην Έγκωμη, και εμείς δεν ξέραμε αν θα πάμε σχολείο. Ακόμα και ο καιρός ήταν άλλος!

Πώς να είμαστε σε είκοσι χρόνια από τώρα άραγε;


Τρίτη, Μαΐου 12, 2020

Συνασπισμένες Μάζες - Ό, τι Χειρότερο

Πάμε λίγο πάλι την επανάληψή μας, γιατί τα λέμε τα λέμε, αλλά τίποτα δεν μαθαίνετε:

Δεν σου επιτίθενται επειδή είσαι γυναίκα, δεν σε κοροϊδεύουν επειδή είσαι γκέι. Δεν σε υποτιμούν επειδή είσαι μαύρος, ούτε επειδή είσαι στραβός.

Αυτά που βιώνεις δεν πηγάζουν απ’ τη φύση σου. Έγκεινται στη φτωχή σου προσωπικότητα. Υπάρχουν άπειρες γυναίκες εκεί έξω, καθώς επίσης γκέι, μαύροι, φτωχοί και ανάπηροι που διαπρέπουν στην κοινωνία και τυγχάνουν μέγιστου σεβασμού. Κι αυτό γιατί δεν άφησαν χώρο στην επιθετικότητα να απλωθεί και να θεριέψει όταν αυτή ορθώθηκε μπροστά τους. Δεν ανέχτηκαν εξ αρχής μειωτικές συμπεριφορές και είχαν τη γνώση να επιλέγουν τριγύρω τους άντρες (αν δεχτούμε ότι οι άντρες, οι λευκοί, οι στρέητ, ευθύνονται για όλα τα κακά της μοίρας σας), οι οποίοι ήξεραν να σέβονται.

Είναι πολύ εύκολο να θεωρείς ότι δέχεσαι βία εξ αιτίας του φύλου σου. Εύκολο και υποτιμητικό συνάμα. Θα στο χαλάσω, μα δεν δέχεσαι επίθεση εξ αιτίας του φύλου σου. Αν το φύλο ήταν αιτία πρόκλησης μίσους και βίας θα συνέβαινε σε όλους τους ανθρώπους του ιδίου φύλου. Δεν συμβαίνει. Δέχεσαι βία επειδή είσαι αδύναμη προσωπικότητα. Και την προσωπικότητα δεν σου την επέβαλαν, μόνη σου, μόνος σου, τη διαμόρφωσες.

Εγώ όταν δέχτηκα ανελέητο μπούλινγκ στο Γυμνάσιο επί ένα χρόνο, δεν βγήκα να πω ότι φταίει που είμαι ψηλός, φταίει που είμαι λεπτός, φταίει που είμαι ευαίσθητος. Εκ των υστέρων και κοιτάζοντας πίσω, λέω ότι φταίω που ήμουν μαλάκας και τους το επέτρεψα. Όταν πάτησα πόδι και όρθωσα ανάστημα, όταν είδαν ότι κινούσα γη και ουρανό και εξάντλησα όλα τα θεμιτά μέσα για να απαλλαγώ από τη ψυχολογική πίεση που μου ασκούσαν, όχι μόνο σταμάτησαν, αλλά λίγους μήνες μετά γίναμε και φίλοι. «Φίλοι» τρόπος του λέγειν βέβαια, γιατί σήμερα όταν τους θυμάμαι ψιλό-ξερνάω.

Δεν μου φταίνε όμως οι μπούλλις. Μου φταίει ο εαυτός μου που ήταν μπούλης. Θα μου πεις, δεν είχες δικαίωμα να είσαι μπούλης; Ασφαλώς και είχα κάθε δικαίωμα να είμαι μπούλης και όφειλαν να το σεβαστούν. Δεν είναι ιδανικός ο κόσμος μας όμως. Και τότε ήμουν μόλις δεκατεσσάρων, δηλαδή αρκετά άβγαλτος για να αναμένω ότι θα ζήσω μια ζωή σε ροζ συννεφάκι. Καλά να πάθω! Θεωρούσα τους πάντες πως λειτουργούσαν με αγνά κίνητρα. Την έπαθα, έφαγα τα μούτρα μου, αλλά βγήκα δυνατότερος και σοφότερος και εν μέρει χαίρομαι που το έζησα.

Μια φορά, δεν κατέφυγα σε γενικεύσεις. Δεν μου έφταιξε το «αντρικό φύλο». Δεν μου έφταιξε η «βία». Δεν μου έφταιξαν "τα στερεότυπα". Μου έφταιξε η μαλακία που με έδερνε σαν έφηβο. Μου έφταιξαν οι παρέες που έκανα. Μου έφταιξε που είχαμε 1994 και εγώ ζούσα ακόμα στο 1989. Είδα κάθε τι επάνω μου που "άξιζε κοροϊδίας". 

Καλό είναι πού και πού να κάνουμε όλοι μία αυτοκριτική. Δεν γίνεται εν έτει 2020 να θεωρείτε ότι στοχοποιείστε για κάτι που τυχαία είστε ή και γεννηθήκατε. Υπάρχουν άλλοι τόσοι αντίστοιχοι «στόχοι» με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά που περνούν μια χαρά και ουδείς τους έβλαψε. Αυτό δεν σας λέει κάτι; Δεν σας κάνει να διερωτάστε; Δεν σας λέει ότι μπορεί να φταίτε που με την παθητικότητα που εκπέμπετε φωνάζετε στον θύτη να σας εκμεταλλευτεί; Ως πότε θα πιπιλάτε την καραμέλα περί «φυσικής αδυναμίας» για να δικαιολογήσετε την ανικανότητά σας να ενηλικιωθείτε και να επιβιώσετε; Γιατί οκ, και το ποντίκι είναι μικρό και αδύναμο αλλά μπορεί να πνίξει ελέφαντα. Δεν κάθεται μέρα-νύχτα να μοιρολογεί και να αναφέρεται σε «ασθενές φύλο», «σεξισμό», «ρατσισμό» και τα τοιαύτα για να δικαιολογήσει το μυαλό του το κλούβιο.

Σοβαρευτείτε. Μας πολεμάνε γιατί μας βρήκανε ηλίθιους και ευάλωτους ή καλύτερα επειδή τους επιτρέψαμε να μας πάρουν για ηλίθιους και ευάλωτους και όχι για κάποιον άλλο γενικό και αόριστο λόγο. Όταν αποφασίσετε να πάρετε τη ζωή στα χέρια σας, θα με θυμηθείτε. Θα ντρέπεστε που επικαλεστήκατε τη φύση σας για να δικαιολογήσετε όσα σας συμβαίνουν.

Και γιατί κάθομαι και ασχολούμαι και επαναφέρω το θέμα; Επειδή όσοι πολεμούν για ισότητα δεν είναι δυνατόν να θεωρούν τους εαυτούς τους υποδεέστερους, ώστε να αποδέχονται διαχωρισμούς βάσει φύλου, ράτσας και σεξουαλικού προσανατολισμού και να απαιτούν σεβασμό. Ο σεβασμός κερδίζεται. Ε, κερδίστε τον. Ατομικά! Κανένας δεν είναι ίδιος με άλλον για να ανήκουμε σε μπανάλ γκρουπ και ομάδες. Είμαστε όλοι ίσοι μες την ανισότητα μας και όλοι διαφορετικοί μέσα στην ίδια ομάδα. Δύσκολο να το επεξεργαστείτε και να το καταλάβετε;

Too bad!

Κυριακή, Μαΐου 10, 2020

Πάει Και Το Θέατρο

Προχθές μία φίλη από τη θεατρική ομάδα έστειλε μήνυμα στο γκρουπ μας στο whatsapp γράφοντας πως, κανονικά, αν η ζωή και ο κόσμος δεν είχαν γυρίσει ανάποδα τους τελευταίους δύο μήνες, θα είχαμε εκείνη την ημέρα, πρεμιέρα.

Θα πεθυμήσω το θέατρο.

Θα το πεθυμήσω γιατί όπως τα κόβω τα πράγματα, και δύσκολα θα ξαναπαίξουμε, και δύσκολα θα ξανά-παρακολουθήσουμε, τουλάχιστον στη φόρμα που το συνηθίσαμε.

Κάτσε τώρα πείσε τον κόσμο να συναθροιστεί στα κυπριακά θέατρα, που είναι ούτως ή άλλως τρύπες, για να δει την παράστασή σου. Χάρη μας κάνουν και που έρχονται, σιγά μην έρθουν, όταν όλοι γνωρίζουν ότι ακόμη περιφέρεται στον αέρα ο «αόρατος εχθρός». Στο μεταξύ θα περάσουν μήνες, ίσως κι άλλο έτος, εμείς στο μεταξύ θα μεγαλώνουμε, οι υποχρεώσεις μας θα αυξάνονται και θα είναι ακόμη δυσκολότερο να μαζέψουμε ερασιτέχνες για να συνδράμουν στις τέχνες.

Φέτος ετοιμάζαμε παραστασάρα. Κατεβαίναμε με τα «τεθωρακισμένα» του χώρου, δηλαδή με τη Λέα Μαλένη στη σκηνοθεσία. Που για μένα, το να μας σκηνοθετήσει η Λέα ήταν ανομολόγητος πόθος για πολλά χρόνια. Δεν τολμούσα όμως να της το προτείνω θεωρώντας ότι δεν θα χωρούσαμε στο πρόγραμμά της και ότι ήμασταν εκτός του πεδίου ενδιαφέροντός της. Μια μέρα που την πέτυχα κάπου τυχαία και τόλμησα να της κάνω μία νύξη και είδα ότι ήταν θετική στο ενδεχόμενο, ένιωσα σα να δέχτηκε ο Καρβέλας να μας γράψει τραγούδια από τη χαρά μου.

Τέλος πάντων, πρόβες, πρόβες, πρόβες από το φθινόπωρο του 2019, αλλά τελικά δεν! Μας τα χάλασε ο κορωνοϊός. Και τώρα μεταθέσαμε την παράσταση για τον Απρίλη του 2021. Στο μεταξύ, ομάδα μεγάλωσε, φέτος μαζευτήκαμε 23 άτομα, και αυτά τα άτομα δεν μπορούν να εγγυηθούν ότι θα είναι διαθέσιμα και του χρόνου. Επομένως, όλα είναι ρευστά και χλωμά.

Το θέατρο ήταν η ψυχοθεραπεία μου, το έχω πει πολλές φορές. Κάναμε πρόβα κάθε Δευτέρα και την Κυριακή λαχταρούσα να ξημερώσει η βδομάδα. Ποτέ άλλοτε δεν προσδοκούσα τη Δευτέρα τόσο πολύ. Τώρα χάθηκε κι αυτό. Δεν έχω άλλο χόμπι που να με κοινωνικοποιεί και να με ισορροπεί τόσο. Έπαιξα σε δεκατρία έργα και ακόμα δεν χόρτασα. Και νιώθω ότι όσο περνούν οι μήνες τόσο περισσότερο δεν θα με παίρνει να ασχολούμαι με αυτό.

Ω, γουέλ!


Κυριακή, Μαΐου 03, 2020

#Σπίτι Με Την Άννα


Οι εκπομπές τύπου «Σπίτι Με Την Άννα», σε μένα δεν λένε τίποτα. Εδώ μέσα είναι σαν να ζούμε με την Άννα από το 1997, τη χρονιά κατά την οποία πωρώθηκα. Δεν μου λέει κάτι παραπάνω να τη δω να τραγουδά στους τρόφιμους της καραντίνας. Χθες το απόγευμα κιόλας είχα βάλει το λάιβ από το Χοτέλ Ερμού στη διαπασών και είχα και τη σύζυγο να με ρωτά «πού τη βρίσκω την όρεξη και τραγουδώ τόσο παθιασμένα, τραγούδια τα οποία έχω ακούσει ένα εκατομμύριο φορές». Ούτε εγώ ξέρω πού τη βρίσκω την όρεξη. Η μουσική του Καρβέλα σε συνδυασμό με τη φωνή της Βίσση είναι σαν ναρκωτικό για μένα. Άντε ρώτα τον ναρκομανή, πού βρίσκει την ενέργεια όταν σνιφάρει κόκα. Το ίδιο πράγμα είναι, ακριβώς.

Το μόνο θετικό που προκύπτει από εκπομπές τύπου «Σπίτι Με Την Άννα» είναι ότι τις βλέπουν και κανονικοί άνθρωποι, μη φανς, και θεωρούν ορθό να επικοινωνήσουν μαζί μου κατά τη διάρκεια, θεωρώντας με ταυτόσημο μαζί της. Το τι μήνυμα έπεσε χθες από παλιούς συμφοιτητές από Ελλάδα με τους οποίους είχα να μιλήσω αρκετά χρόνια, δεν λέγεται. Είναι συγκινητικό να σου λέει κάποιος ότι σε θυμάται εξ αιτίας ενός τραγουδιστή.

Χθες, λοιπόν, εξ αιτίας της επικοινωνίας μου με παλιούς συμφοιτητές άνοιξα παλιά φωτογραφικά άλμπουμ και βρήκα την πιο κάτω φωτογραφία. Είναι τραβηγμένη από «greek night» στο Ρέντινγκ, τον Ιανουάριο του 2002. Πριν 18 χρόνια, Τζίζους Κράιστ! Είναι η στιγμή που έμπαινε το «αγάπη υπερβολική» και γινότανε σεισμός. Όπως βλέπετε, και όπως βλέπω κι εγώ και πλέον ντρέπομαι, κουβαλούσα και μία αφίσα μαζί μου, ήταν από τα βραβεία του Ποπ Κορν 2001, την οποία ξεδίπλωσα και κρέμασα από το μπαλκόνι του κλαμπ την ώρα που έπαιζε η Βίσση. Δεν ξέρω γιατί το έκανα, ούτε τι σκεφτόμουν, ούτε σε τι αποσκοπούσα, ούτε γιατί το θεωρούσα κουλ. Όπως σας έγραψα πολλές φορές, ως φοιτητής ένιωθα χρέος μου να μάθει και ο τελευταίος ευρωπαίος τι εστί Βίσση. Φυσικά, στις ελληνικές βραδιές, ελάχιστοι ξένοι παρευρίσκονταν, κι αν παρευρίσκονταν ουδόλως κόπτονταν να μάθουν ποια ήταν η Βίσση. Εγώ όμως, θεωρούσα ότι όλοι έπρεπε να ξεραθούν να μάθουν.


Νομίζω εδώ είναι το σημείο που λέει "χάνομαιιιιι". Διακρίνεται συμφοιτήτρια στα κόκκινα που διακατέχοντο από το ίδιο πάθος. 

Δεν το βρίσκω φυσιολογικό εκ των υστέρων. Αν, πάντως, σημαίνει κάτι, χθες, τόσα χρόνια μετά, οπόταν και είχαμε μία σχετική κουβέντα στο φέησμπουκ, μία κοπέλα από τον Παναμά που σπούδαζε μαζί μας, άφησε κάτω από τη συζήτηση το εξής σχόλιο: «Even I remember that woman!» Οπότε ναι, μπορεί διεθνή καριέρα να μην έκανε, αλλά αυτή τη στιγμή υπάρχει τουλάχιστον ένα άτομο στον Παναμά που έμαθε τη Βίσση εξ αιτίας μου!

Τώρα που το σκέφτομαι, έχω και σε βίντεο μία Ουκρανή που τραγουδά φαρσί το Τραύμα, το οποίο της το έμαθα λέξη προς λέξη, κουπλέ-ρεφρέν. Ναι, ας μην το σκαλίσουμε το θέμα, γίνεται όλο και πιο άβολο.

Είναι όμως, θέλουμε δεν θέλουμε, αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου, παρόλο το awkwardness. Η μάνα μου, για παράδειγμα, μου είπε ότι παλιότερα δεν τη χώνευε τη Βίσση και ότι την αγάπησε εξ αιτίας μου. Απόψε, έμεινε ξύπνια μέχρι τις 22:30 και την παρακολούθησε παρόλο που υπό κανονικές συνθήκες κοιμάται στις 21:00. Επίσης, έσπευσε να μου στείλει και μήνυμα ότι την απολαμβάνει. Αυτό δεν θα συνέβαινε αν δεν έπαιζα τα cd στο σαλόνι ενόσω μεγάλωνα.

Κάθε τραγούδι της Βίσση είναι και μια εικόνα. Τραγουδούσε απόψε, στον Τσιτσιπά, τα «Κακά Παιδιά». Θυμήθηκα τον πατέρα μου, πόσο του άρεσε αυτό το τραγούδι. Δέκα μέρες πριν πεθάνει (δεν είχαμε πάρει ακόμα χαμπάρι πόσο κοντά στο τέλος βρισκόταν), είχα βάλει το εν λόγω τραγούδι να παίζει δυνατά και ανέβηκα στην κουζίνα να φάω. Ο πατέρας μου πάντα μου έλεγε να χαμηλώσω τη μουσική. Εκείνη την ημέρα, ακούγοντας τη λατέρνα στην εισαγωγή, μου είπε «πήγαινε κάτω και δυνάμωσέ το κι άλλο, τι ωραίο αυτό το τραγούδι!» Ήταν καταπονημένος, μετά δυσκολία κινούνταν, δεν είχε δύναμη καν να μασήσει τροφή και έτρωγε μόνο σούπες, κι όμως τον κατάλαβα ότι εκείνη την ώρα απολάμβανε αυτό που άκουγε. Κουνούσε και το κεφάλι ρυθμικά σαν να περνούσε ο πόνος. Δέκα μέρες μετά πέθανε. Σκεφτόμουν απόψε, άραγε το διαισθανόταν εκείνη την ώρα; Ήξερε, ότι το τέλος ήταν κοντά και γι αυτό δεν μου θύμωσε που είχα τη Βίσση τέρμα; 

Κανένας δεν ξέρει. Αυτά, σκεφτόμουν απόψε όσο διαρκούσε το τραγούδι. Τέτοιες ιστορίες όμως, με τραγούδια της Βίσση που έγιναν soundtracks στιγμών, έχω να σου διηγηθώ άπειρες. Οι περισσότερες είναι και αντικειμενικά ασήμαντες, αλλά μέσα στο μυαλό μου γιγαντώθηκαν και πήραν διαστάσεις θρύλου. Υπάρχουν συγκεκριμένα τραγούδια της, συγκεκριμένοι στίχοι, συγκεκριμένα μουσικά σημεία και θέματα που σημαίνουν πολλά.

Δεν το καταλαβαίνουν οι πιο πολλοί. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι με νοιάζει αν πούλησε, αν της πάει το μαλλί, αν της πάει το ρούχο και άλλα τέτοια ευτελή και πανηλίθια. Επίσης πολλοί νομίζουν ότι αν έχω τις μαύρες μου και μου παίξουν τραγούδια της θα σηκωθώ πάνω και θα χτυπιέμαι σαν να γύρισε διακόπτης (σε πόσους γάμους, σε πόσα πάρτι έχω πάει και βαριέμαι τη ζωή μου, και για να μην φύγω έρχονται και μου λένε "θα πω στον dj να βάλει Βίσση", λες και αυτό θα σώσει τίποτα). Νομίζουν ότι είναι τόσο φαιδρό αυτό που συμβαίνει μαζί της. Κανένας δεν πάει στο βάθος να στοχαστεί τι είναι αυτό που με δένει ουσιαστικά μαζί της. Εξ ου και όποτε πάω στη συναυλία της, δεν πάω απλά σε μια συναυλία της τραγουδίστριας Άννας Βίσση. Επιστρέφω, εκόντας άκοντας, και ξαναβλέπω μπροστά μου όλη μου τη ζωή από το 1997 και μετά. 

Είναι προνόμιο, κατά μία έννοια. Καληνύχτα σας.