Συνέβη προ ολίγου.
Στεκόμουν στην ουρά για το ταμείο, μέσα στον φούρνο όπου
πετάγομαι κάθε Τετάρτη για μεσημεριανό, και περίμενα να πληρώσω. Μπροστά μου
ήταν μία κυρία περί τα πενήντα έτη η οποία ξεκάπνιζε από το κακό της επειδή δεν
έφτανε το ράφι με τα γιαούρτια στο ψυγείο, και έψαχνε έναν υπάλληλο να της κατεβάσει
ένα. Ναι, επρόκειτο για κοντή. Μην ρωτάς πόσο κοντή. Πολύ κοντή. Πιο κοντή κι
απ’ την «κοντή» της Θεοπούλας. «Τάπα». «Στούμπα» που λένε και στις ελληνικές
σειρές. Και μιας και τις ανέφερα, αν θέλετε να το κάνετε εικόνα, φανταστείτε
την εκνευριστική «κυρία Θάλεια» από το «Ρετιρέ» σε κυπριακή έκδοση. Ακολουθεί
το λογύδριο παύλα παραλήρημα που εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια μου εις άπταιστον
κυπριακή, προς καλύτερη απόδοση της πραγματικότητας.
«Εξαναείπα σας τα γιαούρκια να μεν τα βάλλετε στο ψηλόν
το ράφι για να τα φτάννουμεν. Αναγκαζούμαστεν να πατήσουμεν πάνω στα ράφκια του
ψυγείου τζαι να σκαρφαλλώνουμεν για να φτάσουμε τα γιαούρκια. Τζαι αν ο καθένας
που θέλει γιαούρτι αρκέψει να πατά μες το ψυγείο τι θα σας πει το υγειονομείον
αν πει τζαι έρτει να σας ελέγξει; Βάλτε ένα σκαμνίν σιόρ, να πατούμεν πάνω να
τα φτάνουμε, ή αλλάξετε τους ράφιν!»
Απαντά η ταμίας:
«Το μετέφερα και την προηγούμενη φορά στη διεύθυνση για
να βάλουμε ένα σκαμνάκι αλλά δεν είχα περαιτέρω οδηγίες. Αντιλαμβάνεστε ότι
πρέπει να γεμίζουμε όλα τα ράφια, αναπόφευκτα κάποια προϊόντα θα τοποθετηθούν
εκεί ψηλά!»
«Ναι, αλλά εμείς που εν τα φτάνουμε ίντα μπου εν να
κάμουμεν; Να γυρεύκουμεν μες το φούρνον υπάλληλον να μας εξυπηρετήσει;
Βιαζούμαστεν, εν τζαι μπορούμε να χάνουμεν την ώρα μας για έναν γιαούρτιν».
«Το ξέρω, αλλά εγώ αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να κάνω κάτι
περισσότερο!»
«Αρέσκει σας να πατούμεν μες το ψυγείον; Αρέσκει σας;»
«Πείτε μου ποιο γιαούρτι θέλετε να πάω να σας το φέρω»
ανταπαντά ήρεμα και καρτερικά η ταμίας.
«Οϊ να μεν πάεις να μου το φέρεις! Οϊ να κάτσεις δαμέ που
κάθεσαι. Μείνε δαμέ να δεις τωρά τι εν να γίνει!»
Η «κυρία Θάλεια» αποθέτει τα ταπεράκια της ψησταριάς στον
πάγκο του ταμείου, ανοίγει ταχύ βήμα και κατευθύνεται απειλητικά στο ψυγείο με
τα γιαουρτάκια. Οι υπόλοιποι στην ουρά κοιτάζουμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Όπου «υπόλοιποι», βλέπε εμένα που με τα σχεδόν δύο μέτρα ύψος όλα αυτά μου
φαίνονται τραγελαφικά, και ένα ζευγάρι ασιάτες, Κινέζοι, πίσω μου, οι οποίοι δεν
καταλαβαίνουν τι συμβαίνει και ομιλούν παραξενεμένοι μεταξύ τους στη γλώσσα τους.
Ο σουρεαλισμός μετέβη σε άλλο επίπεδο όπως καταλαβαίνετε.
Η «κυρία Θάλεια» ανοίγει την πόρτα του ψυγείου, απλώνει
το κουλό της και βλέποντας ότι δεν φτάνει το τέταρτο ράφι με τα γιαούρτια χώνει
μέσα την ποδούκλα της, σκαρφαλώνει στο πρώτο ράφι με τα γάλατα, αρπάζεται από
το δεύτερο ράφι με τα τυριά, και με μία αστραπιαία κίνηση, χρρρραπ, αρπάζει ένα
κουβά γιαούρτι από το τέταρτο ράφι. Ήταν Χαραλαμπίδης-Κρίστυς, η μωβ
συσκευασία. Επιστρέφει κορδωτή-κορδωτή στο ταμείο, μπαίνει μπροστά μου, μας
ρίχνει και ένα «άρεσεν σας;», πλήρωσε κι έφυγε. Κανένας δεν της απάντησε.
Και ήρθε η στιγμή, αγαπητέ αναγνώστη, κατά την οποία η
πραγματικότητα συναντά τη φαντασία. Δεν το συγχώρεσα του εαυτού μου που δεν
έβγαλα το κινητό πάνω να βιντεογραφήσω το συμβάν, να το ανεβάσω στα σόσιαλ να γίνει
βάιραλ υπό τον τίτλο «η κοντή με το γιαούρτι», και επιπλέον δεν μου το συγχωρώ
που δεν επενέβη σε όλο αυτό το σκηνικό να τελειοποιήσω επ ιδίω κινδύνω το
επεισόδιο του Γιάννη Δαλιανίδη. Εδώ μπαίνει ήχος από άρπα και θολώνει η οθόνη:
«Δεν μου λες κυρά μου, γιαούρτι θες; Γιαούρτι να θες!»
«Μα, τι κάνετε εκεί κύριε μου, πού με πάτε;»
Τη αρπάζω από το μπράτσο και την τραβολογώ στα ψυγεία. «Έλα, έλα και
θα δεις. Να φας γιαούρτι να χορτάσεις!»
«Μα, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά, θα φωνάξω το εκατό!»
Ανοίγω το ψυγείο με τα γιαούρτια και τα αδειάζω ένα-ένα στο κεφάλι της. «Γιαούρτι δεν
ήθελες; Γιαούρτι θα λάβεις! Πάρε και το ολόπαχο, πάρε και λάιτ!»
«Βοήθεια, βοήθεια!»
Αδειάζω όλα τα κουτάκια στο κεφάλι της, όλους τους κουβάδες, τα γιαούρτια ΦΑΓΕ
με το μέλι στο πλάι, τα γιαούρτια τα φρουτώδη, τα παγωτά γιαούρτια! Με τη
χούφτα μου φτυαρίζω το γιαούρτι απ’τα κουτάκια και της μπήγω στο στόμα ολόκληρες
γιαουρτομπάλες που τη πνίγουν.
«Κάνε ααα μωρή κοντή!»
«Μμμμ, μμμμ, βοήθεια, βοήθεια!»
«Όλο μέσα! Ε, ρε γιαούρτι που θα πέσει!»
«Μμμμμ, μμμμμ, μμμμ!» τσιρίζει
αβοήθητη.
Την πασαλείβω ολόκληρη. Μούτρα, μαλλιά, αφτιά, ρουθούνια όλα γεμάτα φρέσκο
γιαούρτι!
Με το πόδι μου τραβώ κι ένα σκαμνάκι που βρέθηκε εκεί τυχαία. «Βγες εκεί πάνω,
τώρα!»
Η κυρία Θάλεια ανεβαίνει στο σκαμνί ξευτυλισμένη και
άκρως γιαουρτωμένη. Βγάζω πάνω το κινητό, βγάζω σέλφι!
«Αϊσιχτίρ, δέκα λεπτά στην ουρά με το σκατογιαούρτι σου!»
Α χα χα χα χα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή