Πάνε και οι διακοπές!
Πάνε!
Πάνε και δεν ξέρω τώρα πότε θα ξαναπάμε. Φάγαμε και το τελευταίο σεντ, κυρίες
και κύριοι. Του δώσαμε και κατάλαβε βέβαια, δεν τσιγκουνευτήκαμε το παραμικρό,
αλλά από δω και μπρος πρέπει να κάνουμε το σκατό μας παξιμάδι για να ξαναπάμε
οπουδήποτε. Ούτε καν για μια Αθήνα δεν έχουμε φράγκο, που λέει ο λόγος. Δεν πειράζει, τα λεφτά είναι για να τρώμε. Με το να καθόμαστε να τα
κλωσσάμε δεν βγαίνει ιδιαίτερο νόημα. Αντιθέτως, άμα σε βλέπει ο Θεός ότι
κάθεσαι και τα βράζεις σου στέλνει μια αρρώστια για να αντιληφθείς το νόημα της
ζωής και πολλές φορές αυτή είναι και ανίατη. Τα φάγαμε τα ψωμιά μας, τα φάγαμε τα λεφτά μας, λοιπόν, αλλά τα φχαριστηθήκαμε.
Πήγαμε στην Αυστρία. Στην Αυστρία είχα ξαναπάει. Το 2008, τότε, στο Euro, όπου
συμμετείχε και η Εθνική Ελλάδος. Είχα πάει με τους κολλητούς μου, όμως, οι
οποίοι από νωρίς μου ξεκαθάρισαν ότι θα επρόκειτο για «ποδοσφαιρικές διακοπές». Εμμέσως πλην σαφώς, «μην μας πρήξεις με αξιοθέατα, μουσεία και τα συναφή». Το
μόνο που κάναμε τότε ήταν να φωνάζουμε στις πλατείες συνθήματα, πίνοντας
μπίρες. Οπότε, στην Αυστρία ήταν σαν να μην έχω πάει ποτέ. Επί της ουσίας δεν είχα δει τίποτε, ούτε ένα μουσείο.
Έτσι που λέτε, όταν η Μπρέντα μου πρότεινε να πάμε στην Αυστρία δεν έφερα ιδιαίτερη αντίσταση. Είναι προορισμός φιλικός προς τα ζευγάρια που έχουν μωρό παιδί, οπότε συναίνεσα, παρόλο που τους Αυστριακούς, γενικότερα, δεν τους χωνεύω. Προκειμένου να προσθέσουμε κάτι πέραν των τετριμμένων και να αποφύγουμε τις
παραδοσιακές φάρμες, αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι που ούτε εγώ δεν γνώριζα μέχρι πρότινος ότι είναι εφικτό. Πήγαμε στο Σάλτσμπουργκ και κλείσαμε να
μείνουμε στο ξενοδοχείο όπου γυρίστηκε Η Μελωδία Της Ευτυχίας. Γνώριζα πως
υπήρχε το εν λόγω κτήριο στην πραγματικότητα, αλλά δεν γνώριζα ότι ήταν
ξενοδοχείο και ότι ήταν προσβάσιμο στο κοινό. Δεν το συζήτησα πάνω από πέντε
λεπτά. Εκεί θα μέναμε!
Το συγκεκριμένο ξενοδοχείο ονομάζεται Schloss Leopoldskron Hotel. Για προφανείς λόγους από εδώ και στο εξής θα το λέμε «το
σπίτι των Βον Τραπ». Το ξενοδοχείο δεν εκμεταλλεύεται στο έπακρον τη σύνδεσή
του με την αγαπημένη μας ταινία. Θα μπορούσε να είχε μετατραπεί ολόκληρο σε ένα
ξενοδοχείο 100% προσαρμοσμένο στην ταινία και να συνωστίζονται ουρές απέξω οι
θαμώνες. Κι όμως, όχι. Πλην δυο αυτόγραφων από τους πρωταγωνιστές στην είσοδο του
λόμπι, δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να αποτίει φόρο τιμής στην ταινία που
στιγμάτισε τα παιδικά μας χρόνια.
Τώρα θα μου πεις, η ατμόσφαιρα της ταινίας έχει στοιχειώσει τα πάντα. Τη λίμνη, τους
κήπους, το δωμάτιο που προγευματίζαμε, το δωμάτιο με το «κουκλοθέατρο» (το
οποίο δεν υφίσταται πια, δεν το κράτησαν καν ως σουβενίρ), το βουνό που
ορθωνόταν αγέρωχο απέναντι. Ναι, κατά μία έννοια, η Τζούλι Άντριους είναι
παντού. Δεν χρειαζόταν να την κάνουν ταπετσαρία στο μπάνιο για να εκτιμήσουμε το
που μέναμε. Εγώ, προσωπικά όμως, θα ήθελα κάτι παραπάνω. Βέβαια, εγώ χάνω και το μέτρο
συχνά.
Έτσι που λέτε, το γεγονός ότι περπατούσα στους χαρακτηριστικούς κήπους με
τα γνωστά αγάλματα, το γεγονός ότι ξυπνούσα και αντίκρυζα τη λίμνη όπου τα παιδιά
Βον Τραπ βαρκάρανε με τη Φροϊλάιν Μαρία και το γεγονός ότι τρώγαμε μέσα στο παλάτι και
αναγνώριζα σκηνές και καταστάσεις ήταν το κλου της εκεί επίσκεψής μας. Δεν έχω
να θυμάμαι τίποτα άλλο από το Σαλτσμπουργκ, και ούτε με ενδιαφέρει κιόλας.
Μόνο για φανς. Η θέα προς τη λίμνη. Τα άλογα μνημειώδη. Σαν να ζεις μέσα στην ταινία. Μεγαλειώδες.
Περιττό να πω ότι σ' αυτούς τους κήπους αποπειράθηκα να ξαναγυρίσω σε βίντεο κλιπ τα τραγούδια της ταινίας με εμάς πρωταγωνιστές.
Για όσους θυμούνται: πιο κάτω βλέπετε το δωμάτιο στο οποίο είχαν τοποθετήσει το κουκλοθέατρο. Τώρα είναι αίθουσα σερβιρίσματος του προγεύματος. Ολίγον άχαρος ο νέος ρόλος του, αλλά όπως προείπα, δεν τους ενδιαφέρει να αναδείξουν το παλάτι ως σκηνικό της ταινίας.
Πιο κάτω: το αυτόγραφο της Άντριους καδρωμένο στη ρεσεψιόν. Έχει κι ένα από τον Πλάμμερ, αλλά βαρέθηκα να το φωτογραφήσω.
Σ' αυτές τις φωτογραφίες βλέπετε τη βιβλιοθήκη του ξενοδοχείου. Μεγαλεία! Το δέος που αισθάνεσαι όταν περιδιαβαίνεις σ' αυτά τα δωμάτια, απερίγραπτο. Γι' αυτά είμαι αγαπητέ αναγνώστη. Τέτοια θέλω. Μπαρόκ παλάτια, βιβλία, αντίκες, λιβάδια, τζάκια και τα συναφή. Τι δουλειά έχω εγώ στις Αγλαντζιές και στο κυπριακό Δημόσιο;!
Κάτω: Η πρόσοψη του σπιτιού των Βον Τραπ! Εκεί που ξεχωρίζουν οι ομπρέλες έχει μπαλκόνι και εκεί προγευματίζεις αν θέλεις.
Τις τρεις μέρες που μείναμε εκεί συμπέσαμε με το διάσημο Μουσικό Φεστιβάλ της
πόλης. Παντού στους δρόμους περπατούσαν άνθρωποι με ημίψηλα καπέλα, φράκα και
κυρίες ντυμένες με μακριές τουαλέτες, μποά και φανταχτερές τσάντες, καθώς επίσης, πολλά γκέι ζευγάρια. Όλοι
συναθροίζονταν έξω από το θέατρο όπου κάθε νύχτα είχε διάφορα αφιερώματα στον
Μότσαρτ. Τον Μότσαρτ τον έχουν Θεό εκεί πέρα, κάθε δρόμος και σοκάκι έχει το όνομά του. Από το πανεπιστήμιο μέχρι την τελευταία καφετέρια. Εμείς καθόμασταν εκεί κοντά, τρέχαμε τον Αλέξη από πίσω «να μην βγει
στον δρόμο και τον πατήσει καμία άμαξα» και τρώγαμε παγωτά. Έκανε πολλή ζέστη
στην Αυστρία, χειρότερη κι από την Κύπρο. Γαμώ την κλιματική αλλαγή, δεν έμεινε δροσερό μέρος στον πλανήτη. Ε, αντιλαμβάνεστε ότι δεν ήταν
δύσκολο το χάιλαϊτ των διακοπών να ήταν αυτή καθεαυτή η παραμονή μας στο σπίτι
των Βον Τραπ.
Φωτογραφία που έβγαλα από την πλατεία του Σάλτσμπουργκ. Πρόσθεσαν αυτή την τεράστια σφαίρα από την προηγούμενη φορά που είχα πάει. Κότσαραν πάνω και ένα άγαλμα ενός παιδιού, που κοιτάζει προς το κάστρο, τάχα μου βαθυστόχαστο καλλιτεχνικό ινστολλεϊσιον. Μαλακίες.
Α! Ξέχασα να σας πω. Πήγαμε και μια εκδρομούλα αυθημερόν από το Σάλτσμπουργκ στα γύρω χωριά. Εδώ βλέπετε πανοραμικά το Σαιντ Γκίλλεν, ένα χωριό χτισμένο γύρω από μία τεράστια λίμνη την οποία μοιράζονται τέσσερα-πέντε χωριά. Τόσο μεγάλη είναι. Πήραμε το τελεφερίκ και ανεβήκαμε στην κορυφή του βουνού (εξαιρετική εμπειρία, μας ήρθε αυθόρμητα και το κάναμε, ρίξαμε πολλύ γέλιο εκεί), όπου βρήκαμε ένα σαλέ-εστιατόριο και γευματίσαμε. Είχε και αγελάδες ελεύθερες να βόσκουν τριγύρω μας, αντιλαμβάνεστε, ακούγαμε τις κουδούνες τους και κατευθυνόμασταν αντίθετα. Το τι "Αλέξη πρόσεχε μην πέσεις από τον γκρεμό" αντήχησε στις Άλπεις εκείνη τη μέρα δεν περιγράφεται.
Μετά το Σάλτσμπουργκ ξεκινήσαμε να πάμε στη Βιέννη. Στον σταθμό του τρένου
έγινε μία ανακατωσούρα και χάσαμε το τρένο. Βασικά μπήκαμε μέσα και ήταν
υπερπλήρες. Μας είπαν πάρτε το επόμενο. Το επόμενο τρένο ήρθε μετά από δυο
ώρες, δεν είχαμε κλείσει θέσεις οπότε τη βγάλαμε στο όρθιο, χώρια που αναγκαστήκαμε να αγοράσουμε νέα εισιτήρια. Κάποιες κυρίες που μας
λυπηθήκανε έδωσαν μία θέση στη Μπρέντα να καθίσει, εγώ την έβγαλα δυόμιση ώρες
να κάθομαι στα σκαλοπάτια του βαγονιού σαν τον λαθραίο, αγκαλιά με τις βαλίτσες. Ο Αλέξης
πηγαινοερχόταν, γνώριζε μωρά μες τα βαγόνια, τους μιλούσε και τσαντιζόταν που δεν του
απαντούσαν. Του εξηγούσαμε ότι δεν μιλούν Ελληνικά, αλλά δεν καταλάβαινε τη
διαφορά. Φτάσαμε στη Βιέννη με οκτώ ώρες παρέκκλισης από το πρόγραμμα μας.
Ταλαιπωρημένοι, εκνευρισμένοι, ελαφρώς τσακωμένοι. Συμβαίνουν κι αυτά.
Στη Βιέννη έκανε επίσης πολλή ζέστη. Να φανταστείτε ότι κάηκε ο αυχένας μου που ήταν εκτεθειμένος. Δεν κάναμε πολλά στη Βιέννη. Πήγαμε στο Σιομπρούνν,
το παλάτι της Μαρίας Θηρεσίας, προκειμένου να εξαπολύσουμε ελεύθερο το τέκνο,
να τρέξει ανέμελο στους κήπους. Έχει ζωολογικό κήπο εκεί μέσα. Γιατί νομίσαμε
ότι ο γιος μας θα επιδείξει ενδιαφέρον για τα άγρια ζώα αφού προέρχεται από δυο
γονείς που ουδόλως ενθουσιάζονται με τέτοια, δεν μπορώ να το καταλάβω. Πιο πολύ
ενθουσιάστηκε σε ένα παιδικό μουσείο όπου τα παιδιά μπορούσαν να ντυθούν
Λουδοβίκοι και Μαρίες Αντουανέτες παρά με τον ελέφαντα και την καμηλοπάρδαλη.
Περάσαμε εκεί τα 2/3 της ημέρας μας. Ήταν ξεκούραστα. Φεύγοντας, περάσαμε και από το μουσείο της μουσικής.
Υπερεκτιμημένο το βρήκα. Το μωρό το χάρηκε, βέβαια, μέχρι και την συμφωνική
ορχήστρα της Βιέννης διηύθυνε μέσω προτζέκτορα και υπολογιστή. Aλλά εγώ το
περίμενα καλύτερο και πιο... χορταστικό. Πάντως από όλα όσα είδε, ο μικρός μόνο
για το μουσείο μουσικής μιλάει από χθες που επιστρέψαμε.
Το κάστρο της Μπρατισλάβας, στη Σλοβακία. Καλό είναι. Δεν μπήκαμε μέσα. Ανεβήκαμε τον λόφο με τα πόδια. Ξεποδαριαστήκαμε. Κάψαμε όλες τις πίτσες και τα μακαρόνια που τρώγαμε πέντε μέρες εκεί. Όταν είδα ότι έπρεπε να ανέβω άλλα δέκα σκαλιά για να φτάσω στον περίβολο, είπα, "καλά είναι κι από εδώ". Βγάλαμε φωτογραφίες και φύγαμε. Ε, μα! Και 45 λεπτά ανηφορά, και να σπρώχνω και το καρότσι με το μωρό επάνω... Όση γυμναστική δεν έκανα ολόχρονα, την έκανα σε πέντε μέρες!
Πεταχτήκαμε και στη Μπρατισλάβα. Α, βέβαια, είναι κρίμα να μην δούμε και
ολίγη από πρώην Τσεχοσλοβακία μιας και απείχαμε μόλις πενήντα λεπτά με το
λεωφορείο. Συμπαθέστατη η Μπρατισλάβα. Για οχτώ ωρίτσες επίσκεψη, ό, τι πρέπει.
Αλλά ούτε λεπτό παραπάνω. Συμπαθέστατο το ιστορικό της κέντρο, ωραία επιβλητικά
κτήρια, κατάλοιπα από την αυτοκρατορία της αυστρο-ουγγαρίας, μια χαρά
κληρονομιά τους άφησαν τους Σλοβάκους. Που κατά τα άλλα, είναι για να τους κλαιν’ οι
Ρέγγες. Τυχεροί που έχουν τη Βιέννη κοντά και πετάγονται τα σαββατοκύριακα και
ξαναγίνονται άνθρωποι. Μια φορά, πάνω που ετοιμαζόμουν να πω ότι η Μπρατισλάβα
είναι πιο βαρετή κι από τη Λευκωσία, εν τέλει δεν είμαι σίγουρος. Η παλιά πόλη
είναι σαφώς καλύτερη από τη Λήδρας, σαφώς καθαρότερη, σαφώς πιο περιποιημένη,
όσο για το υπόλοιπο, εντάξει. Αποπνέει κομμουνισμό, αλλά κι αυτοί, ας πρόσεχαν.
Μας κερδίζουν στα σημεία, θα έλεγα.
Όπως και να ‘χει, ο προσωπικός χάρτης γεωγραφικών κατακτήσεων επεκτάθηκε. Πρόσθεσα και τη Σλοβακία στις κατακτήσεις και σιγά-σιγά ολοκληρώνεται το παζλ. Τώρα, αν έχω διάθεση να πάω ανατολικότερα ή να εξερευνήσω περαιτέρω τα Βαλκάνια, μην ρωτάς. Έτσι κι αλλιώς, και όρεξη να βρεθεί, λεφτά γιοκ! [Τριανταδύο χώρες έχω επισκεφτεί μέχρι σήμερα, not bad σε σχέση με τον πατέρα μου που πίστευε ότι αν επισκέφτηκες τη Ρώμη, την Αθήνα, το Παρίσι και το Λονδίνο δεν υπάρχει λόγος να πας αλλού].
Με πορτοκαλί η νέα προσθήκη. Με ανοιχτό πράσινο οι χώρες που επισκέφτηκα μια φορά, με σκούρο πράσινο οι χώρες που επισκέφτηκα πάνω από μια φορά.
Όπως και να ‘χει, ο προσωπικός χάρτης γεωγραφικών κατακτήσεων επεκτάθηκε. Πρόσθεσα και τη Σλοβακία στις κατακτήσεις και σιγά-σιγά ολοκληρώνεται το παζλ. Τώρα, αν έχω διάθεση να πάω ανατολικότερα ή να εξερευνήσω περαιτέρω τα Βαλκάνια, μην ρωτάς. Έτσι κι αλλιώς, και όρεξη να βρεθεί, λεφτά γιοκ! [Τριανταδύο χώρες έχω επισκεφτεί μέχρι σήμερα, not bad σε σχέση με τον πατέρα μου που πίστευε ότι αν επισκέφτηκες τη Ρώμη, την Αθήνα, το Παρίσι και το Λονδίνο δεν υπάρχει λόγος να πας αλλού].
Την τελευταία μέρα της εκεί παραμονής μας τη βγάλαμε στο Πράτερ. Το γνωστό
Λούνα Παρκ της Βιέννης. Ξεπαραδιαστήκαμε κι εκεί. Ο γιος μας ήθελε να βγει σε
όλα τα καρουζέλ και σε όλα τα αυτοκινητάκια που βρήκε μπροστά του. «Αυτά τα
βρίσκεις και στην Κύπρο», του έλεγα. Τίποτα αυτός. Αντί να εκμεταλλευτεί το πού
βρισκόταν και να δοκίμαζε κάτι πιο άγριο, ήθελε τα σίγουρα. Στα άλλα φοβόταν. «Είναι
για μεγάλα παιδάκια» μου έλεγε. Να το θυμάμαι αυτό, μην τον πάω στη Ντίσνεϊλαντ
πριν τα δεκαπέντε του και αναγκάζομαι να κάθομαι σε όλα τα τρενάκια μόνος
μου.
Στο Πράτερ έχει μία ρόδα 150 χρονών, κάτι σαν το Λάντον Αϊ στο πιο βίντατζ, από την οποία μπορείς να δεις τη Βιέννη από ψηλά.
Στο Πράτερ πιο ωραία από όλους πέρασα εγώ. Πήγα και μπήκα σε εξομοιωτή
ελεύθερης πτώσης. Δες το βίντεο πιο κάτω. Έχει πλάκα. Μα, πάντα ήθελα να το
κάνω! Είναι σαφώς πιο δύσκολο από όσο νομίζουμε. Έκανα και μισή ώρα μάθημα πριν
μπω στον σωλήνα, τρομάρα μου, για να μην «πέσω». Αλλά… «έπεσα!» Μα, είναι απίστευτο, δεν είναι;
Από ένα ολόκληρο γκρουπ το οποίο απαρτιζόταν κατά το ήμισυ από παιδιά κάτω των
δέκα ετών, δυο κοπέλες που φοβόντουσαν, και άλλους δυο χαζοτουρίστες, μόνο εγώ
κατάφερα και γκρεμοτσακίστηκα! Δεν είμαι εγώ τέτοια. Μόνο για τα θέατρα κάνω, μάνα μου. Να το
εμπεδώσουμε! Δεν είμαι για σπορ! Ποτέ δεν ήμουν. Γιατί το παλεύω ακόμα στα
σαράντα παρά κάτι, δεν έχω κατάλαβει. Επειδή μου άρεσε η ιδέα να πετάξω; Ε, εντάξει. Ψιλό-αιωρήθηκα. Μπήκαμε, σκοτωθήκαμε, ρεζιλευτήκαμε, το εξορκίσαμε κι αυτό το
απωθημένο. Οι Ειδικές Δυνάμεις, μια φορά, μπορούν και χωρίς εμάς. Όλα κι όλα, ο γιος μου με βρήκε «τέλειο». «Τόσα καταλαβαίνεις κι εσύ, καημένο» ήθελα να του
πω, αλλά δεν του το χάλασα. «Ευχαριστώ γιε μου!» του είπα όλος καμάρι. Πάμε να
φύγουμε τώρα πριν διαδοθεί.
Μα, έχει η Βίσση τραγούδι για κάθε περίσταση; Ναι, έχει.
Οι διακοπές αυτές ήταν δυσκολότερες από τις περσινές στην Ιρλανδία. Πέρσι ο
Αλέξης έλεγε 2-3 λεξούλες όλες κι όλες. Δεν είχε γνώμη και άποψη όπως είχε
φέτος για το πού θα πάμε, πόσο θα κάτσουμε και δεν ήθελε παιχνίδι για να μην
βαριέται. Κουραστήκαμε περισσότερο φέτος. Παρόλα αυτά, στις διακοπές είναι που αγαπιόμαστε και δενόμαστε σαν οικογένεια. Αυτό κατάλαβα και πέρσι και φέτος. Τρώγαμε συνέχεια μαζί, κοιμόμασταν
όλοι μαζί, βαριόμασταν όλοι μαζί, τσακωνόμασταν μαζί, τα βρίσκαμε μαζί. Ήταν ο
ορισμός του «μαζί». Τώρα βέβαια, θέλω δυο μέρες "χώρια" για να συνέλθω, και οι
άλλοι φαντάζομαι το ίδιο, αλλά ναι. Στις διακοπές καταλαβαίνω την αξία της οικογένειας.
Τη σημαντικότητά της, τη σοβαρότητα της. Κατά μία έννοια αυτό το ταξίδι ήταν
μέρος της διαπαιδαγώγησης του Αλέξη, αλλά και μάθημα άσκησης γονικής μέριμνας για εμάς. Μας πήρε
ομαδικώς ένα βήμα παραπέρα. Για του χρόνου θα επέλεγα κάπου που
να μην χρειάζεσαι να αλλάξεις αεροπλάνο, τρένο, μετρό, λεωφορείο και βαπόρι με ένα καρότσι, μια βαλίτσα και ένα τρίχρονο υπό μάλης. Θα πήγαινα κάπου, όπου ιδανικά να μην μπορείς να κάνεις τίποτα πέραν του να ξαπλώνεις. Αλλά,
σίγουρα το φετινό ήταν πρόκληση και ευτυχώς τη φέραμε εις πέρας. Και προ πάντων, τη χαρήκαμε.
Νιώθω ότι λείψαμε ένα μήνα, ενώ λείψαμε μόνο έξι μέρες! Αυτό τα λέει όλα.
Καλό υπέροχο χειμώνα σε όλους μας, ει δυνατόν όπως τον περσινό. Στα ανάθεμα οι
βρωμοπυράδες και οι ζέστες. Αμήν!
Δεν παίζει το βίντεο.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Video unavailable
This video contains content from Digital Minds Ltd-srav, who has blocked it on copyright grounds."
Ναι ρε γαμώτο. Μου το μπλοκάρανε επειδή έβαλα τραγούδι να παίζει στο φόντο και "καταπατώ τα πνευματικά δικαιώματα της Βίσση". Που να ήξεραν. Δεν πειράζει, δεν είναι γραφτό να το δείτε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο μου αρέσουν αυτά τα ποστ! Πόσο. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ωραίο ποστ! Θέλω κ γω, να δούμε πότε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπεατριξ