Έχω βάλει στόχο να διαβάζω 12 βιβλία τον χρόνο. Ένα κάθε
μήνα.
Για άλλους 12 βιβλία μπορεί να είναι λίγα, για μένα είναι
πολλά. Δύσκολα συγκεντρώνομαι στο διάβασμα, κι αν ο μύθος δεν «γαμεί», δεν
αντέχω να διαβάσω πάνω από 20 σελίδες την ημέρα. Αν πρόκειται, όμως, για «έπος»
μπορεί να το διαβάσω όλο σε δυο μέρες. Καταλαβαίνεις, τέτοια φαινόμενα σπάνια
συμβαίνουν. Φέτος, λόγω μωρού και αχαλίνωτου baby sitting, έπιασα τον στόχο των 12
βιβλίων, αν και θα μπορούσα να είχα διαβάσει πολύ περισσότερα (παράτησα 2-3 στη
μέση γιατί δεν άντεχα).
Ιδού το δωδεκάθεο:
Πόσο μου αρέσει να βλέπω τα χρώματα των εκδόσεων παραταγμένα έτσι, στη βιβλιοθήκη.
Πριν παρεξηγηθώ, και εκτεθώ ανεπανόρθωτα, να σου δικαιολογήσω την παρουσία του
Πάολο Κοέλιο μέσα στη ντουζίνα. Το πήρα δωρεάν από το Public επειδή είχα ξεπεράσει ένα όριο αγορών στην κάρτα μου, εντάξει; Τον Κοέλιο τον
σιχαίνομαι (εντάξει έγραψε και δυο καλά), αλλά γενικά θέλω να καεί ζωντανός στην
πυρά, και η βιογραφία της Μάτα Χάρι αποτελεί τέλεια αφορμή για κάτι τέτοιο.
Νομίζω ήταν το χειρότερο βιβλίο που διάβασα ποτέ, καλύτερα να διάβαζα τις Τηλεώρες. Περισσότερα θα μάθαινα. Αυτά, για να εξηγούμαι.
Καθώς βλέπεις, αποπειράθηκα να διαβάσω και το μυθιστοριακό εγχείρημα της Έλενας Ακρίτα, την Μπλε Πολυκατοικία, την οποία Ακρίτα όταν καταφέρνω να διαχωρίσω από την
αριστερή της ταυτότητα είμαι άξιος να κάθομαι και να τη χαζεύω να μιλά για
ώρες. Γοητεύομαι τόσο πολύ από την ευφράδεια και το λέγειν της, μακάρι να είχα
1% από αυτό. Το βιβλίο της δεν είναι κακό για τα ελληνικά δεδομένα. Μια χαρά
είναι, αλλά θυμίζει λίγο «βέρα στο δεξί» στο πιο μυστήριο, στο πιο σκοτεινό. Φυσικά,
είναι μπολιασμένο με άφθονο Πολυτεχνείο, πασπαλισμένο με αντίσταση στη χούντα
και τον φασισμό, και γενικότερα με όλα αυτά τα αριστερά κλισέ του συρμού που
εκφράζει κατά κόρον τελευταίως και στα κοινωνικά δίκτυα καθιστώντας εαυτόν από
αγαπημένη τηλεοπτική περσόνα σε αντιπαθητική, αριστερή σκέτο.
Το Κορίτσι Με Το Τατουάζ μου πήρε 12 χρόνια να το
ανακαλύψω κι αυτό χάρη σε μια φίλη που μου το πρότεινε. Γενικότερα δεν τα πάω
καλά με τους Σκανδιναβούς συγγραφείς. Τα σκανδιναβικά ονόματα και τοποθεσίες
είναι τόσο δύσκολα και δυσανάγνωστα που ο εγκέφαλός μου αδυνατεί να τα
ξεχωρίσει και να καθορίσει ποιος είναι ποιος. Ε, ναι ρε φίλε, δεν γίνεται να
λένε τη λεωφόρο «Βασαγκάταν» και εγώ να πρέπει να το καταπιώ χωρίς να ερεθίσω
τον λαιμό μου και τα μάτια μου. Μακριά από τους Σκανδιναβούς, λοιπόν. Δυο φορές δοκίμασα να διαβάσω Jo Nesbo και τα παράτησα στα
μισά. Με αυτό το ιστορικό, δεν διανοούμουν να δοκιμάσω το Κορίτσι με το
Τατουάζ. Κακώς, γιατί είναι ένα από τρία καλύτερα που διάβασα φέτος, αλλά από
ό, τι κατάλαβα πρόκειται για βιβλίο αντάξιο του Κώδικα Ντα Βίντσι, απ’ αυτά που
έχει διαβάσει όλος ο κόσμος δηλαδή, και εγώ μόλις τώρα το πήρα χαμπάρι - ντροπή. Υπέροχο βιβλίο αδιαμφισβήτητα.
Είδα και τη σουηδική ταινία καθώς μου προτείνατε. Θα δω και την αμερικάνικη
αργότερα.
Για τον Ταξιδιώτη Δίχως Αποσκευές σου είχα γράψει τις εντυπώσεις
μου τον περασμένο Ιανουάριο. Αν ανατρέξεις στο ιστορικό του μπλογκ θα δεις ότι
δεν άντεχα να περιμένω τον φετινό Δεκέμβριο για να στο προτείνω. Είχα πάθει εθισμό και
πώρωση. Πήγα κι αγόρασα άλλα δυο βιβλία του ιδίου συγγραφέα και διάβασα ήδη το
ένα, αλλά δεν λέει και πολλά μπροστά στο πρώτο. Όπως επίσης δεν λέει και πολλά
και το καινούριο του Τζον Βέρντον με τίτλο Η Λίμνη Των Λύκων. Είναι το πέμπτο
του συγγραφέα και κυμαίνεται στην ίδια λογική με τα υπόλοιπα. Αν διάβασες τα
πρώτα δύο, μην ζορίζεσαι, είναι σαν να το διάβασες κι αυτό.
Και τώρα, ήρθε η ώρα να σου προτείνω το αγαπημένο μου
βιβλίο για φέτος. Ένα βιβλίο που δεν περίμενα καθόλου να μου αρέσει και τελικά
το αποθέωσα. Ένα βιβλίο που βαριόμουν να το αρχίσω και τελικά το διάβασα μέσα
σε δυο μέρες. Τη Θεία Τούλα. Μία ισπανική νουβέλα του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο.
Μα, τι να σου πω τώρα! Η Θεία Τούλα κινείται στο πνεύμα της δικής μας Λωξάντρας
ή της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη. Μία θεία που είχε φοβία με το σεξ και παρόλο
που ήταν ερωτευμένη προτίμησε να προξενέψει τον αγαπητικό της στην αδελφή της παρά
να τον παντρευτεί η ίδια. Η αδελφή της πεθαίνει σύντομα μετά την γέννα των
παιδιών της και η θεία Τούλα αναγκάζεται να μεγαλώσει τα ανίψια της σαν παιδιά της.
Παρόλα αυτά, αρνείται να παντρευτεί τον μεγάλο της έρωτα και κουνιάδο της,
ασχέτως αν εκείνος ακόμα την ποθεί κι ασχέτως αν επί της ουσίας έγινε μάνα στα
παιδιά του. Το ίδιο πράττει αργότερα και με τα εγγόνια της, και πάει λέγοντας.
Δεν είναι καμιά συγκλονιστική ιστορία. Αλλά αν θέλεις να χαρείς λεκτικό πλούτο
και να εξερευνήσεις μία καθόλα ιδιόρρυθμη προσωπικότητα που στο τέλος τη
νιώθεις συγγενή σου, αυτό είναι το βιβλίο.
Η θεία Τούλα, που κανονικά λέγεται Χερτρούδις ήταν ουσιαστικά
μία αυταρχική γυναίκα που αναγκάστηκε να κτίσει αυτό το σιδηρούν προσωπείο για
να καλύψει τις φοβίες της, τα πάθη της και τις ανασφάλειές της. Ο αυταρχισμός
της όμως, είναι τόσο παιδικός που στο τέλος την αγαπάς γι’ αυτόν. Μου θύμισε
σε άπειρα σημεία τη γιαγιά της Μπρέντας από την πλευρά του πατέρα της, την
οποία αγαπώ. Μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την ιστορία της Χερτρούδις, αλλά
σαν τύποι και συμπεριφορά είναι οι ίδιες. Όσο διάβαζα αυτό το βιβλίο ήταν
σαν να την άκουγα. Μπορεί εν τέλει γι’ αυτό και να μου άρεσε.
Αυτό το κείμενο συμπίπτει δυστυχώς με την επιδείνωση της υγείας
της γιαγιάς της Μπρέντας. Περαστικά της με όλη μου τη ψυχή. Είναι μακράν η πιο
αγαπημένη μου προσωπικότητα από το σόι της γυναίκας μου.
Και για να μην τελειώσουμε λυπημένα…
Ένα μπλοκμπάστερ στο κομοδίνο μου. Καλά θα μας μπει το 2018.