Ο κύριος Πολύκαρπος ήθελε να
σχολάσει εκτάκτως μισή ώρα νωρίτερα, να πάει το μωρό του για εμβολιασμό. Παρόλη
τη σοβαρότητα της περίστασης δίσταζε να ζητήσει άδεια από την προϊσταμένη του
γιατί είχε μία εύλογη υποψία πως δεν θα του έβγαινε σε καλό. Κατόπιν τηλεφωνικής
συνεννόησης με τη σύζυγό του όμως, και βλέποντας πως κανένας άλλος δεν προτίθετο
να πάει το μωρό στον γιατρό, αποφάσισε να ζητήσει την άδεια και γαία πυρί μιχθήτω.
Στις 11:45, η γραμματεύς της διευθύντριας,
κυρίας Βάσως, τον κάλεσε να παρουσιαστεί στο γραφείο της. «Ώστε θα πας το μωρό
για εμβολιασμό», του είπε χαμηλώνοντας τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και
κοιτάζοντας τον ενόσω τακτοποιούσε ταυτόχρονα κάποια έγγραφα. «Μάλιστα!» της είπε
ορθά κοφτά προσπαθώντας να κρύψει τον κόμπο στο λαιμό του. «Ιλαρά, μαγουλά ή
τέτανο;» τον ξαναρώτησε με μια μπάσα φωνή καθώς άρχισε να ξεκουμπώνει το
πουκάμισό της.
- -«Πώς είπατε;»
- - «Λέω: Ιλαρά, μαγουλά ή τέτανο;»
Η κυρία Βάσω είχε ήδη προτάξει το
στήθος της στον κύριο Πολύκαρπο ο οποίος ένιωθε μία σταγόνα ιδρώτα να διασχίζει
το καθάριο του κούτελο και να κατευθύνεται προς τη ρίνα του. Το στήθος της ήταν
πεσμένο και πλαδαρό. Όσο κι αν το συγκρατούσε ο στηθόδεσμος έδειχνε έτοιμο να
ξαμολυθεί σαν χλαπάτσα απ’ τον υπόνομο κι όποιον πάρει ο Χάρος. Επίσης, στο
ντεκολτέ της ήταν εμφανέστατη μια σπάνια τριχοφυΐα που παρέπεμπε στην άγρια
βλάστηση της Σαβάνας. Θέλοντας να κερδίσει χρόνο, ο κύριος Πολύκαρπος άρχισε να
τα μασά: «Ναι, βασικά ο παιδίατρος μας είπε ότι το εμβόλιο του τετάνου το
έχουμε ήδη κάμει. Τώρα, λογικά, θα ‘χει σειρά η Ιλαρά…»
- - «…γι’ αυτό και μου είσαι τόσο ίλαρος απ’ το πρωί!»
- -«Μπαρδόν;»
Η κυρία Βάσω
σηκώθηκε όρθια.
- -«Άσ'τα μπαρδόν και πλησίασε.»
Η Κυρία Βάσω με μία αργή, βασανιστική
κίνηση γύρισε το κλειδί στην πόρτα. Τράβηξε τον κύριο Πολύκαρπο απ’ τη γραβάτα
και τον έφερε κοντά της σε απόσταση αναπνοής. Γαρδούμπα. Αυτή η μυρωδιά
αναδυόταν από τα μισόκλειστα χείλη της. Ο κύριος Πολύκαρπος άλλαξε χίλια
χρώματα. Η κυρία Βάσω απολάμβανε την αμηχανία του. Της προκαλούσε περαιτέρω
ηδονή. Ένα γελάκι σχηματίστηκε στο πρόσωπό της απόρροια της σαδιστικής μέθεξης
που ανάβλυζε στην ατμόσφαιρα. «Κυρία Βάσω…» ψέλλισε ο μεσόκοπος βιοπαλαιστής.
Εκείνη τον διέκοψε φέρνοντας τον δείκτη του αριστερού χεριού της στα χείλη του.
«Θέλεις να σχολάσεις στις δυόμιση;» τον ρώτησε γλυκά. «Θα το ήθελα…»
Ο κύριος Πολύκαρπος δεν κατάλαβε για
πότε βρέθηκε στα γόνατα. Η κυρία Βάσω τον είχε αρπάξει από τα ψαρά του μαλλιά
και τον πίεζε με δύναμη στο αιδοίο της. «Γλείψεεεε, γλείψε σκύλεεεε!» φώναζε,
ενόσω απολάμβανε την αιδοιολειξία του υπαλλήλου της. Η ξινίλα και ο ιδρώτας που
αναδύονταν από ‘κει κάτω έφεραν τάση εμετού στον κύριο Πολύκαρπο που ένιωθε
ανήμπορος να κουνηθεί ή ν’ αντιδράσει. Η κυρία Βάσω, στο μεταξύ, ζούσε την
απόλυτη νιρβάνα. Τον πίεζε τόσο σκληρά μέσα της που του κοβόταν η ανάσα.
Ύστερα, με μία λαβή που παρέπεμπε σε γιαπωνέζικη πολεμική τέχνη έδεσε τη γραβάτα
του γύρω από τον καρπό της και τον έγειρε με φόρα πάνω στο γραφείο της. Χύθηκε
ο καφές πάνω σε κάτι αιτήματα, στο κινητό της και πιτσίλισε ελαφρά τα μούτρα
του κ. Πολύκαρπου. Η κυρία Βάσω έχωσε με ταχυδακτυλουργική μαεστρία το χέρι της
στο ανοιχτό του φερμουάρ, άρπαξε το υπογάστριό του και το έπαιζε. «Αρέσκει σου;
Τσόγλανε! Θωρώ το! Νιώθω το!»
Ο κύριος Πολύκαρπος με μια αγκωνιά
που βρήκε κατευθείαν στόχο την κυρία Βάσω στο κάτω σαγόνι κατάφερε να
απεγκλωβιστεί. Έτρεξε στην πόρτα και την ξεκλείδωσε. Πού να τολμήσει να βγει όμως;
Ήξερε πως απ’ έξω καθόταν η γραμματέας της. Και τι μπορεί να σκεφτόταν αν τον
έβλεπε σ’ αυτή την κατάσταση; Η μικρή χρονοκαθυστέρηση του κόστισε ακριβά. Η
κυρία Βάσω τον άρπαξε απ’ το σβέρκο και με όλες τις δυνάμεις του σκότους να
εκρήγνυνται στο βλέμμα της του ψιθύρισε: «βαλ’ μου το εμβόλιο!»
-«Ιλαρά, μαγουλά ή τέτανο;» της είπε
σπαράζοντας.
Η κυρία Βάσω τον έριξε με δύναμη
στον καναπέ. Ο κύριος Πολύκαρπος χτύπησε το κεφάλι του στη γωνία και αιμορραγούσε.
Η προϊσταμένη του, εις μάτην προσπαθούσε να βρει μια στύση να καβαλήσει. Όταν
συνειδητοποίησε τη ματαιότητα του εγχειρήματος μία μπανάνα απ’ τη φρουτιέρα στο
τραπέζι εμπρός της έκανε τη δουλειά. Κολλώντας του τις χούφτες του στα γυμνά
βυζιά της, ανεβοκατέβαινε επάνω στην μπανάνα που του έμπηξε τσουρούτικα μέσα
στο φερμουάρ του. Η μπανάνα πολτοποιήθηκε. Έγινε πουρές. Λερώθηκε το παντελόνι
του και ό,τι ερχόταν σ’ επαφή μαζί του. «Ιλαρααααααα!» έσκουζε λάγνα η κυρία
Βάσω. «Μαγουλάαααααα» τσίριζε ενόσω τριβόταν επάνω του σαν φίδι. Λίγο πριν
έρθει σε οργασμό, η κυρία Βάσω έβγαλε από μέσα της ό, τι απέμεινε απ’ τη
μπανάνα, το μάσησε και του το έφτυσε στα μούτρα: «Τέτανοοοο!»
Ο κύριος Πολύκαρπος με αίμα, δάκρυα
και μπανάνες να στάζουν απ’ τα μούτρα του παρέμενε μισολιπόθυμος στον καναπέ της
διευθύντριας του. Η κυρία Βάσω κατευθύνθηκε στην προσωπική της τουαλέτα. Έριξε
λίγο νερό στη μούρη της, έχωσε τα βυζιά της μέσα στο σουτιέν της, διόρθωσε το
μακιγιάζ της και χτένισε το γιαγιαδίστικο μαλλί της. Βγαίνοντας κατευθύνθηκε
στο γραφείο της, σκούπισε με ένα στεγνό μαντίλι τους λεκέδες του καφέ από τα
έγγραφα της και κάλεσε στο τηλέφωνο τη Στάλω, την γραμματέα της.
- -«Ναι κυρία Βάσω» ακούστηκε η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.
- - «Ο κύριος Πολύκαρπος θα σχολάσει η ώρα δυόμιση σήμερα»
είπε.
Τι εθκιάβασα ακριβώς μόλις τωρά;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε εκλιπαρώ, εξήγα μου λίο πώς το σκέφτηκες ούλλο τούτο το σκηνικό! Αλλό μια παράγραφο θα εκατουρούσα πάνω μου που το γέλιο!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή