Η Σάββια Σαββίδου βίωνε την
ευτυχέστερη μέρα της ζωής της.
Ήταν απαστράπτουσα μέσα στο
πανάκριβο νυφικό της αξίας δέκα χιλιάδων ευρώ από γνωστό οίκο μόδας του Μιλάνου.
Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά, σε κότσο, ο οποίος παρέπεμπε σε βασιλική
οικογένεια της σκανδιναβίας, ενώ τα πριγκιπικά της παπούτσια ήταν διακοσμημένα με
ένα νεφρό το καθένα, όσο και η αξία τους. Το μακιγιάζ της το επιμελήθηκε μία
βιρτουόζα του είδους, εισαγόμενη κι αυτή απ’ τα ανάκτορα του Μπάκινγκχαμ, ή
τέλος πάντων από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το ίδιο είναι. Η Σάββια την είχε
ξεχωρίσει μέσα από τον λογαριασμό της στο τικ-τοκ και την παρακολουθούσε πολύ καιρό
πριν της κάνει πρόταση να έλθει στην Κύπρο για να επιμεληθεί τη διαδικασία
μεταμόρφωσής της σε πριγκίπισσα.
Ναι. Η Σάββια Σαββίδου
έμοιαζε με πριγκίπισσα της Ντίσνεϊ, μη σας πω σαν όλες τις πριγκίπισσες της
Ντίσνεϊ μαζί.
Ο γαμπρός από την άλλη δεν
έμοιαζε ούτε με βασιλιά, ούτε με πρίγκιπα της Ντίσνεϊ. Αλλά αυτό δεν είχε την
παραμικρή σημασία. Άλλωστε, ο γάμος είναι η μέρα της νύφης. Κανείς δεν
ασχολείται με τον γαμπρό, ο οποίος πολλές φορές δεν έχει καν ονοματεπώνυμο. Είναι
«ο γαμπρός», γνωστός και ως το «κορόιδο», ή τέλος πάντων ως «ο τρελός που
βρέθηκε και την πήρε», σκέτο. Κανένας δεν θυμάται το όνομά του. Εν πάση
περιπτώσει, κι όπως και να ‘χει, δίπλα στη Σάββια Σαββίδου στεκόταν και ο
γαμπρός.
Εξέρχονταν της εκκλησίας α
λα μπραντσέτα, κοινώς αγκαζέ, και ετοιμάζονταν να δεχτούν στη μούρη ένα
καταιγισμό κόκκων ρυζιού οι οποίοι θα έγραφαν τέλεια στη φωτογράφηση και θα
καθιστούσαν την ατμόσφαιρα τα μάλα κινηματογραφική. Τα σόγια παραταγμένα ένθεν κακείθεν
του διαδρόμου που οδηγούσε στην εκκλησία ετοιμάζονταν να παίξουν κι αυτοί τον
ρόλο τους υπό τις δρακόντειες οδηγίες των κουμπάρων οι οποίοι ανέλαβαν χρέη
σκηνοθέτη.
Το μόνο που έλειπε ήταν το drone να απαθανατίσει το έπος του
Ομήρου, ή τέλος πάντων, του κακομοίρου.
Ένα στενό πιο πέρα στεκόταν
ο Ομάρ. Όχι ο Ομάρ Σαρίφ. Ένας άλλος Ομάρ.
Ο Ομάρ Αλ Χαβίλ είχε
συμπληρώσει τρία χρόνια αυστηρής εκπαίδευσης στον χειρισμό των drone. Μπορούσε να πετάξει ένα μη
επανδρωμένο αερόχημα και με τα μάτια κλειστά, και με τους καρπούς των χεριών
του δεμένους πισθάγκωνα. Μπορούσε να προσανατολιστεί από τη σκιά που έριχνε στο
έδαφος το ιπτάμενο μηχάνημα. Μπορούσε να υπολογίσει το ύψος στο οποίο ίπτατο
από την ένταση του μουγκρητού της μηχανής του. Εξειδίκευση επιπέδου κομάντο,
όπως άλλωστε απαιτούνταν για μια τόσο σημαντική εργασία. Ο Ομάρ περίμενε
οδηγίες από τον προϊστάμενο του για το πότε θα κατεύθυνε το drone στο ενδεδειγμένο
σημείο. Έφερε τον ασύρματο στο αφτί. «Τώρα» του είπε απ’ την άλλη άκρη της
γραμμής ο εντολέας του. Ο Ομάρ με περισσή δεξιοτεχνία κατηύθυνε το drone στο σημείο
που του όριζαν οι συντεταγμένες του.
«Μα, τον Αλλάχ!»
«Τι συμβαίνει πράκτορα; Γιατί
επικαλείσαι τα Θεία άνευ λόγου και αιτίας;» τον ρώτησε ο εντολέας εμφανώς ανήσυχος.
«Το γαμημένο το GPS! Έχει βραχυκυκλωθεί!»
φώναζε ο Ομάρ πατώντας ταυτόχρονα 150 κομβία ταυτοχρόνως μπας και επιβληθεί της
καταστάσεως.
«Τι είναι αυτά που τσαμπουνάς
αετοπούλι μου; Πώς είναι δυνατόν! Το λογισμικό μας δεν κάνει ποτέ λάθος. Είναι
όλα ρυθμισμένα με ακρίβεια».
«Για κάποιο λόγο ο Λίβανος
μετατοπίστηκε. Η Κύπρος έγινε Λίβανος και ο Λίβανος, Κύπρος!»
«Σιγά μην έγινε και Μόντε
Κάρλο!»
Ο εντολέας δεν πίστευε στ’
αφτιά του τις μαλακίες που άκουγε. Δεν είχαν ώρα για τσαλίμια και αστεϊσμούς. Ο
Ομάρ είχε μια γαμημένη δουλειά να κάνει. Όφειλε να την φέρει εις πέρας. Τι στο
διάολο τον είχαν στρατολογήσει από τα πέντε έτη του να κάνει; Να ρίχνει
πασιέντζες;
Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Το
περίφημο drone
αντί
να προσγειωθεί στο κέντρο της Βηρυτού ρίχνοντας μία τελευταίας τεχνολογίας
βιολογική βόμβα, προσγειώθηκε στο προαύλιο του ιερού ναού των Αγίων Πάντων. Η
Σάββια και ο γαμπρός είχαν μόλις εξέλθει και καθώς είδαν το φτερωτό μηχάνημα να
πλησιάζει χαμογέλασαν καθώς ορίζει το πρωτόκολλο. «Ελάτε, μαζευτείτε», φώναξε η
μάμμα της νύφης, «Φωτογραφία!» Σύσσωμες οι κουμπάρες οι οποίες φορούσαν όλες το
ίδιο φόρεμα χρώματος ίντιγκο (λιλά το λέγαμε την εποχή μου), διακοσμημένο με
τεράστια άνθη, και περικύκλωσαν χαρούμενες το νιόπαντρο ζευγάρι αλλά και τον κ.
Ευάνθη, τον πατέρα του γαμπρού, τον μόνο εν ζωή συγγενή του.
Το drone πλησίασε
σαν απειλητικός εφιάλτης. «Σαν να παραπλησίασε» σκέφτηκε ο γαμπρός. Μα πριν
προλάβει να πει το παραμικρό, ο έλικας προσέγγισε με δολοφονικές διαθέσεις τη Σάββια
Σαββίδου. Ώσπου να πει «μανά» ο έλικας θέριζε πάνω από το πρόσωπο της Σάββιας
Σαββίδου τις στρώσεις από το μακιγιάζ. Ευτυχώς είχε βάλει πολύ μέικ απ και άργησε
κάποια δευτερόλεπτα μέχρι να βρει σάρκα και οστά. Η Σάββια κόπηκε πριν καλά-καλά
συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Από μακριά έλεγες ότι της είχε επιτεθεί ένα
τεράστιο, μεταλλικό, διαστημικό, ιπτάμενο μαμούνι. Ο έλικας έκοψε συμβολικά
πρώτα τη μύτη της Σάββιας. Ρουθούνια πετάγονταν δεξιά και αριστερά. Οι
καλεσμένοι αλάλαζαν υστερικά. Κάποιοι, μάλιστα, νόμισαν ότι ήταν μέρος της σκηνοθεσίας.
Τα ζευγάρια τα συνηθίζουν κάτι τέτοια χαριτωμένα στις μέρες μας προκειμένου να
εντυπωσιάσουν.
Ύστερα προχώρησε στη
στοματική κοιλότητα. Η μασέλα αντιστάθηκε στιγμιαία. Μα τα άσπρα ξέξασπρα
δόντια της Σάββιας, τα οποία είχαν υποστεί λεύκανση μόλις την προηγούμενη
βδομάδα, αίφνης πετούσαν κι αυτά κατά πάσα κατεύθυνση όπως τα κουφέτα! «Να
ζήσετε, να ζήσετε» φώναζε ο κόσμος. Ένα παρανυφάκι προσπάθησε να φάει ένα τραπεζίτη.
Έφτυσε το σφράγισμα και το έκανε μια χαψιά. Η μαμά του του είπε «μην τρως απ’
το πάτωμα, θα έχει φαΐ εκεί που θα πάμε».
Μα δεν θα πήγαιναν μακριά.
Το drone
είχε
κονιορτοποιήσει το κεφάλι της νύφης. Αίματα, σάρκα, μαλλιά, extensions, όλα μία κολλώδης μάζα εκσφενδονιζόταν
στο πλήθος το οποίο σφάδαζε όπως τους Κορεάτες στην ταινία «Τα Παράσιτα». Δεν
μπορούσες να πεις με σιγουριά αν ο κόσμος το απολάμβανε ή αν φώναζαν τρομαγμένοι.
Το σώμα της νύφης τώρα
κειτόταν νεκρό παρόλο που πρόλαβε να κάνει μερικά βήματα εμπρός προτού τεζάρει,
όπως κάνει η όρνιθα η οποία συνεχίζει την πορεία της και αφού της κόψουν το
κεφάλι. Ο γαμπρός είχε μπει στο ναό να γλιτώσει και κρύφτηκε πίσω από μια σειρά
σκάμνων. Πολλοί καλεσμένοι είχαν στραφεί τρέχοντας στα αυτοκίνητά τους να
γλιτώσουν. Ένας κύριος επάνω στον πανικό του έριξε κάτω το τραπέζι με τα
λουκούμια και μια μακρινή θεία μάζεψε καμιά δεκαριά πριν καταφύγει κι αυτή στο
αυτοκίνητό της.
Ο Ομάρ εν τέλει και με χίλια
ζόρια κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο του drone και
κατόπιν αυστηρών οδηγιών το οδήγησε στον σωστό προορισμό.
Ο παπάς της εκκλησίας εξερχόμενος
του ιερού άρχισε να φωνάζει ότι δεν πρόκειται να αναλάβει ο ίδιος να καθαρίσει τις
πιτσιλιές από τα αίματα και την ευρύτερη ακαταστασία. Ρώτησε να μάθει ποιος είναι
ο κουμπάρος και του ζήτησε να πληρώσει εκείνος τα έξοδα καθαρισμού χωρίς δεύτερη
κουβέντα. Ο κουμπάρος δυσανασχέτησε.
Κάπου σε ένα υπόγειο
κρησφύγετο της Χαμάς οι φωτογραφίες από τον γάμο της Σάββιας Σαββίδου
εμφανίζονταν η μία μετά την άλλη στον σέρβερ της οργάνωσης. Οι μαχητές
μαζεύτηκαν όλοι μαζί να της δουν. Είχαν ενθουσιαστεί από τα φουστάνια και τις διακοσμήσεις.
Ένας είπε «αλ χασίμ, ασιαλά,
χανούμ» και όλοι συμφώνησαν.
Ο Ομάρ έπρεπε να πληρώσει τα
σπασμένα.
Δόθησαν οδηγίες όπως επικοινωνήσει
μέλος της οργάνωσης με τον ιερέα του ιερού ναού Αγίων Πάντων από Δευτέρα και να
διευθετηθεί το ζήτημα.
Εντάξει, λατρεύω το black humor σου! Σοβαρά, πιστεύω ότι αν έγραφες μια ολόκληρη συλλογή με διηγήματα αυτού του στυλ θα γινόταν best seller!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ! :)
ΑπάντησηΔιαγραφή