Το περασμένο καλοκαίρι εγώ και μία παλιά συμμαθήτρια από το κλασσικό τμήμα του Λυκείου μας, αναλάβαμε να διοργανώσουμε το πρώτο ριγιούνιον πάρτι της κλάσης μας. Πέρασαν 25 χρόνια από την αποφοίτησή μας, αλλά ποτέ κανείς δεν συγκινήθηκε να αναλάβει την πρωτοβουλία να διοργανώσει κάτι. Μεσολάβησε και ο κορωνοϊός, μεγαλώσαμε κιόλας, όλο και ξεθώριαζε το ενδεχόμενο να ξανασυναντηθούμε. Το περασμένο καλοκαίρι, όμως, όταν τέθηκε σε ένα ομαδικό γκρουπ στο βάιμπερ η ιδέα ότι θα ήταν κρίμα να πεθάνουμε χωρίς τουλάχιστον ένα ριγιούνιον, εγώ προσωπικά βρισκόμουν σε μία πολύ καταθλιπτική κατάσταση. Και προκειμένου να έχω κάτι δημιουργικό να ασχοληθώ και να γεμίζω τον χρόνο μου, ο οποίος τότε ήταν και ακόμη είναι, πνιγμένος σε πάνες και μπιμπερό της κόρης μου, δέχτηκα να το αναλάβω μαζί με τη Χριστιάνα.
Το Ριγιούνιον θέλαμε να έχει μέγεθος γάμου. Τόσο γκράντε το οραματιστήκαμε. Εντοπίσαμε από νωρίς τις λίστες όλων των τμημάτων με τους απόφοιτους του 1998 και ξεκινήσαμε κυνήγι εντοπισμού τους στα σόσιαλ. Δημιουργήσαμε γκρουπ σχετικό στο φβ, ενώ εγώ ξέθαψα και όλο μου το αρχείο με τα βίντεο από τις σχολικές εκδρομές και εκδηλώσεις και κάθε μήνα τους ανέβαζα σποτάκια εν είδει teaser για να αρχίσουν να μπαίνουν στο mood. Κλείσαμε τον χώρο, κλείσαμε τον DJ, βρήκαμε φωτογράφο, βρήκαμε τι αναμνηστικά θα τους δίναμε ως δώρα μέχρι που είχαμε και τη φαεινή ιδέα να φέρουμε έναν τραγουδιστή εξ Ελλάδος, ως τιμή και δόξα στη δεκαετία του ’90 πυ μας ενηλικίωσε. Ήρθα σε επαφή μαζί του μέσω ίνσταγκραμ και ήταν θετικότατος να έρθει. Έπρεπε όμως να ξέρω πόσος κόσμος θα ερχόταν στο πάρτι ώστε να δούμε αν μπορεί να καλυφθεί το ποσό που ζήτησε από τον προϋπολογισμό.
Κι εδώ ήταν το δύσκολο κομμάτι. Εκ των ανωτέρω τίποτα δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο το να πείσουμε τον κόσμο να έρθει στο πάρτι. Πέραν καμιάς 30αριάς ατόμων που είχαν εκδηλώσει ενθουσιασμό εξαρχής με την ιδέα, οι υπόλοιποι είχαν επιφυλάξεις. Διαφόρων ειδών επιφυλάξεις. Προσπάθησα να ψυχανεμιστώ λίγο τι ακριβώς τους έφταιγε μπας και καταφέρω και κάμψω τον αρνητισμό τους. Σε ελάχιστες περιπτώσεις το κατάφερα. Έφαγα στη μούρη πολύ «εγώ αυτούς που θέλω να τους δω, τους βλέπω». Μωρέ όλοι μας αυτούς που θέλουμε να δούμε τους βλέπουμε. Τι πειράζει όμως μια φορά στα 25 χρόνια να ξανασυναντηθούμε όλοι μας; Σίγουρα δεν συμπαθούμε όλοι, αλλήλους, αλλά το να πας σε ένα πάρτι απ’ τα παλιά μια φορά στη ζωή σου δεν καταλαβαίνω τι κακό μπορεί να κρύβει.
Το συζήτησα με μία άλλη φίλη και μου είπε κυνικά: «Αυτοί που δεν θέλουν να έρθουν είναι αυτοί που πλέον δεν βλέπονται, και αυτοί που δεν έχουν να επιδείξουν κάτι». Το σκέφτηκα και εν τέλει θα συμφωνήσω. Φυσικά, σιγά τα ωά που έχουμε οι υπόλοιποι να επιδείξουμε. Δεν ανακαλύψαμε και το φάρμακο κατά του καρκίνου. Μία πάλη με τη μιζέρια ζούμε κι εμείς. Όμως θα συμφωνήσω ότι όλοι όσοι ήταν πολέμιοι της πρωτοβουλίας το πραγματικό τους πρόβλημα είναι ότι επί της ουσίας ελάχιστοι θα τους θυμούνταν και ακόμα λιγότεροι θα τους έψαχναν.
Εν πάση περιπτώσει, δεν πέσαμε ψυχολογικά από τον αρνητισμό που εισπράξαμε. Το Ριγιούνιον πραγματοποιήθηκε προχθές. Μπορεί να μην έγινε όπως το είχα οραματιστεί, σε οσκαρικές διαστάσεις δηλαδή, αλλά έγινε. Μόνο το 1/3 των αποφοίτων μας παρέστη, αλλά τουλάχιστον ήρθαν όσοι το έλεγε η ψυχούλα τους κι αυτό είναι που μετρά. Οι ευχαριστίες και η αγάπη που εισπράξαμε ήταν το κάτι άλλο. Πολλοί μάλιστα μας αντιμετώπισαν σαν να επρόκειτο για ένα πάρτι ατομικό και όχι όλου του σχολείου, και αυτό δείχνει ότι αναγνώρισαν την προσπάθεια και τον ζήλο μας που κατέστησε τη διοργάνωση σχεδόν προσωπική υπόθεση.
Το Ριγιούνιον ήταν ψυχοθεραπευτική και άκρως ωφέλιμη διαδικασία. Το γεγονός ότι προκειμένου να ετοιμάσω τα βιντεάκια έπρεπε να καθίσω και να τα ξαναδώ όλα εξαρχής εμένα μου έκανε φοβερό καλό. Εκεί ήταν όλο το ζουμί. Το να αντικρύζεις τον 16χρονο εαυτό σου ξανά και να τον καταλαβαίνεις. Να αναγνωρίζεις ως ενήλικας τα λάθη του μικρού εαυτού σου κατάμματα και να γελάς με την αφέλεια του. Να αναγνωρίζεις τις εμμονές του, τις ανασφάλειες του, γιατί έλεγε αυτά που έλεγε στη κάμερα τη δεδομένη στιγμή και πώς το μέλλον τον διέψευσε και τον γείωσε. Το Ριγιούνιον για μένα δεν ήταν το πάρτι αυτό καθεαυτό. Το Ριγιούνιον ήταν η διαδικασία καταβύθισης στο 1996-98. Μπορεί να ακούγεται εύκολο, αλλά δεν είναι. Η ντροπή που νιώθω όποτε με βλέπω και με ακούω στα βίντεο των σχολικών μου χρόνων δεν περιγράφεται. Και θέλει πολλή δύναμη για να συγχωρέσεις τον εαυτό σου, να τον αντιμετωπίσεις πλέον πατρικά και να τον αποδεχτείς.
Από το Ριγιούνιον επίσης κέρδισα ακόμα 2-3 πράγματα. Κέρδισα μια νέα φίλη, τη Χριστιάνα, τη συνδιοργανώτρια την οποία ως μαθητής δεν την είχα «καταλάβει» όσο έπρεπε. Δεν ήμασταν στα ίδια τμήματα, γνωριζόμασταν αλλά δεν κάναμε παρέα, και σήμερα απορώ γιατί όχι, αφού η συνεργασία μας ήταν άριστη, συνεννοούμασταν με το βλέμμα και ήμασταν πλήρως ευθυγραμμισμένοι στα θέλω. Επίσης, τη νύχτα του πάρτυ, προχθές δηλαδή, ξαναμπήκε στη ζωή μου μια φίλη με την οποία χάθηκα στην πορεία. Έγιναν κάποια λάθη κάποτε, αλλά υπήρχε η διάθεση να μείνουν όλα πίσω. Πολύ συγκινητικό.
Το Ριγιούνιον ήταν προγραμματισμένο να τελειώσει στις 2:00 το πρωί. Όμως μία μεγάλη μερίδα κόσμου ένιωθε ότι δεν ήθελε να φύγει. Οπότε εγκαταλείψαμε τον χώρο που έπρεπε αναγκαστικά να κλείσει, και πήγαμε σε ένα άλλο κλαμπ μέχρι τις 4:00 το πρωί! Κάτι τέτοιο είχα να ζήσω πάνω από 15 χρόνια. Εννοείται ότι την επόμενη μέρα ξύπνησα με τρεις ώρες ύπνο, σαν το ζόμπι!
Ωραία ήταν.
αυτό με το να συγχωρείς τον παλιό σου εαυτό πολύ μεγάλη κουβέντα. ακόμα και τα πιο ασήμαντα στιγμιότυπα να δω κάποτε (ανάθεμα τα memories σε facebook, google photos) κριντζάρω τόσο πολύ σε σημείο που με απεχθάνουμαι
ΑπάντησηΔιαγραφή