Μία μητέρα από το νηπιαγωγείο του γιου μας, είπε τις προάλλες στη Μπρέντα: «ο άντρας σου, γελά σου. Δεν έρχεται ποτέ σε παιδικά γενέθλια. Όλο εσύ έρχεσαι με τον γιο σου!»
Η Μπρέντα μου το σχολίασε το βράδυ, ευτυχώς όχι υπό τύπον παραπόνου. «Οι υπόλοιποι πάνε στα γενέθλια οικογενειακώς», μου είπε.
«Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου!»
Πιστεύω ότι μας έχει απομείνει εξαιρετικά λίγος χρόνος στον πλανήτη Γη για να τον τρώμε καλεσμένοι σε παιδικά γενέθλια, ειδικά αγνώστων, απλά και μόνο επειδή έτυχε να πηγαίνουν στο ίδιο νηπιαγωγείο με τον γιο μας. Ο ελεύθερος μου χρόνος είναι εξαιρετικά λίγος, αν υπολογίσεις τις καθημερινές ευθύνες με το μεγάλωμα των παιδιών. Δεν μπορώ να αναλώνω και τα σαββατοκύριακά μου καλεσμένος σε πάρτι γενεθλίων. Το παιδί εννοείται θα πάει να κοινωνικοποιηθεί. Και εφόσον τη Μπρέντα δεν την πειράζει να πάει μόνη της, αφού βρίσκει και τα λέει με άλλες μαμάδες, εγώ γιατί να ταλαιπωρηθώ άδικα;
Αν πρόκειται για παιδί δικών μας φίλων, ευχαρίστως να πάω, θα έχω και ένα μάτσο γνωστούς εκεί να πω τα νέα μου και να συζητήσω. Αλλά με γονείς που δεν γνωριζόμαστε, τί να πούμε; Κατ’ αρχάς βαριέμαι φρικτά να λέω τα τετριμένα, ήτοι τι αρρώστιες πέρασε ο γιος μου, αν πάσχει από ελλειματική προσοχή, κι αν πάει σε 150 ιδιαίτερα. Προτιμώ να πεθάνω παρά να ανοίξω τέτοια συζήτηση. Ούτε με ενδιαφέρει να συζητώ αν είναι καλή η δασκάλα που του κάνει μάθημα, κι αν θα τον αλλάξουν τάξη του χρόνου, κι αν θα του κακοφανεί.
Εκτός αυτού, είναι και το άλλο. Οι μπαμπάδες συζητούν κυρίως για αθλητικά για τα οποία δεν έχω καμία άποψη, γνώμη ή ενδιαφέρον, και αν πω να μιλήσω με καμία μαμά που τυχόν να είναι μόνη της, με κοιτούν όλοι περίεργα, για ευνόητους λόγους. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορώ να διανοηθώ να ανοίγω συζήτηση και να κάνω το λεγόμενο small talk με άγνωστο κόσμο χωρίς να παρουσιάσω τάσεις αυτοκτονίας.
Το περασμένο Σάββατο έπρεπε να πάω εγώ με τον Αλέξη σε πάρτι γενεθλίων. Εννοείται πως θα πάω αν προκύψει κάποιο απρόοπτο, όπως τότε που έπρεπε να πάει τη Μπουμπού εκτάκτως στον γιατρό γιατί είχε βρογχικά, και έπρεπε να πάει κάποιος άλλος με τον Αλέξη στα γενέθλια. Κουβάλησα μαζί μου κι ένα βιβλίο για να περάσω την ώρα μου. Η Μπρέντα μου είπε ότι είναι αγένεια να εμφανιστώ με το βιβλίο υπό μάλης. «Είναι σαν να τους σνομπάρεις».
Γιατί να τους σνομπάρω; Αν θέλουν να συζητήσουμε κάτι ενδιαφέρον, να κοπιάσουν στο τραπέζι μου! Από εκεί και πέρα δεν με ενδιαφέρει ούτε να μάθω πού πήγανε και φάγανε, ούτε πού κάνει το πιο ωραίο στέηκ!
Με το βιβλίο μου δεν ενοχλώ κανέναν. Σε μια γωνιά σκόπευα να κάτσω, πίσω από έναν τοίχο που να μην με βλέπει κανένας και να διαβάσω με την ησυχία μου για κάνα δίωρο. Είμαι σίγουρος πως αν έκανα το ίδιο με το κινητό μου και έπαιζα με αυτό, ουδείς θα θιγόταν ή θα το εκλάμβανε ως σνομπισμό. Όταν κρατάς βιβλίο όμως όλοι θεωρούν ότι πουλάς πνεύμα. Καμία σχέση. Κατ’ ακρίβεια εγώ ήθελα να πάω με το λάπτοπ και να συνεχίσω να γράφω το μυθιστόρημα μου, το οποίο έχω παραμελήσει. Αλλά εκεί θα φαινόταν ότι πασχίζω να δουλέψω σαββατιάτικα και θα έδινα ακόμα πιο άσχημη εντύπωση.
Εν πάση περιπτώσει, το πρόβλημα δεν είναι τι κάνω εγώ όταν συνοδεύω τον γιο μου σε γενέθλια. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι γίνονται γενέθλια και μας προσκαλούν αβέρτα. Εγώ θυμάμαι ότι η πρώτη φορά που πήγα σε γενέθλια συμμαθητή μου ήταν στο Δημοτικό και μάλιστα σε προχωρημένη τάξη. Τη σήμερον τα παιδάκια κάνουν γενέθλια υπερπαραγωγές και προσκαλούν όλη την τάξη από τριών ετών! Αν είναι δυνατόν! Και αυτό συνεπάγεται και την παρουσία του γονέα.
Αχ, και να ζούσαμε στη δεκαετία του ’80 όπου παρατούσες το παιδί σου όπου έβρισκες και ούτε γινόσουν στόχος κακεντρεχών σχολίων από άλλους γονείς, ούτε το παιδί κινδύνευε από κάτι.
Στη δεκαετία του ’80 συνέβαιναν αδιανόητα πράγματα. Σήμερα θα θεωρούνταν εγκλήματα. Απλά να σας πω ότι κάθε Σάββατο εγώ και τα ξαδέλφια μου μαζεύομασταν στο σπίτι της γιαγιάς μου γιατί οι γονείς μου ήθελαν την ησυχία τους. Η γιαγιά μου το απόγευμα έφευγε να πάει να παίξει χαρτιά και παρατούσε 4 εγγόνια μόνα τους σε ένα μεγάλο σπίτι στο κέντρο της πόλης να παίζουν, χωρίς να έχουμε ιδέα σε ποιο σπίτι πήγαινε η γιαγιά να παίξει το κουμκάν της. Το μόνο που ξέραμε ήταν ότι πήγαινε "στην κυρία Μαρούλα". Ως εκεί. Ανοίγαμε τις πόρτες και ξεχυνόμασταν στη λεωφόρο Μακαρίου (η αλήθεια τότε ήταν άδεια από αυτοκίνητα, όπως ακριβώς είναι σήμερα δηλαδή, ερηπωμένη και σχεδόν στοιχειωμένη), παίζοντας καταμεσής της στράτας ό, τι φανταστείτε. Το καλύτερο όμως ήταν ότι η γιαγιά μου είχε κι ένα τσίγκινο γκαράζ στην αυλή της, στη στέγη του οποίου σκαρφαλώναμε και στήναμε έπιπλα φτιάχνοντας, κάστρα, καταφύγια, σπιτάκια, αδιαφορώντας αν ήταν ζήτημα χρόνου η τσίγκινη στέγη να υποχωρήσει και να πέσουμε και οι τέσσερεις από τρία μέτρα ύψος. Περνούσε κόσμος πεζός, μας έβλεπε εκεί πάνω σκαρφαλωμένους, ούτε ένας δεν έδινε σημασία. Αυτά ήταν χρόνια!
Μη θυμηθώ το άλλο, που έγραψα και τις προάλλες στο τουίτερ. Όταν ήμουν στην Τρίτη Δημοτικού πήγα επίσκεψη σε σπίτι συμμαθητή μόνος μου, ενόσω έλειπαν οι γονείς του (και αυτό ήταν οκ, δεν υπήρχε κάτι το μεμπτό να σε καλέσει στο σπίτι του φίλος σου εν έτει 1988 και να λείπουν οι γονείς του). Tο μεμπτό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ο πύθωνας που είχανε ως κατοικίδιο ήταν εκτός της γυάλας του, κάτω από τον καναπέ του σαλονιού, και χώνευε ένα κουνέλι που μόλις τον είχαν ταΐσει. Κι αυτό όλο το σκηνικό ήταν οκ. Φυσικά, εγώ χέστηκα πάνω μου όταν έμαθα ότι ο πύθωνας αλώνιζε μέσα στο σπίτι, αλλά ο φίλος μου με διαβεβαίωσε ότι το ερπετό είχε βαρυστομαχιάσει και ότι θα παρέμενε μαστουρωμένο κάτω από τον καναπέ ώσπου να χωνέψει, οπότε δεν είχα λόγο να αγχώνομαι. «Εξάλλου δεν είναι δηλητηριώδες, ούτε σκοτίζεται από επισκέπτες!» Παρόλα αυτά, εγώ πήρα από το σταθερό τηλέφωνο τη μάνα μου και ήρθε να με μαζέψει, γιατί έπαθα σοκ από το ότι βρισκόμουν μόνος σε ένα σπίτι με έναν πύθωνα ελεύθερο. Όχι, πείτε μου τη σήμερον ημέρα αν συνέβαινε κάτι παρόμοιο, σε πόσα σάιτ θα ήμουν πρωτοσέλιδο!
Τέλος πάντων, το θέμα μας είναι τα παιδικά γενέθλια και όχι τα υπέροχα ‘80ς. Ναι! Αν ζούσαμε σε καιρούς πιο ανθρώπινους δεν θα υπήρχε πρόβλημα να αφήσω τον γιο μου στα γενέθλια και να φύγω. Αλλά εν έτει 2022 πρέπει να είμαι συνέχεια εκεί, να τον ελέγχω, ασχέτως αν στους πλείστους παιδότοπους υπάρχουν υπεύθυνοι υπάλληλοι που μαντρώνουν τα παιδιά και δεν τα αφήνουν να ξεμυτίσουν, συν το ότι τα παρακολουθούμε κι από οθόνες που είναι συνδεδεμένες με κάμερες και μεταδίδουν ανά πάσα στιγμή το τι συμβαίνει σε όλο τον πιαδότοπο. Παρόλα αυτά, και πάλι, είμαστε με τη ψυχή στο στόμα μην τυχόν και πάθουν κάτι.
Ε, δεν είναι κόσμος αυτός!
Καλημέρα Anti-Christos! Με βάσην το πως ήταν η κατάσταση για την γενεάν X, είτε ήταν οι γονιοί μας τέλεια αναίσθητοι είτε είμαστεν εμείς σήμερα υπερπροστατευτικοί. Τζιαι μάλλον ισχύει παραπάνω το δεύτερον παρά το πρώτον.
ΑπάντησηΔιαγραφή