Έχω πολλά και διάφορα να πω, αλλά κάθε μέρα λέω «δεν βαριέσαι». Κάποιες φορές απορώ κι εγώ γιατί συντηρώ ακόμα αυτό το μπλογκ και ποια ανάγκη με εξωθεί να έρχομαι εδώ να τα λέω. Να σου πω ποια ανάγκη. Η αφραγκιά. Παρά να τα λέω στη ψυχολόγο που χρεώνει ογδόντα ευρώ το σαρανταπεντάλεπτο ας τα γράφω εδώ δωρεάν. Φυσικά, θεραπεία εδώ δεν γίνεται, αλλά είδαμε και την επαγγελματική τι αποτελέσματα έφερε. Αστειεύομαι.
Από χθες έγινε και πάλι της μόδας η συζήτηση για τη μαντίλα. Έχω γράψει δυο τρεις φορές για το θέμα. Δεν θα τα ξαναπώ. Να πω απλά, σε περίπτωση που δεν εμπεδώθηκε, ότι γυναίκα που καλύπτεται με μπούρκα, μαντίλα, χιτζάμπ, χτιτζάμπ και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, εγώ τη σιχαίνομαι. Μου αποπνέει βρωμιά. Επίσης, να πω ότι ακόμα μεγαλύτερη σιχαμάρα μου προκαλούν οι Έλληνες Κύπριοι που σπεύδουν να υπερασπιστούν την ελευθερία της κάθε μίας να φορά ό, τι θέλει αγνοώντας τεχνηέντως το γεγονός ότι η μαντίλα επιβάλλεται κατόπιν θρησκευτικής πλύσης εγκεφάλου. Όχι, αγάπες. Είμαι κάθετος! Γυναίκα που δέχεται να καλύπτεται σ’ αυτό το χάλι είναι ηλίθια και δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη. Ούτε για εσάς πρόκειται να αλλάξω γνώμη, που από τα βραστά του σαλονιού σας σπέυδετε να τις υποστηρίξετε χάριν δήθεν ακτιβισμού. Εντυπωσιάζομαι που άλλη δουλειά δεν έχετε στην καθημερινότητά σας, από το να υπερασπιστείτε τον οποιονδήποτε, ο οποίος μάλιστα, δεν σας πληρώνει για να το κάνετε. Εγώ πέραν των παιδιών μου και της γυναίκας μου, ουδένα επιθυμώ να υπερασπιστώ. Ας κουρεύονται άπαντες! Δεν μπορώ να ξημεροβραδιάζομαι με το τι συμβαίνει στο Ιράν. Εδώ δεν με ενδιαφέρει τι συμβαίνει στην Κύπρο, στη Λευκωσία, στη γειτονιά μου. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του και τις μάχες που δίνει.
Έφυγε το κωλοκαλόκαιρο και άρχισα να ανεβαίνω ψυχολογικά. Μόνο και μόνο που μπήκαμε στην εποχή που κλείνουμε το παράθυρο το βράδυ γιατί ξυπνούμε από τη ψυχρούλα, δηλώνω ευτυχής! Άρχισα ξανά να γράφω, άρχισα να πηγαίνω στις πρόβες της θεατρικής μου ομάδας, ξεκίνησα να πηγαίνω κολύμβηση με τον γιο μου, και γενικότερα αναθάρρεψα από τη μαυρίλα που με έπνιξε τον Αύγουστο.
Να σας πω κάτι συγκινητικό; Δεν ξέρω αν πρέπει, γιατί όποτε μοιραστώ κάτι ευτυχές στο τέλος το γρουσουζεύω. Αλλά η αγάπη που δέχομαι από τον γιο μου είναι από άλλο σύμπαν. Έχω γράψει πολλές φορές ότι αυτό το μωρό δεν είναι μωρό, είναι μία υπερδύναμη αγάπης συγκαλυμμένη σε παιδί. Θεόσταλτος και απερίγραπτος. Ακούστε τι κάνει τώρα. Κάθε φορά που πηγαίνουμε μαζί κολύμβηση, αυτός μπαίνει στην παιδική τάξη κι εγώ κολυμπώ μόνος μου σε διπλανό διάδρομο. Ο γιος μου με παρακολουθεί όσο κολυμπώ και όποτε περνώ από δίπλα του κρίνει σκόπιμο να βυθιστεί και είτε να με χαιρετίσει, είτε να μου σχηματίσει με τα δάχτυλα των χεριών του μια καρδούλα. Το κάνει κάθε φορά που περνώ από δίπλα του, σε βαθμό που διακόπτει τη δική του άσκηση για να το κάνει. Του εξήγησα ότι ναι μεν το βρίσκω γλυκήτατο, αλλά καλό θα ήταν να συγκεντρωθεί στο δικό του μάθημα. Τον πήρε ο καθηγητής χαμπάρι τις προάλλες και του έκανε παρατήρηση. Τον μετακίνησε στην άλλη μεριά της πισίνας ώστε να μην έχουμε οπτική επαφή και να αποσυντονίζεται. Με το πέρας του μαθήματος βγήκε από την πισίνα, πέταξε γυαλάκια, σκουφί και πετσέτα και μου δήλωσε έξω φρενών: «τελευταία φορά που ερχόμαστε εδώ για μάθημα!» Έξαλλος έγινε που ο καθηγητής τον μετακίνησε και με... έχασε.
Η ευγνωμοσύνη που νιώθω στο σύμπαν γι’ αυτή την υπερβολική αγάπη δεν περιγράφεται. Δεν έχω αγαπηθεί ποτέ μου προηγουμένως τόσο φανατικά και τόσο εμμονικά από κάποιον ή κάποια. Και οι γονείς μου με αγάπησαν με τον τρόπο τους, και η γιαγιά μου φυσικά με είχε στα όπα-όπα, αλλά αυτό το πράμα... σχεδόν δεν το αξίζω. Είναι συγκινητικό και συνάμα μελαγχολικό, διότι δεν μπορώ να διανοηθώ ότι μια μέρα, μεγαλώνοντας, μπορεί να του τελειώσει. Ό, τι δίνεις παίρνεις σ’ αυτή τη ζωή, θα μου πείτε. Δεν πάει έτσι. Έδωσα σε πολλούς ανθρώπους και δεν πήρα τίποτα. Το ότι ο γιος μου μου τα επιστρέφει όλα πίσω με τόκο, είναι από τα άγραφα. Εν τω μεταξύ, για να μην παρεξηγηθώ, και την κόρη μου τη λατρευώ και με εκείνη έχω επιτύχει συνασθηματική σύνδεση. Αλλά εκείνην πάω να τη φιλίσω και ξινίζει, γυρίζει απ’ την άλλη σπρώχνοντάς με, τις προάλλες μου τις έβρεξε κιόλας γιατί τη φίλισα ενώ ήταν μισοκοιμισμένη και την τρόμαξα. Ο γιος μου, από την άλλη, αν τύχει και βγω έξω το βράδυ μου λέει «όταν γυρίσεις να έρθεις να μου κάνεις αγκαλιά. Αλλά να είναι σφιχτή, να την καταλάβω, να ξέρω ότι γύρισες!»
Ήθελα να γράψω και για τον Αντετοκούμπο και το κάτα πόσον είναι... Έλληνας, ένα θέμα που το ρήμαξε το τουίτερ πρόσφατα. Η ταυτότητα αγαπητοί, είναι μία τρομερά σύνθετη ιδέα. Είναι ένα κράμα παραγόντων και συγκυριών τα οποία σε καθορίζουν και δεν μπορεί να συζητηθεί στη βάση του τι γράφει η ταυτότητα, η οποία είναι ένα χαρτί το οποίο δύναται να αλλάξει, ή στη βάση του πού γεννήθηκες, ή στη βάση του πώς αισθάνεσαι. Είναι όλα αυτά μαζί. Μπορεί και όχι. Μπορεί εγώ να γεννήθηκα κατά λάθος στο Λονδίνο και να πήρα αγγλικό διαβατήριο αλλά να σιχαίνομαι την Αγγλία όσο τίποτα και να τη χλεύαζω όπου σταθώ κι όπου βρεθώ. Δεν με καθιστά Εγγλέζο το διαβατήριο αυτό καθεαυτό. Ούτε το αν μιλώ την αγγλική φαρσί. Ούτε το αν ζω και εργάζομαι εκεί. Κατά τη δική μου γνώμη αποκτάς την εκάστοτε ταυτότητα σου, αν αυτήν την έχεις υιοθετήσει συνειδητά και την υπερασπίζεσαι μέχρις εσχάτων. Αν ακούς τον εθνικό ύμνο της χώρας σου και δακρύζεις, αν σε ενδιαφέρουν οι τέχνες και τα γράμματα που αναπτύχθηκαν εκεί και τα παρακολουθείς. Αν τη νοσταλγείς. Αν είσαι έτοιμος να πολεμήσεις γι αυτήν σε περίπτωση που μια άλλη χώρα εισβάλει. Η ταυτότητα, η εθνότητα, το «είναι» του αλλουνού δεν μπορεί να καθοριστεί μονόπλευρα. Ο Αντετοκούμπο είναι Νιγηριανός και το ξέρουμε όλοι, δεν το απαρνείται ούτε ο ίδιος. Δεν ξέρω σε όλα τα υπόλοιπα που ανέφερα πώς ακριβώς τοποθετείται και σε ποιο βαθμό τα ενστερνίζεται. Παρακολουθώντας όμως την πορεία του και τον βίο του καταλήγω ότι σε ένα μεγάλο και καθοριστικό ποσοστό είναι Έλληνας. Μπορεί να μην είναι απόγονος του Κολοκοτρώνη, όπως πολλοί από εμάς δεν είμαστε άλλωστε, αλλά το γεγονός ότι πήρε ελληνικό όνομα και απαρνήθηκε ένα νιγηριανό, το γεγονός ότι προσφέρει στη χώρα που τον μεγάλωσε φορώντας την φανέλα της εθνικής της, τραγουδώντας τον εθνικό της ύμνο, παραχωρώντας μέρος των εσόδων του για τους πληγέντες από τις πυρκαγιές, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ενώ θα μπορούσε να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του και να επικεντρωθεί στη ζωή του στην Αμερική αυτός επιμένει και επιστρέφει, τον καθιστά στα μάτια μου, Έλληνα.
Πάνω απ’ όλα όμως, δεν με ενδιαφέρει αν όλα τα παραπάνω καταρρίπτονται με κάποιο τρόπο, γιατί σημασία έχει η προσφορά του. Τα ίδια που έγραψα παλιότερα και για την ομοφυλοφιλική κοινότητα. Κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι και πως, εφόσον είσαι χρήσιμος. Και ο Γιάννης Αντετοκούμπο είναι χρήσιμος πέραν πάσης προσδοκίας. Οπότε, δεν πα να είναι ό, τι θέλει. Ας δηλώσει και Κινέζος. Αφού δουλεύει για το κοινό, ελληνικό, καλό, ουδόλως μας ενδιαφέρει πού κατατάσσεται και τι επί της ουσίας είναι.
Αυτά τα ολίγα ήθελα να πω. Κανονικά θα τα ανέπτυσσα σε ξεχωριστά κείμενα, αλλά παρόλη την επαναφορά μου, δεν έφτασα ακόμα στο σημείο να θέλω να γράφω εδώ συχνότερα.
Γεια σας.