Χθες το βράδυ είχαμε γάμο.
Παντρέψαμε μία παλιά συμμαθήτρια από το Λύκειο, ή πιο ορθά, πάντρεψα μία
αδελφική πλέον φίλη με την οποία γνωριστήκαμε στο Λύκειο.
Ήμουν πολύ χαρούμενος, και πάντα
είμαι, όποτε πρέπει να πάω σε κάποιο γάμο ή κάποια κοινωνική συνεύρεση που
αφορά σε κόσμο από τα μαθητικά μου χρόνια. Η λαχτάρα μου να τους ξαναδώ όλους
μαζεμένους είναι τεράστια, γιατί πιστεύω ότι οι φίλοι των παιδικών μας χρόνων
είναι πιο άδολοι και οι σχέσεις πιο ειλικρινείς. Προφανώς οι σχέσεις εκείνες
μυθοποιούνται μες το μυαλό μας όσο περνούν τα χρόνια και ο παράγων νοσταλγία
παίζει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους, αλλά σε μεγάλο βαθμό εξακολουθώ να
πιστεύω ότι είναι κατ’ ουσίαν ακραιφνείς και σημεία αναφοράς στη ζωή μας.
Παρόλο, λοιπόν, που πάντα σπεύδω σ’
αυτές τις συγκεντρώσεις με τεράστιο ενθουσιασμό, πάντα καταλήγω αμήχανος και
ελαφρώς απογοητευμένος όταν διαπιστώνω ότι μόνο εγώ ενθυμούμαι τους πάντες και
μόνο εγώ νιώθω ότι όλα αυτά που μας ένωσαν εξακολουθούν να έχουν μνημειώδη θέση
στη ζωή μας. Οι υπόλοιποι προφανώς δεν αισθάνονται έτσι και απλώς
ξανασυστήνονται. Σαν να βλέπονται πρώτη φορά. Ακούω τερατώδη πράγματα γύρω μου.
«Είσαι ο τάδε, σωστα;» Ποιος τάδε κύριε μου; Ο «τάδε» ήταν διπλανός σου. Πήγατε
εκδρομές μαζί! Αντιγράφατε ο ένας από τον άλλον στα διαγωνίσματα. Φάγατε μαζί
αποβολή από το μάθημα. «Ποιος τάδε;»
Πέφτω πάντα από τα σύννεφα. Ναι, ο
κόσμος προχωρεί, γυρίζει σελίδα στη ζωή του. Μα το ένα δεν αναιρεί το άλλο.
Όλοι προχωρήσαμε, εγώ όμως δεν ξέχασα τίποτα. Κατ’ ακρίβεια, όχι μόνο δεν
ξέχασα, αλλά συγκριτικά με το σήμερα πιο φρέσκα τα έχω όλα στο μυαλό μου από
την τότε εποχή, παρά από τα τελευταία δέκα χρόνια. Όχι μόνο θυμάμαι όλους μου τους
συμμαθητές με το ονοματεπώνυμό τους, αλλά θυμάμαι και όλη τους την οικογένεια.
Θυμάμαι που ήταν το σπίτι τους, ποια ήταν τα αδέλφια τους, οι γονείς τους.
Θυμάμαι ξεκάθαρα όλα τα σημαντικά συμβάντα τα οποία διαδραματίστηκαν στις τάξεις
μας, όλα τα χαϊλάιτς από τα πάρτι, τους έρωτες, τις ίντριγκες και τα πάθη στη
Σάντα Μπάρμπαρα. Πώς όλοι αυτοί καταλήγουν να μην θυμούνται ο ένας τον άλλον
ύστερα από κάποια χρόνια, αδυνατώ να το εννοήσω.
Δεν έχω καταλήξει ακόμα αν αυτή η
αμνησία είναι ειλικρινής ή απότοκον υποκρισίας ή και φαντασμένης συμπεριφοράς. Κάποια
περιστατικά προφανώς και είναι θέατρα. Για παράδειγμα, μία πολύ καλή μου φίλη
με την οποία φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, ή καλύτερα, κρουασάν και χαβιάρι αν με
εννοείτε, μετά από πολλά χρόνια απόστασης και ψυχρών σχέσεων, με ρώτησε όταν με
πέτυχε τυχαία: «αν θυμάμαι καλά είχατε και ένα εξοχικό στον Πρωταρά, κάποτε;»
Τι πάει να πει «είχατε;» Δεν θυμάσαι αν είχαμε; Πρώτα απ’ όλα στο συγκεκριμένο
εξοχικό προσκλήθηκες πάνω από 10 φορές για διακοπές. Σε έχω στην κάμερα καταγραμμένη
να χορεύεις εκεί μέσα. Να κάνεις εμετό από το πολύ ποτό και να κάνεις ντόλτσε
βίτα. Τώρα ξαφνικά έρχεται από το παρελθόν ένα φάντασμα και αναρωτιέσαι «αν
είχαμε κάποτε ένα εξοχικό…;» Ναι το είχαμε, το έχουμε ακόμα, και άμα θέλεις να
σου στείλω και αποσπάσματα των ταινιών που σ’ έχω μέσα να τα θυμηθείς!
Όλες αυτές οι αμνησίες με
ταρακουνούν γιατί κατά κάποιον τρόπο με ακυρώνουν. Για μένα όλοι αυτοί οι
άνθρωποι υπήρξαν σημαντικοί και ό, τι είναι σημαντικό για μένα έχει σημαντική
θέση και στο σήμερα. Με φέρνει σε τρομερή αμηχανία και αντιμέτωπο με τη
ματαιότητα των πάντων όταν άνθρωποι που κάποτε μεθούσαν μαζί, ερωτοτροπούσαν ή
μοιράστηκαν τα αίσχη της νιότης ξαφνικά συναντιόνται ενώπιόν μου και καμώνονται
πως δεν θυμούνται ο ένας τον άλλον ή κάνουν ότι θυμούνται τα μισά απ’ όσα
έγιναν. Εγώ γιατί θυμάμαι τα πάντα; Γιατί διατηρώ ζωντανή αυτή τη φούσκα;
Κι εγώ προχώρησα, κι εγώ άλλαξα,
κι εγώ έφτιαξα τη ζωή μου και κατάφερα και δημιούργησα ένα ευτυχισμένο παρόν. Αλλά
ουδέποτε προσποιήθηκα, ούτε επέτρεψα στη μνήμη μου να διαγράψει ό, τι άξιζε.
Μου θέλετε και reunión! Γιατί
να σας το διοργανώσω; Για να σας ξανασυστήσω;