Η καραντίνα ήταν ένα καλό crashtestγια όλους μας. Τώρα που λήγει,
μπορώ να κάνω μία αποτίμηση κι ένα απολογισμό της κατάστασης.
Τα πήγαμε καλύτερα από ό, τι περίμενα.
Δεν είχαμε καβγάδες, και οι δυο-τρεις που είχαμε ήταν
μέσα στα πλαίσια. Δηλαδή για θέματα που καβγαδίζουμε ούτως ή άλλως. Δεν
προκλήθηκαν, δηλαδή, εξ αιτίας της απομόνωσης. Ο εκνευρισμός της κλεισούρας
εκτονωνόταν εύκολα χάρη στο σπίτι το οποίο μπορούσε να τον απορροφήσει εύκολα.
Κλεινόταν ο ένας πάνω, η άλλη κάτω και μισή ώρα αργότερα όλα είχαν περάσει.
Δόξα τω Θεώ.
Ο γιος μας ήταν τύπος και υπογραμμός. Ο καλύτερος απ’
όλους. Το πόσο χάρηκε που κλειστήκαμε σπίτι και μας είχε συνέχεια δικούς του,
δεν περιγράφεται. Δεν πεθύμησε ούτε στιγμή να επιστρέψει στο νηπιαγωγείο (από
μένα πήρε αυτή την μισανθρωπία, το χρυσό μου), και μας το δήλωσε ρητώς.
Δυστυχώς όμως, ήταν και είναι όλη μέρα πάνω σε ένα καναπέ και βλέπει τηλεόραση.
Kαθόλου δεν ασκείται, ενώ έμαθε
να χειρίζεται και το i-pad, από το οποίο δεν προβλέπω να ξεκολλά γρήγορα. Αλλά πόσο
να αντέξουμε κι εμείς; Δεκάξι ώρες μαζί του κάθε μέρα, δεν γεμίζουν με τίποτα.
Όση κηπουρική κι αν κάνουμε, όσο κι αν προσπαθούμε να τον ενθαρρύνουμε να
ασχοληθεί με πιο ωφέλιμα πράγματα... Τουλάχιστον, μέσα σ’ όλον αυτόν τον
εγκλεισμό, έμαθε και κοιμάται όλη νύχτα στο κρεβάτι του, δεν έρχεται πια στο
δικό μας. Ίσως επειδή αισθάνεται ασφάλεια που είμαστε όλοι μαζί
κλειδαμπαρωμένοι και δεν ξυπνά να επιβεβαιώσει πως είμαστε όλοι στο σπίτι.
Παλιότερα, αν ήξερε ότι ο ένας από εμάς θα έβγαινε έξω, ξυπνούσε και τον
έψαχνε.
Διάβασα έξι βιβλία όλη αυτή την περίοδο και χθές άρχισα
το έβδομο. Είδα δυο σειρές στο Νετφλιξ, άκουσα άπειρη μουσική, κοιμήθηκα
δωδεκάωρα ξανά. Φοιτητικές συνήθειες! Για όσους απορείτε, να πω ότι και ο γιος
μου δωδεκάωρα κοιμάται, και τον ύπνο από μένα τον πήρε, καλύτερα δεν γινότανε.
Πήγα αρκετές βόλτες με το ποδήλατο, αν και μπορούσα ακόμα
περισσότερες. Καθάρισα τον κήπο εκατό φορές, έκανα πολλές δουλειές οι οποίες
εκκρεμούσαν (αρχειοθέτηση, συγύρισμα, εκκαθαρίσεις), αλλά θα μπορούσα να κάνω
ακόμα περισσότερες. Ο χρόνος γενικώς δεν μου αρκεί. Και ένα έτος ελεύθερο να
είχα στη διάθεσή μου, και πάλι δεν θα προλάβαινα να βάλω σε τάξη τα πάντα. Ίσως
τελικά να μην πρέπει να βάλεις σε τάξη τα πάντα. Το σύμπαν τρέπεται προς το
χάος όχι προς την εντροπία. Πάντως έκανα πρόοδο. Απλώς μπορούσα πολύ καλύτερα.
Έφαγα πιο υγιεινά μες την καραντίνα. Μπορεί να έτρωγα και
μαλακίες το απόγευμα στον καναπέ, αλλά το junkμειώθηκε αρκετά
αφού μαγειρεύαμε σωστά στο σπίτι. Κόπηκαν τα είδη φούρνου που μου έπρηζαν το
στομάχι και τα οποία ανέκαθεν αποτελούσαν την εύκολη λύση όποτε βαριόμασταν να μαγειρέψουμε. Είδα αισθητή διαφορά στη μείωση του λίπους μου.
Το Πάσχα δεν μου έλειψε καθόλου. Το θεωρώ βαρετή και
μουντή εποχή, ενώ το ξεσάλωμα με τα κρέατα στο τέλος απλά χωριάτικο. Ευτυχώς το
προσπεράσαμε!
Δεν πεθύμησα κανέναν, δεν μου έλειψε κανένας, για όσους
ήθελα να μάθω νέα τους τηλεφώνησα και αντάλλαξα μηνύματα και όλα αυτά τα «δεν
μπορώ μακριά σας» τα οποία έβλεπα να γράφονται στα δίκτυα τα βρήκα υπερβολικά
και ανισόρροπα. Σκεφτείτε μόνο ότι η Άννα Φρανκ ήταν δυο χρόνια κλειδαμπαρωμένη
σε μια σοφίτα χωρίς νετφλιξ, ίντερνετ, κινητό ή ακίνητο τηλέφωνο, χωρίς φαγητό, είχε και άλλα έξι άτομα
πάνω στο κεφάλι της να την πρήζουν και στο τέλος την έφαγαν οι ναζί. Δικαιούστε να
παραπονιέστε; Όχι!
Δεν είμαι σίγουρος αν χαίρομαι που αίρονται τα μέτρα.
Σίγουρα δεν θέλω να καταστραφούμε οικονομικά. Γι’ αυτό μόνο συγκατατίθεμαι. Μία
σχετικά ελαφριά πανδημία τον χρόνο να μας έρχεται όμως, έτσι ώστε να μένουμε
στα βραστά μας και να περνούμε ποιοτικό χρόνο με τους δικούς μας και τον εαυτό μας,
θα την καλωσόριζα ευχαρίστως.
Δεν χρειάζεται να σας το πω ευθέως ότι απολαμβάνω τα μάλα
αυτό τον εκνευρισμό που εκπέμπουν οι αριστερούληδες καλλιτέχνες, τύπου
Κραουνάκης και Ακρίτα, ο οποίος εμφανώς πηγάζει από την ευρύτερη αποδοχή που
χαίρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο πολιτικός χειρισμός της πανδημίας. Σας είχα
ξαναγράψει εδώ παλιότερα πως θεωρώ αδόκιμο οι καλλιτέχνες να διατυμπανίζουν τις
πολιτικές τους πεποιθήσεις, ακόμα περισσότερο τις κομματικές τους καταβολές,
γιατί πρώτον, δεν τους αγαπήσαμε γι’ αυτές και δεύτερον, επειδή αυτές μπορεί να
επηρεάσουν το μέγεθος του φαν κλαμπ τους.
Βέβαια, τόσο ο Κραουνάκης, όσο και η Ακρίτα βρίσκονται σε
μία ηλικία που το τελευταίο πράγμα που τους κόφτει είναι το μέγεθος του φαν
κλαμπ τους, επομένως κατά μία έννοια, δικαιολογείται το ότι ξαμολήθηκαν. Και οι
δύο έχουν παραδώσει τα όπλα, έχουν κρεμάσει τα παπούτσια, προ πολλού. Ο μεν
Κραουνάκης βγάζει ένα σουξέ κάθε είκοσι χρόνια κι αυτό τυχαία (φέτος έπρεπε να
δώσει στην Κέλλυ Κελεκίδου ένα, κατά τα άλλα υπέροχο ζεϊμπέκικο, για να
ακουστεί), η δε Ακρίτα μας απασχολεί μόνο όταν βάζει στο στόχαστρο τον Σεφερλή.
Για τα βιβλία «μπεστ-σέλλερ» τίγκα στο κλισέ και το στερεότυπο τα οποία τελευταίως
συγγράφει, ούτε καν. Ίσως είναι η τιμωρία της που δεν περνά συνέντευξη για συνέντευξη
που να μην έχει την κόντρα με τον Σεφερλή ως το κυρίως θέμα της.
Διαβάσατε, έστω κατά λάθος, τα «τάπερ της Αλίκης;» της ιδίας;
Διαβάστε τα σας παρακαλώ. Διαβάστε τα να γελάσετε. Αν ήταν μανιφέστο της Αριστεράς
θα ήταν λιγότερο «κατευθυνόμενο» το στόρι. Τα «τάπερ» είναι ένα μυθιστόρημα στο
οποίο όλες οι γυναίκες είναι «θύματα» και έχουν κακοποιηθεί από τους άντρες τους,
υπάρχουν χοντρές και γκέι οι οποίοι δέχονται ανελέητο μπούλινγκ από τον
κύκλο τους, ενώ όλοι οι άντρες είναι τυχοδιώχτες, τομάρια και στείροι εκμεταλλευτές.
Πιο κλισέ πεθαίνεις. Πιο «να πιάσουμε το τάργκετ γκρουπ» δεν γινόταν. Υπάρχει βέβαια,
και μία τσατσά στο μυθιστόρημα, η οποία όμως δεν μας ενοχλεί που εκπορνεύει άλλες
γυναίκες, γιατί πρόκειται για γυναίκα (αν ήταν άντρας μάλλον θα ήταν αλλιώς) και
προ πάντων, τις είχε καθαρές, τις πλήρωνε, τις πρόσεχε. Το παν είναι να
χαίρεται ο εργαζόμενος τη δουλειά του και να πληρώνεται στην ώρα του!
Κάθονται
και τα διαβάζουν αυτά τα βιβλία δεκάδες ηλίθιες (οι ίδιες που καθηλώνονταν
κάποτε να δουν τη Βέρα στο Δεξί),
γράφουν από κάτω «πες τα Έλενα μου!» και η άλλη νομίζει ότι έγινε η Μητέρα
Τερέζα της Ελλάδος. Σόρρι ντήαρ, το διάβαζα και γελούσα με το πόσο στοχευμένο μυθιστόρημα ήταν. Γελούσα που θεωρούσε ότι τη δεκαετία του ’80 οι άνθρωποι ήταν άβουλοι και
κακομοίρηδες λόγω φύλου, σωματότυπου και σεξουαλικού προσανατολισμού. Μπορεί να είχε και τέτοιους, πολύ πιθανόν. Μα όλοι ήρθαν και χώρεσαν στο ίδιο βιβλίο; Όλοι ανεξαιρέτως; Να πω, εν
τω μεταξύ, ότι απολαμβάνω τη γλώσσα και τη γραφή της Ακρίτα. Την απολαμβάνω και
κρέμομαι από τα χείλη της όταν την ακούω να δίνει συνεντεύξεις, ασχέτως αν θεωρώ
ότι πλέον δεν γράφει, κι ότι απλώς παραληρεί.
Στο θέμα μας, όμως. Θα μηνύσει, λέει ο Κραουνάκης, την
Πρωτοψάλτη, επειδή βγήκε πάνω στο φορτηγό και τραγουδούσε αψηφώντας τα μέτρα,
σε πλήρη συγχορδία με τον Δήμαρχο και τον Πρωθυπουργό. Αυτό τον πείραξε! Ο Κραουνάκης τώρα, του οποίου η πολιτική σοβαρότητα εξαντλείται σε δηλώσεις τύπου: «Ο Τσίπρας είναι η Βουγιουκλάκη της Αριστεράς».
Αν είναι δυνατόν! Έτριξε λίγο ο τάφος της στο Α’ Νεκροταφείο. Κατ’ αρχάς, η
Βουγιουκλάκη έπαιζε τη χαζή. Δεν ήταν! Ο Τσίπρας το ακριβώς ανάποδο. Θα ζητήσει
και πνευματικά δικαιώματα, λέει, μαζί με τη Νικολακοπούλου επειδή τόλμησε να ερμηνεύσει «τα πιο ωραία λαϊκά» χωρίς την έγκρισή του. Χα! Επειδή όλες τις άλλες φορές που τραγούδησε τα λαϊκά είχε τη ρητή συγκατάθεσή του τυπωμένη σε πάπυρο! Άσε μας χρυσέ μου! Πέτα τους μωρή Πρωτοψάλτη
δυο ψώρο-πεντοχίλιαρα να φάνε. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Πρέπει να έπεσε τρελή πείνα μες την καραντίνα!
Τέτοια γίνονται και συμπαθώ ακόμα περισσότερο την
Πρωτοψάλτη. Εν τω μεταξύ, κι εγώ μία γελοιότητα και μισή βρήκα το γεγονός ότι
βγάλανε περιφορά την Πρωτοψάλτη με το φορτηγό. Αλλά οκ, δεν το έκανα θέμα.
Με τον γιο μου παρακολουθούμε δύο ταινίες την ημέρα. Το
εγκρίνετε, δεν το εγκρίνετε, ένα και το αυτό. Ελάτε περάστε εσείς μαζί του 16
ώρες κάθε μέρα μαθαίνοντάς του πώς σχηματίστηκε η Παγκαία και πώς θα
ανακαλύψουν το εμβόλιο του κορωνοϊού. Εγώ για να αντεπεξέλθω και να παραμείνω
όσο γίνεται σώος στα φρένα, πρέπει να τον βάλω και μπροστά στην τηλεόραση.
Τουλάχιστον αυτό το κάνω οργανωμένα, με πρόγραμμα και όριο. Μία ταινία το πρωί,
και μία το απόγευμα. Εξ αιτίας του κάνω κι εγώ επανάληψη σε όλες τις ταινίες
του Ντίσνεϊ που αγάπησα και τις οποίες ως ενήλικος δεν αντέχω να ξαναδώ. Κάτι
Χιονάτες, κάτι ελαφάκια Μπάμπι, κάτι ελεφαντάκια Ντάμπο, και κάτι ανυπόφορες
ταινίες των δεκαετιών του ’50 και ’60 ξαναβρήκαν όλες λόγο ύπαρξης.
Εν πάση περιπτώσει, σήμερα αλλού θέλω να καταλήξω. Εξ αιτίας
του γιου μου ξαναείδα μετά από πολύ καιρό το αριστούργημα που ακούει στο όνομα «101
Σκυλιά Δαλματίας». Μα, πόσο υπέροχο έργο και πόσο μπροστά για την εποχή της η
ταινία! Η Κρουέλα Ντε Βιλ είναι έτσι κι αλλιώς η αγαπημένη μου «κακιά».
Παρατηρώντας την, όμως, εκ νέου, αναγνωρίζω όλο και περισσότερο την υπεροχή του
χαρακτήρα της έναντι άλλων πιο σύγχρονων κακών στις ταινίες της Ντίσνεϊ.
Η Κρουέλα ήταν αυθεντική. Κατ’ αρχάς βρίζει. Και βρίζει
σαν λιμενεργάτης. Όπως βρίζουν οι φυσιολογικοί άνθρωποι. Σήμερα που παρατηρούσα
ξεπίτηδες το σενάριο κουράστηκα να μετρώ βωμολοχίες της. «Βλάκα» τουλάχιστον
δέκα φορές. «Ζώα» άλλες τόσες όταν απευθύνεται έξαλλη στους κλέφτες κι άλλες ανάλογες,
αδόκιμες φράσεις που ξεστομίζει όταν εκνευρίζεται. Η Κρουέλα ως σύλληψη χαρακτήρα
κυριολεκτικά, γαμεί. Δεν είναι βουτηγμένη στην αποστειρωμένη κορεκτίλα όπως για
παράδειγμα οι «καθώς πρέπει σύγχρονοι κακοί», Χανς από το Frozen, η κακιά μητριά της Ραπουνζέλ και ο καθηγητής Yokaiαπό το BigHero 6, των οποίων τα κίνητρα είναι
πιο ψυχολογικά, παρά αμιγώς διαβολικά.
Όλες οι ατάκες της "ελληνικής" Κρουέλας μαζεμένες σε ένα βίντεο. Από "μούλικα" και "μπάσταρδα" από όλα έχει ο μπαξές. Απόλαυση.
Δεν είναι μόνο η Κρουέλα. Ολόκληρη η ταινία έχει τολμηρό
σενάριο για την εποχή στην οποία παρουσιάστηκε. Ο Χόρι, ο κλέφτης, με τα
περιττά κιλά υπόκειται σε βαρβάτο bodyshamingαπό τον Τζάσπερ
τον ψιλο-λέλεκα, όπως μας έμαθε βεβαίως η Μαριέλλα Σαββίδου και ο Καπουτζίδης. «Χοντρό»
τον ανεβάζει ο Τζάσπερ, χοντρό τον κατεβάζει. Δεν είδα να ανοίγει μύτη.
Το μόνο που με ξένισε και το βρήκα να υπερβαίνει τα
εσκαμμένα είναι η σκηνή κατά την οποία η τηλεόραση που παρακολουθούν τα σκυλάκια
προβάλλει ένα τηλεπαιχνίδι στο οποίο οι παίχτες καλούνται να μαντέψουν το
αδίκημα ενός φυλακισμένου. Αν το πετύχουν, ο φυλακισμένος κερδίζει βασιλική
χάρη και αποφυλακίζεται. Ρωτά, λοιπόν, μία παίχτρια τον ισοβίτη «ποιο ήταν το
αδίκημά σας; Μήπως ήταν βιασμός; Μήπως βιάσατε καμία δεσποινίδα;» Αυτή η
στιχομυθία θαρρώ πως θα μπορούσε να λείπει από μία παιδική ταινία.
Κι όμως, το 1961 που κυκλοφόρησε η ταινία, οι παραγωγοί
δεν θεώρησαν ότι «έθιγαν ευαισθησίες» ούτε πως «μόλυναν την παιδική ψυχή» με
τέτοιες αναφορές. Άλλα ήθη, άλλες εποχές. Κι όμως, δεν νομίζω να διαφωνείτε πως
το 1961 ήταν πιο συντηρητικό στην ολότητά του από όλα τα μιλλένια που διανύσαμε
και διανύουμε.
Έχω ανακαλύψει διάφορες σκηνές από πολλές ταινίες του Ντίσνεϊ
παλαιοτέρων δεκαετιών που σήμερα χτυπούν στο μάτι. Στον Πινόκιο και στην Αλίκη
στη Χώρα των Θαυμάτων κάποιοι χαρακτήρες καπνίζουν. Ακόμα και τα παιδάκια στο «Νησί
της Χαράς» απολαμβάνουν το πούρο τους.
Στον Ντάμπο του 1941 οι εργάτες που στήνουν τη τέντα του
τσίρκου είναι όλοι μαύροι. Αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα, τότε, αυτό
απέδωσαν οι καλλιτέχνες. Μωρέ, εγώ μαζί σου. Σήμερα όμως αυτά δεν περνούν.
Διαστρεβλώνεται η ιστορία προκειμένου οι εταιρείες να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους.
Δεν βλέπουν την αυθεντική απόδοση ως μια ευκαιρία να μάθουν οι νεότεροι τι
συνέβαινε τότε και να μην το επαναλάβουν. Θέλουν όλοι ένα κόσμο αγγελικά
πλασμένο για να κοιμούνται εύκολα τα βράδια. Δες τη σκηνή πιο κάτω:
Επίσης, στη Φαντασία του 1950 υπάρχει
μία σκηνή στην οποία ένα μαυράκι κάνει πεντικιούρ σε μία λευκή κένταυρο.
Περιττό να πω ότι η σκηνή αφαιρέθηκε από τις κατοπινές κυκλοφορίες της ταινίας ως ρατσιστικά υποβόσκουσα.
Ομοίως, το τραγούδι των Σιαμαίζων γάτων από τη "Λαίδη και τον Αλήτη" παραλείφθηκε από την τηλεοπτική μεταφορά της ταινίας στην πλατφόρμα του Disney Plus επειδή τάχα μου συντηρεί τα στερεότυπα. Θίχτηκαν οι Κινέζοι! Κατάλαβες; Όχι, δεν κατάλαβα, τι ακριβώς δείχνει που τους προσβάλλει; Επειδή είναι πονηρές και σκανδαλιάρες οι γάτες; Εκπροσωπούν δύο τυχαίες, σιαμαίζες γάτες όλη την Κίνα; Ήμαρτον, Παναγία μου, τι άλλο θα ακούσουμε!
Εγώ δεν μπορώ να διανοηθώ ότι μία εικόνα διδάσκει ή ότι περνά υποσυνείδητα μηνύματα. Δεν
μπορώ να δεχτώ ότι θα δει ένα παιδάκι μία τέντα να ανυψώνεται από μαύρους
εργάτες και θα θεωρήσει ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι κατώτερης στάθμης. Δεν
θεωρώ γενικά ότι μπορεί να επηρεαστεί η προσωπικότητα σου από το τι βλέπεις.
Φτάνει να έχεις στοιχειώδη κριτική σκέψη, βέβαια. Γιατί αν είσαι βλάκας, ναι, θα
επηρεαστείς. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αξίζει να γίνεται όλη αυτή η
αναπουμπούλα με την πολιτική ορθότητα χάριν ενός μικρού ποσοστού βλακών, οι οποίοι ούτως ή άλλως τόσα καταλαβαίνουν, εις βάρος της ελευθερίας της καλλιτεχνικής, και
όχι μόνο, έκφρασης. Δεν αξίζει. Τελεία και παύλα.
[Εγώ μεγάλωσα με ταινίες του Στάθη Ψάλτη. Το τι
βωμολοχία, το τι λεξιλόγιο μάθαινα σε ηλικία 6-10 χρονών δεν περιγράφεται.
Γίνονταν πολλοί καβγάδες ανάμεσα στους ενήλικους του σογιού μου κατά πόσον θα
έπρεπε να άφηναν εμένα και τα ξαδέλφια μου να ακούμε τον «αθυρόστομο» (έτσι τον
αποκαλούσαν, τι γλυκό!) Στάθη. Τι πάθαμε; Τίποτα! Εγώ προσωπικά έγινα 18 χρονών
για ξεστομίσω τη λέξη «μαλάκα». Ρωτήστε και τους φίλους μου που με κοροϊδεύανε
για το ότι στο Λύκειο δεν έβριζα. Για το «μαλάκα», τώρα, το οποίο τα υπόλοιπα παιδάκια από το Δημοτικό το είχαν για ψωμοτύρι. Και δεν πιστεύω να περίμεναν τον Στάθη Ψάλτη να
τους το μάθει.
Εμείς στο σπίτι μαθαίναμε… Μας έλεγαν «αυτή τη λέξη δεν
κάνει να τη λέτε» και πολύ απλά δεν τη λέγαμε. Υπακούαμε. Το να μας απαγορεύουν
να ακούσουμε μία λέξη μην τυχόν και την υιοθετήσουμε, όμως, θα ήταν
ηλίθιο. Καλό είναι να γνωρίζεις και να αποφεύγεις, παρά να σε έχουν μέσα σε ένα
παρθένο κόσμο φτιαγμένο από νάιλον. Δείτε το Unorthodoxστο Νετφλιξ να
καταλάβετε τι παθαίνουν όσοι μεγαλώνουν σε αποστειρωμένες κοινωνίες. Εμένα όσες
φορές μου ξέφυγε και έβρισα μπροστά στον Αλέξη, του εξήγησα μετά ότι αυτό ήταν
λάθος μου και ότι δεν πρέπει να επαναλάβει τη λέξη επ’ ουδενί. Το κατανοεί και το εφαρμόζει. Μάθετε στα
παιδιά σας τι είναι σωστό και τι λάθος. Μην περιμένετε τις ταινίες να το
κάνουν. Δεν είναι αυτή η δουλειά τους. Δεν φτιάχνονται για να σας διαπαιδαγωγήσουν
τα τέκνα. Λεφτά θέλουν να βγάλουν, όχι να δημιουργήσουν πρότυπα.
Μην πιάσουμε την απεικόνιση των πριγκιπισσών τώρα, και δεν
τελειώσουμε τη συζήτηση ούτε αύριο. Το έχουμε ξανά-συζητήσει. Δεν υπάρχουν
πλέον άβουλες ή και αλαφροΐσκιωτες ηρωΐδες του Ντίσνεϊ. Είναι όλες δυναμικές,
πιάνουν τη πέτρα και τη στίβουν. Η Έλσα έχει υπερδυνάμεις, η Μέριντα δεν
παντρεύεται, δεν παντρεύεται δεν νοικοκυρεύεται (λες και είναι κακό να θέλει
κάποια να παντρευτεί), η μικρή Βανέλλοπη είναι μεν πριγκίπισσα αλλά είναι και ITjunkie, μην τυχόν και την περάσουν
για τίποτις ηλίθια. Γενικότερα δεν υπάρχει πριγκίπισσα να περιμένει τον
πρίγκιπα. Ακόμα και η Ραπουνζέλ που δεν είχε κανένα εξωτερικό κοινωνικό
ερέθισμα, κατάφερε με ένα τηγάνι να έχει τον Φλυν σήκω-κάτσε, κάτσε-σήκω.
Βλέπετε, όμως, υπάρχει πλέον ο φόβος και ο τρόμος των φεμιναζί. Στις μέρες μας δεν
μπορεί, ούτε δικαιούται μία σύγχρονη κοπέλα να περιμένει τον πρίγκιπα να φέρει
το γοβάκι (της το φέρνει ο κούριερ, γιατί να της το φέρει ο πρίγκιπας;). Η
σύγχρονη γυναίκα πρέπει να περνά των παθών της τον τάραχο για να χρήζει
σεβασμού. Και δεν αμφιβάλλω, ούτε φέρω ένσταση ως προς αυτό. Εγώ αναρωτιέμαι
γιατί αυτό να θεωρείται πλέον ο κανόνας. Γιατί να θεωρείται το αυτονόητο; Η
κάθε γυναίκα, ο κάθε άνθρωπος εν γένει, κάνει ό, τι γουστάρει. Μπορεί κάποια να
θέλει να κάθεται και να ξύνεται όλη μέρα στο σπίτι, να καθαρίζει, να μαγειρεύει
για τους εφτά νάνους και να βλέπει τηλεόραση (που πιστέψτε με τώρα με την
καραντίνα όπου όλη μέρα τρίβω τοίχους, πιάτα και πατώματα το θεωρώ πιο δύσκολο
κι από την όποια πολυεθνική καριέρα), ενώ μια άλλη να βγαίνει έξω και να θριαμβεύει στον
χώρο εργασίας της. Δεν θα έπρεπε να δαιμονοποιείται το παλιό πρότυπο, ούτε να
προωθείται τόσο παθιασμένα το καινούριο. Αντιθέτως, θα έπρεπε να προωθείται η
ελευθερία του αυτό-προσδιορισμού και της προσωπικής ευτυχίας όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Ε, αυτό δεν
συμβαίνει. Και όλοι ξέρουμε γιατί.
Εγώ να ήμουν, εννοείται όλη μέρα σπίτι θα καθόμουν. Ποιος
τρελός, ποια τρελή θέλει να βγει εκεί έξω; Και όχι μόνο λόγω κορωνοϊού. Γενικά
και ήρεμα ρωτάω.
Πέσε αγάπη μου κοιμήσου... Άμα μπορείς να έχεις την πολυτέλεια να ξυπνάς το μεσημέρι, γιατί να βασανίζεσαι πίσω απ' ένα γραφείο γαι τρεις κι εξήντα; Για να μην σε πουν "παλιακή;" Κάντε μας τη χάρη!
Στο μόνο που φαίνεται να συμφωνούμε όλοι είναι ότι η
πεθερά του τότε είναι το ίδιο ανεπιθύμητη με την πεθερά του τώρα. Στον Πήτερ
Παν, ταινία της δεκαετίας του ’50, οι ινδιάνοι χορεύουν γύρω απ’ τη φωτιά και
τραγουδούν για τη «χοντρή την πεθερά». Δεν είδα κανέναν να ξεσπυριάζει με λύσσα
για τις καλές μας πεθερές. Άθικτη παραμένει η σκηνή ακόμα και στις πιο
μοντέρνες εκδόσεις της ταινίας.
Το τραγούδι της "πεθεράς". Κάποιοι θεωρούν ότι ακόμα και ο επίσημος τίτλος, δηλ. το "τι έκανε τον ερυθρόδερμο, ερυθρό" είναι προσβλητικός προς τους Ινδιάνους. Παράνοια (Υπάρχουν ακόμα Ινδιάνοι;).
Ωραία τα αναλύσαμε, ε; Κάποτε, όταν σπούδαζα
δημοσιογραφία ήθελα να κάνω το dissertationμου πάνω σ’ αυτό το θέμα, ήτοι στα υποβόσκοντα κοινωνικά μηνύματα και την
πολιτική ορθότητα στις ταινίες κινουμένων σχεδίων αλλά ο καθηγητής μου δεν το
ενέκρινε. «Not much to dig out there»
μουείπε. Πφ! Άσεμας! Θα έσκιζε το θέμα!
Παράλληλα με το βιβλίο του Sacksπερί μουσικοφιλίας, διαβάζω και
ένα άλλο, που αφορά στα απομνημονεύματα ενός νευροχειρουργού. Τα διαβάζω
ταυτόχρονα και μεταπηδώ από το ένα στο άλλο, ανάλογα τα κέφια. Το βιβλίο του
νευροχειρουργού είναι συγκλονιστικό, μα δυσβάσταχτο, αφού ουσιαστικά αφηγείται
το πώς διαχειρίζεται ψυχολογικά τις αποτυχίες του, οι οποίες απέβησαν μοιραίες για
τη ζωή πολλών ασθενών του. Σε ένα από τα κεφάλαια αναφέρεται και σε ασθενείς οι
οποίοι μετά από κάποια επέμβαση έμειναν φυτά. Διηγείται μία επίσκεψη του σε ένα
ίδρυμα στο οποίο νοσηλεύονταν διάφοροι ασθενείς που ήταν ζωντανοί αλλά με πλήρη
απώλεια συνειδήσεως εξ αιτίας κάποιου εγκεφαλικού επεισοδίου. «Αντιλαμβάνονται άραγε τον πραγματικό κόσμο; Έχουν την
παραμικρή αντίληψη του τι συμβαίνει γύρω τους; Δεν θα το μάθουμε ποτέ»
καταλήγει.
Δεν ξέρω αν σας το είχα ξαναγράψει. Αν σας το είχα
ξαναγράψει πρέπει να ήταν προ δεκαετίας. Εμείς στην οικογένειά μου είχαμε μία
θεία που ήταν φυτό και την είχαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου κανονικά, σαν
αντικείμενο μέσα στο σαλόνι.
Το θυμάμαι πεντακάθαρα. Ένα βράδυ, μέσα της δεκαετίας του ’80, προκλήθηκε βαβούρα
διότι ξύπνησε τον πατέρα μου η γιαγιά μου, για να του πει ότι η αδελφή της, η
Μερόπη κάτι έπαθε. «Έπαθε κόλπο». Είδαν κι έπαθαν να μου εξηγήσουν εμένα «ποιος
έκανε στη θεία ένα κόλπο» και τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Ήμουν δεν ήμουν πέντε
χρονών. Σημασία είχε ότι η θεία Μερόπη θα παρέμενε ζωντανή-νεκρή. Θα καθόταν
μόνιμα σε μια καρέκλα φρόνιμη και δεν θα μιλούσε, απλά θα κοίταζε τριγύρω της με
βλέμμα απλανές. Όπερ και εγένετο. Η θεία Μερόπη ουδέποτε αντιδρούσε, ουδέποτε
άλλαζε στάση στο παραμικρό. Κανονικό «μπιμπελό», ακίνητο και ανέκφραστο.
Μπορούσε να περπατά, μόνο με βοήθεια του πι, και υποβασταζόμενη από τη γιαγιά μου και την άλλη, τη μεγαλύτερη τους αδελφή. Τη μετέφεραν στο
κρεβάτι της το βράδυ, την έκαναν και ένα υποτυπώδες μπάνιο πού και που, ενώ την
υπόλοιπη μέρα ήταν παλουκωμένη στο σαλόνι να κοιτάζει το υπερπέραν. Ένας Θεός
ήξερε αν αντιλαμβανόταν τι της είχε συμβεί. Για εμένα και τα ξαδέλφια μου ήταν
τρομερά συναρπαστικό το θέαμα. Υπήρχε ένας άνθρωπος μέσα στο δωμάτιο στο οποίο
παίζαμε, ζωντανός, αλλά επί της ουσίας νεκρός. Κάναμε διάφορα πειράματα εν
είδει παιχνιδιού επάνω της. Προσπαθούσαμε να της αποσπάσουμε την προσοχή,
πεισμώναμε να την κάνουμε να μας μιλήσει (εγώ ήμουν σίγουρος ότι δεν μιλάει επειδή βαριέται), κάποιες φορές μπορεί να της πετούσαμε
και κανένα κομμάτι λέγκο για να δούμε αν θα αντιδράσει. Τίποτα! Η γιαγιά μου
όταν έβλεπε ότι πλησίαζε να ξεφύγει η κατάσταση ερχόταν και μας θύμωνε να την
αφήσουμε ήσυχη, την καημένη.
Η θεία Μερόπη έμεινε σ’ αυτή την κατάσταση για πολλά
χρόνια, μέχρι που μεγαλώσαμε και συλλάβαμε και οι ίδιοι την τραγικότητα της κατάστασής
της. Δεν θυμάμαι για πότε πέθανε, πρέπει να είχα πάει γυμνάσιο. Τόσα χρόνια
μετά όμως, εγώ πραγματικά θαυμάζω το γεγονός ότι η γιαγιά μου, παρότι ήταν
παντρεμένη με τον παππού μου, δεν σκέφτηκε ούτε μία στιγμή να στείλει τη θεία
Μερόπη σε κάποιο ίδρυμα (δεν υπήρχαν και λεφτά, βέβαια). Την κράτησε κανονικά
στο σπίτι της και την περιποιούνταν μέχρι τέλους. Βέβαια, η γιαγιά μου, δεν
είχε σπιτώσει μόνο τη Μερόπη. Στο σπίτι της (που ήταν ούτως ή άλλως μια σταλιά),
φιλοξενούσε και τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Όλγα, η οποία ήταν ανύπαντρη και «δεν
είχε που να πάει».
Πραγματικά, σήμερα, εντυπωσιάζομαι που όλοι αυτοί οι
άνθρωποι συγκατοικούσανε. Ως παιδάκι μου φαινόταν φυσιολογικό γιατί έτσι τους είχα γνωρίσει. Η γιαγιά μου, ο παππούς μου, η θεία Μερόπη με το κόλπο και η Όλγα, η μεγάλη, ανύπαντρη αδελφή. Ως ενήλικας το βρίσκω αδιανόητο. Όλοι μαζί παστωμένοι σε ένα δυάρι! Άπειρα respectστη γιαγιά μου, αλλά και ακόμα περισσότερα στον παππού μου, ο οποίος
ανεχόταν αυτή την υπερρεαλιστική συγκατοίκηση άνευ γκρίνιας. Εμάς έρχεται η
πεθερά μας επίσκεψη μισή ώρα και αρχίζουμε να δυσανασχετούμε. Σκέψου να έπρεπε
να συγκατοικήσουμε και με τις αδελφές της γυναίκας μας, εκ των οποίων η μία να
ήταν φυτό (κατά μία έννοια, καλύτερα φυτό να την βγάζεις και να τη μπάζεις από
το ντουλάπι στο μπαλκόνι σαν έπιπλο, παρά ζωντανό με άποψη και γνώμη).
Η θεία Όλγα από την άλλη, ήταν ευχάριστη, εξ όσων θυμάμαι
είχε και πολλύ χάζι, και δεν ενοχλούσε. Η ζωή της ήταν να βλέπει «Τόλμη και
Γοητεία» και «Λάμψη» στην τηλεόραση, οπότε δεν ήταν βάρος σε κανέναν. Θυμάμαι
τον παππού μου να επιστρέφει τα βράδια από τον καφενέ και όποτε την έβλεπε να
παρακολουθεί αυτές τις σαπουνόπερες της έλεγε υποτιμητικά: «πάλι κάθεσαι και βλέπεις
αυτές τις οικογένειες που γαμιούνται μεταξύ τους;»
«Σσς, το παιδί!» του έλεγε εκείνη.
Μια φορά, πολλά χρόνια αργότερα, ρώτησα τη γιαγιά μου πώς
μπορούσαν να κάνουν σεξ μέσα σε εκείνο το σπίτι. Πώς εμπνέονταν με τη Μερόπη
στο δίπλα δωμάτιο να φυτοζωεί και την Όλγα στο σαλόνι να βλέπει «Τόλμη και
Γοητεία».
«Δεν μπορούσαμε… φεύγαμε και πηγαίναμε στην εξοχή!» μου
απάντησε.
Πέθαναν όλοι πια. Πάνε πολλά χρόνια. Η γιαγιά μου έφυγε τελευταία,
πέθανε το 2010 μόλις δύο μήνες πριν τον πατέρα μου. Με την ασθένεια του πατέρα
μου να κορυφώνεται τότε, δεν προλάβαμε να συνειδητοποιήσουμε ιδιαίτερα
τον χαμό της γιαγιάς. Η περίπτωση του πατέρα μου ήταν πιο επείγουσα. Με το ζόρι τον καταφέραμε να πάει όρθιος στην κηδεία της. Δύο μήνες μετά θάφτηκε μαζί της. Ήταν τόσο κοντινό το χρονικό διάστημα που οι νεκροθάφτες φοβούνταν να ανοίξουν τον τάφο τόσο σύντομα από τη δυσωσμία της γιαγιάς μου. Εμάς πάντως, αυτοί οι δύο μήνες που μεσολάβησαν ανάμεσα στον χαμό μητέρας
και γιου, μας φάνηκαν πάνω δυο χρόνια. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε τόσα έμπα-έβγα στα νοσοκομεία με τον πατέρα μου, που δεν προλάβαμε να πενθήσουμε φυσιολογικά τη γιαγιά. Οι υπόλοιποι της πιο πάνω
ιστορίας έφυγαν πολύ προηγουμένως. Ο παππούς μου το 1993 και η θεία Όλγα το
2001.
Είναι απίστευτο το ότι ακόμα κάπου στο βάθος του μυαλού μου θεωρώ ότι
ζουν όλοι ακόμα, εκεί στο ίδιο σπίτι, κι ότι εγώ απλά αμέλησα να περάσω να τους
δω. Το σπίτι στο οποίο έμεναν κατεδαφίστηκε. Όποτε περάσω από εκεί ξαφνιάζομαι σαν να το μαθαίνω πρώτη φορά.
Είναι μια ιστορία σχετική με τη συλλογή μου από Στρουμφ
που έχει χρόνια που θέλω να τη μοιραστώ εδώ, αλλά δεν έβρισκα αφορμή. Τώρα που
είδα πόσα σχόλια μάζεψε όμως, η εν λόγω ανάρτηση (τα οποία θεωρούνται κάμποσα
δεδομένου ότι δεν υπάρχουν πλέον πάνω από δέκα ενεργά μπλογκς), λέω να σας την
αναφέρω. Δεν είναι και πολύ σπουδαία, αλλά όταν συνέβη, γέλασα πολύ.
Τα Στρουμφάκια τα προμηθευόμουνα από μία γερμανική
ιστοσελίδα η οποία απευθύνεται σε συλλέκτες. Τα περισσότερα απ’ αυτά κοστίζουν
€20 το ένα, και πρόκειται για ό, τι απέμεινε από τη δεκαετία του ’80 - πραγματικά σπάνια κομμάτια δηλαδή. Πριν δέκα
χρόνια, πριν παντρευτώ και πριν κάνω παιδί και διέθετα λεφτά… για πέταμα,
αγόραζα κάθε μήνα από λίγα, και έτσι με τον καιρό έφτασα να έχω περί τα 250. Έκτοτε δεν αγόρασα άλλα, σήμερα θεωρώ εξωφρενικά τα ποσά που ξόδευα για τέτοιες μαλακίες (σόρρι Στρουμφάκια μου, μα η αλήθεια να λέγεται!)
Μία εποχή αποφάσισα ότι εκτός από Στρουμφ καλό θα ήταν να
αγόραζα και τα σπίτια τους. Μπήκα λοιπόν στην ιστοσελίδα και είδα ότι πωλούνταν
κάποια μανιτάρια, πωλούνταν όμως και ο ανεμόμυλος ο οποίος ήταν σπάνιο κομμάτι
και το αγόρασα σε τριπλάσια τιμή από την κανονική του μέσω ενός άλλου συλλέκτη
στην Αμερική. Μαζί με τον ανεμόμυλο αγόρασα και καμιά 20αριά στρουμφάκια να μου
βρίσκονται. Θα έρχονταν όλα μαζί, στην ίδια παραλαβή.
Όταν έφτασε το δέμα στα κυπριακά ταχυδρομεία, επειδή το
πακέτο ήταν σχετικά μεγάλο και προερχόμενο εκτός ΕΕ, μου τηλεφώνησαν από το
ταχυδρομείο ότι πρέπει να πληρώσω ένα φόρο επί τόπου και ότι θα έπρεπε να γίνει
έλεγχος από Λειτουργό για να διαπιστώσουν τι φέρει το κιβώτιο μέσα. Πρώτη φορά
καλούμουν να ακολουθήσω μια τέτοια διαδικασία, οπότε κατέφθασα στο ταχυδρομείο
αμέσως για να ξεμπερδεύω γρήγορα αλλά και ολίγον αγχωμένος ως προς το τι θα
αντιμετώπιζα.
Μπαίνω, λοιπόν, στο ταχυδρομείο, περνώ σε ένα ειδικό
δωμάτιο στο οποίο μάζευαν τα «ύποπτα» πακέτα, έρχεται και ο λειτουργός μπροστά
μου, ένας τύπος που είχε φάτσα δημοσίου υπαλλήλου που δουλεύει στο ταχυδρομείο,
κρατoύσε και στο χέρι του ένα χαρτοκόπτη και μου λέει: «Το πακέτο θα ανοιχθεί
για έλεγχο».
«Μάλιστα!» του είπα. Εμένα το άγχος μου ήταν μην τυχόν
καταστρέψει το συλλεκτικό κουτί. Ντρεπόμουν, εννοείται, να το πω.
«Τι έχει μέσα;»
«Στρουμφάκια» του απαντώ ορθά κοφτά. Ήταν κι ένας άλλος κύριος
πίσω μου που περίμενε τη σειρά του, αντιλαμβάνεστε το ξεστόμισα σε ένταση τόσο-όσο, μην μας πάρουν και με τις πέτρες 32 χρονών μαντράχαλους.
«Στρουμφάκια, ώστε!!» μου απαντά με δυσπιστία και μία
εμφανή δόση ειρωνείας.
«Ναι..!» ψέλλισα.
«Θα δούμε αν έχει στρουμφάκια!» είπε με ύφος μπάτσου Νέας
Υόρκης.
Μέχρι να πάρει τα κουλά του ο κύριος, μέχρι να ανοίξει
την κολλητική ταινία ασφαλείας, να ξεδιαλύνει τα προϊόντα μέσα από τις πολυστερίνες
και τα φελιζόλ, εμένα με έζωσαν τα φίδια. «Λες να μου κάνανε καμιά μαλακία και
να μου στείλανε τίποτα άλλο; Γιατί έχει αυτό το ύφος αμφισβήτησης, ο μαλάκας;»
Ξεχωρίζει τα συμπαρομαρτούντα από το πακέτο, και επιτέλους
ξεπετιέται μέσα από την αχλή ένας ωραιότατος στρουμφο-ανεμόμυλος και καμιά 20αριά Στρουμφ.
Έριξα και μια λοξή ματιά στον πίσω, να δω αν κοιτάζει. Ευτυχώς δεν έδινε πολλή
σημασία. Ο λειτουργός του ταχυδρομείου είπε ένα: «κάτι στρουμφ βλέπω εδώ», αλλά
επειδή προφανώς του χάλασα τη φαντασίωση ότι τάχα μου, θα έπιανε λαβράκι,
ανακάτωσε με το χέρι του καλά-καλά την κούτα μην τυχόν και ξέπεσε κάπου η
ηρωίνη του αρχί-νονού της Λευκωσίας, και δεν την πήρε χαμπάρι.
«Στουμφάκια λοιπόν...»
«Ναι!» του ξαναείπα με ύφος μας τα 'πρηξες.
Του έριξα και ένα νοερό κωλοδάχτυλο, τα πήρα παραμάσχαλα
κι έφυγα!
Διακόπτουμε την κανονική ροή του Δελτίου μας για να σας μιλήσω
για το βιβλίο το οποίο διαβάζω αυτές τις μέρες και με το οποίο έχω πωρωθεί τα
μάλα. Πρόκειται για το «Μουσικοφιλία» του Όλιβερ Σακς, διακεκριμένου νευρολόγου
ο οποίος, μακαρίστηκε το 2015 αλλά ευτυχώς πρόλαβε και έγραψε πριν μερικά
βιβλία με διάφορες αναλύσεις σπάνιων νευρολογικών παθήσεων και εξιστορήσεις ευτράπελων
από διάφορους ασθενείς του.
Στο βιβλίο εξηγούνται πολλές νευρολογικές και εγκεφαλικές
παθήσεις οι οποίες προκαλούν «κόλλημα» σε συγκεκριμένο μουσικά θέματα και τραγούδια.
Το γνωστό και ενοχλητικό ρεφραίν της διαφήμισης που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς.
Αναλύει ιστορίες ανθρώπων που τους χτύπησε κεραυνός και εν μία νυχτί άρχισαν να
συνθέτουν μουσική χωρίς να έχουν προηγουμένως καμία μουσική γνώση ή μουσικό
υπόβαθρο. Μιλάει για ασθενείς που στα καλά του καθουμένου άρχισαν να ακούνε ένα
συγκεκριμένο μουσικό θέμα μέσα στο κεφάλι τους και το οποίο δεν σταμάτησε ποτέ.
Έμαθαν να ζουν με αυτό. Ή άλλοι κατάφεραν να το μειώσουν κάνοντας
συγκεκριμένες δραστηριότητες (διάβασμα, χαρτοπαιξία), αλλά μόνο για λίγο. Ύστερα επέστρεφαν δριμύτερα τα κλαμπατσίμπαλα.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιστορίες. Ναι, δεν θα τα
καταλάβετε όλα, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός. Δεν πάτε για γιατροί. Ούτε για
πτυχίο. Θα εξερευνήσετε όμως τα άδυτα της ψυχής και του μυαλού και θα μάθετε
πράγματα σχετικά με τη μουσική και το πώς αυτή εντυπώνεται στο μυαλό σας και τα
οποία ίσως να σας απασχόλησαν κατά τη διάρκεια μίας ακρόασης.
Εντυπωσιάστηκα στην αναφορά ενός πειράματος που έγινε
πριν κάποια χρόνια όπου μάζεψαν 100 άτομα σε μία αίθουσα και τους είπαν ότι
έπρεπε να συγκεντρωθούν και να ακούσουν για τρία λεπτά τα «Λευκά Χριστούγεννα».
Ο δίσκος δεν έπαιξε ποτέ, επίτηδες. Κι όμως κάποιοι εκ των παρευρισκόμενων
δήλωναν ότι άκουσαν κανονικότατα το τραγούδι. Και αυτό γιατί ο εγκέφαλος έχει
την ικανότητα να «διηγείται» μία μελωδία όταν αυτή είναι αρκετά γνωστή σε βαθμό
που ο άνθρωπος νομίζει ότι όντως άκουσε ολόκληρο το τραγούδι.
Είμαι άνθρωπος που ζει με τη μουσική, (ακούω με κάθε
ευκαιρία δίσκους ολόκληρους, πολλές φορές στήνοντας δικό μου θεματικό γλέντι
ανάλογα τη διάθεση, την εποχή, την επέτειο, κτλ) και έχω διαγνώσει ότι αυτή η
διαδικασία εκτός του ότι μου φτιάχνει τη διάθεση, με γιατρεύει κιόλας. Πολλές φορές
μου περνά ο πονοκέφαλος ακούγοντας 10 λεπτά απαλή μουσική, ενώ τα Panadolστο μεταξύ δεν ωφέλησαν το παραμικρό. Είμαι
άνθρωπος που ακούγοντας μουσική ηρεμώ, πολλές φορές νιώθω ότι πετώ από τη χαρά
που αισθάνομαι εκείνη την ώρα. Όποτε η ένταση στο σπίτι ανεβαίνει, ειδικά αυτές
τις μέρες του εγκλεισμού, 15 λεπτά ακρόασης αγαπημένης μουσικής με κάνουν άλλο
άνθρωπο. Κλείνομαι στη σοφίτα, ρίχνω δυο ζεμπεκιές και κατεβαίνω κάτω άλλος άνθρωπος.
Με βλέπουν και απορούν πως από μίστερ Χάιντ ξανάγινα δόκτωρ Τζέκιλ, και πάλι.
Όταν αισθάνομαι απογοητευμένος πράττω το ίδιο. Δέκα λεπτά με τραγούδια
απολυμαίνουν το σύμπαν. Επί νεανικών, ερωτικών απογοητεύσεων, ειδικά, οι
μουσικές μου πάντα με έσωζαν, με εκτόνωναν, με αναζωογονούσαν. (Σήμερα, έπλυνα όλα τα πιάτα, απολύμανα τους πάγκους, σκούπισα όλη την κουζίνα πλακάκι-πλακάκι, μετά σφουγγάρισα, και δεν γκρίνιαξα δευτερόλεπτο. Έβαλα να ακούω έναν δίσκο κατά τη διάρκεια και δεν ήθελα να τελειώσω το καθάρισμα. Μετά, όταν βγήκα στον κήπο να κλαδέψω και δεν μπορούσα να έχω μουσική υπόκρουση, βλαστημούσα σε κάθε ψαλιδιά που έκανα!)
Αυτά μπορεί να ακούγονται αυτονόητα σε πολλούς από εμάς,
κι όμως έχω γνωρίσει άπειρο κόσμο του οποίου η μουσική δεν του λέει τίποτα.
Κάποτε μία κοπέλα μου είπε ότι δεν έχει αγαπημένο τραγούδι επειδή δεν της άρεσε
να ακούει μουσική. Κάποια άλλη δεν μπορούσε να μου πει ένα τοπ3 από αγαπημένα
συγκροτήματα ή δίσκους, ενώ κάποια άλλη μου είχε πει ότι προτιμά να ακούει
ήχους της φύσης παρά μουσική. Εξωγήινοι! Στο βιβλίο γίνεται αναφορά και σε
τέτοιους. Δεν εννοώ εξωγήινους. Εννοώ ανθρώπους άμουσους. Που μία μουσική τους είναι
περισσότερο εκνευριστική, όπως ο ήχος ενός φορτηγού, ενός αεροπλάνου, και δεν τους
προξενεί καμία συναισθηματική φόρτιση ή απόλαυση.
Ε, αν δεν είστε σαν αυτούς και σας απασχολεί η επίδραση της
μουσικής πέραν της προφανούς της χρήσης, αυτό είναι το ιδανικό βιβλίο για να
περάσετε τις υπόλοιπες μέρες στην καραντίνα. Εγώ ενθουσιάστηκα, και να
φανταστείτε ότι μόνο 90 σελίδες διάβασα, ευτυχώς έχω ακόμα 400!
ΜΟΥΣΙΚΟΦΙΛΙΑ
OLIVERSACKS
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
Υ.Γ. Ξέχασα να σας πω ότι, το καλοκαίρι η Pixar θα βγάλει μία κανούρια ταινία με τίτλο Soul από τους ίδιους δημιουργούς που σχεδίασαν Τα Μυαλά Που Κουβαλάς το 2015, και η οποία θα πραγματεύεται ακριβώς τα παραπάνω. Τη διαδικασία της έμπνευσης, το πώς κολλά μία μελωδία στο μυαλό σου, το πώς δραπετεύεις απ' αυτήν, το πώς γράφεται το σουξέ. Αν ζούμε, θα πάμε να τη δούμε.