Εχθές το απόγευμα πήγαμε με τη Μπρέντα να δούμε τη
Μελωδία της Ευτυχίας, όπως μας ήρθε κατεβατή από το Ουέστ Εντ του Λονδίνου στο
Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου. Επειδή έχω πικράν πείρα από τις παραστάσεις που μας έρχονται
από το εξωτερικό, και γνωρίζω ότι δεν διαθέτουμε σκηνές που να μπορούν να
εξυπηρετήσουν επαρκώς τις απαιτήσεις ενός θεάματος χωρίς να του μεταδώσουν τη αισθητική της αρπαχτής, κρατούσα εξ αρχής μικρό καλάθι ως προς το τι θα έβλεπα. Ήμουν σίγουρος ότι θα ξενέρωνα,
άλλωστε προ ολίγων μηνών είχα παρακολουθήσει στο ίδιο θέατρο την παράσταση του
Δείπνου Ηλιθιών με τον Σπύρο Παπαδόπουλο και την βρήκα εξόχως κουραστική, αφού δεν
ακούγαμε καλά-καλά τι λέγανε οι ηθοποιοί λόγω της κακής ηχητικής του κτηρίου.
Σα να μην έφτανε το μικρό καλάθι που κρατούσα, προηγήθηκε
και οικογενειακό τραπέζι Θεοφανείων με το σόι της Μπρέντας, όπου κάποιοι
συγγενείς της με προϊδέασαν για τον ερασιτεχνισμό του πράγματος. Εν ολίγοις,
κατέληξα να μην θέλω να πάω. «Πληρώσαμε €50 το άτομο. Όχι μόνο θα πας, αλλά θα
σου αρέσει κιόλας!» μου είπε η σύζυγος σε τόνο αυστηρό. Εμ, τι να έκανα;
Προσπέρασα τα συνήθη που μου προκαλούν εκνευρισμό, ήτοι την αίθουσα γεμάτη από
μαμάδες με παιδάκια τα οποία δεν μιλούσαν γρι Αγγλικά και έπρεπε να τους
μεταφράζεται το έργο σε πραγματικό χρόνο, προσπέρασα το γεγονός ότι παστώθηκα
στον εξώστη σε μια καρέκλα που δεν χωρούσε να απλώσω τα πόδια μου (χειρότερα κι από αεροπλάνο της Ryanair!), προσπέρασα το γεγονός
ότι εκεί που έκλασε το Ουέστ Εντ βγήκε το Θέατρο Στροβόλου, και είπα να σκάσω
και να το δω.
Τελικά, το έργο το είδα και δεν το είδα.
Από την πρώτη στιγμή που η ζωντανή ορχήστρα άρχισε να
παίζει τις πρώτες νότες της οβερτούρας εγώ μίκρυνα. Μίκρυνα, μίκρυνα, μίκρυνα
και έγινα ξανά τεσσάρων χρονών να κάθομαι στον «ηλιακό» της γιαγιάς μου και να
βλέπω την κασέτα στο βίντεο. Με τα λαμπιόνια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου που
ήταν στολισμένο παρά δίπλα να ακτινοβολούν και να αντικατοπτρίζονται στην οθόνη
της τηλεόρασης καθιστώντας το έργο ακόμα πιο πολύχρωμο. Και με τη σόμπα του
γκαζιού να μου καίει τη φόρμα και τη γιαγιά μου να με προειδοποιεί να
απομακρυνθώ να μην καώ. Η μελωδία της ευτυχίας δεν είναι άλλο ένα Ρετιρέ του Δαλιανίδη που
μεταδίδεται παραδοσιακά κάθε Χριστούγεννα. Είναι η ιστορία της παιδικής μου
ηλικίας, και η αναβίωση μίας οικογενειακής θαλπωρής που δεν υφίσταται πια, η οποία, όμως, έχει ποτίσει το DNA μου.
Μίκρυνα, που λες, και έμεινα εκεί σε όλα τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων, και ούτε το επαρχιακό θέατρο με πείραξε, ούτε τα παιδάκια που ρωτούσαν κάθε λίγο «τι είπε» με
πείραξαν, ούτε τίποτα. Άκουγα μία εξαιρετική ορχήστρα και φωνές αγγέλων να
ερμηνεύουν. Εκείνη η καλόγρια, τι φωνή, Θέ μου! Και να φανταστείς ότι ο θίασος έπαιζε με τον "πάγκο". Με την τριτοδεύτερη διανομή. Κι ομως! Τρεις ώρες σε κατάσταση
νιρβάνας, ούτε καν κατάλαβα πώς πέρασαν. Τρεις ώρες που προσπαθούσα να μην
κλάψω και γίνω ρεζίλι, τρεις ώρες που μετά από κάποια φάση είπα κλάψε γιατί ούτως
ή άλλως σε πήρανε χαμπάρι.
Δεν μπορώ να σου γράψω τίποτε για την παράσταση αυτή
καθεαυτή γιατί δεν με αφόρεσε ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Κατά ένα μαγικό τρόπο,
το τρίωρο εκεί ήταν ψυχοθεραπευτικό. No wonder κόστιζε €50! Τίποτε
άλλο δεν είχε σημασία.
Ήθελα να πάρω και εγώ την κόρη μου γιατί είναι από τις αγαπημένες τις ταινίες και ας μην ξέρει αγγλικά ακόμα. Διάβασε και το βιβλίο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό που με κράτησε πίσω ήταν ότι δεν ήξερα ποιοι θα έπαιζαν. Φοβήθηκα ότι δεν θα άξιζε τα λεφτά του.
Έχασα. :)
Θα συμφωνήσω μαζι σου οτι η ορχήστρα και η φωνή της μοναχής ήταν υπέροχες αλλα κατα τα αλλα η ολη παραςταςη δεν μου προκάλεσε την ανατριχίλα που μου προκαλεί η ταινία κάθε φορά που τη βλέπω, ούτε μου έφερε πίσω όλες εκείνες τις υπέροχες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, καθώς βλέπαμε ολα μαζι τα ξαδέλφια την ταινία. Επισης εκεινο που με ενόχλησε ήταν που πρόσθεσαν τραγούδια που δεν υπήρχαν και άφησαν πίσω κλασικά κομμάτια όπως το the lonely goatherd.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ όχι χωρίς το Lonely Goatherd!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή