Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 24, 2018

Τι Με Χάλασε Στο Casa De Papel

Το σαββατοκύριακο που μας πέρασε καθίσαμε και τελειώσαμε το Casa De Papel στο Νέτφλιξ.
Αν δεν το έχεις δει, μην διαβάσεις παρακάτω γιατί θα σου γράψω τι με χάλασε στην κατά τα άλλα πιο επιτυχημένη σειρά της πλατφόρμας τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Η συγκεκριμένη σειρά ήρθε σαν βάλσαμο στην καθημερινότητά μας. Να φανταστείτε ότι με την ανακαίνιση του σπιτιού μας, τα συμπαθέστατα μαστόρια τοποθέτησαν λάθος την κεραία της τηλεόρασης με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να έχουμε καλή λήψη ψηφιακού σήματος και να αδυνατούμε να δούμε κυπριακά κανάλια. Δεν παραπονεθήκαμε ιδιαίτερα. Ήταν ευκαιρία να γραφτούμε στο Νέτφλιξ. Πάει ένας μήνας τώρα που εγγραφήκαμε, και ούτε που μας έκοψε να επιδιορθώσουμε την κεραία. Την έχουμε εκεί σαν διακοσμητικό στοιχείο. Δεν μας ενδιαφέρει να ξαναδούμε κυπριακή τηλεόραση.

Αρχίσαμε, λοιπόν, το Casa De Papel, την γνωστή ισπανική σειρά και όλα έβαιναν καλώς. Εγώ το χαιρόμουν εις διπλούν αφού εξ αιτίας της ξεσκόνισα και τα Ισπανικά μου, έπιανα με το αφτί μου ένα 70% του νοήματος και η θέαση είχε αποκτήσει και εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Δεν χαλάστηκα σε κανένα επεισόδιο του πρώτου κύκλου και ας είχε κάποια κενά (οι επαΐοντες έσπευσαν να τα κακίσουν, αλλά κατά τη γνώμη μου η ιδέα του σεναρίου είναι τόσο αυθεντική και η εικόνα τόσο μελετημένη που τους τα συγχωρείς όλα), ενώ μέχρι και τα μισά του δεύτεορυ κύκλου η σειρά με κρατούσε σε εγρήγορση.

Άλλο πράγμα με χάλασε εμένα και έπρεπε να φτάσουμε στα τρία τελευταία επεισόδια του δευτέρου κύκλου για να μπορώ να εκφραστώ αρνητικά μετά βεβαιότητας. Με χάλασε η Ρακέλ Μουρίγιο. Αυτή η μαλάκω που εν τέλει υποκύπτει στον έρωτά της με τον Προφέσορα. Εντάξει, έπρεπε να το είχα καταλάβει, ε-ε-ε-έπρεπε να το ‘χα δει! Ισπανική σειρά βλέπαμε, αν δεν εξελισσόταν και σε ολίγον τι τηλενουβέλα από τα ‘90ς, τύπου Κορασόν Σαλβάχε δεν θα το άντεχε. Όχι, πες μου! Αν η Ρακέλ ήταν Αμερικάνα, υπήρχε περίπτωση να ενδώσει; Θα τον πηδούσε τον Προφέσορα χωρίς αμφιβολία και με τις ευλογίες μας, αλλά μετά θα τον μπαγλάρωνε. Θα τον πυροβολούσε στο πόδι, θα έπραττε κάτι αμερικάνικο τέλος πάντων. Δεν θα το έσκαγε μαζί του για τις Φιλιπίνες σαν να ζουν τον μήνα του μέλιτος, σαν καλή κοκότα της Μεσογείου.

Πόσο φωσκολική εξέλιξη, όμως! Πόσο! Η Βίρνα Δράκου, η στυγνή και αδέκαστη εισαγγελεύς να γραπώνεται στα παθιασμένα δίκτυα του έρωτα που της έριξε ο Ευλογητός! Καλώς ήλθες ξανά 1995! Έτσι και η Ρακέλ Μουρίγιο. Εκεί που ξεκίνησε η σειρά να έχει κάποιο νόημα, ένα κόνσεπτ, μία άλφα ιδεολογία, κατέληξε να γίνει άλλη μια βερσιόν του Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Χαλάστηκα τα μάλα.

Και ναι, έφτασα στο συμπέρασμα ότι για όλα φταίει το μεσογειακό ταμπεραμέντο του συγγραφέα. Γιατί όχι μόνο στο φινάλε, αλλά και σε άλλα σημεία διαφόρων επεισοδίων διαπίστωσα στοιχεία «ελληνικής ταινίας του ‘60». Μα, είναι δυνατόν να αποπειράται, κοτζάμ Προφέσορας να δολοφονήσει την μητέρα της Μουρίγιο, που έπασχε από Αλτσχάιμερ ρίχνοντάς της δηλητήριο στον καφέ; Αυτά είναι κλασικές ραδιουργίες της Βλαχοπούλου, σεναριακά τεχνάσματα του Δαλιανίδη. Δεν είναι για να τα βλέπεις στο Νετφλιξ το έτος 2018.

Εν πάση περιπτώσει, δεν σας αποτρέπω από το να την παρακολουθήσετε. Η εικόνα είναι φρέσκα, οι χαρακτήρες (ειδικά οι τρομοκράτες) έχουν πλάκα, η ισπανική γλώσσα όπως πάντα καβλωτική. Σας τη συστήνω ανεπιφύλακτα. Καιρό είχα άλλωστε να καταναλώνω διπλά επεισόδια σειράς κάθε βράδυ. Αλλά, σίγουρα δεν πρόκειται για σειρά εφάμιλλης του Breaking Bad που το θεωρώ αξεπέραστο. Αν, όμως, κάθε 4-5 χρόνια βγαίνει μια σειρά που αξίζει της προσοχής σας, το Casa De Papel είναι μία απ’ αυτές.


Χώρια που ανακάλυψα και πωρώθηκα και με το τραγούδι του Bella Ciao. Πολλή κομμουνιστική ιδεολογία πλάκωσε, το γνωρίζω και αρχίζω να ανησυχώ. Μπήκε το μίασμα στο σπίτι μου!


A, ναι, βέβαια! Την αγόρασα και τη μάσκα του Νταλί μου! Είπαμε, είμαι φαν!


Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 21, 2018

Στο Έκτο Πάτωμα

Χθες βράδυ λάβαμε εν τέλει την αφίσα για τη φετινή μας παράσταση και αρχίσαμε να την προωθούμε. Η αφίσα είναι καθοριστικής σημασίας για κάθε μας παράσταση. Άμα αποφασιστεί κι αυτή, είναι σαν να μπήκαμε στην τελική ευθεία. Δεν υπάρχει επιστροφή. Θα παίξουμε. Σας το ανακοινώνω και επίσημα, να τσακιστείτε να έλθετε.

Φέτος κλείνω δέκα χρόνια στο ερασιτεχνικό θέατρο με δεκατρείς παραστάσεις στην καμπούρα μου. Να σου πω ότι κουράστηκα; Ναι, κουράστηκα. Το να κάνω απογευματινές – βραδινές πρόβες με έγνοια ένα μωρό που πρέπει να λουστεί και να κοιμηθεί στο μεταξύ, είναι εξαντλητικό. Το να τρώω τα σαββατοκύριακά μου σε πεντάωρες εντατικές πρόβες, επίσης. Δεν σώνω άλλο.

Κάποτε, όταν είχαν πρωταρχίσει, το 2008, θυμάμαι ότι διάβαζα τα λόγια μια φορά και δεν χρειαζόταν δεύτερη. Κολλούσαν όλα στον εγκέφαλο. Υπήρχαν έργα που ήξερα όλους τους ρόλους απέξω, όχι μόνον τον δικό μου. Στεκόμουν στα παρασκήνια και τα έλεγα όλα ψιθυριστά, για να περάσει η ώρα να βγω να παίξω. Υπήρχαν έργα που και να έχανα μια ατάκα πάνω στο στρες της σκηνής το έσωζα χωρίς να το πάρει κανένας είδηση. Περασμένα μεγαλεία. Πλέον, και εκατό φορές να διαβάσω τα λόγια, δεν κολλούν στο μυαλό. Θα πω το νόημα αυτών που διάβασα, όχι την ατάκα αυτή καθεαυτή. Αν πάλι τα χάσω, θα αυτοσχεδιάσω τσάτρα πάτρα. Θα υπάρξει κενό, αμηχανία, οι θεατές θα το καταλάβουν. Δεν έχω τα αντανακλαστικά του παρελθόντος. Ίσως να φταίνε και τα χάπια που παίρνω που συχνά με χαντακώνουν. Μα, ναι, το έχω διαπιστώσει, έχω αισθανθεί τη διαφορά.

Να τα παρατήσω; Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν μείνει πολλά έργα που να θέλω να παίξω. Δυο τρία απωθημένα έμειναν για να είμαι ειλικρινής, τα οποία είναι και μεγαλεπίβολα και πολυέξοδα. Αλλά αν τα παρατήσω είναι σαν να παραδίνομαι. Τις προάλλες πήγα να δω τις «επικίνδυνες σχέσεις» στις Αποθήκες το ΘΟΚ και με το που πάρκαρα με έπιασε λύσσα από τη ζήλεια. Από πού κι ως που να παίζουν άλλοι σε ένα θέατρο που αγάπησα ως δικό μου τα τελευταία χρόνια με τις τόσες επιτυχίες της ομάδας; Ακόμη και η μυρωδιά του χώρου μου ήταν τόσο οικεία που ήθελα να μπω να τους ρωτήσω τι δουλειά έχουν όλοι αυτοί σ’ ένα θέατρο που μυρίζει την ομάδα μου.

Είχα πάει και είχα δει μία ερασιτεχνική παράσταση πριν πολύ καιρό, μιας ομάδας που ο μέσος όρος ηλικίας ήταν τα 45. Ήταν άβολο το θέαμα. Είχα πει τότε, με το θράσος των ατίθασων νιάτων που με διακατείχε, ότι αν φτάσω τα 45 και ακόμα χτυπιέμαι στα σανίδια σαν καημένος κυριούλης, σας επιτρέπω να με πετροβολήσετε. Ε, να τα, τα 45! Μου κλείνουν το μάτι. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα υπάρξει τέλος σ’ όλη αυτή την δημιουργική διαδικασία και σ’ αυτό το παρεάκι. Μπορεί να δηλώνω πτώμα, αλλά η σκέψη ότι όλο αυτό θα ξεφουσκώσει του χρόνου, αφού όλοι πλέον θα έχουμε άλλες προτεραιότητες και υποχρεώσεις είναι σαν να μου λες, ετοιμάσου, σου βρήκαμε γηροκομείο.

Δεν ξέρω τι να σου πω. Ξέρω ότι κουράστηκα, αυτό είναι γεγονός. Ξέρω ότι δεν έχω τη λάμψη και τον ενθουσιασμό που είχα όταν ξεκινούσα πριν δέκα χρόνια, επίσης γεγονός. Αλλά να σου πω ευθαρσώς ότι θα το κόψω; Θα πεθάνω την ίδια ώρα!

Στο «Τελευταίο Πάτωμα» λοιπόν, και ας ευχηθούμε να μην είναι προφητικός ο τίτλος.



Να έλθετε, η Τάτση και η Μαριλένα έκαναν εξαιρετική δουλειά. Πήραν το κείμενο και του γάμησαν τα πάτερα, βγήκε κάτι άλλο, πολύ ανατρεπτικό, πειραματικό και παράξενο, το οποίο όμως τηρεί τις ισορροπίες ώστε να μην πείτε στο τέλος «τι ήταν αυτό που είδαμε».


Σας περιμένουμε, λοιπόν, και οι λεπτομέρειες επί της αφίσας. 

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2018

Ο Γιος Μου

Έκανα μπάνιο τον γιο μου, του έδωσα να πιει το γάλα του, και ξαπλώσαμε μαζί στο κρεβάτι ενώπιος ενωπίω, να αρχίσουμε τη διαδικασία του ύπνου. Ήταν πτώμα, φαινόταν στο βλέμμα του. Ήταν θέμα λεπτών να αποκοιμηθεί, αλλά εκείνα τα ολίγα που κρατιόταν ακόμη ξύπνιος παραμείναμε να κοιταζόμαστε. Το μισό μας πρόσωπο ήταν χωμένο στο μαξιλάρι, και με το ελεύθερο μας μάτι που εξείχε, καρφώναμε ο ένας τον άλλον. Χωρίς να μιλάμε.

Έτσι όπως τον κοίταζα, έπαιρνα όρκο ότι έβλεπα τον εαυτό μου στην ηλικία του. Θυμήθηκα μια φωτογραφία μου, που μου είχε τραβήξει ο θείος μου στη «φάρμα», όπου είμαστε ίδιοι. Και έτσι ξαφνικά με έπιασε μία απερίγραπτη μελαγχολία που προκειμένου να εκτονωθεί και να μην σκάσω, εξερράγη υπό τύπον δακρύου. Ξεπετάχτηκε από το μάτι μου, φούσκωσε, και άρχισε να ρέει πάνω στη μύτη μου πριν στάξει και κάψει το μαξιλάρι. Σε ξέρω καλά γιε μου! Σε ξέρω απ’ έξω και ανακατωτά. Και λυπάμαι που δεν μπορώ να σε σώσω από όλα όσα σε περιμένουν σ’ αυτή τη ζωή και τα οποία θα ζήσεις όπως τα έζησα κι εγώ. Τις απογοητεύσεις, τις απομυθοποιήσεις και όλες αυτές τις καταστάσεις που ούτε εγώ ο ίδιος δεν κατάφερα να διαχειριστώ και να χωνέψω ακόμα και σήμερα.

Σε βλέπω και με βλέπω και σφίγγεται η καρδιά μου. Σήμερα στο μάθημα ποδοσφαίρου μου ήρθε άλλη μία επιβεβαίωση (Ναι, καλά διαβάσατε, μπορεί καλά-καλά να μην περπάτησε, μα εμείς τον γράψαμε ποδόσφαιρο, μην το ψάχνετε τι και πώς, ξέρετε τώρα πώς είναι τα νέα ήθη). Έπαιζες αμερίμνος, κλωτσούσες τις μπάλες και έβαζες γκολ, αλλά μόλις σφύριξε ο προπονητής να σταθούμε στη γραμμή και να σουτάρουμε με επισημότητα άσκησης, κόμπιασες, αγχώθηκες και έτρεχες προς την έξοδο κλαίγοντας με αναφιλητά. Όπως ακριβώς κι εγώ. Που πήγαινα στα ιδιαίτερα μαθηματικών και έλυνα τις ασκήσεις όλες χαλαρά κι όμορφα, ενώ την επόμενη μέρα στο διαγώνισμα, κυριευμένος από το άγχος έπιανα μετά βίας τη βάση.

Πώς να σε σώσω, αφού δεν κατάφερα να σώσω εμένα;

Να σε συμβουλεύσω, εγώ, που κοντεύω τα σαράντα και δεν έμαθα ακόμα τίποτε; Πώς να σε νουθετήσω πλην του να σε αφήσω να φας τα μούτρα σου μόνος σου. Να σε αφήσω να σε διδάξει η απογοήτευση, η αποτυχία. Που είναι και η καλύτερη δασκάλα. Στεναχωριέμαι όμως, γιατί σε ξέρω. Και επειδή σε ξέρω, στο λέω από τώρα. Δεν θα είναι εύκολα εκεί έξω.

Η σχέση μου με τον γιο μου, όπως καταλαβαίνετε, είναι ελαφρώς μεταφυσική. Ή τουλάχιστον, εγώ έτσι θέλω να πιστεύω. Η κακή έως αδιάφορη σχέση που είχα με τον πατέρα μου με εξώθησε να επιζητώ μία τέλεια σχέση με τον γιο μου. Φυσικά, με το που πέθανε ο πατέρας μου εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις μας. Όχι μόνο επειδή πέθανε, μας άδειασε τη γωνιά και ησυχάσαμε. Αλλά επειδή ο εγκέφαλος έχει την ικανότητα να δημιουργεί τη ψευδαίσθηση πως ενόσω ζούσε κάποιος ήταν όλα τέλεια μαζί του. Και με τα χρόνια το πιστεύεις κι εσύ το παραμύθι. Εγώ ευχόμουν πάντα να αποκτήσω ένα γιο για να σπάσω αυτή την κατάρα. Και, ευτυχώς, φάνηκα τυχερός και τον έκανα. Και μάλιστα παραλίγο να γεννηθεί την ίδια μέρα με τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου. Τελικά γεννήθηκε μια μέρα πριν. Εκεί κι αν θα γεννιόντουσαν καινούρια ψυχολογικά τραλαλά. Να αρχίσω να πιστεύω στις μετεμψυχώσεις! Τέλος πάντων. Τι ήθελα να πω; Α, ναι. Ότι αυτός ο πόθος να αποκτήσω γιο για να διορθώσω τα λάθη, ουδέποτε σβήστηκε. Κάποια περίοδο με είχε πείσει η Μπρέντα ότι μου ταιριάζει καλύτερα μία κόρη. Αλλά έπρεπε να ήσουν από μια μεριά να μ' έβλεπες όταν η γιατρός μας ανακοίνωσε ότι βλέπει στην οθόνη του σαρωτή «μιαν πουλλού». Εγώ έκανα πέντε λεπτά να μιλήσω γιατί ήξερα ότι αν προσπαθούσα να αρθρώσω λέξη θα πλάνταζα. Και σκέφτηκα ότι υπάρχει Θεός και βλέπει. Ή τέλος πάντων ότι ο πατέρας μου από εκεί πάνω σκέφτηκε να επανορθώσει. Γιατί, θυμάσαι, στο είχα πει ότι τον είχα δει και όνειρο. Να μου ανακοινώνει, τάχα μου, πως «έρχεται ένα μωρό» κι εγώ να νομίζω πως αναφέρεται σ’ αυτό της αδελφής μου που ήταν τότε νεογέννητο.

Ναι, έχω πάθει ψύχωση με τον γιο μου. Ξέρω τι σκέφτεται, ξέρω τι θέλει να πει, ξέρω πότε βαριέται, ξέρω πότε περνά ωραία, ξέρω πότε θέλει να τον αφήσω στην ησυχία του. Και τα τηρώ όλα κατά γράμμα.

Έτσι όπως ξάπλωνα, ο μισός βυθισμένος στο μαξιλάρι και ο άλλος μισός στις πιο πάνω σκέψεις, με το μάτι ακόμα ορθάνοιχτο, καρφωμένο και αποξηραμένο, άκουσα τη φωνούλα του. «Παπά μου;» Σαν να ήξερε ότι κάτι με τρώει. Πετάχτηκα πάνω. «Παπά μου!» του είπα.

Κατάλαβε ότι όλα βαίνουν καλώς, άλλαξε πλευρό και αποκοιμήθηκε.

Τι ευτυχία Θεέ μου!

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2018

Φωνές

Ας μιλήσουμε με όρους της φυσικής πριν ξεκατινιαστούμε.

Κάθε δράση, ενέχει αντίδραση. Το θυμάστε, το διδαχτήκατε στη Δευτέρα Γυμνασίου. Δηλαδή, αν χτυπήσω το χέρι μου στο τραπέζι με δύναμη 100 νιούτον, αυτή η δύναμη επιστρέφει στο χέρι μου. Και θα αισθανθώ πόνο της τάξεως των 100 νιούτον. Εκατό νιούτον ακριβώς, ούτε ένα βαθμό παραπάνω ή λιγότερο. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε τι στο οποίο ασκείται μία δύναμη. Η δύναμη αυτή επιστρέφει σ’ αυτόν που την άσκησε. Κατανοητό; Και τώρα που έγινε η εμπέδωση, πάμε παρακάτω.

Ας μιλήσουμε και με όρους του πολέμου προτού ξεκατινιαστούμε.

Βάσει του Διεθνούς Δικαίου, θεωρείται νόμιμο μία χώρα που δέχεται επίθεση να απαντήσει με ιδίου βαθμού έντασης, επίθεση. Δηλαδή, αν στα καλά καθούμενα η Ελβετία φάει έναν πύραυλο από την Ιταλία, τότε νομιμοποιείται να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο. Να εκτοξεύσει τον ίδιο πύραυλο κατά της Ιταλίας. Αν αποφασίσει να ρίξει ατομική βόμβα, η Ελβετία χάνει το δίκιο της. Είναι κάτι δυσανάλογο. Η αντίδραση πρέπει να είναι αντάξια της δράσης. Πάντα. Εξηγηθήκαμε;

Και τώρα που έγινε και αυτή η εμπέδωση, ας ξεκατινιαστούμε.

Κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω, όταν εγώ επηρεάζομαι από δράσεις σας, οφείλω να αντιδράσω. Στον ίδιο τόνο, στην ίδια ένταση, στον ίδιο βαθμό. Αν κρίνω από τον βαθμό της μαλακίας που σας δέρνει, νομιμοποιούμαι να πράξω τα εξής: α) Να σας πληρώσω με το ίδιο νόμισμα (που απαιτεί σχέδιο, πλάνο, προεργασία και δεν διαθέτω τόσο χρόνο να σας αφιερώσω), β) να έρθω εκεί που βρίσκεστε και να σας σπάσω στο ξύλο (το καλύτερο, μα άδικος κόπος, αφού δεν αξίζει να δείρεις γάιδαρο και να πληρώσεις γι’ άνθρωπο), γ) να έρθω εκεί που βρίσκεστε και να τα σπάσω όλα στο δωμάτιο (απορρίπτεται επίσης, δεν έχω λεφτά να σας αποζημιώνω), ή δ) να κάνω το πιο απλό από όλα, το πιο ακίνδυνο, το πιο εκτονωτικό. Να σας μπήξω τις φωνές και να τελειώνουμε.

Αντί να είστε ευγνώμονες που με μία μεγάλη μαλακία που διαπράξατε και η οποία επηρεάζει εμένα, γλιτώνετε με απλές φωνές, έχετε το θράσος να ζητάτε και τα ρέστα. «Γιατί φωνάζεις;»! Μα, είστε καθόλου καλά; Τι προτιμάτε; Να ασκήσω βία; Να προκαλέσω ζημιές; Να σας πάω στο νοσοκομείο; Οι φωνές είναι κάτι το άυλο. Δυνατόν να προκαλέσουν αναστάτωση, αλλά συγκριτικά με τη δική σας δράση, είναι η λιγότερο επικίνδυνη αντίδραση. Και εξάλλου, τι θα πάθετε με λίγες φωνές; Verba Volant! Μάθετέ το πριν καταργήσουν και τα Λατινικά. Και όσο πιο έντονα εκφράζονται, τόσο πιο γρήγορα εξατμίζονται.

Για κάποιο λόγο όμως, φοβάστε τις φωνές. Εγώ θεωρώ ότι τις φοβάστε επειδή ουδέποτε βιώσατε το πιο πάνω στάδιο, αυτό της μπάτσας, να δείτε τι πάει να πει «σοκ και δέος». Αλλά, σας έχω νέα, θα πρέπει να συνηθίσετε.

Παραδείγματα:

Πάω στη μάνα μου να φάω. Αρχίζουμε να μιλάμε – μέγα λάθος εξ αρχής. Μου ανακοινώνει τα χαΐρια της. Ανεβάζω πίεση 400. Τι να κάνω; Να της σπάσω το πιάτο στο κεφάλι; Να την αρπάξω από το μαλλί να της το βγάλω τρίχα- τρίχα; Τίποτα από όλα αυτά, τα οποία ομολογουμένως θα ήταν μία δίκαιη αντίδραση τηρουμένων των αναλογιών. Απλά φωνάζω. Και αντί να σκεφτεί ότι αυτός θα φωνάξει, θα εκτονωθεί και θα τη βγάλουμε καθαρή, αναίμακτα, το πάει ένα βήμα παραπέρα και προκαλεί: «Μην φωνάζεις!» και ακόμα χειρότερα, εμπλέκει τον γιο μου: «Πάμε, αγάπη μου να φύγουμε, έχεις μπαμπά τρελλό που φωνάζει!» (το ότι έχει και ανεκδιήγητη γιαγιά, βεβαίως, το παραβλέπει). Ω, ναι! Τόλμησε και έπαιξε το χαρτί του γιου μου! Ξέρει ότι φταίει, ξέρει ότι πρέπει να με αποκαταστήσει, αντ’ αυτού χρησιμοποιεί το μωρό εναντίον μου για να ξεμπερδέψει. Μα, νομίζεις δεν σας πήραμε χαμπάρι, τοξικοί άνθρωποι; Εγώ βλέπω Θέκλα Πετρίδου κάθε μεσημέρι! Ε, Ρίχνεις ή δεν ρίχνεις την ατομική;

Ούτε ο στρατός δεν με μαζεύει αν την ώρα που φωνάζω μου πεις να μην φωνάζω ή προσπαθήσεις να με πατρονάρεις. Επαναλαμβάνω, η φωνή είναι το λιγότερο. Φωνάζω και ουρλιάζω σαν τυραννόσαυρος στο Τζουράσσικ Παρκ, το παραδέχομαι. Μου έμεινε από την εκπαίδευση στα Τεθωρακισμένα. Στην εκπαίδευση, τότε, ο ίλαρχος ξεκινούσε τις μηχανές των αρμάτων και μας έλεγε ότι έπρεπε να μπήξουμε φωνή να ακουστούμε δυνατότερα από τα άρματα. Κυριολεκτώ. Εκεί άνοιξε η φωνή μου. Είναι λίγο τρομαχτικό το ηχητικό, το παραδέχομαι, αλλά τι εναλλακτικές εισηγείστε; Απλά να καταπίνω τα αίσχη σας και να μην αντιδρώ; Καλά, είπαμε, είμαι μαλάκας. Αλλά όχι κι έτσι. Να τα κατεβάζω όλα αμάσητα; Μεγάλη η χάρη σας! Όχι!

Δεύτερο παράδειγμα, παλιότερο. Υποδεικνύω σε συνάδελφο ένα λάθος που κάναμε από κοινού για να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα στο μέλλον. Δεν αποποιούμαι το μέρος της ευθύνης που μου αναλογεί. Αντί να πει «έχεις δίκιο, να προσέχουμε άλλη φορά να μην το επαναλάβουμε» και να λήξει το θέμα, βγάζει γλώσσα και από ενοχές αμύνεται, ενθυμούμενη παλιότερα δικά μου λάθη για να βγάλει την ουρά της απέξω. Συγκρατιέμαι στην αρχή, δεν της δίνω σχοινί. Επιμένει να μου παίζει τη δασκάλα, ενώ παράλληλα σηκώνει τους τόνους προκειμένου να ακούνε κι άλλοι συνάδελφοι και να γίνουμε θέαμα. Θέαμα να θέλεις! Σπάζω, φωνάζω. «Εγώ δεν ανέχομαι να μου φωνάζουν!» μου απαντά και μου κλείνει το τηλέφωνο. Τι δεν ανέχεσαι να σου φωνάζουν που μ' έχεις μια ώρα και μου κάνεις κήρυγμα σε κάτι που μπορούσε να λήξει εντός μισού λεπτού; Εγώ δηλαδή πρέπει να ανέχομαι να μου πουλούν υφάκι, εσύ όμως να μην ακούς φωνές; Νομίζω με άκουσαν μέχρι το Καζακστάν! Ήρθε μετά από το γραφείο μου να μου πει ότι "δεν της αρέσουν οι φωνές". Αχ, βαστάτε Τούρκοι τ' άλογα, δεν της αρέσουν οι φωνές! Απορίας άξιο το πως δεν μας έγραψαν οι εφημερίδες.

Τέτοια παραδείγματα, πολλά και καθημερινά! Με όλες και όλους που θεωρούν θεμιτό και ΟΚ να σου ανακοινώνουν ελαφρά τη καρδία τα αίσχη και εσύ απλά να τα δέχεσαι στωικά. Μα αν νομίζετε ότι ζούμε στην Τόλμη Και Γοητεία που ερχόταν η Μπρουκ και ανακοίνωνε στον Ριτζ ότι έχει εξώγαμο απ' τον πατέρα του και αυτός απλά την κοίταζε με βλέμμα απλανές και τέλειωνε η σκηνή, λανθάνεστε. Εδώ στην καλύτερη περίπτωση θα βιώσετε σκηνή με τον Υπαστυνόμο Θεοχάρη από το Καλημέρα Ζωή στο σλόου μόσιον. Για να μην σας πω για σκηνή με τον Ρίκκο Μάππουρο. Και αν αυτά τα σήριαλ σας φαίνονται μπανάλ, τότε σταματήστε να είστε κι εσείς Πέπες, Ναστάζιες και Κάττοι.

Οι φωνές δεν είναι τίποτα. Ξεπεράστε τες. Έτσι κι αλλιώς σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει.


Κανονικά μάχαιραν δίνετε, μάχαιραν θα έπρεπε να λαμβάνετε!

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2018

Back To School

Είκοσι χρόνια κλείνουν φέτος από την αποφοίτηση της τάξης μου στο Λύκειο.

Ξαφνικά το τάιμλάιν μου στο φέησμπουκ γέμισε φωτογραφίες από εκείνη την εποχή.
Αναβρασμός, συζητήσεις για ανεύρεση χώρου και διοργάνωση ριγιούνιον.

Τι να το κάνετε, μάνα μου, το ριγιούνιον; Στα χρόνια του φέησμπουκ χρειάζεστε ριγιούνιον; Αφού είμαστε όλοι φίλοι με όλους. Ακόμα και με εκείνους που τότε δεν κάναμε παρέα. Ακόμα και με εκείνους που δεν χωνεύαμε. Ξέρουμε ποιοι παντρευτήκατε, ξέρουμε ποιοι χωρίσατε, ξέρουμε πόσα παιδιά κάνατε, ξέρουμε που μένετε, με τι ασχολείστε, που πήγατε διακοπές, πώς το πίνετε το φρέντο σας. Να βρεθούμε να πούμε τι; Αυτά που ήδη ξέρουμε;

Αν είχαμε ανάγκη ο ένας τον άλλον θα βρισκόμασταν ούτως ή άλλως με δική μας πρωτοβουλία.

Το ότι τόσα χρόνια δεν το πράξαμε, κάτι λέει.

Ακόμη και το πανό που είχαμε αναρτήσει τότε έχω κρατήσει στα πατάρια ως ενθύμιο. Πρόσφατα ανακάλυψα ότι ξεθώριασε, δεν υπάρχει τίποτα γραμμένο επάνω, όλο το μελάνι εξαφανίστηκε. Σαν τους πεθαμένους που λιώνουν, και παραμένουν μόνο τα σάβανα. 

Βέβαια, αυτά για μένα δεν ισχύουν. Εμένα αν με ρωτήσεις ποιοι είναι οι φίλοι μου, αυθόρμητα θα σου απαντήσω ότι είναι οι συμμαθητές μου από το Λύκειο. Έκανα κι άλλους φίλους στην πορεία της ζωής μου, φυσικά, αλλά θεωρώ εκείνους τους «πρώτους» και «κύριους» φίλους μου. Και κράτησα ουσιαστική επαφή. Εκείνοι αναμεταξύ τους όμως, χάθηκαν. Τώρα αν πάμε στο ριγιούνιον, ο μόνος που θα νιώθει άνετα θα είμαι εγώ, ως συνδετικός κρίκος. Που με όλους διατηρώ επαφές πρώτης τάξεως, αλλά οι υπόλοιποι μεταξύ τους θα πρέπει να… «ξανασυστηθούν».

Εγώ απορώ με τον κόσμο που αφήνει τις σχέσεις του να ατονούν, να εξασθενούν και να χάνονται. Εγώ προσωπικά, μόνο με τον κόσμο του στρατού χάθηκα, πλην δύο αδελφικών φίλων. Χάθηκα ξεπίτηδες όμως, ανέκαθεν τους σιχαινόμουνα και ουδέποτε ήθελα να κρατήσω σχέσεις με το φανταριλίκι. Με όλους τους υπόλοιπους με τους οποίους συνδέθηκα όμως, είτε στο Δημοτικό, είτε στο Γυμνάσιο, Λύκειο, Πανεπιστήμιο, Θέατρο κτλ, έχω άριστες σχέσεις. Ακόμη κι από τους πρώην χώρους εργασίας μου.

Αυτούς που ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους, ουδέποτε τους κατάλαβα. Πώς μπορούν να αποχωρίζονται ανθρώπους, καταστάσεις και να μην προσπαθούν να τις διατηρούν έστω κι αν είναι μάταιο να ελπίζεις πως με όλους θα είσαι το ίδιο για πάντα. Μπορεί το «πάντα» να μην υφίσταται, αλλά με το ίντερνετ, τουλάχιστον, διευκολύνεται.

Οπότε ναι. Τι να το κάνεις το ριγιούνιον όταν επί της ουσίας έχεις διαγράψει το παρελθόν. Για να βρεθούμε να χορέψουμε τα σουξέ της εποχής και να νιώσουμε γέροι; Μα, και τα σουξέ της εποχής για μένα είναι «σημερινά». Και πάλιν, χάρη της τεχνολογίας. Αφού μέσα στο αυτοκίνητο, στην πλειοψηφία του χρόνου μου, ακούω τα σουξέ της δεκαετίας του ’90. Για μένα το 1998 ήταν χθες. Μην πω, ήταν προ ολίγου. Είναι συγκλονιστικό το ότι η τεχνολογία έχει αναστήσει τα πάντα. Η γενιά του πατέρα μου δεν είχε τέτοιο προνόμιο. Είχε προνόμιο στη νοσταλγία, εμείς δεν έχουμε. Κατ’ αρχάς, εγώ έχω όλα τα πάρτι του λυκείου και όλες τις εκδρομές βιντεσκοπημένες σε VHS. Κάποια βίντεο τα έχω ψηφιοποιήσει και τα νεκρανασταίνω συχνά. Βλέπω ακόμα τα άθλια κουρέματα, τα επιτηδευμένα μας ρούχα, ξέρω επακριβώς πόση μαλακία μας έδερνε. Δεν ξεγράφτηκε τίποτε.

Ριγιούνιον, γιατί;


Θα μου επαναφέρετε την εποχή της αθωότητας; Θα ξαναγαπηθούμε ομαδικώς από την αρχή; Θα γίνετε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς μου; Θα γίνετε η παρέα μου; Θα μιλούμε στο τηλέφωνο τρεις και τέσσερεις φορές τη μέρα όπως τότε; Ριγιούνιον γιατί; Για να συνειδητοποιήσω ξανά τη ματαιότητα των πάντων;