Τετάρτη, Ιουνίου 27, 2018

The Incredibles II

Το πόσο μου άρεσε το Incredibles II δεν περιγράφεται.



Από χθες το βράδυ μόνο γι’ αυτό μιλάω. Πάνω που είπα ότι καλύτερη ταινία της κοινοπραξίας Disney / Pixar δεν πρόκειται να ξαναβγεί μετά την Coco, έπαθα πλάκα με τους Incredibles, οι οποίοι παρεμπιπτόντως δεν μου γέμισαν καθόλου το μάτι στην πρώτη ταινία. Ε, η δεύτερη όχι μόνο στο γεμίζει, στο βγάζει κυριολεκτικά από το θέαμα. Είναι κλάσεις ανώτερη από κάθε άποψη. Μην κοιτάς τι λένε οι κριτικοί, η δεύτερη είναι αποκάλυψη!

Προκειμένου να βλέπω αυτές τις ταινίες χρησιμοποιώ τον δεκάχρονο ανιψιό μου ως πρόσχημα. Αγχώνομαι μην γυρίσει και μου πει ότι μεγάλωσε για να βλέπει Μίκυ Μάους, αλλά ευτυχώς ακόμα το ‘χει, και μάλιστα στην κορύφωση της δράσης αγχωνόταν και για την εξέλιξη. «Γιατί δεν του πέταξε τη μάσκα τώρα που μπορούσε;» με ρώτησε γεμάτος αγωνία. «Επειδή είναι ηλίθια» του απάντησα εγώ εξίσου καθηλωμένος.

Μα, τι να λέμε. Έχω ταυτιστεί πλήρως με τον κύριο Απίθανο. Ειδικά στις σκηνές που η γυναίκα του τον επισκιάζει και τον σώζει με την καπατσοσύνη της. Ειδικά στις σκηνές που κάθεται στο σπίτι με τα μωρά και αυτά φέρνουν το σπίτι τούμπα. Ειδικά στη σκηνή που κάθεται να τους διαβάσει τα μαθηματικά και διερωτάται «πότε και γιατί άλλαξαν τα μαθηματικά, αλλιώς τα λύναμε στην εποχή μας;!» Γελούσα τόσο δυνατά από την ταύτιση που ο μικρός με κοίταζε καχύποπτα.

Γύρισα σπίτι και έσπευσα να αγκαλιάσω τη Μπρέντα και τον γιόκα μου. Θεωρώ ότι είμαστε κι εμείς πραγματικά Απίθανοι που ακόμα αντέχουμε τις κακουχίες και τις φθορές που μας προκάλεσε ψυχολογικά όλη αυτή η διαδικασία ανακαίνισης. Το πώς δεν χωρίσαμε ακόμα, είναι θαύμα! Λίγες μέρες έμειναν, θα μου πεις, αντέξετε. Κάνουμε και τίποτα άλλο; Αντέχουμε. Μας ήρθαν πολλά μαζεμένα στο κεφάλι, δυστυχώς. Και οικονομικές δυσχέρειες, και πρακτικές και ψυχολογικές και ό,τι θες. Κάθε μέρα αντιμέτωποι με ένα τέρας. Είτε αυτό λεγόταν/λέγεται πεθερά, είτε λεγόταν εργολάβος, είτε λεγόταν εργοδότης, είτε λεγόταν τραυματισμός τέκνου. Πόσα να καταπιείς;

Εγώ, από χθες, έχω ξεπεράσει τα πάντα. Βαρέθηκα να μετρώ τσακωμούς, βαρέθηκα να μετρώ παρεξηγήσεις, βαρέθηκα να μετρώ σου ‘πα, μου ‘πες. Βλέποντας τους Incredibles σκέφτηκα, «αυτοί είμαστε εμείς». Με το που τελείωσε η ταινία, έσπευσα να πάω σπίτι τον ανιψιό μου, για να πάω να προλάβω τον μικρό ξύπνιο και να τους κάνω μια ομαδική αγκαλιά.

Μόνο η Ντίσνεϊ μπορεί να τα πετύχει αυτά.

Ο ανιψιός μου, εν τω μεταξύ, ισχυρίστηκε ότι το Incredibles ένα, ήταν καλύτερο. «Το δύο έχει πολλά plot-holes!» είπε με μία προφορά που υπό άλλες συνθήκες θα με ξένιζε. Μάθαμε και το plot-holes, αν μη τι άλλο.

Μην ακούτε τίποτα. Τίποτα δεν έχει. Ούτε plot-holes, ούτε τίποτε. Να πάτε να το δείτε. Ει δυνατόν μετά της ταλαίπωρης οικογένειάς σας! Είναι θεραπευτικό.

Δευτέρα, Ιουνίου 25, 2018

Creating Our Fairytale

Χθες το πρωί η γλυκιά μου πεθερούλα πάσχιζε να μας πείσει ότι «πρέπει να δημιουργήσουμε όμορφες αναμνήσεις στο παιδί μας» και αυτό δεν θα επιτευχθεί με το να καθόμαστε όλη μέρα στο σπίτι. «Πρέπει να πηγαίνετε εκδρομές τα σαββατοκύριακα, να του δείξετε τις ομορφιές του τόπου, να τον διαπαιδαγωγήσετε». Δεν θα διαφωνήσω, αλλά αν κρίνω από εμένα, ελάχιστες όμορφες αναμνήσεις έχω από περιδιαβάσεις στην Κύπρο. Εγώ με ένα «πότε θα γυρίσουμε σπίτι;» ήμουν. Έχω ωραίες αναμνήσεις από ανθρώπους, αλλά όχι από τη χώρα αυτή καθεαυτή. Εγώ πιστεύω ότι κατά βάθος, η γλυκιά μου πεθερούλα πάσχιζε να μας ξεφορτωθεί από το σπίτι της (μένουμε στο δικό της τώρα, μέχρι να ολοκληρωθεί η ανακαίνιση του δικού μας – μέναμε και στη μάνα μου για τρεις μήνες, σωστά θυμάσαι, αλλά μια μέρα νευρίασε και μας έδιωξε), και προκειμένου να μην διαταράξουμε την κυριακάτική της νηνεμία, κατασκεύασε το επιχείρημα των «ωραίων αναμνήσεων».

Μα, τι «ωραίες αναμνήσεις» να δημιουργήσω στον γιο μου σ’ αυτή τη χώρα των πενήντα βαθμών κελσίου, που δεν μπορείς πια να κυκλοφορήσεις χωρίς τον κίνδυνο να πάθεις ηλίαση και καρκίνο του δέρματος σε χρόνο ντετέ; Η Κύπρος έγινε σαν το Μεξικό. Το καλοκαίρι αποτελείται από τρεις νεκρούς μήνες, δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται η κυκλοφορία. Όσο δύναται, κυκλοφορείς την υπόλοιπη χρονιά, στην οποία δυστυχώς, πάλι όλα κατάξερα τα βλέπεις. Αν τα βλέπεις, δηλαδή, με τη σκόνη που μας έρχεται κάθε τρεις και λίγο από τη Σαχάρα. Εν πάση περιπτώσει έκοψα τη μουρμούρα, μπολιάστηκα με άφθονη «θετική ενέργεια» (εμετός!), τηλεφώνησα και στον κουμπάρο μου που είναι ομοιοπαθής, φορτώσαμε τις φαμίλιες στα αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε να πάμε για φαΐ στον Κάτω Δρυ. Εγώ στον Κάτω Δρυ! Μοντιέ και Διός Μίο.

Τι να σου πω, κατενθουσιάστηκε ο Αλεξάκος που έφαγε τον τταβάν του στον Πλάτανο με άλλα 4-5 τραπέζια συνταξιούχων. Θα το θυμάται με νοσταλγία όταν μεγαλώσει και θα αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία. Θελήσαμε να βρούμε και κάποιο μονοπάτι να περπατήσουμε αλλά δεν υπήρχε, ο ήλιος έκαιγε φλάντζες, περπατήσαμε πέντε λεπτά με τα δίχρονα και επιστρέψαμε πίσω στο κέντρο κακήν κακώς.

Δεν περνούσε η ώρα, δεν έβλεπα τις «όμορφες αναμνήσεις» να δημιουργούνται. Ήταν μόλις δυο το μεσημέρι. Θα επιστρέφαμε Λευκωσία τόσο νωρίς; Ποιος και πώς θα τον απασχολούσε όλο το υπόλοιπο απόγευμα μέχρι να κοιμηθεί; Συμφωνήσαμε να πάμε σε ένα παρακείμενο χωριό, στο πάρκο γαϊδουριών, να κάνουμε εκεί το γκράντε φινάλε της μέρας. Όπου παρακείμενο χωριό, βλέπε τη Σκαρίνου. Άκου όνομα! Σκα-ρι-νου! Βραβείο ευφάνταστης ονομασίας! Το ζήσαμε και αυτό στα 38 μας!

Πάμε στο πάρκο γαϊδουριών, περάσαμε τις πύλες, είδα τις «ωραίες αναμνήσεις» να μου μιτσοκαμμούν, και σπεύσαμε να ταΐσουμε τα ζωντανά. Ο γιος μου, που κάτι τέτοιες στιγμές με κάνει περήφανο, ούτε να τα φτύσει. Του δείχναμε τα γαϊδουράκια να τρώνε τον σανό τους σαν περήφανοι Συριζαίοι, μα ουδεμία συγκίνηση. Του έδειξα και κοτούλες, του έδειξα και το παγώνι, τζίφος! Μόνο με τον παρκαρισμένο εκσκαφέα ενθουσιάστηκε. Ναι, διανύουμε την (ελπίζω παροδική) περίοδο που μας αρέσουν τα αγροτικά οχήματα. Φορτηγά, εκσκαφείς, μπουλντόζες, ανυψωτικά, μπετονιέρες, και τα συναφή, συλλογή τα κάνουμε. Από όλο το πάρκο, μόνο με τον εκσκαφέα ενθουσιάστηκε. Ήθελε να τον καβαλήσει, μα ήταν τίγκα στη βρώμα και αρκεστήκαμε να τον περιεργαζόμαστε εξωτερικώς, αποφεύγοντας όσο μπορούσαμε κάτι ζωικά κουραδάκια που τον περιέβαλλαν.

Μια υπέροχη ανάμνηση μόλις δημιουργήθηκε.

Είδαμε και πάθαμε να τον «κουράσουμε» προκειμένου να γυρίσουμε στη Λευκωσία με το τρόπαιο του γονιού που κάνει σωστά τη δουλειά του. Δεν μπορείς να πεις, και την ύπαιθρο γνώρισε, και παραδοσιακά εδέσματα γεύτηκε, και το εθνικό μας ζώον γνώρισε, ενώ τον χτύπησε και η ζέστη κατακούτελα ώστε να τεζάρει μια ώρα αρχύτερα το βράδυ. Περήφανος και ολοκληρωμένος Κύπριος! Φρόντισα και τον φωτογράφησα με όλα τα παραπάνω προκειμένου να λάβω τα εύσημα από την πεθερούλα μου για τη σωστή διαπαιδαγώγηση που του παρείχα. Δυστυχώς, δεν πρόλαβα να τον φωτογραφήσω με τη ζακέτα που μας φόρτωσε με το ζόρι, επειδή «εκεί ψηλά στον Κάτω Δρυ, μπορεί να κάνει ψύχρα!»

Ήταν ένα μιζερότατο σαββατοκύριακο. Αλλά δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Και στη θάλασσα να πάμε, οι ώρες που μπορούμε πλέον να τον εκθέσουμε στον ήλιο 07:00-11:00, 18:00-20:00, είναι δύσκολες. Τι τον κάνεις στο ενδιάμεσο; Εγώ θεωρώ πως δεν πρέπει να βγαίνουμε από το κλιματιστικό από τον Ιούνιο μέχρι τα τέλη του Σεπτέμβρη. Ό,τι καταφέρεις να ζήσεις, μόνο τους υπόλοιπους μήνες. Από την άλλη δεν μπορούμε και να περιοριζόμαστε στους τέσσερεις τοίχους, ούτε να ζούμε σαν εγκλωβισμένοι λεπροί στο Μωλ του Σιακόλα, επειδή η ζέστη είναι ανυπόφορη και επειδή οι επιλογές μας είναι είτε το πάρκο στρουθοκαμήλων, είτε το πάρκο γαϊδουριών, είτε το πάρκο καμήλων, είτε άλλα πέντε-έξι παρόμοια γραφικά, μηδαμινής αξίας κατά τη γνώμη μου.


Ναι, ίσως τα μωρά να μην τα βλέπουν έτσι, ίσως να απολαμβάνουν κάθε τι καινούριο. Αλλά εγώ ΠΟΣΟ ΒΑΡΙΕΜΑΙ που μπήκα στην περίοδο αναζήτησης προορισμού εκδρομής κάθε σαββατοκύριακο προκειμένου να μην γκρινιάζει το παιδί στο σπίτι. Τα έζησα στα χρόνια μου και επιστράτευσα ψυχολόγους για να τα ξεπεράσω. Άντε τώρα στο φινάλε, χάριν του γιου μου, να βολοδέρνομαι από Σκαρίνου σε Σκαρίνου! 

Τρίτη, Ιουνίου 19, 2018

Οδηγώ, Σε Σκέφτομαι Και Σου Τραγουδώ

Από τον καιρό που ήρθε στη ζωή μας ο Αλέξης (όχι ο Τσίπρας, ο δικός μας, ο καλός), δεν έχω την πολυτέλεια χρόνου που είχα προηγουμένως. Κάποιες συνήθειες καταργήθηκαν, άλλες προσαρμόστηκαν. Μία εξ αυτών, η ακρόαση μουσικής. Όπως έγραψα ξανά εδώ πριν πολλά χρόνια, για μένα η μουσική δεν είναι κάτι που παίζει στο μπαγκράουντ για να γεμίζει τις αμήχανες σιωπές. Από 15 χρονών ακούω μουσική υπό τύπον παράστασης. Ανάλογα τα κέφια και τη διάθεση επιλέγω 10-15 σχετικά τραγούδια, φτιάχνω λίστα και τα ακροάζομαι από την αρχή μέχρι το τέλος εν είδει παραστάσεως. Ενίοτε τραγουδώ μαζί με τους τραγουδιστές και αλίμονο αν με διακόψει κανείς, ειδικά για να μου πει κάτι ασήμαντο. Μικρότερος, που είχα και μεγάλους ερωτικούς νταλκάδες, όλο αυτό ήταν για μένα τεράστιο μέσο εκτόνωσης. Ολόκληρη ιεροτελεστία. Πλέον όχι και τόσο. Μόνο όταν είμαι σοβαρά τσακωμένος με τη Μπρέντα.

Με το μωρό στο σπίτι, αυτού του είδους τα «φεστιβάλ» έχουν διακοπεί. Αλλά έχουν μεταφερθεί στο αυτοκίνητο. Η βαρετή ώρα που είμαι μποτιλιαρισμένος μέσα στο αυτοκίνητο είναι πλέον ιδανική για να στήνω τις «συναυλίες» μου. Πολλές φορές φτιάχνομαι τόσο πολύ, που δεν με κόφτει και να μην ανάψει ποτέ το πράσινο στον φανοστάτη.

Το θέμα μου είναι άλλο.

Εσείς γιατί δεν τραγουδάτε; Τι καλύτερο έχετε να κάνετε; Εχτές όπως ήμουν πηγμένος στην κίνηση και κατά-μερακλωμένος με Στράτο Διονυσίου (νέα ενοχική εμμονή), παρατηρούσα τις φάτσες τις αντίθετης λωρίδας. Θλιμμένες, κρεμασμένες, έτοιμες να αυτοκτονήσουν. Απορώ. Δεν ακούτε τίποτα μέσα στο αυτοκίνητο; Μην μου πείτε κάθεστε και ακούτε κυπριακό ραδιόφωνο! Που είναι τίγκα στη σάχλα, την απανωτή διαφήμιση και το φτηνό τσιφτετέλι απ’ το μαύρο χάραμα. Εγώ δεν ακούω ραδιόφωνο. Η τελευταία φορά που είχα ακούσει ήταν όταν με πήγαινε η μάνα μου σχολείο, στα μέσα των ‘90ς. Δεν με ενδιαφέρει να μαθαίνω τι γίνεται έξω στον κόμο τις ώρες που μπορώ να ακούω τα δικά μου αγαπημένα. Και καλά κάνω, γιατί αποδεικνύεται, από φίλους που είναι ραδιοφωνικοί παραγωγοί, ότι ούτε οι ίδιοι δεν αντέχουν να ακούν τα τσιφτετέλια που τους επιβάλλει να παίζουν η διοίκηση του σταθμού. Ανοίγουν το μικρόφωνο και λένε την παπάρα τους, ύστερα βάζει ο ηχολήπτης τα σκυλάδικα και του γνέφουν να το χαμηλώσει να μην ακούνε τίποτα μέσα στο στούντιο, γιατί πονοκεφαλιάζουν. Όταν τελειώσει ο εκάστοτε Βέρτης, Οικονομόπουλος, Κιάμος και λοιποί τραγικοί, ο ηχολήπτης τους προειδοποιεί και ο εκφωνητής επανέρχεται.

Ενώ εγώ παίζω τα διάφορα μουσικά αφιερώματά μου, μετατρέπεται αίφνης όλη η καμπίνα του αυτοκινήτου σε dancefloor και μπορώ να υπομένω τα πάντα. Μα, υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να συνδυάζεις μουσική με οδήγηση; Εκτόνωση εις διπλούν. Εσείς γιατί δεν το δοκιμάζετε; Θα δείτε ευεργετικές αλλαγές στη διάθεσή σας. Και πραγματικά μου προκαλεί εντύπωση, γιατί έχω λάβει και σχόλια. Μία γνωστή με είχε δει κάποτε να οδηγώ και να τραγουδώ και μου είπε ότι «με χάρηκε», ενώ ο πατέρας μου παλιότερα που με είχε πετύχει επίσης εν εξάλλω να οδηγώ και να τραγουδώ μου είπε να το κόψω γιατί «φαίνεσαι μεγάλος καραγκιόζης». Εν πάση περιπτώσει, καταλήγω ότι για να το σχολιάζουν πάει να πει ότι τους φαίνεται παράξενο.

Εμένα πάλι μου φαίνεται παράξενο που έχετε όλοι την ίδια φάτσα, την ίδια τραγική διάθεση και δεν εκμεταλλεύεστε τον χαμένο χρόνο που τρώτε μέσα στην κίνηση ώστε να αισθανθείτε μία ελάχιστη ψυχική ανάταση.


Τι να πεις. 

Σάββατο, Ιουνίου 16, 2018

Βρυξέλλες Vol.3

Άλλο ένα μίτινγκ στις Βρυξέλλες έλαβε τέλος και εγώ δηλώνω άκρως ενθουσιασμένος και ανανεωμένος, αφού όπως έχω πει πολλάκις, μόνο εκεί αισθάνομαι ότι το μυαλό μου βρίσκει κίνητρο να συγκεντρωθεί, να ακούσει, να επεξεργαστεί πληροφορίες και να μάθει νέα πράγματα. Στην Κύπρο, ο νους μου, βρίσκεται μόνιμα στο ρελαντί, για να μην πω σε χειμερία νάρκη. Είναι τρομερά σημαντικό να αισθάνεσαι ότι οι σπουδές σου δεν πήγαν χαμένες, ότι μετράς, ότι αφοράς. Σε προσωπικό επίπεδο τουλάχιστον. Γιατί σαν Κύπρος δεν αφορούμε κανέναν, το έχω εξακριβώσει και τις τρεις φορές που παρέστην σε συνεδρίες των Βρυξελλών. Αν μπορούσαν να μας κάτσουν έξω από την αίθουσα, θα το έκαναν. Πραγματικά, λυπηρό.

Δύο πράγματα θα ήθελα να σχολιάσω.

Πρώτον, στη συνάντηση μέτρησα 28 συνέδρους. Το Λουξεμβούργο απουσίαζε, ποια να ήταν άραγε εκείνη η καινούρια φάτσα που καθόταν απέναντί μου και δεν την είχα ξαναδεί προηγουμένως; Στο διάλειμμα ήρθε να μου συστηθεί. «Im from Macedonia», μου λέει. Παναγιά μου, Παναγιά μου, παρηγόρα την καρδιά μου! Κοίτα να δεις κάτι πράγματα, ακόμη δεν υπογράφτηκε η συμφωνία για το όνομα, αυτοί άρχισαν να στέλνουν αντιπροσώπους στις Βρυξέλλες. Άρχισε ήδη η εναρμόνιση! Μια ζωή προ τετελεσμένων βρισκόμαστε. Όχι που θα μας ζητούσαν την άδεια.

«Βρε καλώς την!» λέω από μέσα μου. «Τι λέει; Καταλήξαμε στο όνομα;» ρώτησα. «Σιγά μην αποδεχτούμε εμείς τέτοια εξευτελιστική ονομασία!» μου απάντησε. «Ή θα μας λένε Μακεδονία, ή τίποτα!» Να σου πω την αλήθεια, αναθάρρεψα όταν κατάλαβα ότι μάλλον θα φέρουν εκείνοι πρώτοι τούμπα τη συμφωνία. Πήγα να το παίξω άνετος «Ε, ναι, θα ήταν άδικο να εγκριθεί όνομα που ούτε η ελληνική πλευρά θέλει. Ας μείνει η κατάσταση μετέωρη μέχρι νεοτέρας. Ας συνεχίσουμε με το ΠΓΔΜ και βλέπουμε». Εκεί τα πήρε. «Δεν καταλαβαίνω προς τι η εμμονή με το Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας! Γιατί δεν αποκαλείτε αντίστοιχα και τη Σερβία ως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Σερβίας ή την Κροατία ως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Κροατίας;»

Αντιλαμβάνεστε που έμπλεξα. Η γυναίκα δεν αντιλαμβάνεται ούτε την ουσία του προβλήματος, ούτε καν το μέγεθός του. Νομίζει ότι τους στοχοποιούμε άνευ λόγου και αιτίας. Το ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει νομούς που να ονομάζονται Σερβία ή Κροατία απλά της διαφεύγει. Τι να πεις. Ήπιαμε και φάγαμε σε πολύ καλό κλίμα πάντως, ήταν φιλικότατη και πολύ ευχάριστη σαν άνθρωπος. Ως εδώ φτάνει η ανοχή μου με τους «εχθρούς». Με Τούρκους ούτε καλημέρα δεν μπορώ να ανταλλάξω.

Άλλο θέμα!

Πώς έχουν γίνει έτσι οι Βρυξέλλες; Περπατούσα στο κέντρο κι αν δεν ήταν τα γαλλικού τύπου κτήρια να με περιβάλλουν, θα έβαζα στοίχημα πως βρίσκομαι στη Σαουδική Αραβία. Τι μαντίλα και κακό ήταν αυτό; Τι φερετζές και μπούρκα κυκλοφορεί στους δρόμους, Θέ μου; Πραγματικά, το θέαμα είναι ανατριχιαστικό και ανησυχητικό. Παντού γυναίκες με μαντίλα. Από έφηβες που κυκλοφορούν σε τσούρμο, μέχρι μητέρες με τα παιδιά τους.

Απορώ. Όλες αυτές δεν πήραν χαμπάρι πού ήρθαν να ζήσουν; Δεν βλέπουν τις χειραφετημένες ευρωπαίες τριγύρω να εμπνευστούν; Να διερωτηθούν τι δεν πάει καλά; Να τους μπει η υποψία, έστω, ότι μπορούν να ζήσουν και χωρίς να τυλιχτούν σαν σκιάχτρα αυτά τα αηδιαστικά σάλια; Εγώ στην Αγγλία, τόσες φίλες μουσουλμάνες είχα, και το πρώτο πράγμα που έκαναν μόλις πέρασαν στο πανεπιστήμιο ήταν να απαλλαγούν από τη μαντίλα και τα ήθη του Ισλάμ. Αυτές γιατί επιμένουν; Είναι ηλίθιες; Ρητορικόν το ερώτημα.

Πραγματικά, σιχαίνομαι. Ανακατσιώ, για να το πω κυπριακά και πιο εμφατικά. Και ούτε μπορώ να διανοηθώ πώς θα διαχειριστώ αντίστοιχη κατάσταση στην Κύπρο. Ήδη τις προάλλες είδα μία γυναίκα να περπατεί καλυμμένη από πάνω μέχρι κάτω με τζίχαμπ (έτσι δε λέγεται εκείνο το κιλίμι όπου μόνο τα μάτια διακρίνονται;) στην Έγκωμη παρακαλώ, απέναντι από τα παγωτά του Παπαφιλίππου! Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε. 

Και μην τυχόν ακούσω παραλληλισμό με τις Χριστιανές και το σταυρουδάκι από κανέναν αριστερό και χαλάσουμε τις καρδιές μας σαββατιάτικα. Και το σταυρουδάκι το βρίσκω μπανάλ, φυσικά. Όλα τα θρησκευτικά σύμβολα τα θεωρώ μπαναλαρίες. Αλλά τουλάχιστον το σταυρουδάκι είναι διακριτικό και φοριέται σαν κόσμημα. Δεν καθορίζει, ούτε αλλοιώνει την εμφάνισή σου. Δεν είναι το ίδιο. Αν επρόκειτο για σταυρό-γίγαντα που τον φορούσες στο κεφάλι σαν το κέρατο και εξέπεμπες ψυχική διαταραχή, τα ίδια θα έγραφα.


Είναι η Τρίτη φορά που πάω στις Βρυξέλλες φέτος. Απομένουν άλλες δύο μέχρι το τέλος της χρονιάς. Στις Βρυξέλλες δεν είχα πάει ποτέ μέχρι τα 35 μου. Φέτος πήγα όσες φορές δεν έχω πάει ούτε στην Ισπανία που είναι κι από τις αγαπημένες μου χώρες. 

Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2018

Κύπριοι Και Μυθοπλασία

Μια φορά, πριν δέκα χρόνια, που δούλευα στα διαφημιστικά γραφεία και έγραφα σενάρια για διαφημίσεις, μου είχαν αναθέσει να σκεφτώ μία ιδέα για σενάριο ενός τυχερού παιχνιδιού. Δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο πελάτης και ποιο ακριβώς ήταν το παιχνίδι. Οι οδηγίες πάντως, αφορούσαν στην μεγάλη αλλαγή που γίνεται στη ζωή σου άπαξ και κέρδιζες το συγκεκριμένο λαχείο. Αν ήταν λαχείο δηλαδή, και όχι κάποιο άλλο παιχνίδι τύπου τζόκερ, λόττο, προ-πο, κτλ.

Θυμάμαι ότι είχα προτείνει ένα υπέροχο, για τα δεδομένα μου, σενάριο στο οποίο ο πατέρας της οικογένειας κρατούσε στα χέρια του το λαχείο, επιβεβαίωνε από την τηλεόραση ότι κέρδισε τον πρώτο λαχνό και αρχίζει να φιλιέται / αγκαλιάζεται με την οικογένειά του πανηγυρίζοντας έξαλλα στο σαλόνι. Στην αμέσως επόμενη σκηνή ο πατέρας έχει φορτώσει στο αυτοκίνητό του τα πράγματά του και εγκαταλείπει το σπίτι του για να πάει να τα φάει μόνος του. Η υπόλοιπη οικογένεια στέκεται στο κατώφλι του σπιτιού και κλαίει με λυγμούς. Για να μην φανεί σεξιστικό (έχουμε και αυτές τις υστερίες στην εποχή μας), πρότεινα αντίστοιχη εκδοχή του σεναρίου με τη μητέρα να εγκαταλείπει το σπίτι ενθουσιασμένη που φεύγει να τα φάει μόνη της.

Όπως ήδη καταλάβατε, το σενάριο αυτό είχε γίνει ανάρπαστο στους διαδρόμους του γραφείου. Σε όποιον το περιέγραφα έσκαζε στα γέλια. Δυστυχώς όμως, απορρίφθηκε πριν καν παρουσιαστεί στον πελάτη επειδή «ήταν προκλητικό». Προκλητικό επειδή, όπως μου εξήγησαν, το ενδεχόμενο εγκατάλειψης παίζει πολύ στην κυπριακή κοινωνία και δεν μπορούμε να σπάμε πλάκα στην πλάτη του άλλου. Εγώ βέβαια, δεν ξέρω κανέναν που να εγκατέλειψε την οικογένειά του επειδή κέρδισε το λαχείο. Έχω ακούσει ιστορίες για κόσμο που έφυγε επειδή βρήκε γκόμενα/ο, ή επειδή ο γάμος ήταν προβληματικός εξ αρχής. Αλλά ποτέ δεν άκουσα για κάποιον που διέλυσε οικογένεια επειδή κέρδισε πολλά λεφτά. Πώς είναι δυνατόν να ταυτιστείτε με κάτι τόσο απόμακρο; Εν πάση περιπτώσει, η διαφήμιση δεν είναι και κανένα χολλιγουντιανό σενάριο ώστε να χρήζει ιδιαίτερης φιλοσοφίας στην Κύπρο, οπότε δεν καθίσαμε να επιχειρηματολογήσουμε περαιτέρω. Απορρίφθηκε με συνοπτικές και κάθισα και σκέφτηκα κάτι άλλο, πιο retard-friendly για να λάβει έγκριση.

Επιβεβαίωσα γι’ άλλη μια φορά, όμως, πως είμαστε ηλίθιος λαός.

Αυτό, που πρέπει να προσέχουμε τι θα πούμε γιατί κάποιος δυνατόν να ταυτιστεί με το σενάριο και να ενοχληθεί, μόνο στη χώρα μας το συναντώ. Να θεωρούμε τον μέσο τηλεθεατή τόσον ανίκανο να διαχωρίσει τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα και να φοβόμαστε να μιλήσουμε, μην τυχόν και το πάρει προσωπικά και θιχτεί. Κι εδώ που τα λέμε πόσοι θα θιχτούν από το πιο πάνω σενάριο και θα θέλουν να σπάσουν την τηλεόραση; Πέντε δέκα γραφικοί; Είναι δυνατόν για χάρη αυτών των πέντε-δέκα γραφικών να πέφτει λογοκρισία σε κάτι που αποτελεί προϊόν φαντασίας;

Φυσικά το πρόβλημα είναι ευρύτερο, δεν αφορά μόνο στις διαφημίσεις. Ο Κύπριος γενικώς θίγεται. Για παράδειγμα είχα κάποτε γράψει εδώ σε ένα κείμενο ότι «ο τάδε είναι καθυστερημένος» και έλαβα σχόλιο από αναγνώστρια που έλεγε «εγώ που έχω παιδί αυτιστικό, πώς πρέπει να εκλάβω την αναφορά σας σε «καθυστερημένους;» Το ότι η λέξη ως επίθετο υφίσταται ως έκφραση χρόνια τώρα βέβαια, το παραβλέπουμε. Ας δεχτώ, όμως, για χάρη συζήτησης το αδόκιμο της έκφρασης. Απορώ: Είναι τόσο δύσκολο να διαχωρίσεις την προσωπική σου κατάσταση απ’ αυτή του συγγραφέα; Είναι τόσο δύσκολο να πιάσεις τη διάθεση με την οποία κάτι γράφεται; Πόσες φορές εγώ διαβάζω κάτι που με αφορά αλλά σέβομαι την οπτική γωνία του άλλου; Θα μπορούσα, για παράδειγμα, να θίγομαι όποτε ακούω κάποιο αστείο που να αφορά στους «ψηλούς και άχαρους». Θα μπορούσα να θίγομαι για τα στερεότυπα που αφορούν στους «φαν της γιουροβίζιον» ή στους «φαν της Άννας Βίσση». Γιατί δεν σκίζω τα ιμάτιά μου; Γιατί έχω αποδεχτεί το ποσοστό αλήθειας που αναλογεί στο κάθε τι που λέγεται, και από αυτόν που το λέει. Και προπάντων, δεν προβάλλω τον εαυτόν μου στα λεγόμενά του. Δεν λέω ότι είναι εύκολο αυτό. Λέω ότι στο 2018 θα έπρεπε να είχαμε όλοι εξασκηθεί και να είχαμε εξοικειωθεί με τον εαυτόν μας. Για να μην εξαρτάται η διάθεσή μας από το εκάστοτε σχόλιο, κακεντρεχές ή όχι.

Στις πρόβες που κάνουμε με τη θεατρική ομάδα για το νέο έργο που θα παίξουμε τον Νοέμβριο έχουμε μία συζήτηση κατά πόσον πρέπει να αλλάξουμε μία ατάκα του έργου που λέει «εντάξει, δεν τον είπαμε και ανάπηρο!» Η ομάδα θεωρεί πως η συγκεκριμένη ατάκα είναι προσβλητική και πρέπει να αλλάξει. Πες και πες, άρχισα κι εγώ να πιστεύω ότι μπορεί να ακουστεί βαριά στα αφτιά των θεατών. Αλλά γιατί; Έτσι γράφτηκε το έργο, σε μια εποχή που ήταν όλα πιο χύμα, αυτό ήθελε να πει ο συγγραφέας, ας έχει το κοινό λίγη κρίση να αντιληφθεί γιατί το έγραψε όπως το έγραψε. Κάποιοι πρότειναν να το κάνουμε «εντάξει, δεν τον είπαμε και καμπούρη!» Αλλά απορώ, με την ίδια λογική δεν πρέπει να το αποφύγουμε για να μην θιχτούν τυχόν καμπούρηδες που θα υπάρχουν στο κοινό; Που σταματά αυτή η υστερία;

Το 2016 ανεβάσαμε το «Η Γυνή Να Φοβήται Τον Άντρα» και υπήρξε θεατής που με το τέλος της παράστασης μου σχολίασε πως «δεν είναι αυτές συμπεριφορές για να αναπαράγονται στη σκηνή» (επειδή δεν μπορούσε να δεχτεί ότι η Ελενίτσα ήθελε να βάλει στεφάνι για να καταξιωθεί κοινωνικά). Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου, θα μου πεις. Να βλέπει ο καθένας ό,τι του συμφέρει. Άσχετα αν το 90% των θεατών είδε μία ιστορία αγάπης ενός ζευγαριού που το καταδυνάστεψαν οι κοινωνικές επιταγές και εν τέλει επιβίωσε.  Ο κύριος στάθηκε στο «η γυνή πρέπει να βάλει στεφάνι με το ζόρι». Το ότι το έργο γράφτηκε τη δεκαετία του 1950-1960, δεν έκρουσε κανένα καμπανάκι στον κύριο. Έκρουσε μόνο εγκεφαλικά κύτταρα. Εν έτει 2018 υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν ότι αυτά τα έργα δυνατόν να επηρεάσουν τα νέα ήθη.

Εν είδει χιούμορ μια άλλη φίλη ήθελε να γράψουμε στο πρόγραμμα της παράστασης ότι «σαν ομάδα δεν υιοθετούμε το αντι-φεμινιστικό πνεύμα του έργου» για να αποφύγουμε τυχόν αρνητικές αντιδράσεις από το κοινό. Εκεί θα φτάναμε!

Πιο παλιά, το 2009, είχαμε παίξει ένα άλλο έργο στο οποίο μία τρελή θεία περιέγραφε στο κοινό με κάθε λεπτομέρεια και πολλή γλαφυρότητα πώς επήλθε ο θάνατος του γιου της σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Οι περιγραφές ήταν όντως πολύ σοκαριστικές, αυτός ήταν άλλωστε κι ο σκοπός του έργου. Θυμάμαι που έλεγε σε κάποια ατάκα "είδαμε και πάθαμε να ξεκολλήσουμε από το κρανίο του το τριαξωνικό που το διαπέρασε", κι άλλα τέτοια. Είχα μία φίλη-θεατή που μου είπε ότι ενοχλήθηκε από τις αναλυτικές περιγραφές του ρόλου, γιατί είχε χάσει και η ίδια δικό της άνθρωπο σε τροχαίο και εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να δεκτεί ότι κάποιοι διακωμωδούσαν ανάλογη κατάσταση. Δεν μπορούσε να δεκτεί ότι σε μία κωμωδία συμβαίνουν κι αυτά. Ήθελε να αποχωρίσει από το θέατρο. 

Εντάξει, από πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις. Λες και υπάρχει θεατρικό έργο που να είναι πολιτικώς ορθό. Αφού το θέατρο είναι το ακριβώς αντίθετο. Το θέατρο είναι ο ορισμός της πολιτικής «ανορθότητας». Γιατί ακριβώς ο θεατής πρέπει να κρίνει μόνος του τα κακώς έχοντα στο θέαμα και να απορρίψει ό,τι θεωρεί βλαβερό. Μόνο στην Κύπρο θεωρούμε ότι πρέπει να σας τα ταΐσουμε «κουτσιά καθαρισμένα» για να πιάσετε το «σωστό» μήνυμα. Όπως κάνουν οι προπαγανδιστές στα καθυστερημένα, άτομα χαμηλότερου δείκτη νοημοσύνης.

Στα ίδια καταλήγουμε. Κόσμος άκριτος! Ανίκανος να εκτιμήσει το μαύρο χιούμορ. Ανίκανος να μην προβάλει τον εαυτό του μέσα από αυτό που διαβάζει ή βλέπει. Κόσμος που για να εκτιμήσει το θέαμα πρέπει να του το μεταφράσουν στη κυπριακή διάλεκτο. Γιατί οι Ρέππας – Παπαθανασίου ανήκουν στην κατηγορία του Αισχύλου και του Ευρυπίδη. Δεν βγάζει νόημα το «Φούστα-Μπλούζα» αν δεν του αλλάξει τα φώτα η Αρτεμίου να γίνει πιο αντιληπτό.

Κόσμος άκριτος, ανίκανος και καθυστερημένος. Αυτό είναι η πλειοψηφία της Κύπρου. 

Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2018

Αναπάντεχος Θησαυρός

Δεν ξέρω ποιος Θεούλης ανέβασε το πιο κάτω βίντεο, έχει πάντως μία βδομάδα που το ανακάλυψα και το παρακολουθώ ανελλιπώς. Ένα βίντεο, μία ιστορία ολόκληρη. Πρόκειται για συναυλία της Άννας Βίσση στην Κύπρο, το έτος 1988, συνοδεία της χορωδίας της Λαϊκής Τράπεζας με μαέστρο τον Δώρο Γεωργιάδη. Ένας θησαυρός!

Αξίζει να το παρακολουθήσετε ακόμη κι αν δεν είστε θαυμαστές της Βίσση για χίλιους δυο λόγους:

Πρώτον, βρίσκω τρομερά ενδιαφέροντα τα όσα μπορούν να ειπωθούν για την εποχή και τη ζωή στην Κύπρο τη συγκεκριμένη δεκαετία. Ο κόσμος κοινωνικοποιούνταν στις χορωδίες. Ήταν σπουδαία ενασχόληση. Είχαν όλες το ίδιο μαλλί-αφάνα και φαίνονταν διακοσίων χρονών, ασχέτως αν οι περισσότερες διένυαν την πρώτη τους νιότη. Ήταν διάχυτη η κυπριακή αγνότητα. Καμάρωναν άπαντες πως τραγουδούσαν με την Άννα Βίσση, την Κύπρια που πέτυχε το ελληνικό όνειρο χιλιάδων συμπατριωτών μας, ήτοι να απεκδυθεί την μιζέρια της νήσου της και να διαπρέψει εν Αθήναις ως πρώτο όνομα στον τομέα της.

Λατρεύω το πώς στέκονται όλοι σούζα μπροστά στους γκεστ καλαμαράδες οι οποίοι εκθειάζουν την ομορφιά των Κυπρίων γυναικών, των χαλλουμιών και των σεφταλιών. Τα αβίαστα γέλια στα οποία ξεσπά η χορωδία στο άκουσμα των πιο πάνω υπό άλλες συνθήκες θα με εκνεύριζε ως ένδειξη βλαχιάς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως το βρίσκω τρομερά χαριτωμένο.




Το στιγμιότυπο στο οποίο αναφέρομαι αρχίζει στο 1:28',00'', αλλά αν δεν βαριέστε, αξίζει να δείτε όοοολη τη συναυλία!

Δεύτερον, ήταν μία συναυλία στην οποία παρευρέθηκε ο Καρβέλας. Όπως πιθανόν γνωρίζετε, ο Καρβέλας έχει φοβία με τα αεροπλάνα και ταξιδεύει πάντα με αυτοκίνητο. Τω καιρώ εκείνω, όμως, η Βίσση με το ζόρι τον τραβολογούσε στην Κύπρο μέσω ατμοπλοΐας. Από τον καιρό που χώρισαν δεν ξαναπάτησε το πόδι του. Καημό το είχα (και το έχω) να τους δω ζωντανά μαζί -γιατί εγώ έχω ένα θέμα με τα ζευγάρια που αγαπώ, αρνούμαι να δεχτώ ότι χώρισαν. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη συναυλία μας έκανε την τιμή είναι από μόνο του αξιοπρόσεκτο.

Τρίτον, θα ακούσεις τραγούδια που πλέον σπάνια τα λέει στις συναυλίες της, όπως τον Δρόμο (συνοδεία χορωδίας είναι σαν άσμα παραδείσιο), τις Εφημερίδες (που μετά το ξεπατίκωσε ο Τόνυ Κονταξάκης που σημειωτέον παίζει ηλεκτρική κιθάρα μαζί της, και το μετέτρεψε στο «Εσένα Περιμένω», με το οποίο έκανε μεγάλο σουξέ η Δέσποινα Βανδή 8-9 χρόνια μετά), το γιουροβιζιακό Μόνο η Αγάπη, το ακριβοθώρητο 1988 Και Ακόμα Σ’ Αγαπώ, το Χούλα Χουπ κι άλλα ελαφρά σουξέ της εποχής. Φωνή καμπάνα, όπως και σήμερα βεβαίως, το στυλ ένα δράμα αλλά αυτά ήταν τα ‘80ς, γενικότερα πρόκειται για μία συναυλία κειμήλιο.