Όταν το 1987 πέθανε ο παππούς μου, η μάνα μου μας είχε
πει να μην πάθουμε σοκ όταν θα αντικρίζαμε τη γιαγιά μου στεναχωρημένη και
μαυροφορεμένη όταν θα πηγαίναμε σπίτι της. Ότι ήταν λογικό να αισθάνεται άσχημα τη μέρα της κηδείας (στην
οποία φυσικά δεν θα παρευρισκόμασταν εμείς), και θα έπρεπε να δείχναμε
κατανόηση. Να συνηθίζαμε την αλλαγή της κατάστασης στην κατά τα άλλα πάντα χαρούμενη γιαγιά μας. Όταν φτάσαμε στο σπίτι της, μπήκαμε αθόρυβα στο καθιστικό
και θυμάμαι ότι πρόλαβα να τη δω για κάποια δευτερόλεπτα να κάθεται στον καναπέ και να
κλαίει, σκουπίζοντας τα δάκριά της με ένα χαρτομάντιλο.
Μέχρι και σήμερα θυμάμαι τη μεταβολή στη διάθεσή της με
το που μπήκαμε στο δωμάτιο και αντιλήφθηκε την εκεί παρουσία μας. Ούτε πως είχε
χάσει άντρα. Να ‘ταν κι άλλος! Με το που μας είδε σηκώθηκε πάνω, φώναξε ένα «αγάπες
μου», πέταξε και το χαρτομάντιλο, ή μάλλον το έκρυψε τεχνηέντως ώστε να μην το
παρατηρήσουμε και μας έσφιξε στην αγκαλιά της. Δεν την ξαναείδα να κλαίει
εκείνη τη μέρα. Και το συμβάν, παρ’ ότι ασήμαντο, εντυπώθηκε στη μνήμη μου
γιατί δεν πίστευα ποτέ ότι μπορεί το πένθος να παραμεριστεί στη θέα ενός ή δύο
παιδιών. Εγγονιών ή τέκνων.
Σήμερα βίωσα ακριβώς το ίδιο πράμα από την ανάποδη. Ήμουν
στη δουλειά κάτωχρος, απηυδησμένος, καθισμένος στην καρέκλα μιας φίλης συναδέλφου
και έβριζα. Έβριζα, έβριζα, έβριζα, δεν χόρταινα να βρίζω. Γύρευα χώρα να
μεταναστεύσω, έψαχνα τον χάρτη να δω πού θα πάμε οικογενειακώς. Γιατί και ο χειρότερος
άνθρωπος στον κόσμο δεν αξίζει να ζει σ’ αυτή τη χώρα-κοτέτσι. Και εκεί που
είχα ανεβάσει πίεση 350, εκεί που έκανα μνημόσυνο στα χρόνια των σπουδών μου και στα
πτυχία μου, άνοιξα το κινητό και είδα τυχαία μια φωτογραφία του γιου μου.
Και χαμογέλασα, και έγιανα, είπα από μέσα μου ένα αυθόρμητο «αγάπη
μου» όπως εκείνο που είπε η γιαγιά μου το 1987 και τα ξέχασα όλα. Μεγάλο
φάρμακο.
Κατ’ ακρίβειαν, ΤΟ φάρμακο.
Χαμογέλασα και εγω
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστω :)
Cloudia
Δεν θέλω να φανταστω τι θα κάμεις την πρώτη φορά που θα ακουσεις παπα!!! ΧΧΧΧΧ
ΑπάντησηΔιαγραφή