Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2016

Με Όνομα Βαρύ Σαν Ιστορία

Η συμφωνία ήταν απλή. Σε περίπτωση που κάναμε κόρη θα επέλεγε το όνομα της η Μπρέντα, ενώ σε περίπτωση που θα κάναμε γιο θα επέλεγα το όνομά του εγώ.

Αυτές οι συμφωνίες εμένα δεν μου πολυαρέσουν, γιατί πιστεύω ότι το όνομα του παιδιού, ως καρπός του έρωτα του ζευγαριού πρέπει να αποφασίζεται από κοινού. Αλλά λόγω του ότι η Μπρέντα πάντα ήθελε να βγάλει το όνομα της μητέρας της και δεν το διαπραγματευόταν, το να διαλέξω εγώ το όνομα του γιου μου ήταν τουλάχιστον δίκαιο.

Όπερ και εγένετο.

Από τη στιγμή που διαφάνηκε το πουλάκι του μωρού στο ultrasound και βεβαιωθήκαμε για το φύλο, άρχισα να ψάχνω το όνομα του γιου μου. Το όνομα του πατέρα μου δεν έπαιζε, παρόλο που μας άφησε χρόνους, καθότι πρόκειται για τραγικότατο όνομα από κάθε άποψη και δεν ήθελα να βαραίνει το παιδί μου για όλη του τη ζωή. Χώρια που θεωρώ το έθιμο του να παίρνει το παιδί σου το όνομα του πατέρα σου ή της μάνας σου μπανάλ από κάθε άποψη και εύχομαι κάποτε να εκλείψει.

Τέλος πάντων. Εκεί ξεκίνησε μία οδύσσεια που διήρκησε 5 μήνες και κάτι. Δεν μπορούσα να καταλήξω στο όνομα. Σου το ορκίζομαι: Το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να σου πουν «διάλεξε ό, τι όνομα θέλεις». Δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Θυμήθηκα κάτι εποχές που ήμουν 5-6 χρονών, με έπαιρνε η γιαγιά μου στον «Μαύρο» και μου έλεγε «διάλεξε όποιον He-Man θέλεις για τα γενέθλιά σου» και έμενα να χάσκω μπροστά στο ράφι με τα παιχνίδια ώρες ολόκληρες αναποφάσιστος.

Τον γιο μου ήθελα να τον ονομάσω «Έλλην». Έλληνα δηλαδή. Για προφανείς λόγους. Ζώντας σε μία χώρα που οδεύει ακάθεκτη προς την ισλαμοποίηση, ήθελα να δώσω στον γιο μου ένα όνομα που να τρίβει στη μούρη του άλλου την παιδεία που θα του έδινα. Εκτός αυτού, έψαξα το ζήτημα και έμαθα ότι ο Έλλην δεν είναι απλά το όνομα του κατοίκου της Ελλάδας αλλά επίσης πρόκειται και για μυθολογικό πρόσωπο. Ο Έλλην ήταν ο γενάρχης των Ελλήνων, γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, πατέρας του Αίολου, του Ξούθου και του Δώρου. Δεν τον λες και πρώτη φίρμα, αλλά εκπέμπει μια λεβεντιά που θα τη ζήλευαν και τα σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά.

Σε όποιον ανακοίνωσα την πρόθεσή μου να τον ονομάσω Έλληνα, έκανε ένα αποδοκιμαστικό μορφασμό που δεν μπορώ να τον περιγράψω με λέξεις. Ακόμη και φίλοι μου που αγαπούν τα αρχαιοελληνικά ονόματα με αποθάρρυναν με το σκεπτικό ότι όταν πάει στο σχολείο θα τον κοροϊδεύουν για το όνομά του. Το γελοίον του πράγματος είναι ότι ουδείς παραξενεύεται όταν ακούει κάποιον με το όνομα Κύπρος (ασχέτως αν προέρχεται από το Κυπριανός και όχι από τη νήσο Κύπρο) ή ακόμα το ανεκδιήγητο θηλυκό όνομα «Κυπρούλα», τα οποία προσωπικά θεωρώ γελοιωδέστατα ονόματα. Επειδή τα συνήθισαν. Δυστυχώς, όλοι ανεξαιρέτως δυσανασχέτησαν με το Έλληνας και απογοητεύτηκα τα μάλα με τη μαζική του απόρριψη.

Εγώ όποτε ακούσω τη λέξη Έλληνας θυμάμαι τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, την Πατουλίδου, τον Δήμα, την Κορακάκη, τον Πετρούνια, τον Μίκη Θεοδωράκη, την Κάλλας, τον Παπανικολάου, τόσους και τόσους που υπηρέτησαν την επιστήμη ή την τέχνη τους επιστρατεύοντας πανανθρώπινες αξίες όντας Έλληνες επί της ουσίας. Πώς είναι δυνατόν να μορφάζεις στο άκουσμα τους; Εκεί μας κατάντησαν, κύριοι!

Πραγματικά, λυπηρό. Κι όμως, επειδή όπου το συζήτησα η αντίδραση ήταν αρνητική παραδέχτηκα ήττα και αναζήτησα κάτι άλλο από το Έλληνας.

Λόγω του ότι η αρχαία Αθήνα παραμένει η αγαπημένη μου ιστορική περίοδος και λόγω του ότι τόσο εγώ, όσο και η Μπρέντα σπουδάσαμε νομική, σκέφτηκα να του δώσω το όνομα κάποιου αρχαίου νομοθέτη. Το Σόλωνας δεν μου αρέσει, το Δράκων απορρίφθηκε φυσικά, απέμεινε το Λυκούργος που μου θυμίζει κάποιον άλλον, και το υπέροχο κατ’ εμέ, Κλεισθένης. Κλεισθένης! Τι ωραίο όνομα! Ο νομοθέτης που έφερε τη Δημοκρατία στην Αρχαία Αθήνα. Τι ωραιότερο θα μπορούσε να κατεβάσει η κούτρα μου; Άσε που και ετυμολογικά το όνομα «λέει». Κλέος + Σθένος. Δηλαδή, η δύναμη της δόξας! Κάβλα!

Όπως ορθά φαντάστηκες, σε όποιον έλεγα ότι σκέφτομαι να ονομάσω τον γιο μου Κλεισθένη μου έλεγε ότι το όνομα παραπέμπει σε «κλύσμα». ΟΚ. Τι να πεις. Τόσες είναι οι γνώσεις του Κυπραίου, τόσες θα παραμείνουν, δεν μπορώ να αναμένω ότι θα εκτιμηθεί η προσπάθεια. Τι κι αν τους εξηγούσα ότι ο Κλεισθένης ήταν νομοθέτης και έφερε τη Δημοκρατία, ουδόλως τους κέρδιζα. «Θα φάει πολύ μπούλινγκ στο σχολείο αν τον βγάλετε Κλεισθένη!» έλεγαν όλοι μ’ ένα στόμα. Μα από πότε αφήνουμε το μπούλινγκ να επιβάλλει τους κανόνες του στην ονοματοδοσία του μωρού μας; Και κατά τα άλλα έτσι θα το πολεμήσουμε; Υπακούοντας στις επιταγές του; Αίσχος.

Το Κλεισθένης δεν το απέρριψα αμέσως. Όλο το καλοκαίρι το επεξεργαζόμουν. Μάλιστα, άρχισα να το διαδίδω από ‘δω και από ‘κει ώστε να το συνηθίσει ο κόσμος και να μην του έρθει σαν κεραυνός εν αιθρία όταν τελικά θα το ανακοίνωνα. Και κάπως έτσι φτάσαμε στο σημείο να το αγαπήσουμε. Αποκαλούσαμε την κοιλιά της Μπρέντας ‘Κλεισθένη’ και γελούσαμε. Τον κοιτάζαμε στο ultrasound και τον προσφωνούσαμε χαριτολογώντας «Κλεισθενάκο». Μέχρι και έρευνα στο Facebook έκανα, να δω πόσοι Κλεισθένηδες υπάρχουν. Στο τσακ ήμουν να τους στείλω μήνυμα και να τους ρωτήσω «πόσα ψυχολογικά προβλήματα έχετε που σας βάφτισαν Κλεισθένη;» Να ξέρουμε, ρε παιδί μου! Να δούμε μήπως τελικά το σώσουμε.

Τώρα θα μου πεις, αφού λύσσαξες να δώσεις στον γιο σου αρχαιοελληνικό όνομα, γιατί δεν κατέφυγες στην πεπατημένη του ομηρικού ήρωα να ξεμπερδεύεις μια και καλή; Μα, ακριβώς φίλε μου, επειδή κατάντησε όχι μόνο πεπατημένη, αλλά χιλιοπεπατημένη! Μία βόλτα στα νηπιαγωγεία να πας, τα μισά αγοράκια τα λένε Οδυσσέα, Αχιλλέα, Ιάσωνα, Ηρακλή και Θησέα. Ανακάλυψε ο λαουτζίκος την μυθολογία; Όχι βέβαια… την τύφλα του δεν ξέρει. Απλώς κάποιος τους σφύριξε ότι αυτά είναι τώρα στη μόδα και έσπευσαν άπαντες να την υπηρετήσουν.

Για να μαθαίνεις, δύο είναι οι κυπριακές τάσεις στην ονοματοδοσία εν έτει 2016:  Αν, Θεός φυλάξει, ο οικογενειακός κλοιός σφίγγει γύρω σου επιβάλλοντας σου να ονομάσεις το άξιον τέκνον σου κάτι κοινότοπο, μπορείς να κάνεις μία περίτεχνη και σοφιστικέ ανατροπή μετατρέποντας τον Γιώργο σε «Γιώργη», τον Μιχάλη σε «Μιχαήλ» και τον Γιάννη σε «Ιωάννη» -αν και το τελευταίο δεν το λες και καινούριο.

Η δεύτερη τάση είναι το πομπώδες μυθολογικό όνομα. Περσέας, Αίαντας, Ιάσονας! Μόνο στο πάρκο απέναντι από το σπίτι μας, υπάρχουν δυο παιδάκια διαφορετικών οικογενειών που λέγονται Αίαντες! Και λέγονται Αίαντες επειδή οι μανάδες τους βλέπανε φανατικά «Δυο ξένους». Όχι για κανέναν πιο πνευματικό λόγο. Όπως αντίστοιχα και το Ιάσωνας, που πηγάζει από την αγάπη των μανάδων, (γεννηθεισών τη δεκαετία του ’80) για τον Jason Donovan. Μη φανταστείτε ότι ξέρει καμιά από όλες αυτές τις καημένες ποιοι ήσαν οι Αργοναύτες, τι ήταν το χρυσόμαλλο δέρας και κατά που πέφτει η Αργολίδα.

Α, έχω να σου μεταφέρω επικό, πραγματικό διάλογο επί τούτου:

-      Πώς θα βαφτίσετε το αγοράκι σας;
-      Jason!
-      Ιάσωνα δηλαδή…
-      (σε πλήρη άρνηση, η μαντάμ) Jason!
-      (επιμένω εγώ) Ιάσωνα δηλαδή!
-      (Παραδομένα) Ε, ναι.

Έμαθαν και το Τζέησον οι ως προχτές Μαρούλλες της χώρας!

Μην μιλήσω για το «Μάξιμος!»

Το Μάξιμος έχει καταντήσει η ονείρωξη της άβερετζ μαννοχωρκάτισσας. Δεν έμεινε κοκότα για κοκότα που να μην έβγαλε τον γιο της Μάξιμο. Από τότε που ο Κωστόπουλος το λάνσαρε στον γιο του, όλες μα όλες ακολούθησαν. Μα, πόσο αλαζονικό να φωνάζεις τον γιο σου Μάξιμο; Είναι σαν να τον φωνάζεις Θεό. Τόσο εκτός ορίων. Πόσο μάλλον όταν δεν μοιάζει και με Μάξιμο αλλά με… Ελάχιστο. Μία φίλη μου που διδάσκει σε Δημοτικό Σχολείο μου είπε ότι υπάρχει πλέον ένας Μάξιμος σε κάθε τάξη.

Πέραν του ότι τα μυθολογικά ονόματα έγιναν μόδα και δη κυπριακή, άρα κάηκαν από χέρι, έχω ακόμα μία ένσταση όσον αφορά τη χρήση τους. Πρέπει να πείθουν. Δεν μπορεί να σε λένε Ηρακλή αν δεν γεννηθείς με six-pack, φαρδιές πλάτες και το λιοντάρι της Νεμέας για ζακέτα. Δεν είναι δυνατόν να σε λένε Περσέα αλλά να είσαι μια σταλιά μαμμόθρευτο. Επίσης, πώς θα πείσεις ως Θησέας χωρίς να έχεις πιάσει τον Μινώταυρο απ’ τα κέρατα στη ζωή σου; Πώς θα πείσεις ως Ιάσων αν δεν έχεις μακριά, πυρόξανθα μαλλιά; Το όνομά σου, αν θα είναι επικό, πρέπει και να το υποστηρίζεις με το όλο στιλ σου.

Με τούτα κατά νου, είδα και έπαθα να καταλήξω. Κοίταζα σε βιβλία αλλά και σε online forums τα πάντα. Όλα μου θύμιζαν κάτι ή κάποιον που με ξένιζε. Το Ορφέας – σουβλάκια, το Έκτωρ – τον σκύλο του κολλητού μου, το Μύρων – τον Πρόεδρο του Ανωτάτου, το Πλάτωνας και Αριστοτέλης την Καίτη Γαρμπή, το Φοίβος – α, πα, πα, πα εγώ είμαι του Καρβέλα, το Πάτροκλος την Έλενα Πατρόκλου, το Λεωνίδας έναν που δεν χωνεύω, το Λέοντας εκείνον που κέρδισε το X- Factor, το Αγαμέμνωνας ακούγεται too much, το Μένανδρος θα καταντήσει σκέτο -Άνδρος στην Κύπρο, το Μενέλαος περιέχει το «λαός» - πολύ μακριά από την αστική μας τάξη, το Ίκαρος πολύ σέξι αλλά με τραγικό φενγκ σούι, χώρια που δεν πάει και με το επίθετό μου, Φίλιππος είναι ο ανιψιός μου, Στέφανος ο γιος του ξαδέλφου μας, μα τι να σου πω, δεν έμεινε όνομα που δεν το κοίταξα. Πώς στα κομμάτια να τον βγάλουμε! Νοστράδαμο;

Μιας που δεν έβγαζα άκρη με τα αρχαιοελληνικά, είπα να ανοίξω τους ορίζοντές μου και να κοιτάξω στα ρωμαϊκά. Μα, όλα τα ρωμαϊκά είχαν ελληνική ρίζα. Μπορώ να αποκαλώ τον γιο μου Αβρίλιο ενώ θα μπορούσα να τον αποκαλώ Απρίλιο; Να τον αποκαλώ Αλεσάντρο ενώ υπάρχει το Αλέξανδρος; Να τον αποκαλώ Τζιάνι, ενώ υπάρχει το Γιάννης; Πολύ δήθεν. Άσε που παραπέμπει σε νεκρό μόδιστρο. Νόου! Ούτε με δαύτα βγήκε άσπρος καπνός.

Μετά είπα να διευρύνω περαιτέρω τον τρόπο σκέψης μου και να σκεφτώ ονόματα που αγάπησα κατά τη διάρκεια της ζωής μου από την ποπ κουλτούρα. Κι ας μην παραπέμπουν στην Ελλάδα. Τι τα θες, από τον Τότο Κουτούνιο και τον Ντόναλντ Ντακ, μέχρι το Βησσαρίωνας που συνειρμικά παραπέμπει στη Βίσση, όλα τα ξεψάχνισα! Τίποτα όμως.

 Όλα κάπου σκόνταφταν. Ακόμα και το Ωκεανός έφτασα να συζητήσω!

Αποφάσισα ότι θα περιμένω μέχρι τη γέννα. Ήμουν σίγουρος ότι όταν γεννιόταν ο γιος μου θα έφερε γραμμένο το όνομά του στο κούτελο. Θα μου έδινε τόση χαρά και έμπνευση ταυτόχρονα που θα ήταν πανεύκολο να τον ονομάσω. Μαλακίες. Γεννήθηκε και δεν μου ήρθε τίποτα. Τον κοίταζα και σκεφτόμουν «τώρα τι όνομα σου πάει εσένα;» αλλά δεν κατέληγα πουθενά.

Μην νομίζεις, φύγαμε από την κλινική, ήρθαμε σπίτι και δεν είχαμε ακόμα καταλήξει.

Στην πορεία και αφού έριξα ξανά μια ματιά σε όλες τις λίστες με τα ονόματα που ξεχώρισα κατά καιρούς, βλ. Λυσίμαχος, Λαέρτης, Ιπποκράτης, Λύσιππος, αποφάσισα ότι το όνομα θα έπρεπε να ήταν όσο πιο λιτό και απέριττο γινόταν. Κι αυτό γιατί μόνο ένα αντικειμενικά απλό, αλλά αποδεκτά ωραίο όνομα θα μπορούσε να απογειωθεί από την προσωπικότητα του γιου μου. Γιατί από προσωπικότητες άλλο τίποτα σ’ αυτό το σόι. Τις έχουμε δεδομένες. Και με την καλή και με την κακή την έννοια. Επομένως, το όνομα θα έπρεπε να ήταν μεν ωραίο αλλά αρκετά ουδέτερο ώστε να μην του καπελώσει την προσωπικότητα. Να μην έχει όνομα πιο μεγάλο από εκείνον. Να καλύπτει η οντότητά του το όνομά του, και όχι το αντίθετο. Γιατί σκέψου να σε λένε Πλάτωνα και να είσαι στουρνάρι. Σκέψου να σε λένε Άδωνι και να μην βλέπεσαι. Σκέψου να σε λένε Γρηγόρη και να είσαι αργόστροφος. Σκέψου να σε λένε Αρχίδαμο και να την έχεις μικρή. Το όνομα πρέπει να το υποστηρίζεις και σαν πακέτο.

Με αυτά τα δεδομένα κατέληξα στο όνομα. Και το όνομα αυτού, βαφτίζεται ο δούλος του Θεού:

*Αλέξης*

- Ιιιιιι! Μα Αλέξης είναι και ο Τσίπρας!

- Το ξέρω κακό χρόνο να ‘χεις! Είναι ανάγκη να μου το θυμίζεις;

Με επηρέασε, μην νομίζεις. Αλλά πιστεύω ότι η ιστορία δεν θα θυμάται τον Αλέξη Τσίπρα. Ούτε καν η μάνα του δεν θα τον θυμάται όταν με το καλό θα πάει στα τσακίδια. Σε τέσσερα χρόνια θα έχουμε ξεχάσει ότι υπήρξε κιόλας. Θα πάρει λίγο καιρό μέχρι να φύγει το μίασμα από το όνομα, αλλά ευελπιστώ ότι δεν θα το χαρακτηρίσει, ούτε θα το στιγματίσει. Αλέξης είναι και ο Γεωργούλης στο κάτω, κάτω. Να σκέφτεσαι αυτόν που όσο να πεις, λίγο παραπάνω δράμι μυαλό από τον Τσίπρα το διαθέτει.

Αλέξης λοιπόν. Και ας μην κάνει μπαμ απ’ το χιλιόμετρο. Απλό, λιτό, απέριττο, συνηθισμένο αλλά όχι σε βαθμό που να θεωρείται βαρετό ή κορεσμένο, και αρκετά ουδέτερο ώστε να το χρωματίσει ο γιος μου με την προσωπικότητά του, τα έργα και τις ημέρες του, όταν με το καλό αδράξει αυτές. Επιπλέον, κάνει μία ωραία μουσικότητα όταν συνδυαστεί με το επίθετό μου.

Μα, για το Αλέξης συζητούσαμε και τσακωνόμασταν 5μιση μήνες; Ε, ναι, τι να κάνουμε τώρα, καμιά φορά… less is more.


Με τούτα και με εκείνα, δεν ξέρω σε περίπτωση που κάνω και δεύτερο γιο αν θέλω να ξαναπεράσω όλη αυτή τη διεργασία. Καμιά φορά είναι πιο εύκολο να σου επιβάλλει το σόι το όνομα που θα… διΑλέξης J

Δευτέρα, Νοεμβρίου 28, 2016

Εννέα Μήνες Ζεν

Δεν θα σου γράψω σήμερα εν τέλει τα περί της ονοματοδοσίας. Από αύριο.

Σήμερα θα σου γράψω για τη Μπρέντα ένα κείμενο, γιατί αυτούς τους εννέα μήνες ήταν εκείνη η απόλυτη πρωταγωνίστρια και ίσως από όσα έγραψα μέχρι στιγμής να μην ξεκαθαρίστηκε το πόσο άριστη υπήρξε στην αντιμετώπιση του όλου εγχειρήματος.

Η Μπρέντα υπήρξε υπόδειγμα εγκύου και συντρόφου κατά τους μήνες της εγκυμοσύνης. Να τα λέμε κι αυτά. Κατ’ αρχάς, ηρέμησε και ωρίμασε δέκα χρόνια από την πρώτη κιόλας μέρα που έμαθε και επίσημα ότι ήταν έγκυος. Παρόλη την οξυθυμία που τη χαρακτηρίζει γενικότερα, τους εννέα μήνες της εγκυμοσύνης ήταν σαν ναρκωμένη, ήπια σε βαθμό λήθαργου και αρνούνταν να εκνευριστεί για οτιδήποτε μπορούσε να διαταράξει τη ζεν κατάσταση που έπρεπε να διατηρεί.

Το μητρικό της ένστικτο χτύπησε κόκκινο και έκανε τα πάντα ώστε να μην ρισκάρει ποσώς την υγεία του εμβρύου, χωρίς όμως να γίνεται υστερική και σπαστική όπως η πλειοψηφία των Κυπρίων εγκύων που ακούω κατά καιρούς. Κατ’ αρχάς, αποσύρθηκε από τις θεατρικές μας ασχολίες οικειοθελώς και χωρίς μουρμούρα, παρόλο που υπήρχαν στιγμές που την αισθανόμουν ότι ήθελε να αποτελεί μέρος της φετινής προσπάθειας. Περαιτέρω, εμένα σαν σύντροφο όχι μόνο δεν μου απαγόρευσε να συμμετάσχω προκειμένου να κάτσω σπίτι μαζί της για να μην νιώθει περιθωριοποιημένη, αντιθέτως με ενθάρρυνε να παίξω γιατί «η ομάδα με είχε ανάγκη».

Οφείλω να ομολογήσω ότι κράτησε υπέροχα τις ισορροπίες ανάμεσα στην εγκυμοσύνη και την κοινωνική μας ζωή. Δεν λείψαμε ούτε από ένα κάλεσμα. Μέχρι και δύο νύχτες πριν τον τοκετό ήμασταν έξω με φίλους και γλεντούσαμε. Ούτε κλειδαμπαρώματα στο σπίτι σαν να έχουμε λέπρα, ούτε τατσιλλίκια του τύπου «δεν θα βγούμε γιατί δεν αισθάνομαι καλά». Και ας είχε πονοκεφάλους, ημικρανίες και ουκ ολίγους εμετούς εξ αιτίας του μπέμπη.

Όλα αυτά τα καταγράφω γιατί μία μεγάλη μερίδα εγκύων συμπεριφέρεται σαν να είναι άρρωστη κατά της διάρκεια της εγκυμοσύνης. Εντάξει, συμφωνώ ότι την κάθε μία τη χτυπά διαφορετικά, μπορεί να υπάρχουν προβλήματα και να επιτάσσεται ο εγκλεισμός και η ακινησία από τον γυναικολόγο. Αλλά ξέρω και πολλές που την περίοδο της εγκυμοσύνης απλά αποδεικνύουν πόσο στριμμένες είναι. Χτυπούν οι ορμόνες στο ζενίθ και ο άντρας τους περνά των παθών του τον τάραχο μέχρι να γεννηθεί το μωρό τους.

Βρεθήκαμε μια φορά με ένα άλλο ζευγάρι που περίμενε παιδί ένα μήνα περίπου μετά από εμάς. «Πώς πάνε οι προετοιμασίες; Όλα έτοιμα;» μας ρώτησαν. "Απολύτως τίποτα". τους είπαμε ατάραχοι. Τρεις βδομάδες πριν τον τοκετό εμείς ούτε καρότσι είχαμε αγοράσει, ούτε car seat, ούτε τη «βαλίτσα» με τα πράγματα του μωρού και της Μπρέντας είχαμε έτοιμα. Όταν τους το είπαμε, οι άλλοι έπαθαν αμόκ! «Μα, δεν ετοιμάσατε ακόμα τη βαλίτσα;!» Σοκ και δέος! Και τι έγινε μάνα μου που δεν ετοιμάσαμε τη βαλίτσα; Μισή ωρίτσα θέλω να φτιάξω μια βαλίτσα. Γιατί οι Κυπραίες την ετοιμάζουν από τον τρίτο κιόλας μήνα της εγκυμοσύνης, δεν έχω καταλάβει ακόμα. «Γιατί μπορεί να σου σπάσουν τα νερά χωρίς να το περιμένεις!» Ε, και; Εδώ η άλλη γέννησε μέσα στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού και δεν έπαθε τίποτα. Θα πάθουμε εμείς αν περιμένουμε μισή ωρίτσα να βάλουμε τρεις νυχτικιές και δυο σερβιέτες μέσα σε μια βαλίτσα για να πάμε στην κλινική; Δείξτε λίγο έλεος. Κάποια πράγματα καταντούν ψύχωση ανάμεσα στις εγκύους. Ειδικά αυτό με το βαλιτσάκι, και το αν είναι ήδη έτοιμο, πόσο ψυχώ;!

Όλα τα συμπράγκαλα τα μαζέψαμε μία βδομάδα πριν τον τοκετό. Και μας πήρε μια μέρα το πολύ. Γιατί οι άλλοι χρειάζονται Οικομενική Σύνοδο για να το ετοιμάσουν, άγνωστον!

Τέλος πάντων. Εγώ θέλω να το πω. Υπήρξα βασιλιάς μαζί της. Δεν έχω κανένα παράπονο και ελπίζω και πιστεύω ούτε εκείνη με εμένα. Δεν πάθαμε πατατράκ, ούτε ψυχικό τραλαλά. Ζούσαμε σαν να μην άλλαξε τίποτα, σε βαθμό που της είπα «από δω και πέρα θα σε έχω μονίμως γκαστρωμένη». Τόση ηρεμία στη σχέση μας, με εξαίρεση ένα-δυο καβγαδάκια που τα θεωρώ νορμάλ, είχα να δω από του Αγίου Ποτέ.

Και οφείλεις και εσύ ως άντρας να συμβάλεις σ’ αυτό, βεβαίως. Η γυναίκα σου από την ώρα που μένει έγκυος αλλάζει στάτους. Δεν είναι απλά η γυναίκα σου. Είναι ένα ιερό ον που θα φέρει στον κόσμο το παιδί σου. Είναι το μηχάνημα που θα περάσει στην αιωνιότητα τα γονίδιά σου, θα αναπαράγει τη διάνοιά σου περαιτέρω αναβαθμισμένη με τα δικά της γονίδια. Δεν γίνεται να μην συνεργάζεσαι και να μην την έχεις στα όπα, όπα. Ακόμα και τώρα που όλα τέλειωσαν καλώς, την κοιτάζω και σκέφτομαι πόσο ευγνώμων της είμαι που μου χάρισε αυτό το δώρο. Αλλά τώρα βγήκα ελαφρώς εκτός θέματος. Από όλα αυτά, κράτα το ότι είχαμε μία εγκυμοσύνη τόσο ήρεμη που θέλω να πιστεύω ότι προμηνύει και ένα γαλούχημα υιού εξίσου πράο και ευτυχισμένο. 

Αμήν!

Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2016

Δικός Μου

Τη μεγαλύτερη συγκίνηση δεν την αισθάνθηκα κατά τη διάρκεια του τοκετού. Εκεί σοκαρίστηκα, συγκλονίστηκα και παλάβωσα, θα στα πω πιο κάτω.  Τη μεγαλύτερη συγκίνηση με την έννοια του δακρύου από ευτυχία, την αισθάνθηκα την πρώτη φορά που άκουσα την καρδούλα του. Έχω κινηματογραφήσει με το κινητό τη στιγμή που ο υπέρηχος ανιχνεύει τον παλμό του και όποτε το παρακολουθώ ταράζομαι.

Είναι τεράστια η χαρά. Έχεις δει το Interstellar στο σινεμά; Που επικοινωνούσε η Anna Hathaway με τον πατέρα της που ήταν στο διάστημα; Κάπως έτσι ένιωσα κι εγώ. Τη στιγμή που μπήκαμε στον υπερήχο ήταν σαν να βρισκόμασταν στο πιλοτήριο ενός διαστημόπλοιου και προσπαθούσαμε να πιάσουμε το σήμα από ένα μακρινό πλανήτη. Να αναζητήσουμε ζωή “somewhere out there”. Γιατί όλα αυτά δεν πιστεύεις ότι συμβαίνουν μέσα στην κοιλιά της γυναίκας σου, δίπλα σου. Δεν διανοείσαι ότι αυτή η κοιλιά μπορεί να κυοφορεί κάτι περισσότερο από κινδύνους.

Το παιδάκι πάντα το τοποθετείς κάπου στον ουρανό. Και η γυναίκα σου είναι απλά το μέσο για να έρθει στη Γη. Γίνεται η καλωδίωση και ξεκινά μια αγχώδης προσπάθεια επικοινωνίας με το υπερπέραν. Πες μας ρε συφοριασμένο! Πού είσαι; Μας λαμβάνεις; Όβερ! Βρίσκεσαι μέσα στην διαστημική σου κάψουλα και έρχεσαι, να στρώσω τραπέζι; Υπάρχεις ή είσαι αποκύημα της φαντασίας μας;

Το μηχάνημα άρχισε να χτυπά τικ-τακ, τικ-τακ. Το μωρό σου απαντά. Είμαι εδώ. Δεν καταλάβαμε εξ αρχής ότι ακούγαμε το μωρό. Νομίσαμε πως επρόκειτο για τους παλμούς της Μπρέντας. Όταν ο γιατρός μας επιβεβαίωσε ότι αυτό που ακούμε είναι το μωρό, με το ζόρι προσπαθούσαμε να κρύψουμε τα δάκρυα μας.

Η ψυχική γαλήνη που με διαπέρασε και η οποία συνέχισε να με χαρακτηρίζει τους 9 μήνες της κύησης δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις. Είχα γίνει άλλος άνθρωπος. Όταν μάλιστα έμαθα λίγους μήνες αργότερα πως πρόκειται για γιο, έπιασα επίπεδα νιρβάνας.

Πρέπει να σου πω κάτι και δεν με ενδιαφέρει ποιοι θα το διαβάσουν και πως θα το πάρουν. Είχα τεράστια ανάγκη ένα γιο. Και κορούλα θέλω να αποκτήσω βεβαίως. Όλα τα φύλα καλά είναι. Αλλά έπρεπε να γεννηθεί πρώτα ο γιος μου.

Στην οικογένειά μου δεν έχουν απομείνει άντρες. Η οικογένεια μου ορίζεται από τη γυναίκα μου, τη μάνα μου, την πεθερά μου, την αδελφή μου, και δυο γιαγιάδες. Δεν υπάρχουν πατεράδες, δεν υπάρχουν παππούδες, δεν υπάρχουν αδελφοί, δεν υπάρχουν ξάδελφοι, δεν υπάρχει ένας άντρας στον οποίο να μπορώ να στραφώ όταν η πίεσή μου ανεβαίνει 550 και να μου πει ένα τεράστιο, χορταστικό «ποιος χέστηκε με δαύτες!» Επί της ουσίας δεν υπάρχει οικογένεια. Γιατί ας μη γελιόμαστε, τις αγαπάμε τις γυναίκες, αλλά είναι κοινό μυστικό ότι αυτές μας γεννήσανε, αυτές θα μας πεθάνουν. Κι ας μην ερμηνευτούν τα πιο πάνω ως μομφή προς τη γυναίκα μου που τη λατρεύω και για εκείνη μόνο ζω, αλλά ο συνδυασμός των πιο πάνω, ενίοτε και το συναπάντημά τους είναι ο λόγος που θα αποδημήσω εις Κύριον.

Ναι, υπάρχουν πάρα πολλές στιγμές που αισθάνομαι ότι μια απ’ αυτές θα με στείλει στον τάφο. Και εκεί είναι που χρειάζομαι ένα σύμμαχο, έναν φίλο, έναν που θα γυρίσει να μου πει «μπαμπά, θείε, αδελφέ, μην τις ακούς, έχεις δίκαιο». Δεν το έχω αυτό. Αν τολμήσω να μιλήσω και να εκφραστώ ελεύθερα θεωρούμαι «σεξιστής», θεωρούμαι «μισογύνης», στην καλύτερη περίπτωση «κακοπροαίρετος», θεωρούμαι ό,τι άλλη παπάρα εφευρέθηκε τον 21ο αιώνα για να δικαιώνει πλάσματα που είναι άξια να τσακωθούν μεταξύ τους επειδή «με κοίταξε με το μισό της, ποια νομίζει πως είναι», «με ειρωνεύτηκε με το ύφος της», «με προσπέρασε», και άλλα τραγικά που κανένα σοβαρό πλάσμα στον πλανήτη δεν θα αφορούσαν.

Εκτρεπόμαστε ελαφρώς από το θέμα, αλλά πρέπει να το πω κι αυτό. Ο ρόλος του άντρα όπως τον μάθαμε στα βιβλία και στις αμερικανικές ταινίες δεν υφίσταται. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι είμαστε καλοί και χρήσιμοι μόνο για να λειτουργούμε ως αμορτισέρ. Να απορροφούμε κραδασμούς, να εκτονώνουμε κρίσεις υστερίας, να στεκόμαστε βράχοι για να σπάσει το κύμα πάνω μας, να είμαστε σαν σαμάρι για να τις τρώμε όταν δεν μπορούν να δείρουν τον γάιδαρο, και κυρίως για να μην έχουμε άποψη. Άπαξ και την εκφράσουμε και δη με τρόπο κυνικό, δεικτικό ή με τρόπο που περισώζει την αξιοπρέπεια της οντότητάς μας, καταδικαζόμαστε σε ένα άνευ προηγουμένου μαρτύριο, χειρότερο και από αυτό του Σίσυφου. Καλημέρα θα μου πεις. Ε, τι να σου κάνω, γηράσκω αεί διδασκόμενος. Κλείνει η παρένθεση.

Στα μάτια του γιου μου, λοιπόν, είδα και βλέπω τον σωτήρα μου. Αυτόν που θα πηγαίνουμε βόλτα μαζί όταν θα μας σπάζουν τα νεύρα, αυτόν που θα παίρνουμε μαζί τα βουνά και τις θάλασσες για να ηρεμήσουμε, αυτόν που θα μπορώ να μιλώ χωρίς λογοκρισία, αυτόν που δεν θα θίγεται με τη μη πολιτική ορθότητα του λόγου μου, αυτόν που όταν προσπαθήσουν να τον ευνουχίσουν θα γυρίσει και θα πει κατάμουτρα: «θα κάνω ό,τι μου πει ο μπαμπάς μου!» Γιατί αυτό κάνει κάθε μάνα και σύζυγος στον γιο / άντρα της. Τον ευνουχίζει. Για να μην της τον φάει άλλη. Ελπίζω, ο μωρός, ότι ο γιος μου θα είναι η εξαίρεση του κανόνα. Ότι δεν θα καταντήσει μαννός σαν τον παπά του, και ότι θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και για τους δύο μας.

Γιος λοιπόν. Το επιβεβαίωνα κάθε φορά που πηγαίναμε για ultrasound. Ζητούσα από τον γιατρό επιτακτικά κάθε φορά να μου δείχνει το πουλί του. «Μα, είναι τόσο μεγάλο που δεν μπορεί να το χάσεις» μου απαντούσε αυτός και ανακουφιζόμουν. «Εκτός κι αν πρόκειται για κάποια δυσμορφία…» Μην με τρελαίνεις γιατρέ, τι εννοείς; «Ε, κάποια κλειτορίδα-γίγαντας, να πούμε!» Το τι εφιάλτες έβλεπα όλο το καλοκαίρι ότι περιμένω γιο και τελικά μου βγαίνει κόρη, δεν φαντάζεσαι.

Πάνε δέκα μέρες που γεννήθηκε.

Όταν ξεμύτισε εγώ ήμουν μέσα στο μαιευτήριο σε κατάσταση σοκ. Έκλαιγα σχεδόν με σπασμούς. Όχι από ευτυχία και άλλες ανάλογες φιοριτούρες. Έκλαιγα επειδή τελείωσε το ματς και έληξε υπέρ μας. Το να παρακολουθείς τον γιατρό να εμψυχώνει την έγκυο είναι το ίδιο με το να βλέπεις προπονητή να πωρώνει τον παίκτη που θα εκτελέσει το πέναλτι. Και εσύ στην κερκίδα με την κάμερα περιμένεις να μπει το γκολ. Το οποίο γκολ μπορεί να αργήσει να έρθει. Και εσύ χάσκεις, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να βοηθήσεις κι ας κρέμεται από αυτό το γκολ όλη σου η ζωή. «Σπρώξε Μπρέντα, σπρώξε Μπρέντα!» Όοοοοχι, δεν τα καταφέραμε. Στην επόμενη σύσπαση. Σπρώξε Μπρέντα, σπρώξε Μπρέντα, σπρώξε Μπρέντα, ΓΚΟΟΟΟΟΛ!»

«ΓΚΟΛ, ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ!»

Βγαίνεις από το μαιευτήριο και σωριάζεσαι στον πρώτο συγγενή που βρίσκεις μπροστά σου φωνάζοντας «νενικήκαμεν». Γονατίζεις. Αλλά δεν νιώθεις τίποτα από το σοκ. Προσωπικά όλο το υπόλοιπο της ημέρας το πέρασα απαθής μπροστά στη βιτρίνα του μαιευτηρίου να τον κοιτάζω και να αναρωτιέμαι αν ήταν αυτός που περίμενα τόσα χρόνια. Αν είναι δικός μου, αν είναι όντως το μωρό μας. Το πιο περίεργο συναίσθημα του κόσμου. Κι εσείς έτσι νιώθατε;

Μόλις το ξεπέρασα και άρχισα να βλέπω τα χαρακτηριστικά μου πάνω του, αγχώθηκα και ηρέμησα ταυτόχρονα. Αγχώθηκα γιατί πρέπει να πολεμήσω πολύ μέσα μου ώστε να αντιμετωπίσω αύριο τον καθρέφτη μου, να αντιστέκομαι ώστε να μην κακίζω τα ελαττώματά του που είναι πιθανώς και δικά μου, να μην πέσω στην παγίδα να τον αλλάξω. Να τον αποδεκτώ, αποδέχοντας εμένα. Ταυτόχρονα ηρέμησα γιατί τον ξέρω. Μου είναι γνώριμος. Τον κοιτάζω και στα μάτια του βλέπω εμένα. Ξέρω με κάθε πετάρισμα των βλεφάρων του τι σκέφτεται, τι θέλει, γιατί κλαίει, αν πεινά, αν βαριέται. Επικοινωνούμε, συνεννοούμαστε. Ξέρω από πριν τι τραγούδια θέλει να του λέω την ώρα που ξυπνά το βράδυ και πονά τα εντεράκια του, ξέρω κιόλας με ποία εξ αυτών θα χαλαστεί και με ποια θα την καταβρεί. Ξέρω πότε θέλει βόλτα, ξέρω πότε θέλει νανούρισμα, ξέρω πότε θέλει την αγκαλιά μου, ξέρω πότε δεν θέλει τίποτα. Ξέρω τα πάντα για εκείνον και ας μην ξέρω τίποτε.

Είναι δικός μου! Και τον λατρεύω!


Στο επόμενο επεισόδιο θα σου εξηγήσω την οδύσσεια της ονοματοδοσίας.

Τρίτη, Νοεμβρίου 22, 2016

Ολίγον Έγκυος

(Συνέχεια από το προηγούμενο)

Αν θέλεις πολύ να γίνεις πατέρας, θα διαπιστώσεις σύντομα και ο ίδιος ότι οι καβγάδες με τη γυναίκα που θα φέρει στον κόσμο το παιδί σου μειώνονται κατακόρυφα κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης. Όχι μόνο γιατί η γυναίκα αυτή ανάγεται σε ιερό ον και επειδή αξίζει τον αμέριστο σεβασμό σου για το θέαρεστο έργο που θα επιτελέσει, αλλά γιατί η ψυχική της υγεία θα διασφαλίσει μία ομαλή εγκυμοσύνη η οποία στην τελική θα ωφελήσει και σένα αλλά κυρίως το παιδί σου.

Τούτων λεχθέντων, αντιλαμβάνεσαι ότι κατά τη διάρκεια των εννέα μηνών βάζεις πολύ νερό στο κρασί σου. Τόσο, που στην ουσία καταντάς να πίνεις νερό με λίγες σταγόνες κρασί. Πώς να της θυμώσεις που αχρήστευσε ένα μαλακο-τεστ; Και να διαταραχθεί το παιδί που πιθανόν κυοφορεί στα σπλάχνα της; Πώς να τραβήξεις στα άκρα τη συζήτηση; Πώς να επιχειρηματολογήσεις εναντίον της; Πώς; Δεν έχεις τέτοια πολυτέλεια. Έχεις μεγαλύτερες έγνοιες. Να γίνεις μπαμπάς! Να ολοκληρωθείς σαν άνθρωπος! Επομένως, όλα με το μαλακό. Σαν να απευθύνεσαι σε πεντάχρονο που μόλις έσπασε ένα ποτήρι της κουζίνας.

«Αχρήστευσες αγάπη μου το τεστ; Δεν πειράζει, χαλάλι σου! Έχει άλλο ένα μέσα στο κουτί, αλλά μιας και κατούρησες προ ολίγου, καλύτερα να περιμένουμε μέχρι αύριο να το κάνουμε, όταν δηλαδή τα ούρα σου θα έχουν αυξημένη συγκέντρωση σε εκείνη την ουσία (που τώρα μου διαφεύγει η ονομασία της) και η οποία ανιχνεύει την εγκυμοσύνη. Τέλεια! Εξαίσια! Κάτσε τώρα στον καναπέ να βλέπουμε το ταβάνι μέχρι να νυχτώσει, μέχρι να ξανά ξημερώσει, να πας να κατουρήσεις ορεξάτη, ορεξάτη, να μάθουμε τα νέα. Μόνο άλλες 14 ώρες απομένουν! Και τι είναι 14 ρημαδο-ώρες; Θα περάσουν μέχρι να παίξεις μια παρτίδα candy crush

Τικ, τακ, τικ, τακ, τικ, τακ, τικ, τακ. Κουνάω τα πόδια μου ρυθμικά πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Τικ, τακ, τικ, τακ, τι ωραία που περνούμε! Τι ωραία που περνούμε! Πέρασαν οι 14 ώρες; Όχι, ε;! Τικ, τακ, τικ, τακ, τικ, τακ!

Σηκώθηκα απότομα πάνω. «Ε, όχι! Δεν αντέχω άλλο! Θα πάω αυτή τη στιγμή να αγοράσω ένα ψηφιακό τεστ να το κάνεις να τελειώνουμε. Με αυτά τα κατουρημένα δεν βγάζουμε άκρη!» Η Μπρέντα έκανε και πάλι δεύτερες σκέψεις. «Κάνε υπομονή, Χριστιανέ μου, πού πας να ξοδευτείς τώρα; Να δώσεις 100 ευρώ για ένα ψηφιακό τεστ, ενώ μπορούμε να περιμένουμε μέχρι αύριο να μάθουμε;»

Όχι που θα καθόμουνα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και βγήκα να πάω να αγοράσω ένα ψηφιακό. Που υποτίθεται σου γράφει στην οθόνη “you are pregnant” και καθαρίζεις. Ούτε γραμμές, ούτε χρησμούς, ούτε γρίφους, ούτε μαθηματικά ολοκληρώματα. Ξεκάθαρα πράματα. «Κάτσε εδώ και μην κουνηθείς από τη θέση σου!» της είπα.

Η λεωφόρος Κυρηνείας διαθέτει τέσσερα διαφορετικά φαρμακεία. Δυσανάλογα πολλά για το μέγεθός της, ε; Ε, του πούστη. Δεν θα έβρισκα ένα που να πουλάει ψηφιακά τεστ εγκυμοσύνης; Πόση ατυχία πια; Θυμάμαι ότι, όλως περιέργως, εκείνη την ημέρα έβρεχε κιόλας. Στην Κύπρο που βρέχει μια φορά τον χρόνο. Ήταν ένα γκαντέμικο απόγευμα από κάθε άποψη. Πήγα, λοιπόν, και στα τέσσερα φαρμακεία και εισέπραξα και στα τέσσερα την ίδια απάντηση: «Είναι έλλειψη τα ψηφιακά τεστ. Θέλετε ένα κανονικό;» Τέσσερα ΟΧΙ μαζεμένα, και με βροχή κιόλας. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να είναι χειρότερο, πραγματικά. Να μην γυρίσει κανένας από τους κριτές στο The Voice ας πούμε; Που ακόμη και εκεί, όσο άχρηστος και να’ σαι, κάποιος θα πατήσει το ρημαδοκουμπί να σε βάλει στην ομάδα του από οίκτο. Εδώ εμάς, κανένας!

Εντάξει, εντάξει, point taken, αυτά είναι σημάδια του Θεού. Άμα δεν μας έκατσε το τεστ το κανονικό και άμα σε τέσσερα φαρμακεία σου λένε ότι δεν υπάρχουν ψηφιακά τεστ να ανοίξει η τύχη σου, και βρέχει κι από πάνω, ο Θεός σου στέλνει φιρμάνι. Κάτσε σπίτι σου κακομοίρη και μην προτρέχεις. Αν είναι να ‘ρθει, θε να ‘ρθει. Είδες και εσύ ο ταλαίπωρος μισό όνειρο τον πατέρα σου και το έδεσες ψιλό μαντίλι ότι τάχα μου σου πρόλαβε τα μαντάτα. Καημένε, γραφικέ άνθρωπε!

Παραδέχτηκα ήττα. Μπήκα σπίτι, βρεγμένος και ταπεινωμένος κι από τα τέσσερα φαρμακεία της λεωφόρου Κυρηνείας. Σωριάστηκα στον καναπέ με ύφος «μην τολμήσεις να μου μιλήσεις». Δεν τόλμησε. Κατά τη διάρκεια της ίδιας μέρας δεν το ξανασυζητήσαμε. Το έσπρωξα και εγώ σε μια γωνιά του μυαλού μου το ζήτημα, το καταπίεσα, το συνέθλιψα, το έκανα ένα εκατομμύρια κομμάτια, έφερα και μια εικονική γυναίκα να σκουπίσει, να σφουγγαρίσει τα υπολείμματα και να μην μείνει ίχνος πόθου μέσα μου. Η φάση ήταν «Τι άλλα νέα; -Πολύ χαμηλό βαρομετρικό στα Βαλκάνια είπαν…»  

Πέσαμε να κοιμηθούμε. Στις έντεκα όπως κάθε βράδυ. Στις έξι το πρωί με ξύπνησε λες και ήμασταν συνεννοημένοι. «Πάω να το κάνω». Παναγία μου! Φοβόμουν να βγω από το κρεβάτι να πάω να στηθώ έξω από την τουαλέτα σαν μάνα εφήβου που δίνει Πανελλήνιες. Φοβόμουν να αφήσω τη λαχτάρα να αναστηθεί και να με κυριεύσει.

Η Μπρέντα ούρησε σε ένα πλαστικό ποτηράκι. Βύθισε το τεστ σωστά μέσα στο ποτήρι. Μέτρησε μέχρι το δέκα και μετά το αφαίρεσε. Δεν έδειξε τίποτα. «Πάει! Το καταστρέψαμε κι αυτό. Πόσο άχρηστοι είμαστε Θεέ μου, θέλουμε και παιδί, τρομάρα μας! Εδώ ούτε ένα τεστ δεν αξιωνόμαστε να κάνουμε». Ύστερα από μισό λεπτό φανερώθηκε μία γραμμή. Αρνητικό. Εντάξει, ήταν σαν να με πυροβόλησαν, σαν να έσκασε δεύτερο ανεύρυσμα. Μα δεν πρόλαβα να βγάλω ούτε βρόγχο θανάτου. Μέσα σε δύο δευτερόλεπτα φανερώθηκε άλλη μία και έγιναν δύο οι γραμμές.

Έλα γαμώτο και μας γκάστρωσες! Έλα γαμώ τη λεωφόρο Κυρηνείας!

Ούτε πανηγυρίσαμε, ούτε κλάψαμε, ούτε τίποτε.

Ήταν σαν να είχαμε κερδίσει ένα εκατομμύριο στο Λόττο, σαν να αρπάξαμε τη σακούλα με το παραδάκι εν κρυπτώ και παραβύστω και φύγαμε στις μύτες των ποδιών μας, για να μην μας πάρουν είδηση.

Ξανά-ξαπλώσαμε στο κρεβάτι στα μουλωχτά. Καλυφτήκαμε με το πάπλωμα σαν συνωμότες, τόσο πολύ που δεν εξείχε καν το κεφαλάκι μας έξω απ’ αυτό. Κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι, αλλά με τρόπο που να μην πιέζω την κοιλιά.

Θεέ μου! Θεέ μου! Έρχεται!


Ξεκίνησε η εγκατάσταση και το downloading!

Δευτέρα, Νοεμβρίου 21, 2016

Κάνε Το Τεστ

(Συνέχεια από το προηγούμενο…)

«Αν νομίζεις ότι επειδή έχω δύο μέρες καθυστέρηση, ότι είμαι έγκυος, είσαι γελασμένος. Δύο μέρες καθυστέρηση ίσον τίποτα. Και δέκα μέρες καθυστέρηση, ακόμα, δεν σημαίνουν τίποτα!»

Η Μπρέντα κατέστησε σαφές να μην παρασυρθώ και να μην ενθουσιαστώ γιατί αυτό το χρονικό διάστημα δεν ήταν ενδεικτικό εγκυμοσύνης. Πράγμα κατανοητόν ως ένα σημείο, μιας και η απογοήτευση μετά θα ήταν μεγάλη. Εντάξει, εγώ βρίσκω λίγο υπερβολικό το ότι οι γυναίκες δεν θέλουν να μοιράζονται τη χαρά τους για να μην τους βγει ξινή στο τέλος, αλλά ορμόνες είναι αυτές, εκρήγνυνται σαν χειροβομβίδες και ένας άντρας δεν πρέπει να παίζει μ’ αυτές.

Στο μεταξύ, για να συνδέσω το κείμενο με το προηγούμενο, έχω να σου πω ότι όσον αφορά το όνειρο με τον πατέρα μου εγώ το είχα ξεχάσει από το ίδιο κιόλας πρωί. Έτσι παθαίνω πάντα. Βλέπω ένα όνειρο, το έχω πρόχειρο στη μνήμη μου για πέντε λεπτά μόλις ξυπνήσω, αλλά αν δεν αναγκαστώ να το διηγηθώ σε κάποιον άμεσα το ξεχνώ. Έτσι συνέβη και εδώ. Σχεδόν.

Εν πάση περιπτώσει, η Μπρέντα εξήγησε ορθά κοφτά ότι αν δεν περάσουν τουλάχιστον δέκα μέρες και αν δεν κλείσει ραντεβού με τον γυναικολόγο (το οποίο παρεμπιπτόντως ορίστηκε για μετά από άλλες δέκα μέρες, σύνολον είκοσι) εγώ να μην πανηγυρίζω. «Αν δεν ακούσουμε την καρδούλα του δεν ενθουσιαζόμαστε!» -ΟΚ.

Πέρασα είκοσι μέρες κόλασης. Κοίταζα τη Μπρέντα και σε κάθε της βήμα προσευχόμουν να μην γίνει τίποτα και να αδιαθετήσει. Νέο ψυχικό τραλαλά με βρήκε! Πήγαινε αυτή στην τουαλέτα, εγώ παρακαλούσα μέσα μου μην τυχόν και βγει και μου πει «αδιαθέτησα». Έμπαινε στο αυτοκίνητο αγχωνόμουν μην τυχόν κάνει καμιά απότομη κίνηση και «αδιαθετήσει». Πήγαινε να κάτσει, πήγαινε να σηκωθεί, φώναζα από μέσα μου «προσοχή, το μωρό μου!»

«Γιατί δεν κάνατε ένα τεστ εγκυμοσύνης να μαθαίνατε μια κι έξω;» θα μου πεις. Εμένα ρωτάς; Τη Μπρέντα ρώτα. Που ξαφνικά θεώρησε όλα τα τεστ εγκυμοσύνης του εμπορίου αναξιόπιστα! Μην κοροϊδεύομαστε και μεταξύ μας, η Μπρέντα φοβόταν τρομερά να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί συναισθηματικά ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Δεν το παραδέχεται, αλλά αισθάνομαι πως δεν θα άντεχε την απογοήτευση. Γι αυτό "δεν έσουζε τα πόδκια της πρυχού καβαλλιτζιέψει" που λένε και στα χωριά. Ναι, αυτή που το έπαιζε κουλ και ισχυριζόταν ότι «και να μην μας κάτσει φέτος η εγκυμοσύνη δεν έγινε και τίποτα», τώρα αρνούνταν να κάνει τεστ μην τυχόν και μας βγει αρνητικό. Γυναίκες μάνα μου, άμα τις καταλάβεις σφύρα μου.

Έτσι κύλησαν εκείνες οι μέρες. Με τον καθένα μας ξεχωριστά να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα αλλά να αρνείται να το συζητήσει. Για να μην πρήξει ο ένας τον άλλον. Για να μην το γλωσσοφάει. Αγωνιούσαμε στα μουλωχτά. Πραγματικό μαρτύριο.

Και μέχρι να φτάσει η μέρα του ραντεβού στον γυναικολόγο, εμάς μας κάλεσαν σε ένα πάρτι. Όπου εκεί μαζεμένοι ήταν όλοι μου οι φίλοι με τις γυναίκες τους και τα νεογέννητα παιδάκια τους. Τα οποία κοιτάζαμε αμήχανα και αναρωτιόμασταν αν του χρόνου τέτοια μέρα θα τους συντρόφευε και το δικό μας. Σε εκείνο το πάρτι, λοιπόν, κάπου μεταξύ τύρου και αχλαδίου η κουβέντα γύρισε στον πατέρα μου. Και εγώ έτυχε να αναφέρω ότι από τότε που πέθανε σπάνια τον βλέπω στον ύπνο μου. Αλλά, για κάτσε, τώρα που το λέτε σαν να τον είδα όνειρο τώρα τελευταία… Μα πότε ήταν; Τη Δευτέρα; Την Τρίτη; Χμ! Μα, κάτι για ένα μωρό μου έλεγε…»… (Όλα αυτά από μέσα μου).

Holy shit! Που λένε και στο Αμέρικα. Κινηματογραφικά πέρασαν ένα εκατομμύριο εικόνες από μπροστά μου. Θυμήθηκα το όνειρο αυτούσιο. «Παπά, το μωρό ζει στην Αθήνα». «Όχι εκείνο το μωρό». «Έχω καθυστέρηση δυο μέρες», ου γαμώ το!

Ο παπάς μου γνωρίζει!

Σοκ και δέος, ρίγη συγκίνησης, επικοινωνώ με πεθαμένους, μου αποκαλύπτουν το μέλλον, βλέπω οράματα, ο παπάς μου ζει! Φάε τη σκόνη μου Άντζιλ Λουπέσκου!

Δεν είπα τίποτα στη Μπρέντα για το όνειρο. Μην μας πάρουνε και για τίποτα γραφικούς τύπους που δίνουν υπόσταση σε τέτοια λαϊκά σημάδια. Κοιμήθηκα όμως ελαφρύς σαν το πουλάκι απ’ τη χαρά μου. Είσαι έγκυος και το ξέρω από πρώτο χέρι! Ευλογία!

Την επόμενη μέρα πήγα στο γραφείο και τηλεφώνησα στη Μπρέντα για το καθημερινό μας καλημέρισμα. Πάνω στο άσχετο και κάνοντάς το να φανεί εντελώς τυχαίο, της είπα ότι είναι καιρός να αφήσουμε τα παιδιάσματα και να κάνουμε ένα τεστ εγκυμοσύνης «να μας φύγει η αγωνία, βρε αδελφέ» πριν πάθω το έμφραγμα. Εκείνη ήταν διστακτική, αλλά όχι κι εντελώς αρνητική. Μια φορά δεν καιγόταν και πολύ να μάθει. Ήθελε να το ακούσει αποκλειστικά από το στόμα του γυναικολόγου. Πετάχτηκα, που λες, στο φαρμακείο απέναντι απ’ τη δουλειά και ζήτησα ένα τεστ. Σουρεάλ η εξυπηρέτηση:

«Κανονικό ή ψηφιακό θέλετε;»

«Δεν ξέρω κυρά μου, τυπικό είναι το ζήτημα. Δωσ’ μου ένα που θα μου βγάλει θετικό αποτέλεσμα, ξέρω γω!»

«Αν πάρει αυτό το στικάκι και κατουρήσει πάνω για 3-4 δευτερόλεπτα θα εμφανίσει μία διπλή γραμμή αν το αποτέλεσμα είναι θετικό. Αν το αποτέλεσμα είναι αρνητικό θα βγάλει μία γραμμή. Αν κατουρήσει πάνω από 3-4 δευτερόλεπτα θα αχρηστευτεί το στικ και τότε θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε το δεύτερο που περιέχεται στο κουτί. Αλλά προσέξετε, μην κατουρήσετε αμέσως, γιατί ο οργανισμός δεν παράγει τη συγκεκριμένη ουσία που ανιχνεύεται στα ούρα προκειμένου να επιβεβαιώσει την εγκυμοσύνη. Θα πρέπει να περιμένετε έξι ώρες τουλάχιστον μέχρι να ξανακατουρήσει».

Καταλάβατε τίποτα; Στο μυαλό μου η φαρμακοποιός είχε ήδη σφηνωμένο το στικάκι στον κώλο. Πιο εύκολα εκτόξευα πύραυλο στο φεγγάρι. Μα τι είναι αυτά;!

Τέλος πάντων, το αγόρασα το τεστ. Και όταν σχόλασα πήγα σπίτι και την περίμενα να ‘ρθει. Αγωνία με λαχτάρα να σε νοιάζομαι. Μαγείρευα μακαρόνια και περίμενα τη Μπρέντα να έρθει να κατουρήσει να μάθουμε επιτέλους και τυπικά τα ευχάριστα. Η Μπρέντα κατέφτασε ελαφρώς αργοπορημένη. Υπενθυμίζω ότι είχε συμφωνήσει να κάνει το τεστ παρόλη την επιφυλακτικότητά της. Μπήκε σπίτι, είδε το τεστ φαρδύ πλατύ πάνω στον πάγκο αλλά το αγνόησε περίτεχνα. Αντί να κατεβάσει το βρακί της επί τόπου και να το κατουρήσει σαν να μην υπάρχει αύριο να πετάξω τα κονφεττί απ’ τη χαρά μου, μου είπε σε εντελώς καθημερινό, σχεδόν αδιάφορο τόνο: «Δεν φαντάζεσαι τι έγινε σήμερα στο Δικαστήριο! Ήρθε ένας κατηγορούμενος και μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα…» Εγώ ανακάτευα τα μακαρόνια και κουνούσα καταφατικά το κεφάλι, δήθεν με ενδιαφέρον, μη μπορώντας να πιστέψω ότι το ζούσα όλο αυτό. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα, οπότε πετάω την κουτάλα στην κατσαρόλα με μίσος και μπήγω κάτι φωνές που ακούστηκαν με ηχώ σε ολόκληρο το σύμπαν:

«Μπρέντα, ΠΑΡΕ.ΑΥΤΗ.ΤΗ.ΣΤΙΓΜΗ.ΤΟ.ΓΑΜΗΜΕΝΟ.ΤΟ.ΤΕΣΤ.ΚΑΙ.ΠΗΓΑΙΝΕ.ΣΤΟ.ΜΠΑΝΙΟ.ΝΑ.ΜΑΘΩ ΑΝ.ΘΑ.ΓΙΝΩ.ΠΑΤΕΡΑΣ!»

Εκείνη τσαντίστηκε, το άρπαξε μανιασμένη, πήγε μέσα και κλειδώθηκε, το κατούρησε παραπάνω από όσο έπρεπε, το αχρήστευσε, και το τεστ φυσικά δεν έδειξε τίποτα.  


(Συνεχίζεται)

Παρασκευή, Νοεμβρίου 18, 2016

Από Τέρας, Πατέρας!

Από την περασμένη Τρίτη είμαι ο πατέρας ενός υπέροχου γιου!

Άσε τώρα τα συγχαρητήρια, άσε κατά μέρος τα «να σας ζήσει» κτλ. και πάτα το rewind να πάμε πίσω στην Πρωτοχρονιά του 2016. Από εκεί θα ξεκινήσουμε το χρονικό, η αφήγηση προβλέπεται να είναι μακριά, και σίγουρα δεν χωρεί μέσα σε ένα ποστ. Όσα δεν σου έγραψα τους περασμένους 9 μήνες θα στα γράψω στις επόμενες μέρες. Θα σε πρήξω, μα δεν έχω άλλη επιλογή καθότι έσκασα μέσα στη μούγκα τόσους μήνες. Και ξέρεις πως λειτουργώ, εγώ δεν κρατιέμαι. Θέλω πάντα να μοιράζομαι τα συναισθήματά μου προκειμένου να ισορροπώ. Οπότε τώρα που τελείωσε το θρίλερ ή τέλος πάντων τώρα που αρχίζει ένα καινούριο, δικαιούμαι να μοιραστώ την περιπέτεια με το ιντερνετικό σύμπαν.

Πάτησες το rewind;

Την πρωτοχρονιά του 2016 ξυπνήσαμε αργά. Και χουχουλιάζαμε με τη Μπρέντα μέσα στο κρεβάτι και βλέπαμε το κακάσχημο, χαμηλό ταβάνι του διαμερίσματος που τότε μέναμε. Aτενίζαμε τη νέα χρονιά με σοκ και δέος και δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν ιδιαίτερα αισιόδοξοι. Ο κόσμος όσο πάει χειροτερεύει, ο πλανήτης καταστρέφεται, τα οικονομικά δυσκολεύουν, γιατί να κάνει κάποιος όνειρα στις μέρες μας; Παρόλα αυτά, για να διασκεδάσω τις ανασφάλειές μας είπα στη Μπρέντα ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε γιατί μπορεί μέσα στο 2016 να έρθει το παιδάκι μας και να αποδειχτεί υπέροχη χρονιά εντέλει. Γιατί με τα παιδιά, θες δεν θες, πρέπει να είσαι αισιόδοξος. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Δεν θα ξεχάσω τα μάτια της Μπρέντας που έλαμψαν μεμιάς, σαν να ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει από μένα εκείνη τη στιγμή. Με αγκάλιασε σφιχτά και το 2016 γλύκανε στιγμιαία λίγο περισσότερο.

Ναι.

Για κάποιο λόγο μας φαινόταν πολύ μακρινό το ενδεχόμενο ενός παιδιού. Μόνο έτσι μπορώ να δικαιολογήσω την έκπληξη στα μάτια της εκείνο το πρωί. Γιατί μπορεί ηλικιακά να ήμαστε πανέτοιμοι για παιδιά, μη σου πω ότι αργήσαμε κιόλας, αλλά ψυχολογικά ήμασταν οι ίδιοι ακόμα… παιδιά. Θέλω να πω, ναι μεν θέλαμε διακαώς να γίνουμε γονείς, αλλά ταυτόχρονα ζούσαμε μία ζωή που ουδόλως ευνοούσε τις προϋποθέσεις τεκνοποίησης. Κανονίζαμε και πηγαίναμε 3-4 ταξίδια τον χρόνο, παίζαμε σε ερασιτεχνικές παραστάσεις, βγαίναμε νύχτα παρά νύχτα με φίλους και μπεκρουλιάζαμε, προγραμματίζαμε τη ζωή μας με τέτοιον τρόπο δηλαδή, που δεν μπορούσε να σφηνώσει μία εγκυμοσύνη μέσα σ’ αυτήν, όπως τέλος πάντων διανύεται μία εγκυμοσύνη κατά τα κυπριακά, χωρκάτικα πρότυπα, ήτοι κλειδαμπαρώνομαι σπίτι, κατεβάζω ταινίες, κάνω εμετό από τις αναγούλες και βάφω τα δωμάτια μπλε ή ροζ, ανάλογα.

Τα κεράκια στην τούρτα κάθε χρόνο αυξάνονταν, αυξάνοντας μαζί και το στρες μας, αλλά από την άλλη συνεχίζαμε να ονειρευόμαστε ταξίδια στην Κίνα, την Αυστραλία, την Ιαπωνία, θέλαμε να παίξουμε σε μιούζικαλ, στον Υμπύ, στο ένα, στο άλλο… Πώς θα σφηνώναμε ένα παιδί σ’ όλα αυτά; Δύσκολο. Μα δεν πήγαινε άλλο. Όλοι μας οι φίλοι είχαν ήδη τεκνοποιήσει, αλλάξανε προ πολλού φάση και εμείς ξεμείναμε να χαριεντιζόμαστε σαν πρωτοετείς φοιτητές στο freshers week. Δεν είναι κακό, αλλά έφτασα τα 35, η Μπρέντα τα 32. Μετά από κάποια ηλικία δεν κάνεις παιδιά, κάνεις ορφανά! Σόρρυ που ακούγεται κάπως αυτό που μόλις έγραψα, αλλά έτσι είναι. Τα μωρά τα κάνεις νωρίς για να τα χαρείς. Έπρεπε, λοιπόν, να το βάλουμε μπροστά.

Και όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις μόλις βάλεις πάνω στο τραπέζι ένα καινούριο πρότζεκτ, μόλις βάλεις για προτεραιότητα ένα "Πρέπει", κυριεύεσαι από άγχος, ο Θεός γελά, γαμιέται ο Δίας, πάνε όλα στραβά κι ανάποδα.

Γι’ αυτό και ξεκίνησε γρουσούζικα το 2016. Γιατί έβαλα στην πάντα τα ταξίδια, τα θέατρα, τα Ισπανικά και είπα «ήρθε η ώρα να γαμηθούμε σαν κουνέλια!» Δεν θα κάνουμε άλλη δουλειά! ΠΡΕΠΕΙ να κάνουμε παιδί. Όλοι γύρω μας γκαστρώνονται. Εμείς πότε; Κι αν δεν μας έρθει φέτος; Και αν δεν έρθει του χρόνου; Και αν δεν έρθει του παραχρόνου; Κι αν δεν έρθει ποτέ; Πώς θα τα διαχειριστώ εγώ όλα αυτά; Σε πόσους ψυχολόγους θα πάω; Πόσα χάπια ακόμα σηκώνει ο οργανισμός μου;

Παναγιά μου, μόνο που στα περιγράφω εδώ αγχώνομαι ξανά μανά.

Πέρασα τεράστια εσωτερική πίεση. Και ξέρεις, εγώ έχω την τάση να αυθυποβάλλομαι. Βάζω ένα στόχο, θέλω να τον πετύχω πολύ, συγκεντρώνομαι σ’ αυτόν, αλλά μέχρι να τραβήξω τη σκανδάλη, μέχρι να εκτελέσω το πέναλτι, περνώ τα χίλια μύρια ψυχολογικά και στέλνω τη μπάλα εκτός σταδίου. Εντελώς λούζερ ψυχολογία. Αρχίζω τα «Θεέ μου και Θεούλη μου δεν θα τα καταφέρουμε. Όλοι τα καταφέρνουν εκτός από μένα. Δεν θα μας ευλογήσεις. Δεν θα μας το στείλεις επειδή ξέρεις πόσο το θέλω. Θα μας ταλαιπωρήσεις. Γιατί τίποτε δεν μου κάθεται από την πρώτη. Γιατί όλες τις ατυχίες εγώ τις έπαθα. Και εξάλλου τα ζευγάρια που δυσκολεύονται να τεκνοποιήσουν πολλαπλασιάζονται. Γιατί να μην είμαι κι εγώ μέσα στο ποσοστό αυτό; Πότε ήμουν τυχερός και θα ‘μαι τώρα;» Μην στα πολυλογώ. Έσκασα.

Δυο μήνες άντεξα μ' αυτό το τροπάρι.

Περί τον περασμένο Φεβρουάριο είπα στη Μπρέντα: «Άκου να σου πω. Δεν μπορώ άλλο να σκέφτομαι το πότε θα κάνουμε παιδί. Μου έγινε εμμονή μεγαλύτερη κι από τον Χριστόφια. Για να μην αποτρελαθώ εντελώς, αποφάσισα να παίξω σε μία νέα παράσταση με την ομάδα των δικηγόρων καθώς επίσης να ξαναρχίσω μαθήματα ισπανικών για να ξεγελαστώ και να μην σκέφτομαι το πότε θα μας κάτσει ο τζόκερ. Που έτσι που το κόβω, πιο γρήγορα θα πετύχουμε τον πραγματικό τζόκερ, παρά το παιδί!» Είχα φτάσει σε τέτοια επίπεδα παράνοιας που καθόμουν και το συζητούσα παντού. Με όποιον έβρισκα. Μέχρι που σκέφτηκα να ξαναπάω στη ψυχολόγο μου. Ευτυχώς που πλέον τα οικονομικά μου δεν σηκώνουν τέτοιες πολυτέλειες και αναγκάστηκα να εκτονώσω το άγχος μέσω των πιο πάνω δημιουργικών ασχολιών. Η Μπρέντα, παρενθετικά, να σου πω ότι ήταν πολύ κουλ. Ένιωθε μικρή για να μείνει έγκυος (καλές αυταπάτες είχε κι αυτή η κακομοίρα), και δεν συμμεριζόταν όλον αυτόν τον πανικό.

Και κάπου εκεί, αρχές Μαρτίου, κατεβαίνει ο από μηχανής Θεός.

Όπου από μηχανής Θεός, βλέπε τον πατέρα μου. Τον είδα όνειρο. Από τότε που πέθανε, το μακρινό 2010, τον πατέρα μου τον είδα όνειρο συνολικά τρεις φορές. Και οι τρεις φορές ήταν σημαδιακές. Οι πρώτες δυο φορές δεν είναι της παρούσης. Αυτό που έχει σημασία τώρα, είναι το τι ειπώθηκε την τρίτη φορά που «επικοινωνήσαμε».

Είδα όνειρο, λοιπόν, ότι πήγα εκδρομή στο εξοχικό μας σπίτι στον Πρωταρά (παρόλο που ήταν χειμώνας), και αφού πάρκαρα και ξεφόρτωσα το αυτοκίνητο, τον πέτυχα να ξαπλώνει αμέριμνος, σε μια κρεμαστή πολυθρόνα στη βεράντα. Εξιππάστηκα! «Εδώ κρύβεσαι εσύ και όλοι σε θεωρούν πεθαμένο;» του είπα με ύφος. «Πεθαμένος είμαι, απλά είπα να περάσω να δω λίγο τι κάνει το μωρό!» (σημ. ο νους μου πήγε στο μωρό της αδελφής μου που είναι ενός έτους και το οποίο ζει μόνιμα στην Αθήνα).

«Πωωωω, πάλι άρχισες τα ακαταλαβίστικα» του είπα, και συνέχισα έντονα: «το μωρό δεν είναι εδώ παπά, το μωρό ζει μόνιμα στην Αθήνα! Αυτά δεν σου τα είπαν;»

Γύρισε και με κοίταξε με εκείνο το χαρακτηριστικό ύφος που πάντα είχε όταν ήξερε περισσότερα, και με ένα χαμόγελο που ακόμα έχω εντυπωμένο μες τον νου μου, συμπλήρωσε:

«Δεν εννοώ εκείνο το μωρό!»

Μετά ξύπνησα.


Δυο μέρες μετά, η Μπρέντα μου ανακοίνωσε πως είχε καθυστέρηση. 

(συνεχίζεται...)