Αυτές τις μέρες με έχουν καταπνίξει τα γνωστά ψυχολογικά δαιμόνια,
τύπου «τι γυρεύω εγώ σ’ αυτή τη χώρα» και «τι κοινά έχω εγώ με όλους αυτούς γύρω
μου», δαιμόνια τα οποία καταφέρνω και δαμάζω ως ένα βαθμό ώστε να επιβιώνω, μα
τα οποία από καιρού εις καιρόν θεριεύουν και με «βουρλίζουν», που λέει και η
Λαίδη.
Υπήρξα τυχερός στη ζωή μου και αυτό γιατί πήγα σε καλά –και
προ πάντων δημόσια- σχολεία. Οι φίλοι μου και οι συμμαθητές μου σήμερα αποτελούν
την αφρόκρεμα, έκαστος στο είδος του. Έτσι, μέχρι τα 18 μου ουδέν πρόβλημα
αντιμετώπιζα με την κυπριακή πραγματικότητα. Αν θέλεις το πιστεύεις, την Κύπρο
την είχα περί πολλού. Γινόμουν ταύρος αν άκουγα κάτι υποτιμητικό γι αυτήν. Η
Κύπρος, όμως, ήταν το σύνολο των φίλων και συγγενών μου, εξ ου και επρόκειτο
για παράδεισο. Ή τέλος πάντων, για ένα ωραιότατο μέρος για να ζεις.
Στα 18 κατετάγην στον στρατό. Και εκεί κατάλαβα ότι οι
συμμαθητές μου και οι συγγενείς μου δεν ήταν ακριβώς αντιπροσωπευτικό δείγμα
του τι πάει να πει Κύπρος. Στον στρατό (από τον οποίο γενικότερα έχω ωραίες
αναμνήσεις), είδα κι έμαθα τι πάει να πει Κύπρος επί της ουσίας. Εκεί άρχισε η
απομυθοποίηση που σήμερα μετουσιώθηκε σε σκέτη αηδία και πλήρη απαξίωση.
Ξέρω ότι βαριέστε τις ιστορίες του στρατού, αλλά το τι είχαν
δει τότε τα μάτια μου, αξίζει ειδικής μνείας. Από στρατιώτες -συνομίληκούς μου- που
πηδούσαν κατσίκες για να ξεχαρμανιάσουν ή κακοποιούσαν ζώα για να περάσει η ώρα
τους, μέχρι αγράμματους αξιωματικούς οι οποίοι δεν άντεχαν το γεγονός ότι ήμασταν
ισόβαθμοι, με τους ίδιους να έχουν βγάλει μετά βίας μισό γυμνάσιο.
Χαρακτηριστικά θυμάμαι που νόμιζα ότι μου κάνουν πλάκα. Απορούσα πού κρύβονταν
όλοι αυτοί τόσα χρόνια και γιατί ξαφνικά μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί στο ίδιο
μέρος.
Κοίτα τώρα δείγματα γραφής. Δε θα ξεχάσω τη μέρα που ήμουν αξιωματικός υπηρεσίας και
ο Διοικητής με ειρωνεύτηκε εντόνως επειδή παρήγγειλα ντελίβερι από τη Πίτσα Χατ και δεν
προτίμησα τα σουβλάκια που είχε παραγγείλει ο ίδιος από την τοπική ταβέρνα. Το
εξέλαβε ως σνομπισμό εκ μέρους μου. Λες και αν ήθελα να τον σνομπάρω, στα
σουβλάκια θα κολλούσα. Δεν αρκούσε ο τρόπος που έγραφε και μιλούσε που
παρέπεμπαν σε άτομο με ειδικές (αν)ικανότητες... Κομπλεξαρίστηκε από την πίτσα,
λες και επρόκειτο για χαβιάρι μπελούγκας. Εννοείται ότι πέραν της προσωπικής μομφής,
το θέμα συζητήθηκε και στην εβδομαδιαία συνάντηση στελεχών, σε πλήρη απαρτία. Γιατί
ο εχθρός του στρατού δεν ήταν ποτέ η απειθαρχία και η ημιμάθεια, αλλά ο Αντίχριστος
που τόλμησε να φάει Πίτσα Χατ, σνομπάροντας τα σουβλάκια του Διοικητή. Εις
θάνατον! Εννοείται ότι σε τέτοιες επιθέσεις παρόλο που σε χέζουν μπροστά στα
μούτρα σου, δεν σου επιτρέπουν να δικαιολογηθείς, ούτε να πεις τη δική σου
άποψη (Παρεμπιπτόντως, δεν τρώω κρέας, ούτε σουβλάκια, ούτε κοτόπουλα, ούτε τίποτε. Ό,τι θέλω θα παραγγέλνω και λογαριασμό δεν θα σας δώσω).
Παρόμοια «επίπληξη» μου είχε γίνει όταν μία μέρα έφτασα στο
στρατόπεδο με το αυτοκίνητο του πατέρα μου (ήμουν 18 χρονών τότε, δεν είχα δικό
μου) και ο διοικητής θεώρησε προσβλητικό το ότι εκείνος έφτανε με το υπηρεσιακό
τζιπ, ενώ εγώ «με μία λιμουζίνα» (όπου λιμουζίνα βλέπε ένα γκρίζο passat της wolksvagen). Με
συμβούλευσαν να το αποφεύγω στο μέλλον, αν ήθελα να περάσω καλά το υπόλοιπο της
θητείας μου. Για να σε προλάβω, όταν είχα εκφράσει κι εγώ επιθυμία να μεταβαίνω
στο στρατόπεδο με το υπηρεσιακό όχημα, εισέπραξα δυσφορία καθότι από το δρομολόγιο δεν μπορούσε να παρακαμφθεί η Λακατάμια και να συμπεριληφθεί η εξωτική
Έγκωμη. Θα αργούσαν οι Ίλαρχοι. Και θα έπρεπε ο οδηγός να ξυπνά νωρίτερα για να
μας προλάβει όλους, άκουσον – άκουσον, φρικτή ταλαιπωρία!
Θυμήθηκα και άλλο περιστατικό. Μια φορά τσακώθηκα με δυο
γυναίκες υπαξιωματικούς. Οι οποίες ήταν αρκετά μάχιμες και αρχιδάτες ώστε να καταταγούν εθελοντικά στον στρατό, αλλά αρνούνταν το βράδυ να βγουν σε περιπολία διότι φοβούνταν μην
τυχόν τους επιτεθεί άσεμνα κάποιος στρατιώτης σε κάποια απόμερη σκοπιά. Όταν τους
υπέδειξα το σχιζοφρενικό του πράγματος, ότι δεν γίνεται να υπηρετείς χωρίς ουσιαστικά
να υπηρετείς, μία εξ αυτών (που ήταν έγκυος και κάπνιζε ένα πακέτο τσιγάρα την
ημέρα αδιαφορώντας προκλητικά για την υγεία του εμβρύου) μου απάντησε πως «έννεν
που τη δουλειά μου» και ότι αν επέμενα να βγουν στην περιπολία θα μου έκαναν
γραπτή αναφορά.
Αυτά τα χαζά, και άλλα τόσα που δεν προλαβαίνω να
παραθέσω εδώ γιατί θα γράφω μέχρι μεθαύριο, στα λέω για να καταλάβεις τι πάει
να πει Κύπρος. Γιατί πολλοί από εσάς νομίζετε ότι η Κύπρος είναι τα δροσερά
βουνά, οι ζεστές παραλίες και τα ξερά λαγκάδια. Δεν είναι. Η Κύπρος είναι όλα τα
πιο πάνω που περιέγραψα. Ένα κουβάρι από επαρχιώτικο κόμπλεξ που χρήζει
αφανισμού με τη χαντζάρα.
Μετά τον στρατό έφυγα για να σπουδάσω και έζησα μια
υπέροχη δεκαετία με ελάχιστους Κύπριους μες τα πόδια μου. Είχα προσαρμοστεί
παντού με ευκολία, είχα φίλους από ένα εκατομμύριο χώρες, ήμουν ένας ευτυχισμένος
άνθρωπος. Και πάνω στην ευτυχία ξεχνάς τα ρεζιλίκια του στρατού, νομίζοντας πως
επρόκειτο για μεμονωμένα περιστατικά, υπό ειδικές συνθήκες, και σε πιάνει ο
νόστος. Επιστρέφεις στην πατρίδα αναζητώντας τη θαλπωρή των παιδικών σου χρόνων,
αλλά εισερχόμενος στην κυπριακή κοινωνία, σαν ενήλικας αυτή τη φορά,
συνειδητοποιείς ότι τα πάντα είναι όπως τον κυπριακό στρατό.
Κατ’ ακρίβεια είναι πολύ χειρότερα και απελπιστικά. Ο
στρατός είχε διάρκεια μόλις δυο χρόνια. Ήξερες πως θα τελειώσει κάποτε και
έκανες υπομονή. Επίσης, το νεαρό της ηλικίας σου δεν σου επέτρεπε να τα
παίρνεις όλα τοις μετρητοίς. Μα, δυστυχώς η κυπριακή πραγματικότητα στα ενήλικα
χρόνια, παύει μόνο με το δικό σου τέλος. Όλοι αυτοί που πηδούσαν κατσίκες,
κακοποιούσαν ζώα, έμεναν άπλυτοι και κοιμούνταν με τα άρβυλα για μέρες, όλες αυτές
που το έπαιζαν χειραφετημένες ενώ ήταν σκέτες κότες, και όλοι αυτοί που
ενοχλούνταν επειδή οδηγείς καλύτερο αυτοκίνητο από το δικό τους και θίγονταν
επειδή εσύ τρως πίτσα ενώ αυτοί σουβλάκια (γελώ αλλά έτσι γίνεται), υπάρχουν
παντού.
Σε όποια πέτρα κι αν σηκώσεις. Στο κυπριακό Δημόσιο, στην
πολιτική, στο facebook. Και δεν πέφτει ούτε ένας λιμός, ούτε ένας καταποντισμός, ούτε μία οστρακιά, δεν
γίνεται μισός σεισμός να μας απαλλάξει από αυτή την βρόμα και τη δυσωδία.
Μόνο στους Τούρκους μπορώ να ελπίζω και στη συνθήκη του
Σένγκεν.