Να έχω απ’ τη μια μεριά τον πεθαμένο, απ’ την άλλη το
μωρό με τις μίξες να κλαίει. Να μην μ’ αφήνουν να σηκωθώ απ’ την καρέκλα και
μετά να φταίω εγώ που κάηκε η άχρηστη, η αεροσυνοδός.
Άκου να σου πω. Ξινό μου βγήκε το ταξίδι στην Ελλάδα. Να
πρέπει να παραστώ σε γάμο ενός φίλου που έχω να τον δω από το Πανεπιστήμιο, και
να σπεύδω να τον ξεπετάξω αμάν-αμάν γιατί κι εκείνος είχε έρθει στον δικό μου.
Επιβιβάζομαι με τα απολύτως απαραίτητα και με το κοστούμι το καλό παραμάσχαλα,
μην τυχόν και τσαλακωθεί. Κάθομαι σε κεντρική θέση, παρόλο που ζήτησα διάδρομο
για να απλώνω τα πόδια μου, και αίφνης συνειδητοποιώ πως εξ αριστερών κάθεται
μία νεαρή μητέρα με βρέφος, και εκ δεξιών ένας παππούς περί των εβδομήντα χρόνων,
που για να δεήσει να κάτσει και να τακτοποιηθεί χρειάστηκε είκοσι λεπτά – το μίνιμουμ.
Κι αφού έσωσε και προσδέθηκε, έκρινε αναγκαίο όπως ρίξει
έναν υπνάκο γιατί «φοβάμαι λίγο την απογείωση, μου προκαλεί αναγούλες και σε
συνδυασμό με το χάπι μου έρχονται ξινίλες».
Περιττό να δηλώσω ότι στο πρώτο μισάωρο της πτήσης
βρισκόμουν εγκλωβισμένος ανάμεσα σε ένα μωρό που έσκουζε λες και το σφάζανε και
έναν παππού που κοιμόταν με το κεφάλι να κλίνει στον ώμο μου, με το στόμα του
ανοιχτό και το χνώτο του να ζέχνει. Εγώ στη μέση, ακίνητος και εμβρόντητος, να
μην ξέρω τι σιχαίνομαι περισσότερο. Τα σάλια του γέρου ή τα σάλια του μωρού;
Υπομονή, μία ώρα απέχει η καταραμένη η Αθήνα, πού θα πάει, θα φτάσουμε.
Πέρασαν και σέρβιραν. Και το ληγμένο το κρουασάν, και τον
κατουρημένο τον καφέ, και το σκουληκιασμένο το μπισκότο. Μας ρώτησαν αν θέλουμε
τσάι, να λείπει, δεν ήπιαμε τίποτα. Τον γέρο από τον ώμο μου ας πάρει κάποιος
και μία ένεση για το μωρό, να σκάσει.
Προσδεθείτε να κατεβαίνουμε σιγά, σιγά είπε ο πιλότος. «Παπά,
τη ζώνη σου» λέει ένας κύριος που καθόταν από πίσω μου και έσπρωξε ελαφρώς τον
παππού για να τον ξυπνήσει. Ο γέρος έγειρε μπροστά και κουτούλησε στο πτυσσόμενο
τραπεζάκι. Το κεφάλι του χτύπησε με δύναμη στο μπροστινό κάθισμα και βούτηξε
ολόκληρο στο κενό ανάμεσα στα πόδια του.
Σηκώνομαι πάνω λες και με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα: «Παναγία
μου!» Δεν είπα τίποτε παραπάνω. Ακολούθησαν φωνές, πανικός, κακαρίσματα στα πέριξ. Ένας νεκρός στα 36.000 πόδια! Ποιος είδε τον γιο του και δεν τον φοβήθηκε. Και πού να το
καταλάβω εγώ μεσιέ πως ο πατέρας σου αποδήμησε εις Κύριον; Και κυρίως αποδήμησε
ενόσω στηριζόταν επάνω στον ώμο μου; «Παπά, μίλα μου! Παπά μιλώ σου!» ο γιος
του να τρέμει, ο πατέρας του ατάραχος, εγώ να σκέφτομαι «άσε τον παπά, και φέρτε
έναν παπά!» Το βρέφος δίπλα να κλαίει πιο δυνατά, λες και καταλάβαινε τι
συνέβαινε. Ο πιλότος να ρωτά αν υπάρχει γιατρός στο αεροπλάνο, η κυρία στη
δίπλα σειρά να ρωτά αν μπορεί να πληρώσει το ουίσκι με κάρτα.
Εγώ να συνεχίζω να είμαι σοκαρισμένος και όρθιος. Είχα
μαζέψει όλα μου τα υπάρχοντα, εφημερίδες, περιοδικά, ipad, ipod, ώστε να μην
έρθουν σε περαιτέρω επαφή με το πτώμα. Τα τύλιξα άτσαλα στα χέρια μου. Φυσικά,
ήμουν ο τελευταίος που απασχολούσε το πλήρωμα. Άρχισα να απορώ πότε θα
φιλοτιμούνταν να μαζέψουν τον παππού και να τον πάνε κάπου απόμερα. «Πού ακριβώς να τον
πάμε, κύριέ μου, βλέπετε να έχουμε χώρο; Καθίστε για την προσγείωση παρακαλώ!» «Δεν
έχετε κάποιο μέρος που πάτε τα πτώματα; Συνεχίζουν να θεωρούνται επιβάτες σαν
να μην συνέβη τίποτε;» Ο γιος του παππού είχε βγάλει κινητό και μιλούσε με
Λευκωσία, εν πτήσει. Ρωτούσε αν είχε πιει τα χάπια του το πρωί. «Ήπιεν τα! Ήπιεν
τα τζιαι εφέραν του ξινίλες, είπεν μου το εμένα» του είπα. Ούτε που μου έδωσε
σημασία.
«Κύριε καθίστε, προσγειωνόμαστε, θα επιληφθούμε του
θέματος στην Αθήνα» μου είπε ξανά η αεροσυνοδός που έμοιαζε να έχει βγάλει
φλύκταινες από το άγχος. Κάτσε εσύ κυρά μου, άμα αντέχεις. Εγώ εδώ δεν κάθομαι,
δίπλα από έναν πεθαμένο και ένα μωρό που θα είναι επίσης σύντομα πεθαμένο αν
δεν το μαζέψει η μάνα του. «Καθίστε, δεν έχω άλλη θέση να σας δώσω». Σήκωσα το
δίμετρο πόδι μου, το πέρασα πάνω από το κεφάλι του πεθαμένου και
απεγκλωβίστηκα. Έγνεψα από μακριά σε μια άλλη αεροσυνοδό να πλησιάσει να
βγάλουμε άκρη. Μου γνέφει πίσω «κάτσε τώρα κάτω, γιατί πολλά μας ήρθαν μαζεμένα», μα την
αγνόησα. Πλησιάζω προς το μέρος της, να της εξηγήσω ότι δεν προτίθεμαι να κάτσω
δίπλα από το πτώμα, αντιθέτως, θα ζητήσω αποζημίωση για όλη αυτή την ψυχική
οδύνη που πέρασα από την ώρα που επιβιβάστηκα.
Καθώς διέσχιζα τον διάδρομο, το αεροπλάνο έκλινε προς τα
αριστερά για την προσγείωση. Σκόνταψα πάνω σε μία προεξοχή και χτύπησα πάνω στο
τρόλεϊ της αεροσυνοδού. Από το χτύπημα χύθηκε πάνω της ο ζεματιστός καφές. «Αααα!
Καθίστε κάτω κύριέ μου, με κάψατε!» μου είπε, με το πιο αυταρχικό βλέμμα που
μπορείς να φανταστείς.
«Άτε ασσιχτίρ, μαλακισμένη!»
Της είπα και το ευχαριστήθηκα.
Αχαχαχαχα! Ας μου πει κάποιος ότι -δεν- είναι μυθοπλασία, αλλά εγώ μόνο ως κάτι-που-μπορεί-να-συμβεί-ΜΟΝΟ-στον-Αντίχριστο-και-μετά-εκείνος-να-το-κάνει-θεατρικό!, μπορώ να το εκλάβω! Κι όσην ώρα διάβαζα, δεν μου έμεινε (από το πολύ γέλιο) άντερο! (ούτε και μένα, αλλά ευτυχώς είμαι μακριά!) "Συνεχίζουν να θεωρούνται επιβάτες σαν να μην συνέβη τίποτε;» Αχαχαχα! ΘΕΟΣ ο Αντίχριστος!! Και μόνο που μου έφτιαξες τη μέρα, πόσο σ' αγαπώ! χχ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπαπα, μήκακο μας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΝ ΑΛΗΘΚΕΙΑ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι :) Κείμενο κατηγορίας "φανταστικές ιστορίες".
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΕΛΕΙΟ, ΓΡΑΨΕ ΒΙΒΛΙΟ
ΑπάντησηΔιαγραφήπολλύ γέλιο. παναγία μου, από την μια γελούσα από την αλλη σε λυπούμουν
ΑπάντησηΔιαγραφήOh mon dieu! χαχαχα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνταξει το εκανα εικονα και ξεκαρδιστηκα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήAngel xxx
Εφυρδειν!!!τελειοοο εν ημουν σιγουρη που ηταν η αληθεια και που το φαντασιακο:)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑμυ
χαχαχ παναθεμά σε αν δεν έγραφε στο τέλος πως έπεσες στο τρολει του καφέ θα σε πίστευα και εγώ!!! Πολυ καλό και θα μπορούσε να συμβεί. Οι καλύτερες ιστορίες είναι αυτές που μπορούν να σου συμβουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό με το μωρό που σκούζει συμβαίνει σε κάθε πτήση απλά δεν έχω καταλάβει αν είναι το ίδιο μωρό και συμβαίνει μόνο σε εμένα και την Dannossiel αλλά τελικά συμβαίνει σε όλους