Κυριακή, Αυγούστου 23, 2015

Στο Φινάλε Του Καλοκαιριού

Το περασμένο τριήμερο το πέρασα στο Λατσί της Πάφου με τους φίλους μου. Ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα το συγκεκριμένο μέρος και ενθουσιάστηκα, παρόλο που το όνομά του κάθε άλλο για ένα πανέμορφο, γραφικό μέρος σε προϊδεάζει. Όπως έχω πει και γράψει πολλάκις, τα μέρη της Κύπρου πρέπει να αλλάξουν όνομα σε πρώτη φάση, αν θέλουν να κεντρίζουν το ενδιαφέρον του τουρίστα, και σε δεύτερη φάση, αισθητική. Ε, σ’ αυτή την περίπτωση το όνομα Λατσί, προφανώς και δεν βοηθά. Να το λέγανε Μπέβερλι Χιλς, να πω. Να το λέγανε Μονακό, να πω. Αλλά σε ένα «Λατσί», γιατί να θες να πάεις;

Εν πάση περιπτώσει, παρόλο που μας πήρε 35 χρόνια να το επισκεφθούμε, ήταν υπέροχο το Λατσί. Και ήταν υπέροχο γιατί είναι όσο υπανάπτυχτο χρειάζεται ώστε να αναπολήσεις την Κύπρο του ’80-’90 που τόσο αγάπησες. Χωριάτικο μεν, αυθεντικό δε. Καμία σχέση με τον υπερεκτιμημένο και ξεπερασμένο Πρωταρά. Οι δύο ώρες οδήγησης ήταν μαρτύριο βεβαίως, αλλά ΟΚ, ας μην τα θέλουμε όλα δικά μας. Σε 35 χρόνια που θα ξαναπάμε, ευελπιστούμε ότι θα κάνουν καλύτερους δρόμους.

Έκανα όλα τα κλισέ, που έκανε και η υπόλοιπη Λευκωσία που συναντήσαμε εκεί, δηλαδή πήγα στο μπλου λαγκούν, πήγα σε ταβέρνα στον Κάθηκα (άλλο όνομα που πρέπει να αλλάξει αμέσως, άκου Κάθηκας, απορώ ποιος τα σκέφτηκε!), μα το κυριότερο: Έπαιξα Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα με τους φίλους μου στην πισίνα του σπιτιού που νοικιάζαμε! Ε, δεν μπορούσα να φανταστώ άλλο τρόπο να περάσουν οι μέρες μας. Όταν συνειδητοποίησα ότι θα ήμουν τρεις μέρες στο Λατσί αποκομμένος από τα εγκόσμια, πήγα κατευθείαν στο Jumbo, ξόδεψα μισό μισθό σε φουσκωτά παιχνίδια, μπάλες, κορίνες, σχοινιά, μπαλόνια και ό, τι άλλο μπορείς να φανταστείς και τους χώρισα όλους σε ομάδες.

Την Παρασκευή το απόγευμα διεξήχθησαν τα παιχνίδια στην αυλή μας, και κινηματογραφήθηκαν τόσο μέσω αέρος, όσο και υποβρυχίως. Δικάμερο, όχι αστεία. Κανονικά όλες οι διαδικασίες: με Τζόκερ, με Φιλ Ρουζ, με πίνακες βαθμολογίας… μόνο o Ντενί Πετιό έλειπε. Δεν βλέπω την ώρα τώρα να τα μοντάρω, να τα συμμαζέψω και να παράξω την εκπομπή. Στα παιχνίδια εννοείται ότι η Μπρέντα κι εγώ ήρθαμε τελευταίοι, μα, όπως και η Μπρέντα δήλωσε «είσαι καλός στη σύλληψη της ιδέας, μα όχι να τα παίζεις». Σωστά, αλλά όσο σώννω θα τα παίζω. Δεν μας καλέσανε στα 15 μας που σώναμε, δεν θα τους περάσει τώρα που σακατευτήκαμε. Πάρε μια ιδέα: 


Χουλα χουπς, 150 χρωματιστές μπαλίτσες, νυχτερίδες στο βυθό, σπαθιά, ασπίδες, θρόνοι, και άλλα πολλά που δεν μπορώ δυστυχώς να στα δείξω. 


Πόσο θέλω να είχες όρεξη να σου εξηγήσω τους κανόνες του κάθε Παιχνιδιού, αλλά ξέρω ότι πρόκειται για ανάρτηση που μόνος μου τη χαίρομαι :)



Κατά τα άλλα, κάναμε καλό μπόντινγκ με τους φίλους μου, τους οποίους όσο περνούν τα χρόνια δυστυχώς, βλέπω και αραιότερα. Βγάλαμε υπέροχες φωτογραφίες στην παραλία με την υποβρύχια κάμερα και όπως καταλαβαίνεις από την ώρα που επιστρέψαμε δεν κάνω άλλη δουλειά από το να τις επεξεργάζομαι και να τις αναδεικνύω. Μια χαρά θα μας βγει ο Αύγουστος. Με το καλό να μας μπει ο Σεπτέμβρης να πάει στο καλό το καλοκαίρι, να κάνουμε και καμιά δουλειά της προκοπής στη δροσούλα (όσο δροσερός θεωρείται πλέον ο Σεπτέμβρης, δηλαδή).


Θα το πω, κι ας με χαστουκίσει ο Μπάτμαν: Καλό χειμώνα να ‘χουμε. Και να μας έρθει γρήγορα! 


Au revoir!

Τετάρτη, Αυγούστου 19, 2015

Ένα Πακέτο Αναμνήσεις...

Σκέφτηκες ποτέ πώς θα αντιδρούσες αν σε ειδοποιούσαν από την τηλεοπτική εκπομπή ότι «έχεις πακέτο;»

Πάντα αναρωτιόμουν αν θα έμπαινα στον κόπο να πάω στο στούντιο για να μάθω ποιος ή ποια με θυμήθηκε. Έκανα πολλές φορές αυτή τη συζήτηση με φίλους και γνωστούς, και οι περισσότεροι ισχυρίζονται ότι θα πήγαιναν με χαρά. Εγώ θα δίσταζα. Κι αυτό γιατί σήμερα με τόσα κοινωνικά δίκτυα βρίσκεις όποιον θέλεις όποτε θέλεις, από το Τόκυο της Ιαπωνίας μέχρι την Παταγονία της Αργεντινής. Ένα απλό search να κάνεις αρκεί για να με βρεις, γιατί να ταλαιπωρείς τη Χατζηβασιλείου; Για να μας δει το πανελλήνιο να φιλιόμαστε και να αγκαλιαζόμαστε; Όχι, ευχαριστώ, ξέρουμε κι άλλους τρόπους να γίνουμε θέαμα άμα θέλουμε.

Τις προάλλες έμαθα ότι μια γνωστή μου από τον καιρό που ήμουν ακόμα φοιτητής και με την οποία δεν έχουμε τις καλύτερες σχέσεις, έλαβε πακέτο. Της χτύπησε ο ομορφονιός την πόρτα και της παρέδωσε το κουτί της Πανδώρας. Εκείνη καταχάρηκε ότι πιθανότατα κάποιος παλιός έρωτας τη θυμήθηκε, από τον καιρό που σκυλοτραβιόταν με όποιον έβρισκε στα μπαρ της Αγγλίας, και ότι ήρθε στην Ελλάδα να την αναζητήσει. Αμ, δε! Της προέκυψε ετεροθαλής αδελφός από το πουθενά. Ο πατέρας της, που ήταν ναυτικός, σε ένα από τα πολλά ταξίδια του, της έσπειρε κι έναν αδελφό. Σαν κεραυνός εν αιθρία έσκασε μύτη η συγγένεια. Για δάκρυα χαράς έκανε λόγο η Χατζηβασιλείου, πού να ήξερε ότι η μαντάμ δάκριζε επειδή βρέθηκε κι άλλος κληρονόμος και θα έπρεπε να μοιραστεί διά δύο η περιουσία. Αλλά τι να έκανε εκείνη την ώρα; Έπρεπε να χαρεί. 

Δεκαπέντε χρόνια τον περίμενε τον πατέρα της να πεθάνει, η καψερή. Σαν χθες τη θυμάμαι σε ένα παμπ του Λονδίνου να μου εξηγεί ότι μπορεί μεν να ήταν μπατίρισσα και να ζούσε με φις εντ τσιπς, αλλά όταν με το καλό θα αποδημούσε ο μπαμπάς της εις Κύριον (το έλεγε σαν να το ευχόταν απ’ τα βάθη της ψυχής της), θα γινόταν πάμπλουτη από τα κτήματα που θα κληρονομούσε. Ωραία, της είπα, να ερχόμαστε να πίνουμε μπίρες στο Κόβεντ Γκάρντεν και να πληρώνεις σε κτήματα. Βέβαια, από την τραγική οικονομική της κατάσταση θα μπορούσε να ξεφύγει εύκολα αν έμπαινε στον κόπο να δουλέψει, έστω και πωλήτρια στα Boots που λέει ο λόγος, αλλά αυτή ήταν και είναι η νοοτροπία του μέσου Συριζαίου: Ξυνόμαστε ώσπου να μας φέξει.  

Και τελικά της έφεξε, και της ήρθε και ο ουρανός σφοντύλι. Με τον ετεροθαλή αδελφό, απ’ όσα άκουσα δηλαδή, δεν νομίζω να αποκτήσουν ιδιαίτερες σχέσεις. Βρέθηκαν έξω, τα είπαν, ήπιαν και μια μπίρα, εικάζω θα την πλήρωσαν εξ αδιαιρέτου, και είπαν «να τα ξαναπούμε». Που όλοι ξέρουμε τι πάει να πει αυτό. Στην καλύτερη περίπτωση «δεν θέλω να ξαναδώ τα μούτρα σου», στην χειρότερη, «θα τα πούμε στα δικαστήρια γιατί εκείνο το κτηματάκι στη Λαμία σ' εμένα το είχε τάξει ο μακαρίτης». Ωχοχο, τα καλύτερα δεν θα δείξει η τηλεόραση.

Έχω κι άλλο να σου πω. Ήταν που της έβαλε μέσα στο πακέτο ένα μπουκαλάκι με λαδάκι της Παναγίας ο θρησκευόμενος αδελφός. Πόσο δεν μπορώ να περιμένω να δω την έκφραση του προσώπου της την ώρα που ανοίγει το μπαούλο και πρέπει να υποκριθεί ότι ξαφνιάστηκε ευχάριστα απ’ αυτό!


Δεν πειράζει, βγήκε και κάτι καλό από την όλη ιστορία. Είδε τη Χατζηβασιλείου από κοντά, που όσο να πεις είναι απόλαυση και για να την βλέπεις και για να την ακούς. 

[Φανταστική η ιστορία, αλλά την απολαμβάνω σαν να είναι αληθινή. Τι θέλετε, καλοκαίρι έχουμε, βαριέμαι].

Παρασκευή, Αυγούστου 14, 2015

Τα Καλοκαίρια Πέθαναν

Έχει μέρες που κάθομαι και σκέφτομαι γιατί κατάντησα να αποφεύγω το καλοκαίρι όπως ο διάολος το λιβάνι. Φέτος δεν πήγα καθόλου θάλασσα. Ξεκομμένος στη Λευκωσία και τα μάλα ευτυχισμένος. Αύριο θα πάω για πρώτη φορά παραλία και βρίζω από τώρα. Πώς έφτασα εγώ σ’ αυτό το σημείο;


Νομίζω ότι και εδώ φταίνε τα παιδικά μου χρόνια. Ξέρεις πόσο ωραία καλοκαίρια περνούσα εγώ σαν παιδί; Ευτυχισμένα δεν λες τίποτα. Τρεις ολόκληρους μήνες από τη θάλασσα στο βουνό και από το βουνό στη θάλασσα. Με ξαδέλφια, με οικογενειακούς φίλους, με τη γιαγιά μου να μας τρέχει ξωπίσω με ένα πηρούνι στο χέρι, με τον παπά μου να μας μαθαίνει κολύμπι, με τον θείο μου να μας γυρίζει βίντεο τα "θεατράκια" μας, με ό, τι θέλεις.


Αυτά πλέον δεν υπάρχουν. Και όχι μόνο δεν υφίστανται, αλλά όταν επισκέπτομαι αυτά τα μέρη στα οποία μεσουράνησα και αντικρίζω καινούριες φάτσες να τα “λεηλατούν”, τσαντίζομαι. Άσε που άλλαξαν οι εποχές, τίποτα δεν θυμίζει εκείνα τα καλοκαίρια. Και η γιαγιά μου γέρασε, ο παπάς μου πέθανε, τα ξαδέλφια μου έκαναν δικές τους οικογένειες, δεν έμεινε τίποτε που να παραπέμπει σε εκείνες τις εποχές. Τα πάντα μου προκαλούν εκνευρισμό εξ ου και για μένα πλέον διακοπές σημαίνει ταξίδι στο εξωτερικό μακριά από την Κύπρο που δεν μπορώ να έχω.


Ο πατέρας μου όταν ζούσε, απέφευγε να περάσει με το αυτοκίνητο από την παλιά του γειτονιά, γιατί συγκινούνταν όταν έβλεπε τους δρόμους που έπαιζε μπάλα μικρός αλλαγμένους, ρημαγμένους και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Τον έβρισκα υπερβολικό και μελό, σήμερα, τί έκπληξη, κάνω τα ίδια.


Λάτρευα κάποτε τον Πρωταρά. Από το 1989 μέχρι το 1998 τον γύριζα με μάτια κλειστά. Πλέον τον επισκέπτομαι και μου γυρίζει το μάτι και μου έρχεται αναγούλα. Λάτρευα κάποτε τα βουνά, σάρωνα τα δάση του Πεδουλά και έχτιζα κάστρα, σπίτια, κρησφύγετα. Πλέον ούτε ζωγραφιστά δεν θέλω να τα βλέπω. Να σβηστούν όλα από τον χάρτη.

Αυτά.