Ο Θεός με φώτισε και έφυγα από την Κύπρο και το
φετινό μουντό Πάσχα. Πήρα τους φίλους μου παραμάσχαλα και έφυγα για Κρακοβία, όπου
επιδόθηκα σε αθλητικές κυρίως δραστηριότητες οι οποίες κατέδειξαν γι άλλη μια
φορά την άθλια φυσική μου κατάσταση. Δεν μπορώ ούτε να περπατήσω, ούτε να κάτσω,
ούτε να ξαπλώσω από προχθές. Όλοι μου οι μύες στραπατσαρισμένοι, πού να στα λέω…
Εκατό φορές πτώμα όμως, παρά να τρώω στη μάπα φωτογραφίες από επιτάφιους, αρνιά
στη σούβλα, μαγειρίτσες και άλλα δεκάδες κλισέ που είναι ν’ απορείς πώς και δεν
τα βαρεθήκατε τόσα χρόνια και δεν επιζητάτε το κατιτίς παραπάνω. Τέλος πάντων.
Ωραιότατη η Κρακοβία έχω να σου πω, και δεν της το ‘χα.
Εντάξει, δεν είναι Παρίσι, δεν είναι Λονδίνο, αλλά για τα χάλια της ανατολικής
Ευρώπης στέκεται αξιοπρεπέστατα. Ήσυχη, καθαρή, χρωματιστή, με συνοχή, κλάσεις
ανώτερη των δικών μας πατταραμάδων που δεν ντρεπόμαστε να αποκαλούμε πόλεις,
και τολμώ να πω, άξια ανταγωνιστής της Βουδαπέστης, της Μπρατισλάβας και της Πράγας.
Όλα πάμφθηνα εν τω μεταξύ, τρεις μέρες την έβγαλα με πενήντα ευρώ όλα κι όλα. Κόσμος
φιλικός, εξυπηρετικός, αν και ολίγον ταλαιπωρημένος, μα ήταν το λιγότερο που με
απασχόλησε όσο ήμουν εκεί.
Στα καθ’ ημάς τώρα: Τριάντα τεσσάρων χρονών γαϊδάροι.
Πάντα μαζί, πάντα αγαπημένοι. Πόσο συγκινητικό. Από τα δεκαεφτά μας μαζί, σε
ταξίδια, διακοπές, πάρτι και μαλακίες. Αυτό το ταξίδι ήταν μπόνους δώρο. Πολύ
πιθανόν να ήταν και το τελευταίο μας, μιας που όλοι πάμε πλέον για γάμο και
παιδί, μα όσο μπορούμε ακόμα το παλεύουμε. Φέτος ήταν η πρώτη φορά που κοιτώντας
μας στις φωτογραφίες είπα ότι μεγαλώσαμε, γκριζέψαμε, καραφλιάσαμε, άλλαξε η μούρη
μας, δεν είμαστε μπουμπούκια όπως όταν παραθερίζαμε στα νησιά στην ηλικία των
20, αλλά τι να κάνουμε κι εμείς; Μήπως το θέλουμε, ή το επιδιώκουμε;
Έπαιξα paintball στην Κρακοβία. Είχα
ξαναπαίξει, δεν ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία. Έφαγα κανονικά τις σφαίρες μου, γέμισα
μώλωπες, μια χαρά μάχιμος. Έκανα όμως και ράφτινγκ, τρομάρα να μου ‘ρθει. Και
μπήκα μέσα στο φουσκωτό αφελώς, σαμπώς και πάω για μπανάνα στα watersports του Stefanos στο Sunrise, του Πρωταρά. Τράβα, τράβα το κουπί, μου βγήκε η ωμοπλάτη. Γέλασα όσο ποτέ
όμως. Η προσπάθεια συντονισμού με την ομάδα, συνδυασμένη με τη βάρκα που έμπαζε
από παντού, και τη βροχή που έπεφτε με κάβλωσε τα μάλα, βγήκα από τη βάρκα και
νόμισα ότι ήμουν καταδρομέας, Μπάτμαν και Τζέημς Μποντ στην τιμή του ενός, ασχέτως
αν όπως καταδεικνύεται από τη φωτογραφία, ούτε για τα Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα
δεν κάνω.
Ω, ναι, πέρασα υπέροχα!
Είπα κι εγώ, πως την πάτησε αυτό το παιδί και δεν πήγε ταξίδι;.. Μεταξύ μας, κι εγώ που έμεινα εδώ (μπλιαχ) δεν πάτησα το πόδι μου στην εκκλησία. Είναι όλα κλισέ και σικέ μη σου πω! Λες να πάω Κρακοβία; Πως μου έχει ξεφύγει; Φιλούθκια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα πας! Να πας! Ούτε εγώ την είχα περί πολλού και με κέρδισε εύκολα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρόνια σου Πολλά. Φαίνεται πάντως ότι επεράσετε τέλεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήμα πώς πας κρακοβία?
ΑπάντησηΔιαγραφήKanenas magnitis pezi?
ΑπάντησηΔιαγραφή