Από τον καιρό που εγχειρίστηκα στην καρδιά, οι οδηγίες του γιατρού ήταν ξεκάθαρες: "Να μην ταράζεσαι. Να ζεις ήρεμα και χωρίς έντονες συγκινήσεις." Όπου συγκινήσεις βλέπε νεύρα, βλέπε ανείπωτες χαρές, λύπες και τα συναφή. Καταλαβαίνεις ότι στο άκουσμα αυτής της συμβουλής γέλασαν και τα πόμολα της πόρτας. Εγώ, να μην ταράζομαι. Που μια ματιά στις ειδήσεις ρίχνω και γίνομαι μπουρλότο, να σταματήσω να νοιάζομαι και κατ' επέκταση να ταράζομαι. Αδύνατον.
Έκανα ψυχοθεραπεία μετά την εγχείρηση. Για ενάμιση χρόνο. Μεταξύ άλλων, η ψυχολόγος επέμενε: "Να μην ασχολείσαι. Πρέπει να μάθεις να μην ασχολείσαι με όσα σε ταράζουν." Και πώς το πετυχαίνω αυτό μανδάμ; αναρωτήθηκα. Δεν μου έδωσε σαφή απάντηση. Πού να μου δώσει;! Η τέχνη του ΄δεν ασχολούμαι' δεν διδάσκεται κάπου ούτε χορηγείται με χάπι. Θαρρώ πως επιτυγχάνεται όταν πια περάσεις σε ανώτερα επίπεδα προβλημάτων ώστε το προηγούμενο να φαντάζει μικρό μπροστά στο καινούριο ώστε να χρήζει οποιασδήποτε σημασίας. Ας πούμε, αν δεν έχεις να φας χαβιάρι είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, αλλά όταν ξαφνικά χρεοκοπήσεις και δεν έχεις να φας ψωμί, ξαφνικά γεννιέται ένα πρόβλημα σοβαρότερο, και σταματάς να κλαις για το χαβιάρι. Μόνον έτσι!
Εγώ δυστυχώς δεν έχω καταφέρει να μην ασχολούμαι. Ασχολούμαι με τη μάνα μου, ασχολούμαι με τη δουλειά μου, ασχολούμαι με την κατάντια της χώρας, ασχολούμαι με τη σχέση μου, με το μέλλον μου, φοβάμαι, αγχώνομαι, νευριάζω, πεισμώνω, βρίζω, κλαίω... Όλα τα κάνω. Δεν ξέρω τι στο διάολο πρέπει να κάνω για να μην ασχολούμαι. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω για να σταματήσω να ενοχλούμαι. Όχι, αρνούμαι κατηγορηματικά να χαπακωθώ πάλι. Τα έκοψα τα λεξοτανίλ, πάνε χρόνια. Τελευταίως παίρνω πάλι μερικά, γιατί δεν θα κάτσω να πεθάνω κιόλας, εννοείται ότι θα πάρω μια μικρή δόση για να κοιμηθώ αν κοντεύω να σκάσω από την αγωνία μου, αλλά όχι, αρνούμαι να τα παίρνω πάλι με τις χούφτες.
Πρέπει να βρω τον τρόπο να μην ασχολούμαι. Πρέπει. Πρέπει. Πρέπει.
Όσους ξέρω που δεν ασχολούνται πάντως, παίρνουν είτε αντικαταθλιπτικά, είτε ναρκωτικά. Ελαφρά μεν, αλλά παίρνουν. Ένας άλλος φίλος-φίλου που ξέρω, προκειμένου να μην ξανασχοληθεί πήγε μία επίσκεψη στο Άγιον Όρος και έκτοτε δεν ξαναγύρισε. Θρησκεία αγάπη μου, το ισχυρότερο ναρκωτικό απ' όλα! Μα, ούτε αυτό είναι λύση. Δεν θα κάτσω να με γαμήσουν οι παπάδες για να γλιτώσω από τα χάλια σας!
Ξέρεις τί φοβάμαι; Ότι μόνο με μία ανίατη ασθένεια αρχίζεις να μην ασχολείσαι. Ο πατέρας μου για παράδειγμα, όταν συνειδητοποίησε ότι είναι στα τελευταία του, σταμάτησε να ασχολείται με τα πάντα. Του έλεγα "συνέβη αυτό", "ο τάδε είπε εκείνο", και αντί να τα σπάσει όλα εδώ μέσα, όπως θα έκανε υπό κανονικές συνθήκες, αυτός έμπαινε στο ίντερνετ και άκουγε Βίκυ Μοσχολιού. Φαίνεται διαισθανόταν το τέλος και δεν ήθελε να σπαταλήσει φαιά ουσία στα αίσχη που του περιέγραφα. Αρκούσε η Μοσχολιού. Εγώ βέβαια, παρακολουθώντας τον, έλεγα σε όλους ότι έχει πάθει κατάθλιψη και ότι έπρεπε να του φέρουμε ψυχολόγο στο σπίτι, αλλά αυτός αρνούνταν να συνεργαστεί. Ο πατέρας μου τους θεωρούσε αχρείαστους τους ψυχολόγους και ολίγον τι "παγαπόντηδες". Αλλά ναι, η ανίατη ασθένεια ιεραρχεί εκ νέου το τι είναι άξιο εκνευρισμού και σημασίας. Και αν δεν την έχεις (την ανίατη), από την πολλή ασχολία, σου 'ρχεται δώρο, μάννα εξ ουρανού!
Δεν θέλω να αρρωστήσω κι εγώ για να πάψω να ασχολούμαι. Ας ελπίσουμε ότι θα βρω τη λύση πριν μου έρθει ο τεπετάκλας. Και για να σε προλάβω, επειδή ξέρω τι θα πεις, ναι, μπορεί η Βίσση να είναι πιο θαυματουργή κι από τη Μοσχολιού και να μου αλλάζει τη διάθεση, αλλά δεν θέλω άλλα κλαπατσίμπαλα. Θέλω να εύρω την ησυχία μου στους ανθρώπους, με τους ανθρώπους. Και αυτό είναι τόσο δυσεύρετο που ώσπου να επιτευχθεί, θα με έχει φάει ο εαυτός μου. Αυτό το "σιγά μην αρρωστήσω, σιγά μην ξενυχτήσω, σιγά να μην πεθάνω εγώ για χάρη σου" μόνο ο Καρβέλας τελικά το πέτυχε και αυτός μάλλον συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω!
Ω Θεέ μου, λυπάμαι και φοβάμαι όσο τίποτα!