Η αγαπημένη μου γιαγιά ήρθε να μας επισκεφτεί με τον πανικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Μετά βίας περπατούσε σε ευθεία, παραπατούσε, ενώ έχανε και τα λόγια της. Δεν της είχε έρθει κόλπος, αν και θα μπορούσε. Κρατούσε στα χέρια της ένα ξεφτισμένο κιτρινωπό χαρτί. Το προσκλητήριο του γάμου της. "Το βρήκα καθώς έκανα γενική εκκαθάριση στο πατάρι" μας είπε μες τη σύγχυση. "Και δεν θα το πιστέψετε, εδώ λέει ότι παντρεύτηκα καλοκαίρι!"
Η γιαγιά μου, χρόνια τώρα, ήταν πεπεισμένη ότι ο γάμος της τελέστηκε χειμώνα, γιατί "θυμάμαι ότι φορούσα παλτό πάνω από το νυφικό, και οι καλεσμένες όλες γουναρικά! Πώς είναι δυνατόν να παντρεύτηκα καλοκαίρι;" Ε, για να λέει έτσι το προσκλητήριο, έτσι έγινε γιαγιά μου, της είπαμε. Έκατσε στον καναπέ, κοίταζε το προσκλητήριο έκθαμβη και επί μία ώρα παραμιλούσε, συζητούσε τις πιθανότητες και τα ενδεχόμενα να υπάρχει κάποιο λάθος σ' όλο αυτό. Το ότι πάτησε αισίως τα 80 και το μυαλό της δεν συγκρατεί καμία πληροφορία, ήταν ένα σενάριο που αποφύγαμε επιμελώς να εξετάσουμε.
Όταν εν τέλει συμφιλιώθηκε με την ιδέα τέλεσης του γάμου της εκείνο το καλοκαίρι, άρχισε να μας αφηγείται πράγματα που εγώ πρώτη φορά μάθαινα. Ότι δηλαδή η γιαγιά μου δεν ήταν ερωτευμένη με τον παππού μου, αλλά τον παντρεύτηκε γιατί είχε καλή δουλειά, αλλά και επειδή έτσι είχαν αποφασίσει οι γονείς της. Βέβαια, παραδέχτηκε ότι με τα χρόνια τον αγάπησε και ότι πέρασε "ζωή χαρισάμενη μαζί του", πως δεν στερήθηκε δίπλα του τίποτα, και ότι επ ουδενί μετανιώνει για τα όσα βίωσε μαζί του. Αλλά, όχι, σοκ και δέος, δεν ήταν ο έρωτας της ζωής της.
Ο έρωτας της ζωής της ήταν ένας άλλος κύριος, που δούλευε κλητήρας στο Δημαρχείο της Λευκωσίας. Τρέ μπανάλ για τα δεδομένα της εποχής. Ενώ, ο παππούς μου ήταν αρχιτέκτων! Άλλη η χάρη του, όσο να πεις. Ο κλητήρας την κορτάριζε συχνά κάνοντας βόλτες με το ποδήλατό του όταν η γιαγιά μου βόλταρε στο πάρκο, μα ουδέποτε τόλμησε να της τα ρίξει. Μόνο όταν έμαθε ότι ετοιμάζεται να πετάξει το πουλάκι συγκινήθηκε και τόλμησε να αγοράσει μια ανθοδέσμη να πάει να τη διεκδικήσει ζητώντας την από τους γονείς της. Τότε η προγιαγιά μου που ήταν Σμυρνιά και δεν σήκωνε ανακατωσούρες, ούτε ίντριγκες και πάθη στη Σάντα Μπάρμπαρα, κλείδωσε τη γιαγιά μου στο δωμάτιό της σαν την Ελένη απ' το Κωσταλέξι και δέχτηκε τον κλητήρα στα σαλόνια της διά ολιγόλεπτη ακρόαση. Αυτός ξεδίπλωσε τις καλές προθέσεις του και αυτή του απάντησε ότι θα σκεφτόταν σοβαρά την πρότασή του. Βλακείες, γραμμένο τον είχε εξ αρχής τον πτωχό υπαλληλάκο του Δημαρχείου. Η θέση ήταν ήδη δοσμένη αλλού.
Με το που αποχώρησε ο υποψήφιος μνηστήρας, η προγιαγιά μου ξεκλείδωσε τη γιαγιά μου, που σημειώστε, τότε ήταν δεν ήταν 18 χρονών, και απέφυγε τεχνηέντως να της πει τον λόγο για τον οποίο της είχε στερήσει την ελευθερία της, έστω και για ολίγα λεπτά.
Ο γάμος της με τον παππού μου ακολούθησε εντός μερικών μηνών, και ο κλητήρας ουδέποτε έλαβε απάντηση στην πρότασή του. Όταν έμαθε από τις στήλες των κοινωνικών τα νέα, έκατσε και της έγραψε ένα γράμμα εξηγώντας της ότι ήρθε και τη ζήτησε από τη μάνα της προ ημερών, αλλά εκείνη ούτε να τον φτύσει. Το γράμμα αυτό δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, γιατί η προγιαγιά μου το έλαβε πρώτη, το διάβασε, και έκρινε ότι δεν έπρεπε να φτάσει ποτέ στην πραγματική παραλήπτρια. Το καταχώνιασε σε ένα συρτάρι για να ξεθαφτεί κατά λάθος μία δεκαετία αργότερα από τη γιαγιά μου, που έμελλε να μάθει τόσο άγαρμπα τη πουτάνα την αλήθεια. Ήταν βέβαια πολύ αργά, η γιαγιά μου είχε ήδη κάνει δυο παιδιά και ο γάμος της είχε "δέσει". Θύμωσε όμως, και όταν ζήτησε τα ρέστα από τη μάνα της, αυτή αρνήθηκε ότι έκρυψε το γράμμα, είπε μόνο ότι μάλλον θα της διέφυγε να την ενημερώσει για την αλληλογραφία της. Σμυρνιές!
Και έληξε έτσι άδοξα το ειδύλλιο; Ναι. Έτη αργότερα η γιαγιά μου πέτυχε τον συγκεκριμένο κύριο να βολτάρει στην Κρατική Έκθεση Κύπρου αλλά υποκρίθηκε ότι δεν τον αναγνώρισε, παρόλο που διασταυρώθηκαν οι ματιές τους. "Ήμουν παντρεμένη, τι να έκανα, να λένε ότι ξενοκοιτάζω από 'δω και από 'κει;" μου είπε απολογητικά. Μπορεί λοιπόν να μην δόθηκε συνέχεια στο ρομάντζο, παρόλα αυτά η γιαγιά μου γνώριζε πολύ καλά πως ο συγκεκριμένος κύριος δεν παντρέυτηκε ποτέ του και πως μια καλήν ημέρα ξενιτεύτηκε στη Νότιο Αφρική. Έκτοτε κενό. Θυμάται όμως ακόμα το όνομά του.
"Θέλεις να ψάξω να τον βρω στο Facebook?" τη ρώτησα αστειεύομενος.
"Όχι!" είπε απότομα ξεκόβοντάς μου το ορθά κοφτά! "Μην διανοηθείτε να κάνετε καμιά βλακεία εσύ και η μάνα σου", συνέχισε. "Ο άνθρωπος έφυγε πριν χρόνια, δεν θέλω να τον βρούμε, ούτε να ξέρω τι κάνει!" είπε θυμωμένη και σηκώθηκε να πάει σπίτι της εμφανώς αναστατωμένη. Το προσκλητήριο που κρατούσε το ξέχασε πίσω της.
Το ότι σήμερα το πιο πιθανόν είναι ο συγκεκριμένος κύριος να μην ζει, ή αν ζει να είναι κοντά στα 100, και αποκλείεται να διαθέτει προφίλ στο Facebook, ήταν επιχειρήματα που δεν πρόλαβα να παραθέσω.
Η γιαγιά μου, η αγαπημένη μου συγγενής!
Αναμφίβολα ό,τι καλύτερο διαθέτει το σόι μου.
Στην ταινία "Μικρά Αγγλία" που κάνει θραύση στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες, υπήρξε το πρωταγωνιστικό ζευγάρι που δεν παντρεύτηκε ποτέ για τους ίδιους ακριβώς λόγους και με την ίδια μεθόδευση. Ήταν φαίνεται (βλακωδώς) η "άμυνα" της εποχής...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚυπριακή version του Notebook:)))
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιαγιάδες απλά τέλειες!! Υπαίτιες για το καλύτερο μας εσωτερικό κομμάτι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΛατρεύω γιαγιά Αντί-Χριστου! Τέλος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑαα! εχω κ εγώ παρόμοια ιστορία με τη γιαγιά μου! Γεννημένη μεγαλωμένη στην παλιά Λευκωσία διπλα από την εκκλησία του Αγίου Σάββα (πίσω από Οκτάνα) είχε για 7 χρόνια σε παρακαλώ έρωτα δι αλληλογραφίας (το 'φλέρτ' της) με τον Κύπρο Οικονομίδη εκ Λάρνακος (ο οποίος μας εδήλωσε πως έιναι εκατομυριούχος σε παρακαλώ- εμέις μάταια να την παρακαλούμε τόσα χρόνια να ξανακάνουμε κονέ μετά που επέθανε ο παππούς). Ο Οικονομίδης high class της εποχής και η γιαγία μου middle class- ο έρωτας δεν προχωρούσε γιατί ο μεγάλος αδερφός του δεν την ήθελε τη γιαγιά μου! Εφτά χρόνια ετσάκρισε την την καημένη να περιμένει όσπου ήβραν της τον παππού μου τζαι εδώσαν της τον (ντάξει -λαλέι μου- εν ηταν τζαι ο πιο όμορφος ο παππούς σας αλλά ήταν καλός άθρωπος!) Στο τελευταίο γράμμα γράφει της το 'φλέρτ' "Αργά, αργά και σίγουρα, τον Βούν τον φάγαμε μας έμεινεν η ουρά" - όπου η γιαγιά μου περήφανα του απαντά "Απ' οτι μου φαίνεται η ουρά είναι κοκκαλιάρικη και δεν θα την χωνέψουμε! Αρραβωνιάζομαι με άλλον"!! Ο παππούε πέθανε το 87' τον Κύπρο όμως ακόμα εθθυμάτουν τον πριν 3-4 χρόνια τζαι ερωτούσεν μας τι κάμνει τζαι αν ζεί (τελικά όπως μαε είπε μια άλλη φορά εκατέληξε να πάρει μια 'πάς κλάς' από ένα χωριό που δεν θυμούμε "καλή κοπελλα αλλά που χωρκό!")
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέλειο ποστ
ΑπάντησηΔιαγραφήάντε τώρα να σκέφτεσαι αν η γιαγιά πέρασε καλύτερα που παντρεύτηκε τον παππού ή αν θα ζούσε πιο όμορφα με τον κλητήρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήαπολαυστικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήνα το διαβάζεις μόνο :/
Εμ τώρα εξηγείται. Αστέρι απο σόι ο Αντίχρηστος!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ