Δεν θέλω να κοιμηθώ, ούτε να διαβάσω! Έχω να γράψω ένα κεφάλαιο για την πτυχιακή και βαριέμαι, κόβω φλέβα! Σήμερα είδα δυο ταινίες DVD για να περάσει η ώρα, και πάλι, time goes by, so slowly…
Θυμήθηκα την Ά δημοτικού! Στην πρώτη τάξη έπιανα το πουλάκι μου κάθε φορά που αντίκριζα την διπλανή μου. Ένα κοριτσάκι μούρλια, με δυο κοτσιδάκια – Να! (στην ηλικία των 6 μετράει το μέγεθος της κοτσίδας, δεν έχει αναπτυχθεί τίποτ’ άλλο). Χαμογελούσε και έβγαζε ένα ουράνιο τόξο μέσα απ’ τα χείλη της. Φορούσε και ένα ροζ μπουφανάκι, ήταν σαν καραμέλα έτοιμη για γλείψιμο!
Να φανταστείτε ότι απέφευγα να την κοιτάζω, διότι ένιωθα πως εμφανιζόταν αμέσως στο κούτελο η επιγραφή: «Μ’ αρέσεις» και αναβόσβηνε. (Ούτε λόγος για τρίτο πόδι, τότε.) Εν πάση περιπτώσει, ένιωσα ότι δεν πήγαινε άλλο με τα τσαλίμια της και τα νάζια της οπότε μια μέρα αποφάσισα να της μιλήσω σαν άντρας:
«Θέλεις όταν μεγαλώσουμε, σε πολλά χρόνια δηλαδή, και αν μιλάμε ακόμη, να... λέω εγώ τώρα... να παντρευτούμε; Θα είναι πάρα πολύ ωραία! Θα είναι όπως είναι σήμερα οι γονείς μας!»
Με κοίταζε με ένα πρόσωπο όλο λάμψη, λες και περίμενε μια ζωή να της ζητήσουν να χορέψει το χορό του Ησαΐα. Για κάποιο λόγο μού έμεινε το πρόσωπο της στο μυαλό μου, τόσα χρόνια μετά. Ήταν ανεξήγητα λαμπρό! Δεν φαντάζεστε πόσο καβλωτικό ήταν για τα τότε δεδομένα! Έμεινε δυο-τρία λεπτά σκεφτική και μου απάντησε: «Καλά, ώσπου να μεγαλώσουμε...»
Ποιός ζει, ποιός πεθαίνει! Ή μάλλον, 'κάτσε γάρε ψόφα!' Χέσε μας! Που αντί να μου πεις: «Έλα παίδαρε, πάμε πίσω από το κουκλοθέατρο τώρα, να σου κάνω τον Πιπίνο τούμπανο», μου έμαθες και τα «Όταν μεγαλώσουμε...» τρομάρα να σου’ρθει!
Λίγους μήνες μετά, εν ώρα διαλείμματος μπήκε στην αυλή ένα αδέσποτο λυκόσκυλο και με κοίταζε με μίσος. Πάγωσα, δεν αντέδρασα αλλά ένα μαλακισμένο παιδάκι κάτι του πέταξε και αυτό άρχισε να μας κυνηγάει. Στην προσπάθεια μου να γλιτώσω, ανέβηκα βιαστικά την σκάλα και γλίστρησα. Έπεσα μπρούμυτα και χτύπησα το πηγούνι μου στο σκαλοπάτι. Αίματα, κλάματα, κακό! Ήρθε η δασκάλα μου, η κ. Έλλη, και μου έδωσε το αντίδοτο. Μέσα από τα θολά μου μάτια διέκρινα την αγαπημένη μου, να με κοιτάζει και να κλαίει συμπονετικά! Μάνα μου, σκέφτηκα ! Με θέλει! Μάλλον αυτό σημαίνει πως θα με παντρευτεί όταν μεγαλώσουμε... Βάλε πάθος, ανέβασε τις θεαματικότητες! Δάκρι κορόμηλο εγώ, Μάρθα Βούρτση το κοριτσάκι!
Έκλαιγα θριαμβευτικά! Και ένιωσα και πολύ ερωτύλος! Τόσα χρόνια μετά δεν έχω ιδέα τι απέγινε. Όμως, ακόμη έχω το σημάδι στο πηγούνι απ’ το χτύπημα. Μια κοινή γνωστή μου είπε πως η συγκεκριμένη, έγινε μεγάλη πουτάνα...
Θυμήθηκα την Ά δημοτικού! Στην πρώτη τάξη έπιανα το πουλάκι μου κάθε φορά που αντίκριζα την διπλανή μου. Ένα κοριτσάκι μούρλια, με δυο κοτσιδάκια – Να! (στην ηλικία των 6 μετράει το μέγεθος της κοτσίδας, δεν έχει αναπτυχθεί τίποτ’ άλλο). Χαμογελούσε και έβγαζε ένα ουράνιο τόξο μέσα απ’ τα χείλη της. Φορούσε και ένα ροζ μπουφανάκι, ήταν σαν καραμέλα έτοιμη για γλείψιμο!
Να φανταστείτε ότι απέφευγα να την κοιτάζω, διότι ένιωθα πως εμφανιζόταν αμέσως στο κούτελο η επιγραφή: «Μ’ αρέσεις» και αναβόσβηνε. (Ούτε λόγος για τρίτο πόδι, τότε.) Εν πάση περιπτώσει, ένιωσα ότι δεν πήγαινε άλλο με τα τσαλίμια της και τα νάζια της οπότε μια μέρα αποφάσισα να της μιλήσω σαν άντρας:
«Θέλεις όταν μεγαλώσουμε, σε πολλά χρόνια δηλαδή, και αν μιλάμε ακόμη, να... λέω εγώ τώρα... να παντρευτούμε; Θα είναι πάρα πολύ ωραία! Θα είναι όπως είναι σήμερα οι γονείς μας!»
Με κοίταζε με ένα πρόσωπο όλο λάμψη, λες και περίμενε μια ζωή να της ζητήσουν να χορέψει το χορό του Ησαΐα. Για κάποιο λόγο μού έμεινε το πρόσωπο της στο μυαλό μου, τόσα χρόνια μετά. Ήταν ανεξήγητα λαμπρό! Δεν φαντάζεστε πόσο καβλωτικό ήταν για τα τότε δεδομένα! Έμεινε δυο-τρία λεπτά σκεφτική και μου απάντησε: «Καλά, ώσπου να μεγαλώσουμε...»
Ποιός ζει, ποιός πεθαίνει! Ή μάλλον, 'κάτσε γάρε ψόφα!' Χέσε μας! Που αντί να μου πεις: «Έλα παίδαρε, πάμε πίσω από το κουκλοθέατρο τώρα, να σου κάνω τον Πιπίνο τούμπανο», μου έμαθες και τα «Όταν μεγαλώσουμε...» τρομάρα να σου’ρθει!
Λίγους μήνες μετά, εν ώρα διαλείμματος μπήκε στην αυλή ένα αδέσποτο λυκόσκυλο και με κοίταζε με μίσος. Πάγωσα, δεν αντέδρασα αλλά ένα μαλακισμένο παιδάκι κάτι του πέταξε και αυτό άρχισε να μας κυνηγάει. Στην προσπάθεια μου να γλιτώσω, ανέβηκα βιαστικά την σκάλα και γλίστρησα. Έπεσα μπρούμυτα και χτύπησα το πηγούνι μου στο σκαλοπάτι. Αίματα, κλάματα, κακό! Ήρθε η δασκάλα μου, η κ. Έλλη, και μου έδωσε το αντίδοτο. Μέσα από τα θολά μου μάτια διέκρινα την αγαπημένη μου, να με κοιτάζει και να κλαίει συμπονετικά! Μάνα μου, σκέφτηκα ! Με θέλει! Μάλλον αυτό σημαίνει πως θα με παντρευτεί όταν μεγαλώσουμε... Βάλε πάθος, ανέβασε τις θεαματικότητες! Δάκρι κορόμηλο εγώ, Μάρθα Βούρτση το κοριτσάκι!
Έκλαιγα θριαμβευτικά! Και ένιωσα και πολύ ερωτύλος! Τόσα χρόνια μετά δεν έχω ιδέα τι απέγινε. Όμως, ακόμη έχω το σημάδι στο πηγούνι απ’ το χτύπημα. Μια κοινή γνωστή μου είπε πως η συγκεκριμένη, έγινε μεγάλη πουτάνα...
To onoma tis Christaki mou??? To onoma tis!!!! A!!! Christos Anesti, by the way!
ΑπάντησηΔιαγραφήMana mou Xristoulli mou isoun pou tote synesthimatikos!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήEpethimisa seeeeeee
ELA KYPROOOOOOOOOOOOOOOOOOO!!!!!!!
XXXXXXXXX
K