Σήμερα θα σας πω πως πέρασα τις τελευταίες
πέντε μέρες στο Λονδίνο.
Είχα να πάω από το 2005 όταν έκανα
το μάστερ μου, πέρασαν δηλαδή 17 χρόνια! Έτυχε να ξαναπροσγειωθώ στο Λονδίνο σ’
όλο αυτό το διάστημα, αλλά δεν έτυχε να μείνω εκεί έκτοτε. Μέσα σε αυτά τα 17
χρόνια άλλαξε και το Λονδίνο, άλλαξαν τα πάντα. Τα δε τελευταία τρία χρόνια
λόγω της πανδημίας, συνέβαλαν έτι περισσότερον στην αλλαγή που είδαν τα μάτια
μου. Βρήκα ένα Λονδίνο σχετικά άδειο. Ελάχιστος συνωστισμός στο μετρό,
ελάχιστος χαμός στους δρόμους, ακόμη και το Σάββατο που ως γνωστόν γίνεται το
αδιαχώρητο στην Όξφορντ Στρητ. Έμαθα ότι οι περισσότεροι εργάζονται πλέον από
το σπίτι, και ότι εξαιτίας του Μπρέξιτ μειώθηκε αισθητά και ο τουρισμός. Επίσης,
πολλές συναλλαγές γίνονται πια μέσω ίντερνετ και η φυσική παρουσία δεν
απαιτείται για τη διεκπεραίωση τους.
Επισκέφτηκα μία εταιρεία όσο ήμουν
εκεί και το διαπίστωσα ιδίοις όμμασι. Η συγκεκριμένη εταιρεία εργοδοτεί 450
υπαλλήλους. Στα open planned γραφεία τους με τα εκατοντάδες τερματικά
υπολογιστών, δούλευαν εκεί μόνο 4 άτομα τη συγκεκριμένη μέρα! Ακόμα και στην
αγορά είδα αλλαγές. Όσα καταστήματα παιχνιδιών ήθελα να επισκεφτώ δεν έχουν πια
φυσικό κατάστημα, αλλά μόνο διαδικτυακό. Λογικό αν σκεφτείς ότι τα συλλεκτικά
παιχνίδια που αγοράζω δεν συμφέρουν το ακριβό νοίκι ενός κανονικού χώρου στο
Λονδίνο. Έχουν τα προϊόντα στοιβαγμένα σε αποθήκες και τα στέλνουν
ταχυδρομικώς. Χάθηκε πλήρως η μαγεία του «κοιτάζω βιτρίνες» όσον αφορά τα
καλούδια που ενδιαφέρουν εμένα.
Δεν είναι μόνο αυτά βέβαια.
Εντυπωσιάστηκα που για πέντε μέρες εκεί δεν χρειάστηκα συνάλλαγμα αφού πλήρωνα
παντού με κάρτα και μάλιστα μέσω κινητού. Ακόμα και στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς,
δεν χρειάστηκε να εκδώσω κάρτα από τα γκισέ, παντού χτυπούσα το κινητό μου, στο
μετρό, στο λεωφορείο, παντού. Κλικ από δω, κλικ από εκεί, τη λίρα δεν την είδα
ούτε ζωγραφιστή. Μόνο στην Κύπρο εξακολουθώ να ακούω το «πού πας χωρίς χρήματα
επάνω σου, δεν δέχονται παντού την κάρτα!» -αν είναι δυνατόν.
Στο Λονδίνο γενικά ένιωσα ξανά το
πώς είναι να ζεις στο 2023 και όχι στο 1973 που ζούμε εδώ. Ήρθα σε επαφή με
επαγγελματίες οι οποίοι ήταν άψογοι, ενέπνεαν κύρος και εμπιστοσύνη, είχαν ένα άλφα
επίπεδο και φαινόταν η εξυπνάδα στο μάτι. Μου πήρε 10 χρόνια να συνηθίσω την
Κύπρο και να πω «έλα μωρέ, κι εδώ καλά είναι» και μόλις πέντε μέρες για να
αρχίσω τα «τι ήθελα κι έφυγα από την Αγγλία, τι ακριβώς δεν μου άρεσε εδώ και
ήθελα τη ζεστασιά της μάνας μου;» Οκνηρία σε συνδυασμό με εφησυχασμό. Αυτές οι
μάστιγες που με κατατρέχουν χρόνια και που ευθύνονται για το 90% των
προβλημάτων μου.
Τέλος πάντων. Πέρα από την
εργασία, έπαθα πολιτιστικό σοκ και στον καλλιτεχνικό τομέα. Πήγα και είδα
θέατρο. Και τι θέατρο! Πήγα στο Frozen το οποίο παίζεται σε ένα υπέροχο θέατρο στο Covent Garden και
σχεδόν έκλαψα από συγκίνηση. Όχι μόνο για την παραγωγή αυτή καθεαυτή που είναι
ούτως ή άλλως μνημειώδης, αλλά για το θέατρο ως θέατρο. Μπήκα σε ένα κτήριο
αυτοκρατορικών διαστάσεων, προδιαγραφών και διακόσμησης. Δεν μπήκα σε αποθήκη
του ΘΟΚ, ούτε σε γκαράζ αυτοκινήτων το οποίο διαμορφώθηκε τσάτρα-πάτρα ώστε να
μπορεί να φιλοξενεί παραστάσεις που με το ζόρι παραπέμπουν σε θέατρο. Είχα να
νιώσω άνθρωπος από τότε που έπαιρνα σβάρνα τις παραστάσεις ως φοιτητής. Το πώς κατάφερα και έπεισα τον εαυτό μου ότι και στην
Κύπρο υπάρχουν παραστάσεις που αξίζουν είναι απορίας άξιο. Μα, τι να σχολιάσω;
Το μπαρ του θεάτρου; Τις σκάλες; Τα θεωρεία; Έβγαζα φωτογραφίες το κτήριο και
έτρεχαν τα σάλια μου! Μία κάβλα και μια κυπριακή κατάντια ταυτόχρονα!
Το Frozen ήταν καταπληκτικό. Κατ’ αρχάς μόνο και μόνο το vibe του ακροατηρίου να έπιανες, έφευγες χαρούμενος. Στο κοινό υπήρχαν άπειρες οικογένειες με μικρά κοριτσάκια, όλες ντυμένες Έλσα οι οποίες έδιναν έναν τόνο γιορτής. Το έργο εξαιρετικό, αν και ομολογώ ότι τα καινούρια τραγούδια που γράφτηκαν για να συμπληρώσουν το μουσικό κομμάτι, δεν λένε και πολλά πλην ενός. Τα σκηνικά πλούσια, τα εφέ μαγικά (άμα δεν μπορείς να καταλάβεις πώς τα κάνανε, οι παραγωγοί κέρδισαν το στοίχημα), τα κοστούμια στην τρίχα. Υπήρχαν στιγμές που το δάκρυ κυλούσε αβίαστο από τη χαρά μου που έβλεπα κάτι τόσο «σωστό» τόσο επαγγελματικό και τόσο μεγαλειώδες. Στη σκηνή του Let It Go ειδικά στην κορύφωση και την αλλαγή του φορέματος, έπεσε το θέατρο από τις επευφημίες του ακροατηρίου. Στη σκηνή που η Έλσα χάνει τη ψυχραιμία της και βγαίνουν παγωμένα αγκάθια από το έδαφος απλά σου κόβεται η ανάσα από το πόσο πετυχημένο είναι το εφέ. Ο χειριστής του τάρανδου, θεός όποιος κι αν ήταν. Το χορευτικό δρώμενο στο Love Is An Open Door εξαιρετικό, ενώ ο Δούκας της Πονηρούπολης πήρε άλλη διάσταση ως ρόλος στο έργο.
Φυσικά, τον Κριστόφ τον παίζει
μαύρος, αλλά μικρό το κακό. Όσο κράτησαν την Έλσα ξανθή και κυρίως γυναίκα, δεν
παραπονιέμαι, θα μπορούσαν να το κατέστρεφαν με καμιά ντραγκ κουίν εν είδει προώθησης της διαφορετικότητας. Αυτό θα ήταν το λιγότερο. Είδα ότι
σε κάποιες αντικαταστάσεις την Έλσα την παίζει μαύρη. Και όχι απλά μαύρη. Μαύρη
με ξανθιά περούκα-πλεξούδα, το οποίο το κάνει ακόμα πιο γελοίο ως θέαμα. Αν θα
την κάνεις μαύρη δώστης και τα σωστά μαλλιά! Γαμώ τη woke κουλτούρα
και όλους τους υπερασπιστές της! Τέλος πάντων, έφυγα άλλος άνθρωπος από το
θέατρο. Αγόρασα μαγνητάκια, το πρόγραμμα, αγόρασα πάνινες κούκλες Έλσα και Άννα
της Μπουμπούς μου, αγόρασα μία τσάντα Frozen της γυναίκας
μου. Έπεσα στην παγίδα του χαζοτουρίστα, ξόδεψα σαν μην υπάρχει αύριο (δεν υπάρχει!), αλλά το φχαριστήθηκα.
Παρόλη την πνευματική ανάταση και
αυτοπραγμάτωση, τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ζούσα την επόμενη μέρα όταν
πήγα να δω το Abba Voyage.
Έχω παρατηρήσει ότι πολύς κόσμος
δεν έχει πάρει χαμπάρι τι συμβαίνει με τους Abba στο
Λονδίνο. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι πρόκειται για κάποια συναυλία στην οποία
παίζονται τραγούδια τους, κάποιοι άλλοι νομίζουν ότι πρόκειται για προβολή
ταινίας συνοδεία λάιβ ορχήστρας. Γενικά υπάρχει μία σύγχυση ως προς το τι
συμβαίνει μέσα στην αρένα που χτίστηκε ειδικά γι’ αυτό το σόου. Πρόκειται για
συναυλία με άβαταρς. Οι πραγματικοί Abba καλωδιώθηκαν και με τη χρήση υπερσύγχρονων υπολογιστών
δημιούργησαν τα άβαταρς τους όπως ήταν στην ακμή τους, δηλαδή τη δεκαετία του ’70, και αυτά προβάλλονται στη σκηνή ενόσω διαρκεί το σόου. Φυσικά, δεν πρόκειται
για προχειροδουλειά. Μετά βίας αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που βλέπεις επί σκηνής
δεν είναι πραγματικός άνθρωπος. Τόσο πολύ που εμείς φεύγοντας είχαμε και τις επιφυλάξεις
μας κατά πόσον η ζωντανή ορχήστρα και κάποιοι τραγουδιστές που έκαναν φωνητικά
ήταν όντως πραγματικοί άνθρωποι ή κι εκείνοι ψηφιακοί.
Το σόου είναι το κάτι άλλο, είναι
η πιο συγκλονιστική εμπειρία που έζησα σε επίπεδο θεάματος. Κατ’ αρχάς είναι πανούργα
γιατί παίζει με το μυαλό σου. Χάνεται η αίσθηση του τι είναι πραγματικό και τι
εικονικό. Κατεβαίνουν σκηνικά από το ταβάνι γίνονται ένα με την σκηνή και δεν
ξέρεις πού αρχίζει και πού σταματά η πραγματικότητα. Δεύτερον, η νοσταλγία! Το
γεγονός ότι βρέθηκα σε συναυλία ανθρώπων που δεν είναι πια ενεργοί αλλά
καταφέρνουν μέσω της τεχνολογίας να διαιωνίσουν την τέχνη τους εμένα με γεμίζει
ελπίδα. Θα σας κάνω σπόιλερς στην πιο κάτω παράγραφο γι’ αυτό όσοι σκοπεύετε να
πάτε (και επιβάλλεται να πάτε!) προχωρήστε πιο κάτω.
Σπόιλερ: Βγαίνει ο Μπένι στην αρχή
και λέει «Ήταν 1979 όταν πρωτοπαίξαμε στο Λονδίνο. Πέρασαν 44 χρόνια, εμείς
είμαστε εδώ νέοι ενώ για εσάς ο χρόνος περνά». Βρίσκω συγκλονιστική τη
συνειδητοποίηση του πιο πάνω. Ζούμε πλέον εποχές που δεν έχει σημασία η χρονολογία.
Μπορείς με την εικονική πραγματικότητα να είσαι σε όποια χρονιά νιώθεις
περισσότερη γαλήνη. Το σόου είναι φαντασμαγορικό. Τα φώτα, τα γραφικά, τα
λέιζερ, τα σκηνικά, όλα συμβάλλουν στον να είσαι μιάμιση ώρα αποσβολομένος και
να μην ξέρεις από πού σου ήρθε. Εγώ ήμουν όρθιος στην αρένα - και το φοβόμουν
στην αρχή, μην κουραστώ και δεν αντέξω-, αλλά όχι μόνο δεν κατάλαβα Χριστό, αλλά
στο τέλος είπα «ήταν λίγο, ήθελα κι άλλο!». Πρέπει να σας πω ότι δεν λένε όλα
τα σουξέ τους (έχουν κρατήσει κάβα για μελλοντικό σόου). Δεν λένε το Super Trouper, ούτε το Money, Money, Money. Λένε
κάποια που δεν τα ξέρει ούτε η μάνα τους, ενώ κρατάνε το Dancing Queen για
το τέλος (περιττό να περιγράψω τι έγινε μόλις ακούστηκε η εισαγωγή του εν λόγω
άσματος! 3000 άτομα όρθια χόρευαν ευτυχισμένα). Το Waterloo προβάλλεται
σαν βίντεο κλιπ στις οθόνες από τη βραδιά της Γιουροβίζιον, δεν το τραγουδούν τα άβαταρς, ενώ υπάρχει και
αιχμηρός σχολιασμός από τον Μπένι για το γεγονός ότι όταν διαγωνίστηκαν το 1974
η Αγγλία τους έδωσε μηδέν βαθμούς! (Μικρό το κακό, εδώ η
Μαρινέλλα που εκπροσωπούσε την Ελλάδα γύρισε στη χώρα και όταν ερωτήθηκε
σχετικώς στο αεροδρόμιο είπε «κέρδισε ένα τραγούδι που δεν του έδωσε κανένας
σημασία!» Χα, χα!) Υπάρχει και encoré στο
σόου, βεβαίως – βεβαίως, με το The Winner Takes It All, ενώ
στην υπόκλιση, κι εδώ ήταν που ανατρίχιασα, βγαίνουν όπως είναι σήμερα, στα 70
φεύγα τους και μας (από)χαιρετούν. Είναι και λίγο «επιθανάτιο» όλο αυτό, γι’ αυτό
και συγκινεί.
Όπως και να ‘χει, αυτό είναι το
μέλλον των λάιβ συναυλιών, κατά τη γνώμη μου. Μπορεί να κάνω και λάθος αλλά γιατί να κάθεται να
χολοσκά η Μαντόνα, η Lady Gaga αλλά και άλλοι όταν μπορούν να περιφέρουν σε τουρνέ τα
άβαταρς τους και εκείνες να κάθονται και να εισπράττουν από τα βραστά του
σαλονιού τους; Δεν είναι το ίδιο θα μου πείτε. Κι όμως, σε ένα στάδιο με
χωρητικότητα χιλιάδων θέσεων δεν μπορείς να καταλάβεις αν βλέπεις όντως τη Μαντόνα,
τη μίμο της, ή το άβαταρ της. Σημασία έχει η ατμόσφαιρα και η ψευδαίσθηση. Κι
αυτό επιτυγχάνεται και με το παραπάνω με τη συγκεκριμένη τεχνολογία. Επομένως,
στο μέλλον να περιμένετε περισσότερα τέτοια και εύχομαι να γίνει κάτι ανάλογο
με τον Michael Jackson και τον Freddie Mercury και τους Queen γιατί
καημό το έχω να παρευρεθώ σε συναυλία τους. Περιττό να πω ότι έχω φαντασιωθεί
ανάλογο σόου και για την Άννα Βίσση!
Σόρρι για την πολυλογία, αλλά έχω
κι άλλα να σου πω. Μέσα στο θέατρο των Abba επικρατούσε εξαιρετικός πολιτισμός. Εντάξει,
το κοινό ήταν 50+ κατά μέσο όρο, αλλά και πάλι. Ούτε σκουντιές, ούτε ακρότητες,
όλοι μια παρέα να χορεύουν και να τραγουδούν. Οι μπροστά μας είχαν συνέχεια την
έγνοια μας και ρωτούσαν αν μας κόβουν τη θέα. Οι διοργανωτές ήταν τρομερά
αυστηροί με την κινηματογράφηση του θεάματος και τις φωτογραφίες. Έκαναν
ανακοίνωση στην αρχή λέγοντας πως παρακολουθούμαστε και αν τολμούσαμε να
βγάλουμε βίντεο ή φωτογραφία, θα μας ζητούνταν να αποχωρήσουμε από την αίθουσα.
Εκεί ακούστηκαν μερικά γιουχαΐσματα, αλλά γενικά, το παρατήρησα, ούτε ένας δεν
τόλμησε να χαλάσει τη μαγεία του πράγματος. Πράγματα που στην Κύπρο ουδένa αφορούν. Δεν πα να λένε, ο καθένας κάνει ό, τι θέλει. Πόσο πεθύμησα αυτή την
τάξη και ευπρέπεια του εξωτερικού!
Έξω από την αρένα (είναι λειώμενη
έμαθα και θα ξεστηθεί στο τέλος του 2023 για να πάει παγκόσμια τουρνέ), έχει
στηθεί ολόκληρο «χωριό» στο οποίο μπορείς να φας, να πιεις, να χορέψεις και να
αγοράσεις ενθύμια. Εννοείται από τον ενθουσιασμό μου αγόρασα και πάλι ένα κάρο δώρα. Και
πάλι μαγνητάκια, συλλεκτικό βινύλιο του Waterloo, κασκόλ
Abba για τη Μπρέντα, μαγνήτες για το ψυγείο, πρόγραμμα με
φωτογραφικό υλικό και συνεντεύξεις του συγκροτήματος. Αυτά τα θεωρώ περιττά έξοδα γενικά,
αλλά ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός και η αναψυχή που δεν άντεξα!
Να πω την αμαρτία μου, επιχείρησα να βρω εισιτήρια και για την επόμενη μέρα, θέλησα να ξαναπάω, αλλά ήταν όλα sold out. Ακόμα και για τους όρθιους! Θεωρώ ότι είστε δεν είστε φαν των Abba οφείλετε να πάτε. Μόνο και μόνο για την τεχνολογική επιθεώρηση του πράγματος. Είναι το μέλλον! Δεν μπορείτε να απουσιάζετε από αυτό. Αν σας αρέσουν και τα τραγούδια ή τέλος πάντων τα βρίσκετε υποφερτά, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία να το χάσετε. Εγώ προσπαθώ τώρα να πείσω τη Μπρέντα να ξαναπάμε ειδικά γι’ αυτό, ένα σαββατοκύριακο στα πεταχτά, γιατί ομολογουμένως, νιώθω άσχημα όταν δε μοιράζομαι μαζί της τέτοιες στιγμές ευτυχίας.
Τις υπόλοιπες μέρες στο Λονδίνο δεν έκανα κάτι εξίσου εντυπωσιακό. Πήγα και ψώνισα ρούχα, παιχνίδια, ενώ επίσης συναντήθηκα με τη φίλη μου τη Κέιτι με την οποία συγκατοικούσαμε στο Ρέντινγκ για δυο χρόνια. Η Κέιτι ζει στις Βρυξέλλες πια, αλλά επειδή είχαμε να ιδωθούμε 17 χρόνια θεώρησε πρέπον να πάρει το eurostar και να έλθει να με βρει. Βλέπετε, οι αποστάσεις δεν υπολογίζονται όταν σε νοιάζει ο άλλος. Με τη Κέιτι φάγαμε ψωμί κι αλάτι το πάλαι ποτέ 2003-04. Ανοίγαμε τη ψυχούλα μας ο ένας του άλλου και κάναμε ψυχοθεραπεία κάθε βράδυ μαζί, ενώ με βοηθούσε ανιδιοτελώς με τις εργασίες μου διορθώνοντας κάποια άτσαλα γλωσσικά λάθη. Δεν κρατήσαμε στενή επαφή έκτοτε αλλά όταν βρεθήκαμε ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Πήραμε το πλοιαράκι από τον Τάμεση μαζί και κάναμε μία μίνι κρουαζιέρα, αποβιβαστήκαμε στη Tate Modern και είδαμε μία φρικτή έκθεση μίας Πολωνής ονόματι Μαγκνταλένα Αμπακάνοβιτς, που έπλεκε χαλιά και δημιουργούσε απομιμήσεις ανθρωπίνων οργάνων. Βλέπετε πιο κάτω μερικά, περιττό να πω ποιο είναι ποιο. Οι εικόνες μιλούν από μόνες τους.
Βαρεθήκαμε γρήγορα μέσα στη Tate και
καταλήξαμε στο μπαρ να τα πίνουμε και να κάνουμε περαιτέρω catch up! Ελπίζω
να μην κάνουμε άλλα 17 χρόνια για να βρεθούμε, δεν υπάρχει πια τέτοια
πολυτέλεια χρόνου.
Είχα πολύ ελεύθερο χρόνο και το
σαββατοκύριακο ειδικά, επισκέφθηκα το πανεπιστήμιο μου, την εστία μου στο UCL (ομολογώ
ότι δεν ήμουν σίγουρος αν θυμόμουν πώς να πάω εκεί αλλά τα βρήκα, είναι εκεί
ακόμα, μουντή κι άσχημη, η χειρότερη φοιτητική εστία που έμεινα ποτέ!), ενώ
περπάτησα και όλη τη διαδρομή που έκανα από το Russell Square μέχρι
το King´s College για να πάω στο μάθημα, και εκεί
έζησα άλλη μια συνειδητοποίηση. Γέρασα! Εκείνη τη διαδρομή την έκανα μέσα σε 45’
κάθε μέρα τω καιρώ εκείνω, ενώ προχθές, στα μισά του δρόμου σκεφτόμουν να τα
παρατήσω επειδή λαχάνιαζα, δεν έσωννα, και σκεφτόμουν να πάρω λεωφορείο. Πείσμωσα βέβαια και ολοκλήρωσα
τη διαδρομή, αλλά η κόπωσις ήτο αισθητή και η απογοήτευση μεγάλη!
Στο Λονδίνο έγινα άλλος άνθρωπος αγαπητέ αναγνώστη και ήταν ό, τι χρειαζόμουν αυτή την εποχή για να κρατηθώ στα λογικά μου, όπου η καθημερινότητα μου καθορίζεται από τη ρουτίνα της Μπουμπούς, αλλά και του γιου μου. Μετά τη δουλειά το μόνο που κάνω κάθε μέρα είναι να προσαρμόζομαι στα θέλω και τις ανάγκες τους. Πότε θα φάνε, πότε θα αλλάξει πάνα, πότε θα κάνουν μπάνιο και πότε θα κοιμηθούν. Ο δε γιος μου με απομυζά 100%, παίζω μαζί του κάθε μέρα μιάμιση ώρα και στο τέλος κατεβάζει και τα μούτρα του ότι "δεν του αφιερώνω όσο χρόνο θέλει". Δεν υπάρχει αρκετός ποιοτικός χρόνος για μένα, ούτε για τον γάμο μου. Κάνω πολλή υπομονή και προσπαθώ να χαίρομαι κι αυτή την περίοδο των παιδιών η οποία έτσι κι αλλιώς κάποτε θα τελειώσει, αλλά έχω ανάγκη και την απομόνωση, και τη φροντίδα του εαυτού μου. Με νύχια και με δόντια τα διεκδικώ και τα πετυχαίνω στο τέλος. Το Λονδίνο ήρθε πάνω στην ώρα που ήμουν με το πιστόλι στον κρόταφο! Φυσικά, τίποτα δεν άλλαξε, τι να σου κάνουν πέντε μέρες, με τον ερχομό μου μου πήρε μία μέρα για να ξανά-βαλτώσω, αλλά πού θα πάει, θα αντεπεξέλθουμε.
Το πολιτιστικό σοκ που
έζησα στο αεροδρόμιο Λάρνακας, όπου με το που προσγειώθηκα με υποδέχτηκε
αστυνομικός ο οποίος μου κατέδειξε πώς να σκανάρω το διαβατήριό μου λέγοντάς
μου «τσιου γιου λάγκουε» (choose your language) επί
της οθόνης αφής, είναι η επιτομή του που ζω και του πώς κυλούν τα πράγματα! Θα μπορούσε να ήταν και ο τίτλος αυτού του post.
Χώρα πιθήκων! Ψόφο!